"Οταν ο λαός βρίσκεται μπροστά στον κίνδυνο της τυραννίας διαλέγει ή τις αλυσίδες ή τα όπλα"

"Οταν ο λαός βρίσκεται μπροστά στον κίνδυνο της τυραννίας διαλέγει ή τις αλυσίδες ή τα όπλα"

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Παρασκευή 16 Σεπτεμβρίου 2022

Καισαριανιώτες και Αρμένιοι στον ΕΛΑΣ

 

Η Και­σα­ρια­νή υπήρξε σχεδόν από την ίδρυσή της ως συνοικία προσφύγων, μια από τις περισσότερο "παρούσες" συ­νοι­κί­α της Α­θή­νας, στο εργατικό και λαϊκό κίνημα του Μεσοπολέμου, αλλά και στο αντιστασιακό κίνημα της Κατοχής. Σε όρους πληθυσμού, η Καισαριανή και ο λαός της επέδειξαν με­γά­λη δρά­ση στην α­ντί­στα­ση κα­τά των Γερ­μα­νών και στις μά­χες του 1944 κα­τά των Άγ­γλων, όντας μια από τις τελευταίες συνοικίες της Αθήνας, που καταλήφθηκε από τα αγγλικά και αστικά κυβερνητικά στρατεύματα, στις συγκρούσεις του Δεκέμβρη. Στα γε­γο­νό­τα της Εθνικής Αντίστασης και των δεκεμβριανών συγκρούσεων συμ­με­τεί­χαν και αρ­κε­τοί Αρ­μέ­νιοι της πε­ριο­χής, πρόσφυγες των μεγάλων διογμών του τουρκικού εθνικισμού της εποχής του Μεσοπολέμου. Ο­ρι­σμέ­νοι συ­νε­λή­φθη­σαν α­πό τους Γερ­μα­νούς στο μπλό­κο της Και­σα­ρια­νής και εκτελέστηκαν ή δολοφονήθηκαν, άλλοι έπεσαν στις συγκρούσεις της εποχής, όπως οι πολυπληθέστεροι συμπατριώτες τους, στη Νέα Σμύρνη.

Τα ονόματα ελάχιστων Αρμενίων της Καισαριανής είναι σήμερα γνωστά, αν και ευλόγως μπορεί κανείς να υποθέσει ότι υπήρξαν και δεκάδες άλλοι Αρμένιοι που σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, εντάχθηκαν στο κίνημα της εποχής. Οι πιο γνωστές περιπτώσεις Αρμενίων αντιστασιακών και κομμουνιστών της Καισαριανής υπήρξαν οι παρακάτω:

Ζι­ρά­ιρ (Τά­σος), γραμ­μα­τέ­ας του ΚΚΕ Και­σα­ρια­νής και στέλεχος της τοπικής ΟΠΛΑ.

Λου­μπάρ Μπερ­μπε­ριάν, μαχητής του ΕΛΑΣ. Σκοτώθηκε στις συγκρούσεις του Δεκέμβρη του 1944, σε συμπλοκή με Βρετανούς στρατιώτες.

Ρό­ζα-Χρι­ψιμέ Κου­μου­ριάν, ΕΠΟΝίτισσα, γνωστή για τα συνθήματα που φώναζε με το γνωστό "χωνί", που ενημέρωνε και ενθάρρυνε τους πολίτες της συνοικίας.



Ο Λου­μπάρ Μπερ­μπε­ριάν στον ΕΛΑΣ Καισαριανής



Τρίτη 13 Σεπτεμβρίου 2022

Η μάχη της Αγιάς, 14 Σεπτεμβρίου 1948

 Τον Σεπτέμβριο του 1948 αποφασίστηκε στο πλαίσιο των επιχειρήσεων του ΚΓΑΝΕ στη Θεσσαλία, μετά τις επιθέσεις στην Καλαμπάκα, τη Φαρκαδόνα, τα Τρίκαλα και τον Τύρναβο, η κατάληψη της Αγιάς.

Στην επιχείρηση κατά της Αγιάς πήρε μέρος η 192η Ταξιαρχία του Μπαντέκου (34 οπλοπολυβόλα, 10 πάντζερ, μπουκάλια με βενζίνη και 7 βλήματα Πίατ), η 123η Ταξιαρχία του Φεραίου, η ομάδα σαμποτέρ (11 οπλοπολυβόλα) και η διλοχία της Σχολής Αξιωματικών του ΚΓΑΝΕ (15 οπλοπολυβόλα). Βασικοί στόχοι της επιχείρησης ήταν η στρατολογία και η επιμελειτιακή εκμετάλλευση που θα πραγματοποιούνταν με την κατάληψη της κωμόπολης για περιορισμένο χρονικό διάστημα και με την παράλληλη παρεμπόδιση των ενισχύσεων του ΕΣ.

