"Οταν ο λαός βρίσκεται μπροστά στον κίνδυνο της τυραννίας διαλέγει ή τις αλυσίδες ή τα όπλα"

"Οταν ο λαός βρίσκεται μπροστά στον κίνδυνο της τυραννίας διαλέγει ή τις αλυσίδες ή τα όπλα"

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Κυριακή 17 Ιουλίου 2011

Διήγημα - Ελεύθεροι σκοπευτές του ΔΣΕ

Εάν η Απελευθέρωση της Ελλάδας το 1944 δε γινόταν όπως έγινε και με όσα ακολούθησαν τη «Βάρκιζα» και εάν δεν είχαν επικρατήσει με τη βοήθεια της μαζικής στρατιωτικής επέμβασης των Αγγλων οι προδότες, οι δωσίλογοι, οι απόντες στον Eθνικοαπελευθερωτικό Αγώνα, οι καιροσκόποι πολιτικοί και στρατιωτικοί, ο πρωταγωνιστής του «επεισοδίου» που θα δούμε σε συντομία, θα είχε το άγαλμά του σε κάποιο σημείο της Λάρισας, εκεί προς το τα τέρμα της οδού Υψηλάντη.


Ηταν ο Αγγελος Τσιτώτας. «Αγγελος» όνομα και πράγμα. Ξανθός με ψηλή κορμοστασιά, όμορφος, λεβέντης, στο άνθος της νιότης του. Σχετικά με τον Αγγελο Τσιτώτα, η αλήθεια, ο θρύλος και ο μύθος μπερδεύονται. Είχε κάνει τόσα κατορθώματα στη διάρκεια της Κατοχής και της Αντίστασης και του Εμφυλίου Πολέμου που θα χρειαζόταν ολόκληρο βιβλίο για να τα περιγράψει κανένας.

Ηταν μηχανικός αυτοκινήτων και μάλλον ήξερε γερμανικά, παράτολμος, προικισμένος με οξύτατη νοημοσύνη και με ατσαλένια νεύρα. Κάποτε ντυμένος Γερμανός αξιωματικός διέταξε τον οδηγό γερμανικού αυτοκινήτου να τον πάει προς το χωριό Κεσερλί, το σημερινό Συκούριο, περνώντας από όλα τα μπλόκα και τα φυλάκια. Οδηγώντας ο ίδιος άφησε τον οδηγό και έφυγε προς τον Κίσσαβο ενώ οι Γερμανοί είχαν κινητοποιηθεί και έτρεχαν να τον προλάβουν.

Στις περιοχές Λάρισας και Βόλου, οι δωσιλογικές κυβερνήσεις είχαν οργανώσει τα «ΕΑΣΑΔ - Εθνικοί Αγροτικοί Σύνδεσμοι Αντικομμουνιστικής Δράσης». Στη Λάρισα έδρευαν στο ξενοδοχείο «Πανθεσσαλικό» το οποίο είχαν μετατρέψει σε άντρο βασανιστηρίων και δολοφονιών.

Μια φορά ο Τσιτώτας ντυμένος Γερμανός αξιωματικός είδε κάποιους από αυτούς τους «Εασαδίτες» να δέρνουν έναν πολίτη. Διέταξε δυο από αυτούς να τον ακολουθήσουν μαζί με τον πολίτη. Τους πήγε στο ποτάμι πίσω από το Νοσοκομείο της Λάρισας κοντά στο σπίτι του πολιτικού μηχανικού Σακελάριου όπου και εκτέλεσε τους δυο προδότες, αφήνοντας τον πολίτη να φύγει. Από τις περιγραφές που έκανε αυτός ο τελευταίος, που έφυγε αμέσως από τη Λάρισα, «μαθεύτηκε» ότι ήταν ο Αγγελος Τσιτώτας.

Αλλη φορά οι «Εασαδίτες» είχαν κάποια γιορτή στον κινηματογράφο «Πάλλας» στο κέντρο της πόλης. Πήγε ντυμένος Γερμανός, διέταξε δυο από αυτούς να τον ακολουθήσουν και σε ένα στενό δρομάκι στην εκκλησία των Αγίων Αποστόλων τους εκτέλεσε.

