Συνέχεια
Γιώργος
Πικρός, Το χρονικό της Μακρονήσου,
Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1989, 39-41.
« “Αλτ!”, ακούγεται μια βροντερή φωνή. Ο φαντάρος κοκάλωσε, έτσι από συνήθει πια. Τρεις αλφαμίτες λαχανιασμένοι απ΄το τρέξιμο τον κύκλωσαν.
- Πού πας ρε;
- Για νερό μου συνάδελφε, δεν μπορώ να κρατηθώ άλο. Άλλωστε ξημέρωσε, ένα λεπτό και θα χτυπήσει η σάλπιγγα εγερτήριο.
“Φαπ!”, του έρχεται μια γροθιά στο πρόσωπο. “Γδουπ!”, μια ροπαλιά στην πλάτη.
- Γιατί συνάδελφοι βαράτε;
Οι γροθιές κι οι ροπαλιές πέφτουν ακατάπαυστα.
- Να γιατί! Να γιατί! Θες και τα ρέστα παλιοτόμαρο; Προδότη! Γιατί δεν κάνεις δήλωση ρε να πας έξω; Γιατί ρε τομάρι;
- Γιατί θέλω να μείνω άνθρωπος.
- Για τη θάλασσα τότε. Λέει ο ένας
- Για τη θάλασσα!
- Μπρος! Και τον τραβά ο ένας από το γιακά.
- Μπρος! Τον σπρώχνουν οι άλλοι δύο από πίσω.
- Είμαι άρρωστος βρε συνάδελφοι, πριν δέκα μέρες σηκώθηκα από το κρεβάτι από πλευρίτη, σκεφτείτε τη θέση μου.
Τον σπρώχνουν με μοβόρικες κινήσεις και κλωτσιές. “Τράβα ρε κτήνος! Αυτό θέλουμε και μεις να σε ξεκάνουμε, να πας στο διάβολο αφού δε γίνεσαι άνθρωπος.”
- Βρε παιδιά δεν έχετε καρδιά; Δεν είσαστε άνθρωποι; Άστε με δεν θα ξαναβγω πριν το εγερτήριο!
- Σκασμός, στο διάβολο τομάρι!
Τα παρακάλια τα παίρνει ο αέρας. Αναλογίζεται τις συνέπειες του πρωινού χειμωνιάτικου μπάνιου και τον συνεπαίρνει ένας βασανιστικός τρόμος. Βλέπει τον εαυτό του κρεβατωμένο απ’ το ξύπνημα του παλιού πλευρίτη, χρίς την απαραίτητη δίαιτα, χωρίς φάρμακα, χωρίς ανθρώπινο κρεβάτι, χωρίς έναν γιατρό- άνθρωπο- να του γλυκογελάσει. Όλα περνάνε απ’ το μυαλό του σα κινηματογραφική ταινία και του παγώνουν το αίμα, του σουβλίζουν την καρδιά.
Φτάσανε στη θάλασσα σ’ ένα βράχο. Η πρωινή κρυάδα της θάλασας, τσουχτερή, τους μαστιγώνει το πρόσωπο. Τα κύματα ήρεμα-ήρεμα φτάνουν ως το βράχο και χαδεύουν τα παπούτσια. Τα παρακάλια συνεχίζονται.
- Άστε με συνάδελφοι! Για τελευταία φορά παραβαίνω τη διαταγή! Άστε με! Τρέμει σύγκορμος, το ξέσαρκο πρόσωπό του έχει κιτρινίσει, τα δόντια του κροταλίζουν.
- Εμπρός να τον ρίξουμε, λέει ο ένας “τι καθόμαστε με τέτοιο κρύο και ξεπαγιάζουμε”.
- Να τον ρίξουμε, φωνάζει κι ένας άλλος.
- Σταθείτε, λέει ο τρίτος, “μπορεί και να μην τον ρίξουμε, μπορεί και να τον αφήσουμε. Από αυτόν εξαρτάται.”
- Ναι συνάδελφοι μη με ρίξετε.
- Θα σ’ αφήσουμε με μια προϋπόθεση.