Ο κυβερνητικός στρατός στην περιοχή αποτελείτο από δύο λόχους του 26 Τ.Ε υπό τον αντισυνταγματάρχη Πιπιλιαγκόπουλο, 25 χωροφύλακες της Υποδιεύθυνσης Χωροφυλακής και 100 ΜΑΥ-ΜΑΔ με 1 πυροβόλο των 7,5 χιλιοστών, 7 πολυβόλα, 5 όλμους και τον ατομικό οπλισμό τους. Συνολικά, η αριθμητική δύναμη της φρουράς ανερχόταν στους 300 περίπου άνδρες. Οι δυνάμεις αυτές είχαν αναπτυχθεί στα βόρεια υψώματα της Αγιάς, σε οχυρωμένες θέσεις με κτιστά πολυβολεία και συρματοπλέγματα με κυκλική διάταξη στην Αγία Τριάδα, στο Παλιόκαστρο και στο σπίτι του Αργυρούλη. Στο κέντρο της κωμόπολης είχαν οχυρωθεί στο Δημοτικό Σχολείο, στην Υποδιεύθυνση Χωροφυλακής και σε τρία κτήρια που αλληλοϋποστηρίζονταν, στις ανατολικές παρυφές της στο οχυρό Πύργος με 2 πολυβόλα και στη νότια πλευρά της στο σπίτι του Τσαλίκη όπου ήταν εγκαταστημένο το πυροβόλο, στην Αγροτική Τράπεζα, στο σπίτι του Βαγενά, στο εργοστάσιο ηλεκτρισμού και στα φυλάκια στις παρυφές της κωμόπολης. Επίσης, ένας λόχος του ίδιου τάγματος είχε εγκατασταθεί στα δυτικά, στο χωριό Γερακάρι. 

Το σχέδιο της επίθεσης προέβλεπε ότι οι δυνάμεις της Ιης Μεραρχίας του ΔΣΕ θα κινούνταν από τον Κάτω Όλυμπο στον Κίσσαβο και θα καλύπτονταν σε μια τοποθεσία που θα απείχε μία περίπου ώρα από την Αγιά. Την κύρια επίθεση θα εκδήλωνε η 192η Ταξιαρχία και η Σχολή Αξιωματικών στις 22.00 τη νύχτα της 14ης προς 15η Σεπτεμβρίου. Η 192η Ταξιαρχία θα καλυπτόταν στη θέση «Στουρνάρας Σκορτσάκ» και θα εξορμούσε από την ανατολική πλευρά με δύο λόχους, με στόχο την κατάληψη των αντιστάσεων στα συγκεκριμένα σημεία, τα οποία περιλάμβαναν το σπίτι του Τσαλίκη, την Αγροτική Τράπεζα, το εργοστάσιο ηλεκτρισμού και τον Πύργο. Αφού καταλαμβάνονταν αυτά τα σημεία, δύο λόχοι θα εξορμούσαν από τη νότια κατεύθυνση, με στόχο την προώθηση προς το κέντρο και την κατάληψη του σχολείου και της αστυνομίας. 

Τρεις ομάδες οι οποίες θα καλύπτονταν στο χώρο βόρεια του Μεγαλόβρυσου (Νιβόλιανη) θα κτυπούσαν τις αντιστάσεις από τη δυτική πλευρά. Η Σχολή Αξιωματικών ήταν επιφορτισμένη με την εξόντωση των αντιστάσεων στα βόρεια υψώματα της Αγιάς. Στη συνέχεια, θα προωθείτο προς το κέντρο όπου θα χτυπούσε το σχολείο και την αστυνομία από τη βόρεια πλευρά. Αφού καταλαμβάνονταν οι στόχοι, θα καίγονταν ή θα ανατινάζονταν δημόσια κτήρια, όπως η Αγροτική Τράπεζα, το Ειρηνοδικείο, το Ταμείο, το εργοστάσιο ηλεκτρισμού και άλλα. Η 123η Ταξιαρχία και η ομάδα σαμποτέρ θα κάλυπταν την επιχείρηση από την κατεύθυνση της Λάρισας. Δυνάμεις τους θα τοποθετούνταν στα υψώματα Βαθυρέματος, όπου θα ναρκοθετούσαν τον δρόμο Λάρισας-Αγιάς και θα καθήλωναν τον λόχο του Εθνικού Στρατού που βρισκόταν στο Γερακάρι. Άλλες δυνάμεις θα αναπτύσσονταν στα υψώματα στο Γεντίκι και θα ναρκοθετούσαν τον δρόμο, με στόχο την παρεμπόδιση πιθανών ενισχύσεων των κυβερνητικών δυνάμεων από τη Λάρισα. Άλλες δυνάμεις θα αναπτύσσονταν στα υψώματα στα νότια της Ανάβρας (Δογάνης) ναρκοθετώντας τον δρόμο Ελασιάς-Ανάβρας, δύο ομάδες θα τοποθετούνταν προς τη κατεύθυνση του Αγιόκαμπου και τέλος σαράντα άνδρες της Λαϊκής Πολιτοφυλακής θα καταρτούσαν συνεργεία για τη στρατολογία. Οι εφεδρικές δυνάμεις περιλάμβαναν 5 ομάδες, οι οποίες τοποθετήθηκαν στο ύψωμα 245, στα νότια του Κουτσουμού.

Λίγο πριν την επίθεση, στο σημείο κάλυψης πραγματοποιήθηκε σύσκεψη στελεχών, όπου αναλύθηκε ο σκοπός της επιχείρησης και το σχέδιο επίθεσης από τους διοικητές του ΚΓΑΝΕ και της Ιης Μεραρχίας. Στη συνέχεια, ακολούθησε η καθιερωμένη ενημέρωση κατά τμήματα και συγκροτήθηκαν συνεργεία για τη στρατολογία και την επιμελητεία. Η επίθεση εκδηλώθηκε το βράδυ της 14ης Σεπτεμβρίου από τα νοτιοανατολικά της κωμόπολης. 

Η Ι Διλοχία της 192ης Ταξιαρχίας αφού ανέτρεψε τις αντιστάσεις στις παρυφές, επιτέθηκε κατά του φυλακίου που βρισκόταν στην εκκλησία του Αγίου Θεοδώρου. Στο καμπαναριό της εκκλησίας μάλιστα είχε τοποθετηθεί πολυβόλο. Η διλοχία κατέλαβε εύκολα το εχθρικό οχυρό και κατευθύνθηκε προς το ισχυρό φυλάκιο Πύργος, το οποίο προστάτευαν δύο πολυβόλα Βίκερς, ένας όλμος και πολλά αυτόματα όπλα. Η διλοχία, χρησιμοποιώντας αντιαρματικά πάντζερ και πίατ, χειροβομβίδες και μπουκάλια με βενζίνη ανέτρεψε τον εχθρό και έκαψε το φυλάκιο και άλλα πέντε σπίτια. Ο δρόμος πια προς το κέντρο της Αγιάς ήταν ανοιχτός. Το κέντρο ήταν βαριά οχυρωμένο και το υπερασπιζόταν ισχυρή δύναμη του στρατού. Τα οχυρωμένα κτήρια Ζαφρανά, Μιχόπουλου και το ημιγυμνάσιο στάθηκε αδύνατο να καταληφθούν. Στις 5 το πρωί, η διλοχία συμπτύχθηκε στο βορειοανατολικό σημείο της κωμόπολης. Τη νύχτα της 15ης Σεπτεμβρίου, με νέα επίθεση ανατίναξε το υδραγωγείο και κατέλαβε και άλλες αντιστάσεις του εχθρού. 

Η ΙΙ Διλοχία, το βράδυ της 14ης Σεπτεμβρίου, επιτέθηκε κατά των φυλακίων Τσαλίκη και Σταματόπουλου, τα οποία είχαν κτιστές θέσεις πολυβολείων και συρματοπλέγματα καθώς και κατά του φυλακίου της Παναγίας και ενός οχυρωμένου σπιτιού. Οι άνδρες της διλοχίας, παρότι ανατίναξαν ένα πολυβολείο του οχυρού Τσαλίκη-Σταματόπουλου, δεν κατάφεραν να το εξουδετερώσουν. Παράλληλα, ένα άλλο τμήμα της διλοχίας κατέλαβε το καμπαναριό της εκκλησίας του Αγίου Αντωνίου και έβαλε φωτιά στην Αγροτική Τράπεζα, αφού πρώτα αφαίρεσε το ποσό των 25.000.000 δραχμών από τα ταμεία της. Έκαψε επίσης και σπίτια «εχθρών του λαού», όπως τα σπίτια του Ιωάννη Πολύμερου, του Βαγγέλη Καρδάρα, του Γιανναρού, του Καναβά, του Ευθυμιάδη και του Συράκη. Στις 5.15 το πρωί, η διλοχία συμπτύχθηκε στα ανατολικά καταλαμβάνοντας τα υψώματα του Αγίου Παντελεήμωνος. 

Η ΙΙΙ Διλοχία δέχτηκε πυρά όλμων στις 20.45 της 14ης Σεπτεμβρίου. Από τις 21.30 έως τις 5.20 συγκρούστηκε με εχθρικά τμήματα γύρω από το σχολείο και από το σπίτι του Μιχόπουλου σχεδόν σώμα με σώμα. Τα δύο φυλάκια υπερασπίζονταν δύο διμοιρίες με 6 οπλοπολυβόλα και 2 βαριά πολυβόλα. Στα νότια του ημιγυμνασίου και δυτικά του δημοτικού σχολείου δέχτηκε πυρά από ένα οχυρωμένο σπίτι, το οποίο υπεράσπιζαν χωροφύλακες και ΜΑΔ. Τμήματα της διλοχίας έβαλαν τότε φωτιά στο κτήριο, προκαλώντας τον τραυματισμό του Υπενωμοτάρχη Θωμά Αντωνίου και τον θάνατο του οπλίτη ΜΑΔ, Απόστολου Δεληγιάννη από το Σκλήθρο Αγιάς, οι οποίοι πήδηξαν από το παράθυρο. Στη συνέχεια, η διλοχία έκαψε τα σπίτια του Δημήτρη και του Απόστολου Καρβασώνη, του Σταματόπουλου και του Πέτρου Μπαρμπέρη που τα υπεράσπιζαν άνδρες των ΜΑΥ και της Χωροφυλακής και στις 5.30 συμπτύχθηκε στα νοτιοανατολικά υψώματα της Αγιάς. Το πρωί της 15ης τα τμήματα της 192ης Ταξιαρχίας και της Σχολής Αξιωματικών συμπτύχθηκαν προς τις ανατολικές και βόρειες παρυφές της πόλης, δίνοντας την ευκαιρία στα κυβερνητικά στρατεύματα να κινηθούν από το κέντρο. Στις 10.00, με τα πρώτα πυρά επέστρεψαν στις οχυρώσεις τους. Το βράδυ εκδηλώθηκαν νέες επιθέσεις προς το κέντρο της Αγιάς.

Παράλληλα, στον τομέα της 123ης Ταξιαρχίας η κατάσταση ήταν δύσκολη. Τα τμήματα τα οποία ήταν επιφορτισμένα με την κάλυψη της επιχείρησης από τα δυτικά άργησαν να καταλάβουν τις θέσεις τους, επιτρέποντας με αυτόν τον τρόπο στον λόχο του στρατού που βρισκόταν στο Γερακάρι να εισέλθει κατά τη διάρκεια της νύχτας στην Αγιά και να ενισχύσει τη φρουρά της. 

Οι ενισχύσεις των κυβερνητικών στρατευμάτων υπό τον επίλαρχο Στεφανίδη κινήθηκαν τη νύχτα της 14ης προς 15η Σεπτεμβρίου από τη Λάρισα, αλλά δεν κατάφεραν να φτάσουν στον προορισμό τους, λόγω των ναρκοθετημένων δρόμων και των πυρών που εκδηλώνονταν από τα υψώματα της Δήμητρας και του Αγίου Νικολάου του Φονιά. Μόλις ξημέρωσε, κινήθηκαν νέες δυνάμεις προς ενίσχυση των καθηλωμένων δυνάμεων του Στεφανίδη και της φρουράς της Αγιάς, που αποτελούνταν από έναν ουλαμό τεθωρακισμένων υπό τον επιλοχία Μεταξάκη και από έναν ουλαμό της Ίλης Εφόδου του 2ου Συντάγματος Αναγνωρίσεως υπό τον ανθυπασπιστή Κούρκα και υπό τη Διοίκηση του επίλαρχου Χαρβαλάκη. 

Στις 7.00 το πρωί της 15ης Σεπτεμβρίου, οι ενισχύσεις βρίσκονταν στο χωριό Ελευθέριο και προωθούνταν προς το Γερακάρι υπό την κάλυψη πυροβολικού και αεροπορίας. Όταν έφτασαν έξω από το χωριό Δήμητρα, βλήθηκαν από καταιγιστικά πυρά όπλων και όλμων. Ο Χαρβαλάκης συνάντησε τον Στεφανίδη και ενημερώθηκε για την κατάσταση που επικρατούσε. Λίγο αργότερα, 12 άνδρες υπό τον Ανθυπασπιστή Κούρκα της Ίλης Εφόδου με την υποστήριξη τεθωρακισμένων κατέλαβαν τα υψώματα του Αγίου Νικολάου του Φονιά και άλλοι 8 υπό τον Χαρβαλάκη απομάκρυναν τις νάρκες και επισκεύασαν τον δρόμο. Στη συνέχεια, τα τμήματα του Χαρβαλάκη και του Στεφανίδη συνέχισαν την πορεία τους προς Αγιά, αφήνοντας ένα τμήμα της Ίλης Εφόδου να ασχοληθεί με την εκκαθάριση των γύρω υψωμάτων. Ακολουθώντας το δρομολόγιο Γερακάρι-Ανάβρα-Αετόλοφος, παρακάμπτοντας με αυτόν τον τρόπο τις δυνάμεις του ΔΣΕ που είχαν ταχθεί στα υψώματα του Βαθυρέματος και τα ναρκοπέδια, εισήλθαν στην Αγιά στις 12.00 το μεσημέρι περίπου βαλλόμενα από σπίτια, στέγες και δέντρα και ήρθαν σε επαφή με τη Διοίκηση του τάγματος της φρουράς. Στις 18.00, το τμήμα της Ίλης Εφόδου αφού περισυνέλλεξε τους τραυματίες, κινήθηκε προς τη βάση του. Στην Αγιά παρέμειναν τα τεθωρακισμένα με τον Στεφανίδη και 11 οπλίτες της ίλης.

Λίγες ώρες αργότερα, αφού συμπληρώθηκαν 30 ώρες μάχης, δόθηκε στις δυνάμεις του ΔΣΕ η διαταγή της σύμπτυξης στα γύρω υψώματα, στα χωριά Μεγαλόβρυσο, Σκήτη και Σκλήθρο, όπου συνέχισαν τις επόμενες ημέρες την παρενόχληση του εχθρού με βλήματα όλμων εναντίον της κωμόπολης και με πυρά πεζικού κατά των εξωτερικών φυλακίων.  

Στη μάχη της Αγιάς καταμετρήθηκαν από τις δυνάμεις της 192ης Ταξιαρχίας 7 νεκροί, 10 τραυματίες και 4 αιχμάλωτοι εχθροί. Ωστόσο, όπως επισημαίνει σωστά στην έκθεση μάχης της, «οι απώλειες του [εχθρού] πρέπει να’ ναι πολύ μεγαλύτερες». Η Ιη Μεραρχία σε έκθεση της δίνει ένα μεγαλύτερο αριθμό απωλειών: «Νεκροί 35, μεταξύ τους 1 Αξ/κός. Τραυματίες 120. Αυτόμολοι 5. Αιχμάλωτοι 62». Οι κυβερνητικές δυνάμεις μέσα στην Αγιά, σύμφωνα με το ηρώο του στρατιωτικού νεκροταφείου, είχαν 18 νεκρούς. Στην πραγματικότητα οι απώλειες τους ήταν μεγαλύτερες. Το 26 Τ.Ε είχε 13 νεκρούς (1 έφεδρος αξιωματικός) και 11 αγνοούμενους στρατιώτες. Το τμήμα ΜΑΔ είχε 15 με 17 νεκρούς, από τους οποίους οι περισσότεροι ήταν συλληφθέντες που εκτελέστηκαν στη Σκήτη και στη θέση Καπρίτσιο της Μελιβοίας. Άλλοι 25 τουλάχιστον στρατιώτες τραυματίστηκαν. Ο Διοικητής του 26 Τ.Ε Αγιάς με αναφορά του ζήτησε λίγες ημέρες αργότερα την αντικατάσταση του τάγματος, «λόγω απωλειών και εξαντλήσεως των ανδρών του εκ του συνεχούς αγώνος». 

Οι νεκροί της 192ης Ταξιαρχίας ανέρχονταν στους 4, ο ένας από φιλικά πυρά (Λαμπρονίκος), οι τραυματίες στους 38 (1 ομαδάρχης από φιλικά πυρά) και οι αγνοούμενοι στους 2. Όσοι τραυματίες περισυνελέγησαν από το πεδίο της μάχης μεταφέρθηκαν στα διπλανά χωριά για την παροχή των πρώτων βοηθειών. Κάποιοι από αυτούς μεταφέρθηκαν στη Σωτηρίτσα και τοποθετήθηκαν προσωρινά στα άδεια σπίτια του χωριού, άλλοι στη Μελίβοια (Αθανάτη) στην εκκλησία της Αγιάς Παρασκευής, ενώ όσοι ήταν πιο σοβαρά μεταφέρθηκαν στη Σκήτη όπου βρισκόταν ο γιατρός Τάκης Σκύφτης.

Συνολικά, οι νεκροί μαχητές του ΔΣΕ, σύμφωνα με ανταπόκριση που δημοσιεύτηκε στις εφημερίδες Εμπρός και Ελευθερία, ανέρχονταν στους 51, 16 στην Αγιά και 35 στα υψώματα της Δήμητρας. Το ανακοινωθέν του ΓΕΣ αναφέρει 45 νεκρούς, μεταξύ τους και «οι αρχισυμμορίται Καραφωτιάς και Κοντογιάννης». Οι πρώτοι νεκροί προέρχονταν από τα τμήματα της 192ης Ταξιαρχίας και της Σχολής Αξιωματικών και οι δεύτεροι από τα τμήματα της 123ης Ταξιαρχίας και του μηχανικού που δέχτηκαν τον κύριο όγκο πυρών των τεθωρακισμένων και της αεροπορίας. 

Οι μαχητές του ΔΣΕ, όπως είδαμε, έκαψαν οικίες «εχθρών του λαού» και εκτέλεσαν έναν μικρό αριθμό ένοπλων εθνικόφρονων πολιτών. Παρατηρήθηκε μάλιστα το φαινόμενο της αντεκδίκησης. Στις 15 Σεπτεμβρίου, την πρώτη ημέρα της μάχης, «ο συμμοριόπληκτος Ι. Α… εκ Σωτηρίτσης, πληροφορηθείς ότι ο υιός του είχε φονευθή από τους συμμορίτας εφόνευσεν αντεκδικούμενος την Ευδοξίαν Σαϊδέ ετών 18 την οποίαν εθεώρει κομμουνίστριαν. Η φονευθείσα κατά βεβαίωσιν της χωροφυλακής ήτο εθνικόφρων. Αργότερον εξηκριβώθη ότι ο υιός του φονέως δεν είχε φονευθεί. Ο δράστης συνελήφθη και θα παραπεμφθή εις το στρατοδικείον».

Ο ΔΣΕ κατά την παραμονή του στην κωμόπολη στρατολόγησε 25 με 60 άτομα, τα περισσότερα παιδιά δεξιών οικογενειών που παρουσιάστηκαν στην Υποδιεύθυνση Χωροφυλακής Αγιάς τις επόμενες ημέρες. Στη θετική έκβαση της επιχείρησης συνέβαλε η ύπαρξη σχεδιαγράμματος, η χρήση οδηγών και η συγκρότηση ειδικών συνεργείων από χειριστές πάντζερ. Ελλείψεις παρατηρήθηκαν στις πληροφορίες για την εχθρική διάταξη σε κάποια σημεία, στη χρήση των συνθηματικών με αποτέλεσμα απώλειες από φιλικά πυρά και στη χρησιμοποίηση του εδάφους σε ορισμένες περιπτώσεις. Επίσης, παρατηρήθηκε το φαινόμενο της αρπαγής ημιαυτόματου όπλου στελέχους από στρατιώτη των κυβερνητικών δυνάμεων. 

Πηγή: Βαγγέλης Γεωργάς, Κατοχή και Εμφύλιος στην Επαρχία Αγιάς, Bookstars, Αθήνα 2021, σ. 243-253.



Σύγχρονη άποψη της Αγιάς Λάρισας




Σάββατο 10 Σεπτεμβρίου 2022

08/09/1962: Το Μήτσο Βλάχο βάρεσαν στης Σφήνας το γεφύρι

 Η 8η του Σεπτέμβρη 1962, που συνδέεται με τα αιματηρά γεγονότα της ΣΦΗΝΑΣ - ΒΑΛΤΟΥ και με τη μεγάλη θυσία που πρόσφεραν οι καπνοπαραγωγοί του ΞΗΡΟΜΕΡΟΥ και του ΒΑΛΤΟΥ, το θάνατο του Δημήτρη ΒΛΑΧΟΥ, έχει την προϊστορία της. Στις αρχές του 1962, ήταν στις καπναποθήκες των καπνοπαραγωγών Βάλτου, Ξηρομέρου και Τριχωνίδας, αδιάθετη ολόκληρη η παραγωγή καπνών εσωτερικής κατανάλωσης εσοδείας 1961. Η Κυβέρνηση Καραμανλή αναγκάστηκε ύστερα από πίεση και διαμαρτυρίες εκ μέρους του καπνοπαραγωγικού κόσμου της περιοχής, να δώσει εντολή προς τους καπνοβιομήχανους για να προβούν στην αγορά των καπνών εσωτερικής κατανάλωσης εσοδείας 1961 απ' την 1η Απρίλη 1962, κατά ποσοστό 20% μηνιαία, ώστε, μέχρι την 31 Αυγούστου του αυτού έτους να πωληθεί και το τελευταίο κιλό εσοδείας 1962, και εν συνεχεία η Κυβέρνηση προέβη στην χρηματοδότηση των καπνοβιομηχάνων.

Οι καπνοβιομήχανοι παρά την Κυβερνητική απόφαση και παρ' ότι χρηματοδοτήθηκαν, δεν προέβησαν στην αγορά των καπνών κατά το ρυθμό που υπαγόρευε η Κυβερνητική απόφαση. Η κωλυσιεργία τους ήταν συστηματική και τούτο με την ανοχή και την ουσιαστική συμπαράσταση της Κυβέρνησης, η οποία πέραν της τυπικής της απόφασης, ουδεμία ουσιαστική πίεση ασκούσε επί των μεγιστάνων της καπνοβιομηχανίας, για την έγκαιρη και σε ικανοποιητικές τιμές αγορά των καπνών εσωτερικής κατανάλωσης του Νομού Αιτωλοακαρνανίας. Το αποτέλεσμα αυτής της συμπαιγνίας Κυβέρνησης - καπνοβιομηχάνων, υπήρξεν ότι επί 7.500 περίπου τόνων συνολικής εσοδείας 1961, αγοράσθηκαν από την καπνοβιομηχανία σε πολύ εξευτελιστικές τιμές, μέχρι το Σεπτέμβρη 1962, 1.400 τόνοι και παρέμεινε τότε αδιάθετο ποσοστό 65% και πλέον της εσοδείας καπνών εσωτερικής κατανάλωσης 1961, της περιφέρειας του Νομού Αιτωλοακαρνανίας. Εμπαίχθηκαν τότε οι καπνοπαραγωγοί και τα καπνά υπήρχαν αδιάθετα και σάπιζαν στις αποθήκες, προς τον αποκλειστικό σκοπό να πιεσθούν οι ατυχείς και να δεχθούν να πωλήσουν τα καπνά τους, που είναι ποτισμένα με το αίμα τους, στους καπνοβιομήχανους σε εξευτελιστικές τελείως τιμές. Γιατί οι τιμές τις οποίες πρόσφεραν τότε οι καπνοβιομήχανοι, ήταν εξευτελιστικές. Οι τιμές οι προσφερθείσες το προηγούμενο έτος 1961 για την αγορά των καπνών εσοδείας 1960 κυμαίνονταν από 15-40 δρχ. κατά κιλό.

Οι καπνοπαραγωγοί με τις τιμές αυτές δεν μπόρεσαν να πληρώσουν ούτε τα προς την Αγροτική Τράπεζα χρέη τους και ως εκ τούτου εύλογα προέβαλαν τότε το αίτημα της διάθεσης των καπνών τους σε τιμές ανώτερες απ' αυτές του προηγούμενου χρόνου κατά 50-40%, για­τί έτσι μόνο θα μπορούσαν να ξεχρεωθούν και να αντιμετωπίσουν τις στοιχειώδεις οικονομικές και βιοτικές τους ανάγκες. Οι καπνοβιομήχανοι όχι μόνο δεν προσέφεραν τιμές ανώτερες των του προηγουμένου έτους κατά 50-40%, όπως ζητούσαν οι καπνοπαραγωγοί, αλλά τουναντίον κατ' αρχάς δεν έδιναν ούτε την αύξηση την κατά 10% επί των τιμών του προηγούμενου έτους που αποφάσισε η Κυβέρνηση, κατόπιν του νέου φόρου που επέβαλε στα σιγαρέτα και που ανέρχονταν ως γνωστό σε 50-70 λεπτά κατά κουτί, αναλόγως. Δίκαιη, ως εκ τούτου, εύλογη και επιβεβλημένη υπήρξε η αγανάκτηση και κινητοποίηση των καπνοπαραγωγών η οποία κορυφώνεται σε ένταση από τα μέσα Ιούλη 1962 και φτάνει στη επαναστατική εκείνη έκρηξη της 8ης Σεπτέμβρη του ίδιου χρόνου. Διότι αποτελούσε και αποτελεί πρόκληση ο κατ' έτος συστηματικός εμπαιγμός σε βάρος τους, εκ μέρους των καπνοβιομήχανων, με τη συμπαράσταση της Κυβέρνησης. Αποτελεί πρόκληση σε βάρος των καπνοπαραγωγών, όταν η Κυβέρνηση επιβάλλει φόρο επί των σιγαρέτων υπέρ των καπνοβιομηχάνων, των περιπτερούχων κ.λ.π. ενώ στους καπνοπαραγωγούς δεν δίνει ούτε ψυχούλα. Αποτελεί ιταμή πρόκληση για τους παραγωγούς, όταν η Κυβέρνηση επιτρέπει στους καπνοβιομήχανους να τους εκβιάζουν και να μένουν τα καπνά τους αδιάθετα, για να σαπίζουν στις αποθήκες. Αποτελεί κυνισμό από μέρους της τότε Κυβέρνησης Καραμανλή, όταν αρνείται να δώσει στους καπνοπαραγωγούς τιμές, ικανές να αντι­μετωπίσουν τις στοιχειώδες βιοτικές τους ανάγκες, τη στιγμή που επι­βάλλει βαρείς φόρους επί των ειδών πρώτης ανάγκης, οι οποίοι, πλήτ­τουν τα ευρέα λαϊκά στρώματα και καταβιβάζουν περισσότερο το βιοτικό επίπεδο του Λαού.

Αποτελεί πρόκληση ακόμα προς τους δυστυχείς καπνοπαραγωγούς η εκ μέρους της τότε Κυβέρνησης άρνηση για στοιχειώδη ικανοποίηση των λογικών και δίκαιων αιτημάτων των καπνοπαραγωγών Αιτωλοακαρνανίας, όταν αυτή η Κυβέρνηση της πλουτοκρατίας και των αδίστακτων μονοπωλίων δε διστάζει να διπλασιάσει τη βασιλική χορηγία και να τριπλασιάσει τη χορηγία του διαδόχου του θρόνου. Κατόπιν τούτων, ως γνωστόν, στις 8 Σεπτέμβρη οι καπνοπαραγωγοί των Επαρχιών Βάλτου και Ξηρομέρου κατέβηκαν σε προειδοποιητική διαδήλωση διαμαρτυρίας, για το αίσχος αυτό που γινόταν σε βάρος τους εκ μέρους των Καπνοβιομήχανων και της Κυβέρνησης Καραμανλή. Τέσσερις χιλιάδες και πλέον καπνοπαραγωγοί των Επαρχιών Ξηρομέρου και Βάλτου, σύσσωμοι, σαν ένας άνθρωπος, με μόνο σύνθημα συναγερμού, τις κωδωνοκρουσίες των εκκλησιών κινήθηκαν από τα χωριά τους την 3η πρωινή στις 8 Σεπτέμβρη 1962 και κατέλαβαν συν γυναιξί και τέκνοις τη δημόσια οδό Αμφιλοχίας -Αγρινίου. Συγκεκριμένα στο μεν το χωριό Στάνου-Βάλτου συγκεντρώθηκαν περί τις τρεις χιλιάδες καπνοπαραγωγοί, στο δε το χωριό Σφήνα-Βάλτου πε­ρί τους πεντακόσιους. Και εκεί αντιμετώπισαν με γενναιότητα και αν­δρισμό, αντάξιο της ηρωικής Ελληνικής αγροτιάς, την κυνική και βάναυση επίθεση της Κυβέρνησης. Όλοι οι συγκεντρωθέντες αγρότες, άνδρες και γυναίκες, γέροι και νέοι, ακόμα και τα μικρά παιδιά, με μια φωνή απάντησαν στους Κυ­βερνητικούς εκπροσώπους και στη Χωροφυλακή, ότι δεν θα διαλυθούν αν δεν ικανοποιηθούν τα δίκαια αιτήματα τους και ότι είναι διατεθειμένοι να πέσουν όλοι για τον δίκαιο αγώνα τους. Και στην ομόθυμη αυτή διαδήλωση των αγροτών, οι Χωροφύλακες, παρουσία του Νομάρχη Αιτωλοακαρνανίας Ιωάν. Μήλλιου, του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Μεσολογγίου Δημόπουλου, του Αντιεισαγγελέα Πρωτοδικών Αγρινίου Αθαν. Πέταλα και του Βουλευτή της δεξιάς Νικ. Φαρμάκη, πυροβόλησαν εναντίον τους αδίστακτα. Και το αίμα των ατυχών παραγωγών χύθηκε και έβαψε την δημόσια οδό Αγρινίου - Αμφιλοχίας.

Ο μικρός Ευστάθιος Μπίλιας (μόλις 10 ετών), από το χωριό Μαχαλά - Ξηρομέρου τραυματίζεται και ο Δημήτρης Βλάχος τραυματίζεται θανάσιμα και μεταφέρθηκε στο Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο Αγρινίου, όπου υπέκυψε στο μοιραίο. Ο ατυχής καπνοπαραγωγός Δημήτρης Βλάχος απ' τη Λεπενού Βάλτου, σκοτώθηκε απ' τις σφαίρες της Χωροφυλακής στη γέφυρα της Σφήνας την 1.30 μ.μ. της ημέρας εκείνης και έπεσε, ηρωικό ολοκαύτωμα, στις επάλξεις της ωραίας αυτής αγροτικής εξόρμησης. Ο Δημήτρης Βλάχος αποτελεί πλέον σύμβολο των ευγενών κοινωνικών αγώνων της αγροτικής τάξης και ενθαρρύνει με το παράδειγμα της θυσίας του και θα εμπνέει με τον θάνατο του, τους αγώνες ολόκληρου του αγροτικού λαού της Ελλάδας. Οι αγρότες και ειδικότερα οι καπνοπαραγωγοί της Αιτωλοακαρνανίας, θα συνεχίσουν τους αγώνες τους και θα αντιμετωπίσουν και στο μέλλον με γενναιότητα και θάρρος τις ανάλγητες και αντιλαϊκές Κυβερνήσεις που θα συμμαχήσουν με τους Καπνοβιομήχανους εναντίον τους.

Είναι βέβαιο ότι οι ωραίοι αγώνες των καπνοπαραγωγών του Βάλτου και του Ξηρομέρου θα συνεχιστούν με μεγαλύτερο πάθος, με ηρωικότερη έξαρση και με αμείωτη οξύτητα και θα αποτελέσουν παράδειγμα προς μίμηση από ολόκληρο τον αγροτικό κόσμο και τώρα και στο μέλλον. Και οι ευγενείς αυτοί Κοινωνικοί αγώνες των καταπιεζόμενων, τελικά θα οδηγούν στην επιτυχία και στη Νίκη. Διότι ως βάθρο τους έχουν το δίκαιο και σημαία τους έχουν τη δικαιοσύνη.


Η ΔΙΚΗ


Η δίκη άρχισε στις 10 Νοέμβρη 1962, ημέρα Σάββατο και ώρα 9 π.μ. ενώπιον του τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αγρίνιου.

Η δίκη αυτή διεξάχθηκε επί πενθήμερο υπό δραματικές συνθήκες, και υπό το κράτος ηλεκτρισμένης ατμόσφαιρας και μεγάλης συγκίνησης του πολυπληθούς ακροατηρίου. Υπολογίζεται ότι τη δίκη αυτή παρακολούθησαν περί τους 5.000 αγρότες και καπνοπαραγωγοί ολόκληρης της περιφέρειας Αιτωλοακαρνανίας.

Την παραμονή της ιστορικής αυτής δίκης, δηλαδή, το βράδυ της 9ης Νοεμβρίου 1962, οι δικηγόροι οι οποίοι ανέλαβαν την υπεράσπιση των Κατηγορουμένων (18) καπνοπαραγωγών, συνήλθαν σε σύσκεψη στα γραφεία της Ένωσης Γεωργικών Συνεταιρισμών Αγρίνιου, προκειμένου να χαράξουν την κοινή γραμμή της υπεράσπισης. Εκεί τότε υπήρξαν διαφωνίες και διαμορφώθηκαν δύο τάσεις: Mία τάση, η Προοδευτική, την οποία εξέφρασαν οι δικηγόροι Σταύρος Κανελλόπουλος, Παναγ. Παπούλιας, Θεόδ. Σταυρόπουλος, Χρ. Ροκόφυλλος, Κων. Ρόκόφυλλος, Κων. Καράτσαλος, Δημ. Βότσης και. Γρηγόρης Μπακόλας, υποστήριξαν ότι η γραμμή της υπεράσπισης θα έπρεπε να είναι μαχητική. Υποστηρίχθηκε δηλαδή, στη δίκη αυτή να αποκαλυφθεί η πραγματική σημασία της υπόθεσης, να προβληθεί το δίκαιο των καπνοπαραγωγών και η αντιδικία αυτών προς την Κυβέρνηση και τους καπνοβιομήχανους. Η άλλη τάση, η συντηρητική και φιλοκαραμανλική, την οποία εξέφρασαν οι δικηγόροι Χαρίλαος Φαφούτης και Γεώργιος Σιδέρης, υποστήριξε ότι θα έπρεπε να μη προβληθεί η αντιδικία καπνοπαραγωγών - Κράτους, αλλά με ηττοπάθεια να εξαρθεί το αιώνιο λίκνισμα της φτώχειας και του ραγιαδισμού.

Φυσικόν ήταν να επικρατήσει η προοδευτική - μαχητική τάση, ώστε η δίκη αυτή να αποτελέσει μια πραγματική μάχη Καπνοπαραγωγών προς Κυβέρνηση και Καπνοβιομήχανους

Η σύνθεση του Δικαστηρίου αποτελέστηκε από τον Πρόεδρο Πρωτοδικών Σταύρο Ντάλλα και τους Πρωτόδικες Γεώργιον Δημόπουλο και Δημήτριον Φωτόπουλο. Την Εισαγγελική έδρα κατείχε ο Εισαγγελέας Δημ. Ρενιέρης. Τη θέση του Γραμματέα κατέλαβε ο υπάλληλος της Γραμματείας του Πρωτοδικείου Αγρίνιου Δημ. Τσούνης.

Οι παραπεμφθέντες στη δίκη εκείνη, δέκα οχτώ κατηγορούμενοι είναι οι: Δημοσθένης θεοδ.  Παλκογιάννης, Γεράσιμος Μιχ. Τζαχρήστας, Βασίλειος Δημ. Βραχάς, Ιωάννης Δημ. Γκόργκας, Ιωάννης Β. Μπακογιώργος, Κων. Αθαν. Κούτσικος, Πάτροκλος Ιωάν. Ρούτσης, Ιωάννης Νικ. Αδάμος ή Τσούλος, Κων. Β. Σκοτίδας, ΑνδρέαςΓρηγ. Τζαμαλής, Λάμπρος Αποστόλου, Παναγιώτης Κων. Κόκκαλης πρώην Δήμαρχος Αμφιλοχίας, Ιωάννης Π. Σούνας, Δημήτριος Νικ. Μαυρομμάτης, Δημήτριος Κων. Κουτρούμπας, Κων. Η. Ζέλος, Γεώργιος Απ. Μαγκλάρας και Δημήτριος Αθ. Τζούρος.

Οι. δέκα οκτώ αυτοί καπνοπαραγωγοί παρεπέμφθηκαν σε δίκη κατηγορηθέντες για τα αδικήματα της στάσης, της παρακώλυσης των συγκοινωνιών και των απλών σωματικών κακώσεων.

Την υπεράσπιση των κατηγορουμένων καπνοπαραγωγών ανέλαβαν δεκατρείς δικηγόροι εξ Αθηνών και Αγρίνιου. Ο πρύτανης της υπεράσπισης, στην ιστορική αυτή δίκη, είναι ο διακεκριμένος δικηγόρος Αθηνών και πανελληνίου κύρους ποινικολόγος Σταύρος Κανελλόπουλος. Παρέστησαν επίσης εξ Αθηνών οι δικηγόροι Παναγιώτης Παπούλιας, Αθανάσιος Κακογιάννης, Θεόδωρος Σταυρόπουλος και Χρήστος Ροκόφυλλος. Εκ των δικηγόρων της πόλης του Αγρίνιου παρέστησαν οι Κων. Ροκόφυλλος, Δημήτριος Βότσης, Γρηγόριος Μπακόλας, Κωνσταντίνος Καράτσαλος, Χαρίλαος Φαφούτης, Γεώργιος Σιδέρης, Παναγιώτης Μηλιάς και Ηλίας Μπίνας.

Στην πολύκροτη αυτή δίκη παρέστησαν επίσης αντιπρόσωποι, και ρεπόρτερ των Αθηναϊκών Εφημερίδων: "Το Βήμα", "Τα Νέα", "Ελευθερία", "Αθηναϊκή", "Αυγή", ως και αντιπρόσωποι των εις το Αγρίνιο εκδιδομένων τοπικών εφημερίδων.

Η διαδικασία κατά τη δίκη αυτή τέλειωσε αργά τη νύκτα της 13ης Νοεμβρίου, με την μνημειώδη δικανική αγόρευση του εκ των υπερασπιστών Σταύρου Κανελλόπουλου, το τέρμα της αγόρευσης του οποίου κάλυψαν παρατεταμένα χειροκροτήματα εκ μέρους του πολυπληθούς και σε πλήρη συγκίνηση τελούντος ακροατηρίου.



Η φωτογραφία δημοσιέυτηκε στις 22.09.1962 στην βρετανική εφημερίδα Illustrated London News. Eνδεικτική πηγή το άρθρο του Λίνου Υφαντή εδώ.