Μετά τη «Βάρκιζα», όπως ήταν επόμενο, όλος ο «καλός κόσμος», Ασφάλειες, Χωροφυλακή, ΕΣΑ, οι Σούρληδες, έψαχναν να τον βρουν. Διάφορα σαμποτάζ, εκτελέσεις, απαγωγές βασανιστών και καταδοτών, αληθινά γεγονότα ή μυθοπλασίες, τα «χρέωναν» στον Τσιτώτα ή άλλους Ελεύθερους Σκοπευτές του ΔΣΕ.

Το καλοκαίρι του 1946 ο Τσιτώτας με εντολή του Κόμματος για να αποφύγει τη σύλληψη στη Λάρισα εντάχθηκε στο Τμήμα Ελευθέρων Σκοπευτών του Αρχηγείου Ανατολικής Θεσσαλίας του ΔΣΕ. Αυτοί χωρίζονταν σε διμοιρίες ή Ομάδες, Ολύμπου, Κισάβου, Μαυροβουνίου, Πηλίου.

Γνωστοί «Θρύλοι» ως σήμερα για τη δράση τους ή για τον ηρωικό τους θάνατο στις περιοχές αυτές έμειναν οι Ιδομενέας Γιαννώτας, Ηρ. Γραβάνης, Μιχ. Κυρίτσης, Γ. Γαργαλιάνος, Ν. Δέπας, Μιχ. Βαρσαμογιάννης, Κ. Παπαχατζής, Γιάν. Τζήμας, Βαγγ. Κωστίμπας, Αιμ. Κουλουφάκος, Κ. Γκανάτσιος, Γιώρ. Κοντογιάννης, Αντ. Μαλλίδης, Γρ. Παπαγιαννόπουλος, Τ. Τσιριγκάκης, Κ. Χατζούλης - «Φαέθων», Στ. Κασίδης - «Σταυραετός», Θόδ. Κασίδης Αλ. Μαριανός, αδελφοί Καρκαλά, Κ. Μπόνης, Μαρία Γκιουλέκα - «Ζώγια», Μακρυγιάννης, Παν. Πανακάκης, Παν. Καλούμενος και πολλοί άλλοι. Αυτοί ήταν αγρότες, εργάτες, επαγγελματίες, φοιτητές.

Από αυτούς ελάχιστοι έζησαν ως το τέλος του Εμφυλίου. Γνώρισα στον Ολυμπο το 1949 τον Ιδομενέα Γιαννώτα και τον Ν. Δέπα. Ο Δέπας είχε τραυματισθεί εκείνο τον καιρό και το τραύμα του είχε κάνει «συρίγγιο». Επέζησε και ήμασταν μαζί για ένα μικρό διάστημα στο Στρατόπεδο Λάρισας και αργότερα συναντιόμασταν και τα λέγαμε στα «Ταμπάκικα» όπου έμενε.

Από τον Δέπα έχω ακούσει πολλά για κάποιους από τους παραπάνω και βέβαια και για τον Αγγελο Τσιτώτα, γιατί οι δυο τους ή μαζί με άλλους είχαν πραγματοποιήσει «αποστολές» ιδιαίτερα στη Λάρισα αλλά και στην Κατερίνη και στο Βόλο.

Τέλη Ιανουαρίου του 1947 οι Αγγελος Τσιτώτας, Μιχ. Κυρίτσης, και Αιμ. Κουλουφάκος μπήκαν στη Λάρισα με συγκεκριμένη αποστολή ο καθένας τους. Ο Αιμ. Κουλουφάκος πιάστηκε σχεδόν αμέσως από προδοσία αλλά και από λάθος δικό του γιατί πήγε στο σπίτι του που το παρακολουθούσε η Ασφάλεια. Βασανίστηκε άγρια, δε μαρτύρησε τίποτα, πέρασε Στρατοδικείο και εκτελέστηκε τον Οκτώβρη του 1947 στο Μεζούρλο. Το ίδιο λάθος έκανε και ο Μιχ. Κυρίτσης που πήγε σε συγγενικό του σπίτι αλλά κατάφερε και ξέφυγε.

Το «επεισόδιο» Τσιτώτα το παραθέτω όπως το θυμούμαι, μαθητής του Γυμνασίου τότε και από τις διηγήσεις των Ν. Δέπα και Βαγγ. Γκαρέλια.

Υπήρχε στη Λάρισα η οικογένεια Φαντάνα, μεγάλων κτηματιών με την οποία ο Τσιτώτας συνδεόταν φιλικά. Λεγόταν τότε ότι μέλη της οικογένειας στην Κατοχή συνδεόταν με το ΕΑΜ και την Αντίσταση. Οι «Φανταναίοι» είχαν ένα συνεργείο - αποθήκη για τα γεωργικά τους μηχανήματα, περιφραγμένο με πλίθινο ντουβάρι και σκεπασμένο σταθερά με λαμαρίνες προς το τέλος της οδού Υψηλάντη.

Ο Τσιτώτας πήγε εκεί ή για να μείνει ή γιατί είχε κάποια συνάντηση. Διαφορετικά δε θα πήγαινε εκεί γιατί είχε και άλλες «γιάφκες». Οπως διηγούνταν οι Δέπας και Γκαρέλιας, από τις πληροφορίες που συγκέντρωσε το «ΚΠ - Κέντρο Πληροφοριών» του ΔΣΕ μετά το θάνατο του Τσιτώτα, την «Εκθεση» που έγινε στη διοίκηση του Αρχηγείου και τη σχετική συζήτηση στην Ομάδα του, σε κάποιο από τα γύρω σπίτια έμενε η μνηστή του Γιάκωβου, γνωστού τότε ασφαλίτη και βασανιστή, με μεγάλη «ιστορία» και δράση, ακόμα και στην Αιγυπτιακή Αστυνομία του Καΐρου. Δεν αποκλείεται ο στόχος του Τσιτώτα να ήταν ο Γιάκωβος.

Αυτή η γυναίκα κάτι αντιλήφθηκε, κάποιες κινήσεις στο γκαράζ και της φάνηκε περίεργο, Ιανουάριο μήνα, με το κρύο, αργά το απόγευμα κάποιοι να δουλεύουν εκεί μέσα και ενημέρωσε το Γιάκωβο (Ο Λάζαρος Αρσενίου στο βιβλίο του δίνει μια άλλη εκδοχή για το πώς προδόθηκε ο Τσιτώτας).

Ετσι νωρίς το βράδυ ο χώρος είχε κυκλωθεί από την Χωροφυλακή και ο Τσιτώτας κλήθηκε να παραδοθεί. Αρνήθηκε και με την παραμικρή κίνηση τους χτυπούσε με το αυτόματό του ή με χειροβομβίδες. Οι ώρες περνούσαν και οι ασφαλίτες είχαν ήδη δυο τραυματίες. Ο ένας ήταν γνωστός δωσίλογος που στην κατοχή υπηρετούσε στην «Ειδική Ασφάλεια» στην Αθήνα και στην ομάδα που βασάνισε μέχρι θανάτου την Ηλέκτρα, ο δε άλλος ήταν γνωστός στη Λάρισα, «αμφιλεγόμενος» βασανιστής. Στις επαναλαμβανόμενες υποσχέσεις τους ο Τσιτώτας που ήξερε βέβαια με τι καθάρματα είχε να κάνει, απαντούσε με το «κλασσικό» τότε:

«Οι μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού δεν παραδίνονται, πολεμούν και πεθαίνουν».

Μπροστά στην αδυναμία τους, ο λόχος των χωροφυλάκων και των ασφαλιτών ζητά ενίσχυση από την Στρατιωτική Διοίκηση. Καταφτάνει ένας λόχος μαυροσκούφηδων με ένα τανκς με επικεφαλής τον υπίλαρχο Στ. Πατακό και μερικούς ανωτάτους αξιωματικούς.

Ο Πατακός γνωρίζοντας πλέον ότι μόνο ένας ένοπλος μαχητής ΔΣΕ πολεμά και με τον αέρα του ισχυρότερου προτείνει στον Αγγελο να παραδοθεί. Σε απάντηση του 'ρχεται μια ριπή που τον τραυματίζει.

Τότε αρχίζει να ρίχνει το τανκς με τα πολυβόλα και το κανόνι του γκρεμίζοντας μέρος του πλίθινου τοίχου και της σκεπής. Η μάχη ακούγεται σε όλη την πόλη και ιδιαίτερα στις γειτονιές του Σιδηροδρομικού Σταθμού, Αγ. Κωνσταντίνου, Σουφλαρίων. Οι τροχιοδεικτικές βολίδες από τα πολυβόλα του τανκς όπως αποστρακίζονταν φαινόταν στο νυχτερινό ουρανό από όλη την πόλη.

Σε ορισμένα περιφερειακά φυλάκια του Στρατού γύρω από την πόλη άρχισαν να ρίχνουν στο «βρόντο» προληπτικά νομίζοντας ότι ο ΔΣΕ χτυπά τη Λάρισα. Για λίγο γινόταν πανζουρλισμός και σε κάποια στρατόπεδα χτύπησε συναγερμός.

Η μάχη κράτησε ώρες και οι πολιορκητές μπήκαν στην αποθήκη τα ξημερώματα όταν πια ο Αγγελος Τσιτώτας είχε αυτοκτονήσει και περάσει στο Πάνθεο των Λαϊκών Αγωνιστών. Στο σακίδιό του βρέθηκε ένα κομμάτι μπομπότα και ένα κομμάτι καβουρμάς, η «ξηρά» τροφή με την οποία τον είχε εφοδιάσει η Επιμελητεία. Σε διάφορα σημεία βρέθηκαν άδειοι γεμιστήρες του αυτομάτου «Στάγιερ» που είχε και το πιστόλι «Παραμπέλουμ» με το οποίο αυτοκτόνησε.

Από τους άλλους τρεις που ήταν στην αποθήκη άοπλοι, σκοτώθηκαν οι δύο, μάλλον μετά την αυτοκτονία του Τσιτώτα από το φόβο και την έλλειψη ψυχραιμίας από την πλευρά των «πολιορκητών» μπροστά στον Θρύλο Ηρωα Αγγελο Τσιτώτα.

Πηγές: 

Αρσενίου Λάζ.: «Γένεση του Εμφυλίου».
Βογιατζή Θαν.: «Οταν τους ίδωμεν υπό το πέλμα μας».
Προσωπικές αναμνήσεις του συγγραφέα Τριαντάφυλλου Γεροζήση

6 σχόλια:

  1. α ρε Αγγελακο λιγο καλυτερο σημαδι να ειχες βρε παιδακι μου δεν θα ειχαμε σημερα το κωλοπαιδο το Πατακο να μας χαλαει την αισθητικη...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Ισως ένα απο τα σωστότερα σχόλια που διάβασα...

    Κοκκινος Φάκελος

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. διαθετω φοτο του Κουλουφακου πως μπορω να την ανεβασω ?

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Οι Αγγελος Τσιτώτας, Μιχ. Κυρίτσης, και Αιμ. Κουλουφάκος μπηκαν μαζι στην Λαρισα.Ο Κουλουφακος πιαστηκε στο κρεβατι του και παραδοθηκε αμαχητι. Στην κατοχη του βρεθηκε μονο ενα μαχαιρι ... λιγες ωρες πριν ο Τσιτωτας του ειχε ζητησει και του εδωσε το προσωπικο πιστολι του με το οποιο αυτοκτονησε τελικα . Νωριτερα το ιδιο βραδυ ειχαν προσπαθησει και οι τρειςνα βγουν απο την Λαρισα αλλα η πολη ηταν αποκλεισμενη απο μπλοκα του Στρατου.
    ο κουλουφακος καταδικαστηκε και εκτελεστηκε σαν " καπετανιος ανεξαρτητης ομαδας " ο Τσιτωτας αυτοκτονησε και ο Κυριτσης σκοτωθηκε σε συμπλοκη λιγο μετα .Το πτωμα του εκτεθηκε πανω σε μια παλια πορτα στην αυλη της Εκκλησιας του Πρ. Ηλια

    ΑπάντησηΔιαγραφή