- Ναι συνάδελφοι δεν θα ξαναβγώ ποτέ έξω πριν το σάλπισμα.
- Αν δεν κάνεις δήλωση, τώρα δα σ’ ένα λεπτό, θα σε πνίξουμε.
- Λέγε ρε! Λέγε!
Τον τράνταξαν οι λέξεις αυτές. Η καρδιά του σφίχτηκε, η ανασαιμιά του έγινε βαριά κι έβγαινε σφυριχτή, τα δόντια σταμάτησα το κροτάλισμά τους και σφίχτηκαν γερά. Τα χείλια έκαναν ένα παράξενο μορφασμό.
- Λέγε ρε! Λέγε!
- Δε γίνεται συνάδελφοι.
- Γιατί ρε δε γίνεται; Λέγε ρε! Κι αρχίζουν ξανά οι ροπαλιές.
- Η συνείδησή μου δεν μου το επιτρέπει...
Έξι μανιασμένα χέρια τον σπρώξανε. Ένα “μπλουμ” ακούστηκε κι ο φαντάρος βρίσκεται στη θάλασσα. Κινεί χέρια και πόδια παλεύοτνας να πιάσει τα βραχάκια. Ο τρόμος του ζωγραφίζεται στα μάτια του. Πιάνει ένα βραχάκι, το κρατά μ’ όση δύναμη του ‘χει απομείνει, παλεύει. Τα ρόπαλα χτυπάνε τα χέρια, ένα πόδι πατάει το κεφάλι, ξαναβουλιάζει. Ξαναβγαίνει στην επιφάνεια, προσπαθεί να πιάσει τα βραχάκια, ξανά ένα πόδι, ξανά στον πάτο. Ξαναβγαίνει στην επιφάνεια, έχει την αγωνία του ναυαγού που κατάφερε να φτάσει στη στεριά, μα τ’ αγριεμένα κύματα δεν τον αφήνουν να πιάσει τα βράχια. Τα χέρια του δεν πιάνουν πια, νέκρωσαν τα νεύρα, τα μάτια εξογκώθηκαν, το πρόσωπο παίρνει κέρινη απόχρωση. Πνίγεται. Πάει να μιλήσει κάτι να πει, μα το στόμα του γεμίζει θάλασσα. Μια άναρθρη κραυγή ακούγεται, κραυγή θανάτου.
Οι σαδιστές γελάνε, γελάνε σαρκαστικά, σατανικά. Λίγο κι ο θάνατος θα ‘ρθει. Τρία χέρια τον αρπάνε απ’ τα μαλλιά και τον σέρνουν, τ’ άλλα τρία τον πιάνουν από παρακάτω, απ’ το σακάκι και το παντελόνι. Σε λίγο είναι έξω, σωριασμένος στο βράχο. Το αίμα έχει παγώσει στις φλέβες, τα μάτια έχουνε σκοτεινιάσει, το πρόσωπο κάνει παράξενους σπασμούς, όλο το σώμα σπαρταρά. Ακούγεται η σάλιπγγα.
- Πιάστε τον τώρα να τον πάμε παραπάνω. »
Ιστορικό Αρχείο ΚΚΕ - έγγραφο μαρτυρία για τη Μακρόνησο
«Μας διέταξαν να καθίσουμε όλοι κάτω και να σηκωθούν όσοι ξέραν γράμματα άνω από την 6η γυμνασίου που νομίζοντας οι δήμιοι, άμα τσακίσουν πρώτα τους εγγράμματους γρήγορα θα λυγίσουν οι υπόλοιποι, αλλά ούτε και μ’ αυτό το πέτυχαν. Τον πρώτον τον έδεσαν χειροπόδαρα και άρχησαν τα γκλοπς. Ήταν ο Αριστείδης Αρσένης, φοιτητής Νομικής, Καθοδηγητής της ΕΠΟΝ. Δεύτερος ήταν ο Πατρούδης Μιχάλης καθηγητής Φιλολογίας από τη Θάσο και συνέχιζε το κακό μέχρι το βράδυ. Τέλος μας πήγαν στους λόχους.»
Γιώργος Πικρός, Το χρονικό της Μακρονήσου, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1989, 125- 126.
«“Λοιπόν αδερφάκι λέγε κάνεις δήλωση, για δε κάνεις; Αν δεν κάνεις θα σε σουβλίσουμε σαν τον Αθανάσιο Διάκο.”
“Δεν κάνω.”
“Δεν κάνεις. Μπράβο ρε μάγκα μου!” Και σε ένα δήμιο διατάσσει: “Bάλε τις σούβλες στη φωτιά.” Ο δήμιος πήρε από χάμω δύο μακριές σιδεροσούβλες με ξύλινη λαβή. Τις δείχνει στο φαντάρο με τρόπο απειλητικό και τρέχει στη φωτιά.
“Ώστε δεν κάνεις!”
“Όχι δεν κάνω.”
“Ωραία! Δώστε του ένα γερό ξύλο ώσπου να κοκκινίσουν οι σούβλες. Έτσι για να μη χασομεράμε.”
Τα ρόπαλα ανεβοκατεβαίνουν κατασύνεχα πάνω του. Τα πνιχτά γέλια παραφροσύνης, με τα σαδιστικά γέλια των δημίων, με σπαραχτικές φωνές: “Μανούλα μου! Μανούλα μου!” Όλες αυτές οι φωνές ανταμώνονται, συμπλέκονται κι εκφράζουν την πιο τελειοποιημένη μέθοδο ανάνηψης.
“Άστε τον, γυμνώστε τον.” Διατάσσει ο επικεφαλής.
Σε πέντε λεπτά έχει γυμνωθεί τελείως. Το σώμα του είναι γεμάτο από μαύρες λουρίδες, μαύρες σαν κατράμι.
“Kερατά, εκμεταλλεύεσαι την καλοσύνη μας και μας κοροϊδεύεις.”
“Τομάρι!”
“Φέρτε τις σούβλες γρήγορα!”
Ο δήμιος ακουμπά τη σούβλα πάνω στη σάρκα. Την ακουμπά εδώ, την ακουμπά εκεί, την ακουμπά παρακάτω. Το κορμί τινάζεται, πηδά ξέφρενα, χορεύει το χορό της φρίκης. Ένα ανέκφραστο μούγγρισμα πόνου αναδίνεται. Γίνεται ο δυνατότερος τόνος στην τραγική συμφωνία της νύχτας. Η σούβλα σέρνεται στη σάρκα. Τα πόδια κομματιάζονται με το χορό στις κοφτερές πέτρες. Τα μουγγρητά πληθαίνουν. Μια μυρωδιά καιόμενης σάρκας πιλατεύει τα ρουθούνια.
Πλήγιασε όλη η πλάτη, ξεκοκκίνησε το σίδερο. Έρχεται ο δεύτερος. Τούτος είναι πιο καννίβαλος. Φέρνει τη σούβλα πίσω και την μπήγει με ορμή στο ψαχνό, στο κωλομέρι. Με την απάθεια που θα πέρναγε στη σούβλα ένα κομμάτι αρνήσιο ή χοιρινό κρέας. Μια έξαλλη ανατίναξη του κορμιού έγινε ως ένα μέτρο ψηλά. Η μύτη είναι ακόμα καρφωμένη στη σάρκα κι η λαβή κρατιέται στο χέρι του δημίου. Μια άναρθρη κραυγή ξεκολλά από τα χείλια του και ανακλαδώνεται στο διάστημα. Κυλίστηκε χάμω, βουβός, ασάλευτος, κομματιασμένος απ’ το πέσιμο στα βράχια. Όλο του το σώμα είναι μια πληγή που τρέχει αίμα. Ο δήμιος παρατηρεί το αίμα που κυλά στη σούβλα γελώντας. Γελάνε όλοι οι δήμιοι.
“Τα τέρατα... Ούτε με πυρωμένα σίδερα δε λυγάνε!”»
Γιώργος Πικρός, Το χρονικό της Μακρονήσου, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1989, 126- 127.
«Πιο πάνω άλλη φωτιά και πάνω ένα καζάνι. Βράζει πίσσα, χοχλακάει. Κοντά τρεις δήμιοι με έκφραση αγριεμένων θηρίων. Ο ένας με μια σιδεροκουτάλα ανακατώνει το καζάνι τραγουδώντας:
“Στην πίσσα μπολσεβίκοι θα σας κάνω μπάνιο,Το καθήκον με προστάζει ζωντανούς να σας βράσω”
Tα ίδια λόγια στον ίδιο σκοπό επαναλαμβάνονται για ώρα πολλή.
“Γιατί ρε δε θες να γίνεις Έλληνας;” ρωτά ο επικεφαλής του συνεργείου το φαντάρο που στέκει γυμνός μπροστά του. Ο φαντάρος, μέτριος στο ανάστημα με χοντρά αντρίκια χαρακτηριστικά, βαθιά μελαχροινός, τους κοιτάζει με σταθερό βλέμμα και τους λέει: “Είμαι Έλληνας και γι’ αυτό με βασανίζετε.”
“Έχεις ένα λεπτό να το σκεφτείς, πριν σε ρίξουμε στο καζάνι.”
“Μη μου δίνετε προθεσμία.”
“Μπρός στο έργο σας!”, ουρλιάζει ο επικεφαλής. Μια κουταλιά χοχλακιαστή πίσσα ρίχνεται στην κορυφή της πλάτης. Γλιστρά προς τα κάτω. Δεύτερη. Τρίτη. Κι άλλη, κι άλλη συνέχεια. Χοροπηδά ασταμάτητα, ξέφρενα. Απανωτές, άναρθρες, πνιχτές κραυγές, προσθέτονται στον ίλιγγο του ομαδικού σπαραγμού της νύχτας.»
Ηλέκτρα Καραγκίτσου & Παντελής Καραγκίστος, Τα παιδιά της ξενιτιάς – Αυτοβιογραφία ενός
κομμουνιστή, Μουσείο Πολιτικών Εξορίστων Αη-Στράτη, Αθήνα 2013, 160, 163 και 172.
«Κάθε βράδυ μας πήγαιναν στη θάλασσα και μας ρίχνανε μέσα. Μετά μας κτυπάγανε με μαστίγια από βούνευρο. Οι βασανιστές μας έρχονταν ντοπαρισμένοι. Τους δίνανε ναρκωτικά για να ‘ναι ανελέητοι, μεθυσμένοι όταν μας βασανίζουν. Και τα σκεπάσματά μας τα πετάγανε στη θάλασσα.».
«Το βράδυ μας πήγαν σ’ ένα καινούργιο χώρο. Εκεί μας ξεγύμνωσαν και άρχισαν να μας κάνουν προκλητικές και χυδαίες ερωτήσεις. Η περιφρόνησή μας του εξόργισε. Ένα ανθρωπόμορφο τέρας άρχισε να μας καίει με το τσιγάρο του στις κοιλιές μας. Τον μπάρμπα- Μανώλη τον ανεβάσανε σε ένα βαρέλι και τον καίγανε αράδα στην κοιλιά με το τσιγάρο όλων».
«Σαράντα μέρες ολόκληρες μας δέρνανε νύχτα-μέρα, μας ρίχνανε στη θάλασσα και μας σέρνανε πάνω στα μυτερά βράχια. Οι σάρκες μας ματωμένες. Νόμιζε κανένας πως ήμασταν σκοτωμένα θηρία της θάλασσας που τα σούρνανε να τα βγάλουν στη στεριά. Σαράντα μέρες δεν κλείσαμε μάτι. Τρεις μέρες δε μας δώσανε ούτε μια στάλα νερό. Πολλές φορές μας υποχρέωναν να στεκόμαστε στο χείλος ενός γκρεμού όρθιοι, να στηριζόμαστε μονάχα στο ένα πόδι, με τα ρούχα-σκεπάσματα φορτωμένα στο κεφάλι μας. Κι επειδή αυτό αρνιόμασταν να το κάνουμε, μας χτυπούσαν αλύπητα με καδρόνι στα μισόγυμνα κορμιά μας».
Βασανισμός των ανηλίκων
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου