Το Δουργούτι είναι σήμερα ένα μισοξεχασμένο όνομα συνοικίας του Νέου Κόσμου, υπήρξε όμως μια συνοικία που έδωσε τα μέγιστα στον αντιφασιστικό αγώνα της Κατοχής. Η περιοχή αρχικά ονομάζονταν «Νομούζ Ντάμε», που σήμαινε στα τούρκικα χοιροστάσιο. Το 1921 στην περιοχή μεταφέρθηκαν οι πρώτοι Αρμένιοι πρόσφυγες. Μετά το 1928, οι Ιταλοί έχτισαν μερικά σπίτια στην περιοχή ως αποζημίωση για τον βομβαρδισμό της Κέρκυρας. Η περιοχή αυτή ονομάστηκε "Ιταλικά". Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή χτίζονται στο Δουργούτι οι γνωστές "κίτρινες" προσφυγικές πολυκατοικίες. Μια περιοχή της φτωχολογιάς, πολυπολιτισμική αλλά και γεμάτη αλληλεγγύη και αγώνες.
Το καλοκαίρι του 1944 υπήρξε το πιο σκληρό για τις συνοικίες της Αθήνας. Οι ναζί κατακτητές και οι ντόπιοι συνεργάτες τους εξαπέλυσαν ένα όργιο μπλόκων και εκτελέσεων βλέποντας πως οι μέρες τους στην Ελλάδα ήταν πια μετρημένες. Το Δουργούτι δεν θα έμενε έξω από αυτή την κόλαση.
Στις 9 Αύγουστου 1944 οι κάτοικοι των συνοικισμών Δουργούτι, Κατσιπόδι και Φάρος βρίσκονται κυκλωμένοι πριν το ξημέρωμα, από φάλαγγες Γερμανών και των Ταγματασφαλιτών. Έντρομοι οι κάτοικοι ξυπνούν από τα ουρλιαχτά τους και τα χωνιά. Οι κατακτητές καλούσαν τούς άρρενες από 16 χρονών μέχρι 60 να παρουσιαστούν σε τρία σημεία:
1) Έξω από το εργοστάσιο Καίσαρη
2) Έξω από την Αρμένικη εκκλησία Αγιος Γρηγόριος
3) Στην πλατεία Φάρος
Πάνω από 1200 κάτοικοι (κατά άλλους 2000) συγκεντρώθηκαν στα σημεία αυτά. Στο Φάρο ο Ανθυπασπιστής Γεώργιος Ζαχαρόπουλος των Ταγμάτων Ασφαλείας είχε το γενικό πρόσταγμα. Αυτός και οι τσολιάδες του χτυπούσαν, βασάνιζαν και εκτελούσαν εν ψυχρώ. Τέσσερις κουκουλοφόροι χαφιέδες υποδείκνυαν τους αγωνιστές του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και της ΕΠΟΝ και από εκεί ξεκινούσε το μαρτύριο. Με ένα νεύμα των μασκοφόρων οι Γερμανοί και Ταγματασφαλίτες δήμιοι άρπαζαν τον αγωνιστή και τον εκτελούσαν επί τόπου με φρικτά βασανιστήρια.
Εκτοντάδες εξ αυτών, μαζί και μεγάλο πλήθος Αρμενίων κατοίκων μεταφέρθηκαν με καμιόνια στο στρατόπεδο Χαιδαρίου και αμέσως μετά στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης, από τα οποία ελάχιστοι επέστρεψαν.
Ο τοπικός ΕΛΑΣ του Νέου Κόσμου, κατάφερε να αντιμετωπίσει την κατάσταση αρκετά καθυστερημένα. Με τμήματά του να βρίσκονται ήδη εγκλωβισμένα μέσα στο μπλόκο, χτύπησε το μεσημέρι της 9ης Αυγούστου τις ναζιστικές δυνάμεις, ενισχυμένος και από τμήματα του ΕΛΑΣ Καλλιθέας. Το χτύπημα είχε τη λογική να σπάσει από τα έξω προς τα μέσα ο κλοιός των ναζί του μπλόκου. Οι ΕΛΑΣίτες χτύπησαν από τον Ιλισσό, την περιοχή του εργοστασίου «Ιρις» και του Φόρου.
Αυτό το χτύπημα, όπως και άλλα που έγιναν από ΕΛΑΣίτες άλλων περιοχών, έκανε τους Γερμανούς να επισπεύσουν και να μην ολοκληρώσουν την καταστροφή. Έβαλαν όμως φωτιά σε δεκάδες σπίτια του οικισμού. Φοβόντουσαν πως αν νύχτωνε ο ΕΛΑΣ θα χτύπαγε στο δρόμο τη φάλαγγα. Επίσης πολλοί απτούς πιασμένους βρήκαν την ευκαιρία, πάνω στην σύγχυση ξέφυγαν.
Εκείνη η μαύρη μέρα στο Δουργούτι στοίχησε τη ζωή σε τουλάχιστον 114 πατριώτες και αγωνιστές, χωρίς να μετράμε (λόγω έλλειψης στοιχείων) τους μεταφερθέντες στο Χαιδάρι και μετέπειτα στη Γερμανία.
Μαρτυρία Κλεάνθη Τοσουνίδη
Το βράδυ του μπλόκου ήμουνα υπεύθυνος στο φρουραρχείο (Δουργουτιού). Οταν ο Αη Μουράτ μας ειδοποίησε, κινηθήκαμε για να βγούμε απ τόν κλοιό διασχίζοντας την Λεωφόρο Συγγρού από του Φορντ. Σύμφωνα με σχετική διαταγή που υπήρχε, να προσπαθούμε να βγαίνουμε απτά μπλόκα και να χτυπάμε απ' έξω.
Σύντομα καταλάβαμε πως απτή Λεωφόρο δεν μπορούσαμε να περάσουμε. Προχωρήσαμε πίσω απτίς φυλακές και κάτω απτήν μάντρα Γαβαλά. Περάσαμε το ρέμα με πρόθεση να ανεβούμε προς Φάρο, για να βγούμε πέρα απτό Μπραχάμι. Σταματήσαμε γιατί απεκεί ακούγονταν πυροβολισμοί. Κατηφορίσαμε προς Αλσος Νέας Σμύρνης. Ολο και περισότερο αντιλαμβανόμαστε το Μπλόκο μέσα στο οποίο βρισκόμαστε. Οταν πια δεν βρίσκαμε διέξοδο είδαμε το φρεάτιο του υπόνομου, που λόγω της κατοχής είχε μείνει μισοτελειωμένος και αχρησιμοποίητος.
Κατεβαίνουμε και προχωρούμε αργά και προσεχτικά. Κάποτε από πάνω ακούμε δυνατό θόρυβο από μεγάλη κίνηση. Σκεφτήκαμε πως θα είμαστε κάτω απτή Συγγρού. Και πράγματι έτσι ήταν. Βγήκαμε απάνω, στην Καλλιθέα. Συναντήσαμε τους Καλλιθεάτες ΕΛΑΣίτες που ετοιμάζονταν να χτυπήσουν τους ταγματασφαλήτες του Μπλόκου. Ενωθήκαμε μαζί τους και το μεσημεράκι χτυπήσαμε από τον Ιλισσό, από την περιοχή του εργοστασίου «Ιρις» και του Φόρου.
Μαρτυρία Γιάννη Κυριακίδη
Απ το απόγευμα της 8/8 υπήρχαν φήμες για πιθανό μπλόκο. Πού θα γίνονταν αυτό δεν αναφέρονταν. Εμείς, στο Τάγμα του Κατσιποδιού πήραμε τα απαραίτητα μέτρα. Υπήρχαν σε όλους τους Λόχους, τα φρουραρχεία. Ορίσαμε εκτός απτούς υπεύθυνους των φρουραρχείων και υπεύθυνους επιφυλακής, έναν διμοιρίτη ή έναν από τη διοίκηση του Λόχου. Υπεύθυνος για την επιφυλακή όλου του Τάγματος έμεινα ο ίδιος, μέσα στο συνοικισμό στο Δουργούτι, μαζί με τους συνδέσμους. Ο καπετάνιος του Τάγματος, Γιώργης Μουστάκιας, δεν έμεινε. Ηταν υπεύθυνος το προηγούμενο βράδυ.
Τις πολύ πρωινές ώρες οι σκοποί μπρος στο Δουργούτι, έβλεπαν τα καμιόνια να κατηφορίζουν προς το Δέλτα, αλλά δεν ειδοποιούσαν, αφού δεν φαίνονταν καμιά απειλή κατά του συνοικισμού. Τα καμιόνια δεν σταματούσαν εκεί.
Οταν ειδοποίησαν τον επικεφαλής Αη-Μουράτ, είχε ήδη χαθεί πολύτιμος χρόνος. Ο Μουράτ ειδοποίησε το φρουραρχείο και υπεύθυνους άλλων οργανώσεων, αλλά μη βλέποντας διείσδυση προς τον συνοικισμό, δεν ειδοποίησε πρώτα το Τάγμα. Επίσης κανένας σύνδεσμος δεν είχε έλθει από τους άλλους Λόχους.
Τελικά πριν τις 5 το πρωί κάνει την εμφάνισή του ο ίδιος ο Μουράτ και αναφέρει τις περίεργες κινήσεις των καμιονιών και των θωρακισμένων.
Στέλνουμε αμέσως συνδέσμους στους Λόχους, για να τους ενημερώσουμε, και να μας απαντήσουν αμέσως για την κατάστασή τους. Οι σύνδεσμοι αυτοί ποτέ δεν έφτασαν στον προορισμό τους.
Ακούγονται πυροβολισμοί από διάφορες κατευθύνσεις. Ενας φρουρός μας αναφέρει ότι δυνάμεις ταγματασφαλητών μπαίνουν στο συνοικισμό και καταλαμβάνουν ταράτσες (πολυκατοικιών). Αποφασίζουμε να φύγουμε προς Νέο Κόσμο-Γούβα. Φτάσαμε μέχρι την οδό [Ευστρατίου] Πίσσα. Εκεί χτυπηθήκαμε.
Σε όλες τις γωνιές και σε άλλα σημεία είχαν στήσει πολυβολεία. Μας θέριζαν όσο επιχειρούσαμε να προχωρήσουμε, σταματούσαν όμως και δεν μας πείραζαν όταν πηγαίναμε προς το εσωτερικό. Ολοι μαζί οι σύνδεσμοι και ο Μουράτ με τους δικούς του δεν ξεπερνούσαμε τους Οκτώ, οπλισμένοι πολύ ελαφριά. Στρίβαμε στενό με στενό πολεμώντας, με την ελπίδα πως κάπου θα βρίσκαμε αφύλακτο. Τίποτε! Είχαν κλείσει τα πάντα, μέχρι Αλωπεκής [σημερινή Αμβροσίου Φραντζή, σ. Βαθύ Κόκκινο], που μπορούσαμε να αντιληφθούμε. Αλλά και μέχρι Βουλιαγμένης, όπως μάθαμε μετά.
Στο μεταξύ ξημέρωνε, έφεγγε πια για καλά.
Από τις ταράτσες ακούγονταν φωνή τηλεβόα.
«Ολοι οι άνδρες από 15 έως 60 ετών να μαζευτούν στην πλατεία δίπλα στην ΕΘΕΛ. [Το εργοστάσιο της ΕΘΕΛ βρισκότανε στο χώρο που σήμερα έχει χτιστεί το Ξενοδοχείο Ιντερκοντινένταλ -σ. Βαθύ Κόκκινο.] Οποιος βρεθεί στο σπίτι θα εκτελείται επί τόπου».
Αυτό επαναλαμβάνονταν συνεχώς.
Αποφασίσαμε να κρυφτούμε και να μη παρουσιαστούμε. Το ίδιο συστήναμε σε όλους όσους συναντούσαμε στο δρόμο. Σιγά-σιγά όλοι οι συναγωνιστές βρήκαν κάπου να μείνουν. Εγώ σαν ξένος δεν γνώριζα, ούτε είχα τέτοια δυνατότητα. Ο Μουράτ με ένα συναγωνιστή που είχαν μείνει τελευταίοι με συστήνουν σε κάποιον πίσω απτα Ιταλικά για να με κρύψει. Οταν έφυγαν, ο άγνωστος συναγωνιστής με συστήνει σε μιαν επίσης άγνωστή μου, που αναλαβαίνει να με διασώσει.
Οι άνθρωποι αυτοί με έβλεπαν για πρώτη φορά. Ποιός και τι ήμουνα δεν ήξεραν. Οι ίδιοι, οι δικοί τους και τα ίδια τους τα σπίτια κινδύνευαν με αφανισμό. Και όμως γιαυτούς υπέρτατο καθήκον ήταν να σώσουν εμένα τον άγνωστο. Και το κατάφεραν.
Οταν το μεσημέρι κατά τις δυο το μακελειό είχε κοπάσει, βγήκα. Οι Γερμανοί και όλοι οι συνεργάτες τους ήταν ακόμη εκεί, εκτός απόσους συνόδευαν την μακρυά φάλαγγα των Ομήρων τους. Τους εκτελεσμένους δεν τους είχαν σηκώσει, και οι καπνοί απτά καμένα σπιτάκια του συνοικισμού, συνέχιζαν να υψώνονται.
Προχώρησα προς Νέα Σμύρνη, όλοι οι παράλληλοι μέχρι Μπακνανά και από το ρέμα μέχρι και την Εφέσου, δίπλα στο Αλσος, ήταν γεμάτες φασίστες. Πολλοί απαυτούς Ιταλοί. Πήγα στην Καλλιθέα, αναπαύτηκα μια ώρα, να συνέλθω και γύρισα το απόγευμα στο Δουργούτι.
Βαχράμ Σακαγιάν, πιάστηκε στο μπλόκο 9/8/44. Σκοτώθηκε την άλλη μέρα στο Γουδί βασανιζόμενος συνεχώς απ’ τη στιγμή της σύλληψής του
Βαχράμ Σακαγιάν, πιάστηκε στο μπλόκο 9/8/44. Σκοτώθηκε την άλλη μέρα στο Γουδί βασανιζόμενος συνεχώς απ’ τη στιγμή της σύλληψής του
Τότε κατάλαβα το μέγεθος της καταστροφής.
Μαρτυρία Κλεάνθη Τοσουνίδη
Το βράδυ του μπλόκου ήμουνα υπεύθυνος στο φρουραρχείο (Δουργουτιού). Οταν ο Αη Μουράτ μας ειδοποίησε, κινηθήκαμε για να βγούμε απ τόν κλοιό διασχίζοντας την Λεωφόρο Συγγρού από του Φορντ. Σύμφωνα με σχετική διαταγή που υπήρχε, να προσπαθούμε να βγαίνουμε απτά μπλόκα και να χτυπάμε απ' έξω.
Σύντομα καταλάβαμε πως απτή Λεωφόρο δεν μπορούσαμε να περάσουμε. Προχωρήσαμε πίσω απτίς φυλακές και κάτω απτήν μάντρα Γαβαλά. Περάσαμε το ρέμα με πρόθεση να ανεβούμε προς Φάρο, για να βγούμε πέρα απτό Μπραχάμι. Σταματήσαμε γιατί απεκεί ακούγονταν πυροβολισμοί. Κατηφορίσαμε προς Αλσος Νέας Σμύρνης. Ολο και περισότερο αντιλαμβανόμαστε το Μπλόκο μέσα στο οποίο βρισκόμαστε. Οταν πια δεν βρίσκαμε διέξοδο είδαμε το φρεάτιο του υπόνομου, που λόγω της κατοχής είχε μείνει μισοτελειωμένος και αχρησιμοποίητος.
Κατεβαίνουμε και προχωρούμε αργά και προσεχτικά. Κάποτε από πάνω ακούμε δυνατό θόρυβο από μεγάλη κίνηση. Σκεφτήκαμε πως θα είμαστε κάτω απτή Συγγρού. Και πράγματι έτσι ήταν. Βγήκαμε απάνω, στην Καλλιθέα. Συναντήσαμε τους Καλλιθεάτες ΕΛΑΣίτες που ετοιμάζονταν να χτυπήσουν τους ταγματασφαλήτες του Μπλόκου. Ενωθήκαμε μαζί τους και το μεσημεράκι χτυπήσαμε από τον Ιλισσό, από την περιοχή του εργοστασίου «Ιρις» και του Φόρου.
Μαρτυρία Γιάννη Κυριακίδη
Απ το απόγευμα της 8/8 υπήρχαν φήμες για πιθανό μπλόκο. Πού θα γίνονταν αυτό δεν αναφέρονταν. Εμείς, στο Τάγμα του Κατσιποδιού πήραμε τα απαραίτητα μέτρα. Υπήρχαν σε όλους τους Λόχους, τα φρουραρχεία. Ορίσαμε εκτός απτούς υπεύθυνους των φρουραρχείων και υπεύθυνους επιφυλακής, έναν διμοιρίτη ή έναν από τη διοίκηση του Λόχου. Υπεύθυνος για την επιφυλακή όλου του Τάγματος έμεινα ο ίδιος, μέσα στο συνοικισμό στο Δουργούτι, μαζί με τους συνδέσμους. Ο καπετάνιος του Τάγματος, Γιώργης Μουστάκιας, δεν έμεινε. Ηταν υπεύθυνος το προηγούμενο βράδυ.
Τις πολύ πρωινές ώρες οι σκοποί μπρος στο Δουργούτι, έβλεπαν τα καμιόνια να κατηφορίζουν προς το Δέλτα, αλλά δεν ειδοποιούσαν, αφού δεν φαίνονταν καμιά απειλή κατά του συνοικισμού. Τα καμιόνια δεν σταματούσαν εκεί.
Οταν ειδοποίησαν τον επικεφαλής Αη-Μουράτ, είχε ήδη χαθεί πολύτιμος χρόνος. Ο Μουράτ ειδοποίησε το φρουραρχείο και υπεύθυνους άλλων οργανώσεων, αλλά μη βλέποντας διείσδυση προς τον συνοικισμό, δεν ειδοποίησε πρώτα το Τάγμα. Επίσης κανένας σύνδεσμος δεν είχε έλθει από τους άλλους Λόχους.
Τελικά πριν τις 5 το πρωί κάνει την εμφάνισή του ο ίδιος ο Μουράτ και αναφέρει τις περίεργες κινήσεις των καμιονιών και των θωρακισμένων.
Στέλνουμε αμέσως συνδέσμους στους Λόχους, για να τους ενημερώσουμε, και να μας απαντήσουν αμέσως για την κατάστασή τους. Οι σύνδεσμοι αυτοί ποτέ δεν έφτασαν στον προορισμό τους.
Ακούγονται πυροβολισμοί από διάφορες κατευθύνσεις. Ενας φρουρός μας αναφέρει ότι δυνάμεις ταγματασφαλητών μπαίνουν στο συνοικισμό και καταλαμβάνουν ταράτσες (πολυκατοικιών). Αποφασίζουμε να φύγουμε προς Νέο Κόσμο-Γούβα. Φτάσαμε μέχρι την οδό [Ευστρατίου] Πίσσα. Εκεί χτυπηθήκαμε.
Σε όλες τις γωνιές και σε άλλα σημεία είχαν στήσει πολυβολεία. Μας θέριζαν όσο επιχειρούσαμε να προχωρήσουμε, σταματούσαν όμως και δεν μας πείραζαν όταν πηγαίναμε προς το εσωτερικό. Ολοι μαζί οι σύνδεσμοι και ο Μουράτ με τους δικούς του δεν ξεπερνούσαμε τους Οκτώ, οπλισμένοι πολύ ελαφριά. Στρίβαμε στενό με στενό πολεμώντας, με την ελπίδα πως κάπου θα βρίσκαμε αφύλακτο. Τίποτε! Είχαν κλείσει τα πάντα, μέχρι Αλωπεκής [σημερινή Αμβροσίου Φραντζή, σ. Βαθύ Κόκκινο], που μπορούσαμε να αντιληφθούμε. Αλλά και μέχρι Βουλιαγμένης, όπως μάθαμε μετά.
Στο μεταξύ ξημέρωνε, έφεγγε πια για καλά.
Από τις ταράτσες ακούγονταν φωνή τηλεβόα.
«Ολοι οι άνδρες από 15 έως 60 ετών να μαζευτούν στην πλατεία δίπλα στην ΕΘΕΛ. [Το εργοστάσιο της ΕΘΕΛ βρισκότανε στο χώρο που σήμερα έχει χτιστεί το Ξενοδοχείο Ιντερκοντινένταλ -σ. Βαθύ Κόκκινο.] Οποιος βρεθεί στο σπίτι θα εκτελείται επί τόπου».
Αυτό επαναλαμβάνονταν συνεχώς.
Αποφασίσαμε να κρυφτούμε και να μη παρουσιαστούμε. Το ίδιο συστήναμε σε όλους όσους συναντούσαμε στο δρόμο. Σιγά-σιγά όλοι οι συναγωνιστές βρήκαν κάπου να μείνουν. Εγώ σαν ξένος δεν γνώριζα, ούτε είχα τέτοια δυνατότητα. Ο Μουράτ με ένα συναγωνιστή που είχαν μείνει τελευταίοι με συστήνουν σε κάποιον πίσω απτα Ιταλικά για να με κρύψει. Οταν έφυγαν, ο άγνωστος συναγωνιστής με συστήνει σε μιαν επίσης άγνωστή μου, που αναλαβαίνει να με διασώσει.
Οι άνθρωποι αυτοί με έβλεπαν για πρώτη φορά. Ποιός και τι ήμουνα δεν ήξεραν. Οι ίδιοι, οι δικοί τους και τα ίδια τους τα σπίτια κινδύνευαν με αφανισμό. Και όμως γιαυτούς υπέρτατο καθήκον ήταν να σώσουν εμένα τον άγνωστο. Και το κατάφεραν.
Οταν το μεσημέρι κατά τις δυο το μακελειό είχε κοπάσει, βγήκα. Οι Γερμανοί και όλοι οι συνεργάτες τους ήταν ακόμη εκεί, εκτός απόσους συνόδευαν την μακρυά φάλαγγα των Ομήρων τους. Τους εκτελεσμένους δεν τους είχαν σηκώσει, και οι καπνοί απτά καμένα σπιτάκια του συνοικισμού, συνέχιζαν να υψώνονται.
Προχώρησα προς Νέα Σμύρνη, όλοι οι παράλληλοι μέχρι Μπακνανά και από το ρέμα μέχρι και την Εφέσου, δίπλα στο Αλσος, ήταν γεμάτες φασίστες. Πολλοί απαυτούς Ιταλοί. Πήγα στην Καλλιθέα, αναπαύτηκα μια ώρα, να συνέλθω και γύρισα το απόγευμα στο Δουργούτι.
Βαχράμ Σακαγιάν, πιάστηκε στο μπλόκο 9/8/44. Σκοτώθηκε την άλλη μέρα στο Γουδί βασανιζόμενος συνεχώς απ’ τη στιγμή της σύλληψής του
Βαχράμ Σακαγιάν, πιάστηκε στο μπλόκο 9/8/44. Σκοτώθηκε την άλλη μέρα στο Γουδί βασανιζόμενος συνεχώς απ’ τη στιγμή της σύλληψής του
Τότε κατάλαβα το μέγεθος της καταστροφής.
Ο μισός, και ίσως περισσότερος, συνοικισμός ήταν καμένος. Οι Γερμανοί και Ταγματασφαλήτες εκδικούμενοι την αντιστασιακή συνοικία, που τόσα είχε δόσει στο διάστημα της 3 χρονης κατοχής, της έβαλαν φωτιά. Οι καπνοί έβγαιναν ακόμη. Πολλοί ηλικιωμένοι καήκανε μέσα στα σπίτια τους. Οι φασίστες πετούσαν μια εμπρηστική σκόνη, αδιαφορώντας αν το σπίτι είχε ή όχι ένοικους.
Συνάντησα τον Γιώργο τον Μουστάκια, τον καπετάνιο του Τάγματος. Είχε έρθει νωρίτερα. Το βράδυ έμεινε μέσα στην ΕΘΕΛ, φιλοξενούμενος του Θεμιστοκλή, στελέχους του ΕΛΑΣ και υπαλλήλου της ΕΘΕΛ.
Δεν είχε αντιληφτεί το μπλόκο, μέχρι που ακούστηκαν τα χωνιά απτίς ταράτσες των πολυκατοικιών. Ετσι βρέθηκε εγκλωβισμένος, ακριβώς δίπλα στο σημείο συγκέντρωσης και μπροστά στη Λεωφόρο Συγγρού, που ήταν η βάση των φασιστικών δυνάμεων. Οταν άρχισαν να ερευνούν μέσα στην ΕΘΕΛ περνούσε από αίθουσα σε αίθουσα. Τελικά, μη έχοντας τι άλλο να κάνει, βγήκε από μια πλάγια πόρτα και οπλισμένος με το θράσος της απελπισίας πέρασε ανάμεσα στους φασίστες, κάθετα τη Συγγρού. Κανείς δεν τον ενόχλησε, γιατί κανείς δεν φαντάστηκε πως θα περνούσε απανάμεσά τους ένας τέτοιος άνθρωπος.
Ελάχιστοι άνδρες, ηλικιωμένοι κυρίως, κυκλοφορούσαν. Οι γυναίκες βρίσκονταν σε μεγάλο αναβρασμό.
Συναντήσαμε μερικές κοπέλες της ΕΠΟΝ και λίγες γυναίκες της Ε.Α. Φροντίσαμε να στηθούν καζάνια σύντομα, για ένα πρόχειρο συσσίτιο. Ολος αυτός ο κόσμος είχε από την προηγούμενη να βάλει κάτι στο στόμα. Δυνατότητες από το συνοικισμό δεν υπήρχαν. Τα μαγαζιά είχαν καεί. Ζητήσαμε ενίσχυση απτίς γειτονικές συνοικίες. Το συσσίτιο ετοιμάστηκε.
Πολλές γυναίκες, μερικές με τα παιδιά, ή τα εγγόνια τους έπαιρναν ικανοποιημένες. Αλλες αδιαφόρησαν συνεχίζοντας τις έρευνες ανάμεσα στα αποκαΐδια των σπιτιών τους, μήπως ανακαλύψουν κάτι χρήσιμο. Υπήρχαν και μερικές που πάνω στην απελπισία και την αλλοφροσύνη τους, για τον χαμό των δικών τους, τάβαζαν μαζί μας.
Η κατάσταση ήταν τραγική. Κανένας λόγος παρηγοριάς δεν μπορούσε να συνεφέρει τις απελπισμένες γυναίκες, που μέσα σε λίγες ώρες έχασαν τους προστάτες τους κι έμειναν χωρίς σπίτι. Κυριολεκτικά στο δρόμο.
Σιγά-σιγά άρχισαν να κυκλοφορούν οι λεπτομέρειες της καταστροφής. Μερικές συνέπεφταν, άλλες παρουσίαζαν ποικιλίες και μικροδιαφορές.
Οι φασίστες, μόλις πέρασε η προθεσμία που έβαλαν για την συγκέντρωση, άρχισαν να μπαίνουν στα σπίτια. Τα ερευνούσαν ένα-ένα. Εψαχναν κυρίως για άνδρες 16 έως 60 ετών. Στην περίπτωση που έβρισκαν κάποιον ή τον εκτελούσαν επί τόπου, ή σπανιότερα, τον ωθούσαν προς τον τόπο συγκέντρωσης χτυπώντας και κλωτσώντας τον. Μέσα στα σπίτια τα έκαναν όλα άνω-κάτω, δήθεν έψαχναν για όπλα. Ο,τι «πολύτιμο» εύρισκαν το έπαιρναν.
Στην πλατεία, δίπλα στην ΕΘΕΛ, έβαλαν όλους να κάθονται κάτω. Μετά τις 9 άρχισε η διαλογή. Περνούσαν οι «Μασκοφόροι» δηλ. καταδότες που φορούσαν, περαστό απτό κεφάλι, ένα τσουβάλι με δυο τρύπες στην περιοχή κοντά στα μάτια. Οταν περνούσε ο μασκοφόρος όφειλαν όσοι ήσαν κοντά να έχουν προσηλωμένο το βλέμμα τους επάνω του. Οποιος δεν το έκανε εκτελιούνταν. Οποιον υπέδειχνε ο μασκοφόρος, τον παράδιναν στον Γερμανό εκτελεστή, στην ΕΘΕΛ, που τον εκτελούσε αμέσως.
Σε όλη τη διάρκεια της διαλογής, Τσολιάδες γύριζαν ανάμεσα στους συγκεντρωμένους και τους χτυπήσαν, κυρίως με τους υποκόπανους των όπλων τους. Στέκονταν ιδιαίτερα σε μερικούς που «αναγνώριζαν» και για τους οποίους ο ξυλοδαρμός μεταβάλλονταν σε συστηματικό βασανιστήριο.
Λέγονταν για τον Δημήτρη Μπαρουτίδη (τον γνωστό Σταύρο, στέλεχος του διαμερίσματος της Ε.Π.) ότι ενώ τον χτυπούσαν και τον βασάνιζαν, τράβηξε την κουκούλα και αποκάλυψε τον ένα μασκοφόρο. Τον σκότωσαν με βασανιστήρια. Κατάλλους με χτυπήματα υποκοπάνων. Κατάλλους με χτυπήματα κασμά.
Συνολικά εκτέλεσαν πάνω από 70 αγωνιστές. Σ” αυτούς δεν υπολογίζονται όσοι υπέκυψαν στο δρόμο από τα βασανιστήρια. Οσοι εκτελέστηκαν ή υπέκυψαν στο Χαϊδάρι ή στο Γουδί και στη Γερμανία. Ούτε όσοι, κυρίως ηλικιωμένοι, κάηκαν όταν οι φασίστες έβαλαν φωτιά και έκαψαν το μεγαλύτερο μέρος του συνοικισμού.
Οι όμηροι που οδηγήθηκαν κυρίως στο Χαϊδάρι, αλλά και στο Γουδί και μετά στη Γερμανία ήταν πάνω από 2000 ως 3000. Στη διαδρομή, και ιδιαίτερα την ώρα των συγκρούσεων με τον ΕΛΑΣ, πολλοί τόσκασαν. Η συντριπτική πλειοψηφία ήταν Αρμένιοι. Υπήρχαν όμως και Ελληνες τόσο μεταξύ των εκτελεσμένων όσο και μεταξύ των ομήρων.
Κατάσταση με τα ονόματα των εκτελεσμένων και άλλα στοιχεία τους έχουν οι Αρμένιοι αγωνιστές και σύντομα θα έλθουν στην δημοσιότητα.
Το γεγονός είναι ότι σ’ αυτό το Μπλόκο της 9/8/1944 το μεγάλο βάρος των θυσιών έπεσε στο ηρωικό Δουργούτι.
Υπήρχαν και μερικοί που γλύτωσαν από μεγάλες συμπτώσεις.
Αναφέρεται η περίπτωση του Μουράτ Γκεντελεκιάν, της Ε.Π. Δουργουτιού. Ο Μουράτ δεν παρουσιάστηκε στην συγκέντρωση. Κρύφτηκε σένα σπιτάκι.
Οταν οι τσολιάδες, κάνοντας την έρευνα, έφτασαν σ” αυτό το σπίτι, πήδηξε από το φεγγίτη, που ήταν στο πίσω του σπιτιού. Ο φεγγίτης δεν έβλεπε στο δρόμο, αλλά στο πίσω μέρος ενός άλλου σπιτιού. Ετσι, που μεταξύ των δύο σπιτιών σχηματίζονταν ένας κενός χώρος λίγων σπιθαμών, που δε φαίνονταν από πουθενά. Εκεί έμεινε κρεμασμένος σε όλη τη διάρκεια του Μπλόκου και σώθηκε.
Ο Θανάσης Δεφαράνος αναφέρει ότι ύστερα από μια προσπάθεια για να ξεφύγει από το Μπλόκο, προς του ΦΙΞ, έπεσε σε περίπολο τσολιάδων στα στενά γύρω στους δρόμους Λυσιμαχίας – Πίσσα.
«Που πας ρε, δεν άκουσες τα χωνιά;», «Πάω στη δουλειά μου και έχω αργήσει», λέει ο Θανάσης. «Τι λες ρε π…., ποιά δουλειά!! Γλήγορα στην πλατεία!!», φωνάζουν, ενώ σύγχρονα τον χτυπάνε με τους υποκόπανους, με γροθιές και κλωτσιές ασταμάτητα.
Οταν έφτασε στην πλατεία, ήταν γεμάτη. Ολους τους είχαν καθισμένους κάτω. Κανείς δεν έπρεπε να κοιτά δεξιά και αριστερά. Μόνο ίσια και προς τα πάνω να βλέπει κατ” ευθείαν το μασκοφόρο. Ο πρώτος μασκοφόρος φορούσε μάσκα ασφυξιογόνο. Οι άλλοι που ακολούθησαν, 2-3 φορούσαν για κουκούλα ένα τσουβάλι με 2 τρύπες στο μέρος των ματιών. Ο ένας μασκοφόρος ήταν γυναίκα, μια ψηλή και αδύνατη γυναίκα. Οποιον ξεχώριζαν οι μασκοφόροι, δηλ. τα στελέχη του ΕΑΜ – ΕΛΑΣ, όπως διέδιδαν, τον έπαιρναν μέσα στην ΕΘΕΛ.
Τσολιάδες, Μπουραντάδες και Ασφαλίτες με πολιτικά γύριζαν ανάμεσα στους καθισμένους ανθρώπους και χτυπούσαν και τρομοκρατούσαν συνεχώς. Ανάμεσά τους και μια τσολιαδίνα, η Αστέρω, πρωταγωνιστούσε σε χυδαιολογία και τραμπουκισμούς.
Λίγο να έστρεφε κανείς το κεφάλι ήταν αρκετό για να τον παραμορφώσουν από το ξύλο ή ακόμη να τον σκοτώσουν. Δίπλα του ήταν αρκετοί γνωστοί και φίλοι. Παραδίπλα ένας ΕΛΑΣίτης, ο Οθωνας, είχε απάνω του το πιστόλι του. «Αν μας ξεχωρίσει ο μάσκας, λέει στο διπλανό του, θα του την ανάψω».
Τίποτε τέτοιο δε χρειάστηκε. Ο πρώτος μασκοφόρος προσπερνά. Δε ξεχωρίζει κανέναν από κει κοντά. Περιμένουν να περάσουν οι άλλοι μασκοφόροι. Ξαφνικά μεγάλη φασαρία γίνεται πάρα κάτω. Τρεξίματα, βρισιές των τσολιάδων, χτυπήματα, αγκομαχητά. Δεν μπορούσαν να δουν, τους χτυπούσαν και τους εμπόδιζαν. Την άλλη μέρα μάθανε πως κάποιος Σταύρος της Ε.Π. επιτέθηκε και ξεσκέπασε το μασκοφόρο. Τον Σταύρο τον σκότωσαν επί τόπου, χτυπώντας τον με τα κοντάκια και ό,τι άλλο κρατούσαν στα χέρια τους.
Ενας αξιωματικός των τσολιάδων που περνούσε μπροστά τους κοντοστάθηκε. Του κάνει νόημα να σηκωθεί. Ο Θανάσης αισθάνεται κάτι να τον παγώνει ξαφνικά. Θα είναι τα τελευταία μου, σκέφτεται. Ο αξιωματικός, όμως, φαίνεται μάλλον φιλικός. Ο Θανάσης παρατηρεί καλύτερα, πράγματι είναι γνωστός. Φέρνει συχνά το αυτοκίνητο για επισκευές στο συνεργείο. Τελευταία του είχε φτιάξει ένα φακό. «Εσύ, του λέει, να φύγεις. Πώς βρέθηκες εδώ;». «Μένω εδώ παραπάνω, απαντά ο Θανάσης, πηγαίναμε για τη δουλειά μας και μας έφεραν εδώ οι τσολιάδες», είχε πια αναγνωρίσει τον αξιωματικό, που ήταν υπασπιστής του Πλυτζιανόπουλου. «Καλά, λέει αυτός, πάρτους και φύγετε». «Μα πού να πάμε άν δε μας βγάλετε σεις από την πλατεία». Πράγματι τους παίρνει και τους βγάζει από το Μπλόκο. Ετσι σώθηκαν καμιά 10αριά αγωνιστές.
Το ίδιο περίπου συνέβη και με έναν άλλο αγωνιστή, που είχε συνεργείο – γκαράζ αυτοκινήτων στου ΦΙΞ. Εκεί πήγαιναν για επισκευή συχνά γερμανικά αυτοκίνητα. Ενας από τους Γερμανούς που συμμετείχαν στο Μπλόκο τον γνώρισε και τον ξεχώρισε για να πάει στο συνεργείο του να δουλέψει. Και πώς θα δουλέψω, λέει εκείνος, ετοιμότατα, μόνος μου χωρίς τους βοηθούς μου; Πάρτους κι αυτούς μαζί σου, αποφασίζει ύστερα από μικρή σκέψη ο Γερμανός. Ηταν οι εποχές, που για την Ελευθερία ή τη ζωή ή το θάνατο των ανθρώπων μπορούσε να αποφασίζει ένα τυχαίο γεγονός, μια σύμπτωση ή ένας οποιοσδήποτε στρατιώτης της κατοχής. Οπωσδήποτε στην περίπτωση αυτή σώθηκαν καμιά 15αριά αγωνιστές, μαζί με τον ιδιοχτήτη του γκαράζ. Πιθανότατα πρόκειται για το παληό αντιστασιακό στέλεχος Χάικο.
Πολλά άτομα που έφευγαν από το Δουργούτι προχώρησαν προς Αη Σώστη. Εκεί, όμως, δεν μπορούσαν να προχωρήσουν ούτε προς Νέα Σμύρνη, γιατί τους εμπόδιζαν από την οδό Αιγαίου – Εφέσου και τις παράλληλες, ούτε προς Καλλιθέα, από τη Λεωφόρο Συγγρού, τελικά μπήκαν στο μαγαζί του Μπάμπη Σταυρόπουλου. Κρύφτηκαν εκεί περίπου 40. Γλύτωσαν όλοι, γιατί δεν μπήκαν στο υπόγειο αυτό να ψάξουν οι τσολιάδες.
Ακούστηκαν και τα ονόματα των μασκοφόρων:
—Σαρκίς Καρογλάν (Σ.Γρ.: Δεν πρόκειται για τον Σαργκίς, του οποίου το επίθετο δεν το γνωρίζω, τον γιό της Μέλισσας, που κάθονταν στα Ιταλικά. Το παληκάρι αυτό του ΕΛΑΣ σκοτώθηκε, πολεμώντας πλάι μου 5 μέρες πριν το Μπλόκο, σε επιχείρηση επίθεση στα Πατήσια).
—Μηνάς – πολύ γνωστός τότε στο Δουργούτι.
—Θανάσης Βαξεβανίδης, Νεοκοσμίτης, παλαιότερα είχε εισχωρήσει στις γραμμές της Ε.Π. και είχε κάνει διάφορες ζημιές στην Οργάνωση.
Επίσης ονομάτιζαν και τη γυναίκα – μασκοφόρο. Την έφερναν, όμως, με διάφορα ονόματα που δεν έδιναν βεβαιότητα.
Πηγή μαρτυριών: Εδώ
Συνάντησα τον Γιώργο τον Μουστάκια, τον καπετάνιο του Τάγματος. Είχε έρθει νωρίτερα. Το βράδυ έμεινε μέσα στην ΕΘΕΛ, φιλοξενούμενος του Θεμιστοκλή, στελέχους του ΕΛΑΣ και υπαλλήλου της ΕΘΕΛ.
Δεν είχε αντιληφτεί το μπλόκο, μέχρι που ακούστηκαν τα χωνιά απτίς ταράτσες των πολυκατοικιών. Ετσι βρέθηκε εγκλωβισμένος, ακριβώς δίπλα στο σημείο συγκέντρωσης και μπροστά στη Λεωφόρο Συγγρού, που ήταν η βάση των φασιστικών δυνάμεων. Οταν άρχισαν να ερευνούν μέσα στην ΕΘΕΛ περνούσε από αίθουσα σε αίθουσα. Τελικά, μη έχοντας τι άλλο να κάνει, βγήκε από μια πλάγια πόρτα και οπλισμένος με το θράσος της απελπισίας πέρασε ανάμεσα στους φασίστες, κάθετα τη Συγγρού. Κανείς δεν τον ενόχλησε, γιατί κανείς δεν φαντάστηκε πως θα περνούσε απανάμεσά τους ένας τέτοιος άνθρωπος.
Ελάχιστοι άνδρες, ηλικιωμένοι κυρίως, κυκλοφορούσαν. Οι γυναίκες βρίσκονταν σε μεγάλο αναβρασμό.
Συναντήσαμε μερικές κοπέλες της ΕΠΟΝ και λίγες γυναίκες της Ε.Α. Φροντίσαμε να στηθούν καζάνια σύντομα, για ένα πρόχειρο συσσίτιο. Ολος αυτός ο κόσμος είχε από την προηγούμενη να βάλει κάτι στο στόμα. Δυνατότητες από το συνοικισμό δεν υπήρχαν. Τα μαγαζιά είχαν καεί. Ζητήσαμε ενίσχυση απτίς γειτονικές συνοικίες. Το συσσίτιο ετοιμάστηκε.
Πολλές γυναίκες, μερικές με τα παιδιά, ή τα εγγόνια τους έπαιρναν ικανοποιημένες. Αλλες αδιαφόρησαν συνεχίζοντας τις έρευνες ανάμεσα στα αποκαΐδια των σπιτιών τους, μήπως ανακαλύψουν κάτι χρήσιμο. Υπήρχαν και μερικές που πάνω στην απελπισία και την αλλοφροσύνη τους, για τον χαμό των δικών τους, τάβαζαν μαζί μας.
Η κατάσταση ήταν τραγική. Κανένας λόγος παρηγοριάς δεν μπορούσε να συνεφέρει τις απελπισμένες γυναίκες, που μέσα σε λίγες ώρες έχασαν τους προστάτες τους κι έμειναν χωρίς σπίτι. Κυριολεκτικά στο δρόμο.
Σιγά-σιγά άρχισαν να κυκλοφορούν οι λεπτομέρειες της καταστροφής. Μερικές συνέπεφταν, άλλες παρουσίαζαν ποικιλίες και μικροδιαφορές.
Οι φασίστες, μόλις πέρασε η προθεσμία που έβαλαν για την συγκέντρωση, άρχισαν να μπαίνουν στα σπίτια. Τα ερευνούσαν ένα-ένα. Εψαχναν κυρίως για άνδρες 16 έως 60 ετών. Στην περίπτωση που έβρισκαν κάποιον ή τον εκτελούσαν επί τόπου, ή σπανιότερα, τον ωθούσαν προς τον τόπο συγκέντρωσης χτυπώντας και κλωτσώντας τον. Μέσα στα σπίτια τα έκαναν όλα άνω-κάτω, δήθεν έψαχναν για όπλα. Ο,τι «πολύτιμο» εύρισκαν το έπαιρναν.
Στην πλατεία, δίπλα στην ΕΘΕΛ, έβαλαν όλους να κάθονται κάτω. Μετά τις 9 άρχισε η διαλογή. Περνούσαν οι «Μασκοφόροι» δηλ. καταδότες που φορούσαν, περαστό απτό κεφάλι, ένα τσουβάλι με δυο τρύπες στην περιοχή κοντά στα μάτια. Οταν περνούσε ο μασκοφόρος όφειλαν όσοι ήσαν κοντά να έχουν προσηλωμένο το βλέμμα τους επάνω του. Οποιος δεν το έκανε εκτελιούνταν. Οποιον υπέδειχνε ο μασκοφόρος, τον παράδιναν στον Γερμανό εκτελεστή, στην ΕΘΕΛ, που τον εκτελούσε αμέσως.
Σε όλη τη διάρκεια της διαλογής, Τσολιάδες γύριζαν ανάμεσα στους συγκεντρωμένους και τους χτυπήσαν, κυρίως με τους υποκόπανους των όπλων τους. Στέκονταν ιδιαίτερα σε μερικούς που «αναγνώριζαν» και για τους οποίους ο ξυλοδαρμός μεταβάλλονταν σε συστηματικό βασανιστήριο.
Λέγονταν για τον Δημήτρη Μπαρουτίδη (τον γνωστό Σταύρο, στέλεχος του διαμερίσματος της Ε.Π.) ότι ενώ τον χτυπούσαν και τον βασάνιζαν, τράβηξε την κουκούλα και αποκάλυψε τον ένα μασκοφόρο. Τον σκότωσαν με βασανιστήρια. Κατάλλους με χτυπήματα υποκοπάνων. Κατάλλους με χτυπήματα κασμά.
Συνολικά εκτέλεσαν πάνω από 70 αγωνιστές. Σ” αυτούς δεν υπολογίζονται όσοι υπέκυψαν στο δρόμο από τα βασανιστήρια. Οσοι εκτελέστηκαν ή υπέκυψαν στο Χαϊδάρι ή στο Γουδί και στη Γερμανία. Ούτε όσοι, κυρίως ηλικιωμένοι, κάηκαν όταν οι φασίστες έβαλαν φωτιά και έκαψαν το μεγαλύτερο μέρος του συνοικισμού.
Οι όμηροι που οδηγήθηκαν κυρίως στο Χαϊδάρι, αλλά και στο Γουδί και μετά στη Γερμανία ήταν πάνω από 2000 ως 3000. Στη διαδρομή, και ιδιαίτερα την ώρα των συγκρούσεων με τον ΕΛΑΣ, πολλοί τόσκασαν. Η συντριπτική πλειοψηφία ήταν Αρμένιοι. Υπήρχαν όμως και Ελληνες τόσο μεταξύ των εκτελεσμένων όσο και μεταξύ των ομήρων.
Κατάσταση με τα ονόματα των εκτελεσμένων και άλλα στοιχεία τους έχουν οι Αρμένιοι αγωνιστές και σύντομα θα έλθουν στην δημοσιότητα.
Το γεγονός είναι ότι σ’ αυτό το Μπλόκο της 9/8/1944 το μεγάλο βάρος των θυσιών έπεσε στο ηρωικό Δουργούτι.
Υπήρχαν και μερικοί που γλύτωσαν από μεγάλες συμπτώσεις.
Αναφέρεται η περίπτωση του Μουράτ Γκεντελεκιάν, της Ε.Π. Δουργουτιού. Ο Μουράτ δεν παρουσιάστηκε στην συγκέντρωση. Κρύφτηκε σένα σπιτάκι.
Οταν οι τσολιάδες, κάνοντας την έρευνα, έφτασαν σ” αυτό το σπίτι, πήδηξε από το φεγγίτη, που ήταν στο πίσω του σπιτιού. Ο φεγγίτης δεν έβλεπε στο δρόμο, αλλά στο πίσω μέρος ενός άλλου σπιτιού. Ετσι, που μεταξύ των δύο σπιτιών σχηματίζονταν ένας κενός χώρος λίγων σπιθαμών, που δε φαίνονταν από πουθενά. Εκεί έμεινε κρεμασμένος σε όλη τη διάρκεια του Μπλόκου και σώθηκε.
Ο Θανάσης Δεφαράνος αναφέρει ότι ύστερα από μια προσπάθεια για να ξεφύγει από το Μπλόκο, προς του ΦΙΞ, έπεσε σε περίπολο τσολιάδων στα στενά γύρω στους δρόμους Λυσιμαχίας – Πίσσα.
«Που πας ρε, δεν άκουσες τα χωνιά;», «Πάω στη δουλειά μου και έχω αργήσει», λέει ο Θανάσης. «Τι λες ρε π…., ποιά δουλειά!! Γλήγορα στην πλατεία!!», φωνάζουν, ενώ σύγχρονα τον χτυπάνε με τους υποκόπανους, με γροθιές και κλωτσιές ασταμάτητα.
Οταν έφτασε στην πλατεία, ήταν γεμάτη. Ολους τους είχαν καθισμένους κάτω. Κανείς δεν έπρεπε να κοιτά δεξιά και αριστερά. Μόνο ίσια και προς τα πάνω να βλέπει κατ” ευθείαν το μασκοφόρο. Ο πρώτος μασκοφόρος φορούσε μάσκα ασφυξιογόνο. Οι άλλοι που ακολούθησαν, 2-3 φορούσαν για κουκούλα ένα τσουβάλι με 2 τρύπες στο μέρος των ματιών. Ο ένας μασκοφόρος ήταν γυναίκα, μια ψηλή και αδύνατη γυναίκα. Οποιον ξεχώριζαν οι μασκοφόροι, δηλ. τα στελέχη του ΕΑΜ – ΕΛΑΣ, όπως διέδιδαν, τον έπαιρναν μέσα στην ΕΘΕΛ.
Τσολιάδες, Μπουραντάδες και Ασφαλίτες με πολιτικά γύριζαν ανάμεσα στους καθισμένους ανθρώπους και χτυπούσαν και τρομοκρατούσαν συνεχώς. Ανάμεσά τους και μια τσολιαδίνα, η Αστέρω, πρωταγωνιστούσε σε χυδαιολογία και τραμπουκισμούς.
Λίγο να έστρεφε κανείς το κεφάλι ήταν αρκετό για να τον παραμορφώσουν από το ξύλο ή ακόμη να τον σκοτώσουν. Δίπλα του ήταν αρκετοί γνωστοί και φίλοι. Παραδίπλα ένας ΕΛΑΣίτης, ο Οθωνας, είχε απάνω του το πιστόλι του. «Αν μας ξεχωρίσει ο μάσκας, λέει στο διπλανό του, θα του την ανάψω».
Τίποτε τέτοιο δε χρειάστηκε. Ο πρώτος μασκοφόρος προσπερνά. Δε ξεχωρίζει κανέναν από κει κοντά. Περιμένουν να περάσουν οι άλλοι μασκοφόροι. Ξαφνικά μεγάλη φασαρία γίνεται πάρα κάτω. Τρεξίματα, βρισιές των τσολιάδων, χτυπήματα, αγκομαχητά. Δεν μπορούσαν να δουν, τους χτυπούσαν και τους εμπόδιζαν. Την άλλη μέρα μάθανε πως κάποιος Σταύρος της Ε.Π. επιτέθηκε και ξεσκέπασε το μασκοφόρο. Τον Σταύρο τον σκότωσαν επί τόπου, χτυπώντας τον με τα κοντάκια και ό,τι άλλο κρατούσαν στα χέρια τους.
Ενας αξιωματικός των τσολιάδων που περνούσε μπροστά τους κοντοστάθηκε. Του κάνει νόημα να σηκωθεί. Ο Θανάσης αισθάνεται κάτι να τον παγώνει ξαφνικά. Θα είναι τα τελευταία μου, σκέφτεται. Ο αξιωματικός, όμως, φαίνεται μάλλον φιλικός. Ο Θανάσης παρατηρεί καλύτερα, πράγματι είναι γνωστός. Φέρνει συχνά το αυτοκίνητο για επισκευές στο συνεργείο. Τελευταία του είχε φτιάξει ένα φακό. «Εσύ, του λέει, να φύγεις. Πώς βρέθηκες εδώ;». «Μένω εδώ παραπάνω, απαντά ο Θανάσης, πηγαίναμε για τη δουλειά μας και μας έφεραν εδώ οι τσολιάδες», είχε πια αναγνωρίσει τον αξιωματικό, που ήταν υπασπιστής του Πλυτζιανόπουλου. «Καλά, λέει αυτός, πάρτους και φύγετε». «Μα πού να πάμε άν δε μας βγάλετε σεις από την πλατεία». Πράγματι τους παίρνει και τους βγάζει από το Μπλόκο. Ετσι σώθηκαν καμιά 10αριά αγωνιστές.
Το ίδιο περίπου συνέβη και με έναν άλλο αγωνιστή, που είχε συνεργείο – γκαράζ αυτοκινήτων στου ΦΙΞ. Εκεί πήγαιναν για επισκευή συχνά γερμανικά αυτοκίνητα. Ενας από τους Γερμανούς που συμμετείχαν στο Μπλόκο τον γνώρισε και τον ξεχώρισε για να πάει στο συνεργείο του να δουλέψει. Και πώς θα δουλέψω, λέει εκείνος, ετοιμότατα, μόνος μου χωρίς τους βοηθούς μου; Πάρτους κι αυτούς μαζί σου, αποφασίζει ύστερα από μικρή σκέψη ο Γερμανός. Ηταν οι εποχές, που για την Ελευθερία ή τη ζωή ή το θάνατο των ανθρώπων μπορούσε να αποφασίζει ένα τυχαίο γεγονός, μια σύμπτωση ή ένας οποιοσδήποτε στρατιώτης της κατοχής. Οπωσδήποτε στην περίπτωση αυτή σώθηκαν καμιά 15αριά αγωνιστές, μαζί με τον ιδιοχτήτη του γκαράζ. Πιθανότατα πρόκειται για το παληό αντιστασιακό στέλεχος Χάικο.
Πολλά άτομα που έφευγαν από το Δουργούτι προχώρησαν προς Αη Σώστη. Εκεί, όμως, δεν μπορούσαν να προχωρήσουν ούτε προς Νέα Σμύρνη, γιατί τους εμπόδιζαν από την οδό Αιγαίου – Εφέσου και τις παράλληλες, ούτε προς Καλλιθέα, από τη Λεωφόρο Συγγρού, τελικά μπήκαν στο μαγαζί του Μπάμπη Σταυρόπουλου. Κρύφτηκαν εκεί περίπου 40. Γλύτωσαν όλοι, γιατί δεν μπήκαν στο υπόγειο αυτό να ψάξουν οι τσολιάδες.
Ακούστηκαν και τα ονόματα των μασκοφόρων:
—Σαρκίς Καρογλάν (Σ.Γρ.: Δεν πρόκειται για τον Σαργκίς, του οποίου το επίθετο δεν το γνωρίζω, τον γιό της Μέλισσας, που κάθονταν στα Ιταλικά. Το παληκάρι αυτό του ΕΛΑΣ σκοτώθηκε, πολεμώντας πλάι μου 5 μέρες πριν το Μπλόκο, σε επιχείρηση επίθεση στα Πατήσια).
—Μηνάς – πολύ γνωστός τότε στο Δουργούτι.
—Θανάσης Βαξεβανίδης, Νεοκοσμίτης, παλαιότερα είχε εισχωρήσει στις γραμμές της Ε.Π. και είχε κάνει διάφορες ζημιές στην Οργάνωση.
Επίσης ονομάτιζαν και τη γυναίκα – μασκοφόρο. Την έφερναν, όμως, με διάφορα ονόματα που δεν έδιναν βεβαιότητα.
Πηγή μαρτυριών: Εδώ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου