Για τον Κώστα Λυκοκάπη, οι συγκρατούμενοί του πολιτικοί κρατούμενοι του Εμφυλίου, έλεγαν ότι ενώ οι περισσότεροι κομμουνιστές, έφαγαν πολύ ξύλο για να γίνουν κομμουνιστές, ο Κώστας Λυκοκάπης έδωσε πολύ ξύλο για να γίνει κομμουνιστής. Βέβαια, η ζωή του το ξεπλήρωσε αργότερα και με το παραπάνω...
Η παράξενη ιστορία του Κώστα Λυκοκάπη, έφθασε σε εμάς από το αυτοβιογραφικό βιβλίο του Τριαντάφυλλου Γεροζήση, "Πρόσωπα, μνήμες, γεγονότα".
Ο Κώστας Λυκοκάπης υπηρετούσε προπολεμικά, στη Χωροφυλακή, και λίγο πριν τη Δικτατορία του Μεταξά επάνδρωνε μόνος του το σταθμό Χωροφυλακής, σε κάποιο ορεινό χωριό της Ρούμελης, όντας ο ίδιος από κάποιο χωριό των Καλαβρύτων. Στο χωριό που υπηρετούσε, είχε καταφέρει να επιτύχει ένα δικό του modus vivendi, στο οποίο, ο ίδιος ήταν ο απόλυτος άρχοντας. Βέβαια, στα υψώματα κοντά στο χωριό ζούσαν διάφοροι κλαρίτες ληστές, όπως οι Καραλίβανοι, ωστόσο φρόντιζε να μην τους ενοχλεί και εκείνοι να μένουν έξω από τις δουλειές του. Άλλωστε πώς θα μπορούσε να αντιμετωπίσει του Καραλίβανους, τους Αβορίτιδες και άλλους ληστές της περιοχής, ένας μόνο άνδρας. Μια φορά στις πέντε ημέρες ή στις δέκα, έπαιρνε την αραβίδα του και το περίστροφό του, και έβγαινε στις γύρω στάνες και τα χωράφια, ρωτώντας τους χωρικούς: "Φάνηκε ωρέ κανένα από αυτά τα ζαγάρια;", αυτοί του απαντούσαν πάντα, πως όλα ήταν ήσυχα, χάρη σε εκείνον και συνέχιζαν τις δουλειές τους.
Μια φορά το μήνα ή όταν τον ειδοποιούσαν, ο Λυκοκάπης κατέβαινε στην έδρα της Χωροφυλακής για να δώσει κάποια αναφορά και να παρακολουθήσει "σεμινάρια" αντιμετώπισης του κομμουνισμού. Αυτά φαίνεται τον ενδιέφεραν πολύ, γιατί είχε αποθηκεύσει στο χωροφυλακίστικο κεφάλι του, ότι οι κομμουνιστές εχθρεύονταν την οικογένεια, ήθελαν κοινοκτημοσύνη των γυναικών, αρνούνταν κάθε είδους ιδιοκτησία, και λοιπές ανοησίες που αναπαράγονταν τότε από το κράτος και τους θεσμούς του.
Στο χωριό είχε μερικούς πληροφοριοδότες, μαζί με μερικούς φακέλους, που τους είχε παραλάβει από τον προηγούμενο, και αφορούσαν "συμπαθούντες τον κομμουνισμό". Έτσι κυλούσαν ήσυχα τα πράγματα στο χωριό του Λυκοκάπη. Περιστασιακά είχε να ασχοληθεί με κάποιο οικογενειακό καβγά, κάποια καταπάτηση χωραφιού, κάποιον μεθυσμένο, και άλλα περιστατικά που αφορούσαν το αγροφύλακα, που ζούσε στο διπλανό χωριό.
Έτσι έφθασε και η Δικτατορία του Μεταξά, οπότε και οι διώξεις κατά των κομμουνιστών εντάθηκαν δραματικά. Παρά το γεγονός ότι ο Λυκοκάπης ήταν γενικά ήπιος και δε σήκωνε χέρι στους χωρικούς, εκεί που δε σήκωνε μύγα στο σπαθί του ήταν ο "αντεθνικός κομμουνισμός". Ωστόσο στη μικρή κοινωνία του χωριού, ο Λυκοκάπης δεν είχε να αντιμετωπίσει κανέναν από αυτούς τους διαβόλους. Το χρόνο του τον περνούσε στο καφενείο, ή και καθώς στο χωριό δεν έφθαναν εφημερίδες, "κουφοσυλλογιάζοντας", μόνος στο σταθμό του, όπως έλεγε και ο ίδιος.
Κάποτε, ένα πληροφοριοδότης, ενημέρωσε το Λυκοκάπη ότι ένας φοιτητής, κομμουνιστής επέστρεφε στο χωριό, για να δει τη μητέρα του. Εκείνος βιάστηκε να πάει στο σπίτι του και να τον συλλάβει αιφνιδιαστικά. Ψάχνοντας τα βιβλία του φοιτητή, ανάμεσα στο αστικό δίκαιο, το ποινικό και τη δικονομία εντόπισε την Καταγωγή των Ειδών, του Δαρβίνου, τη Διαλεκτική της Φύσης, του Ένγκελς και ένα τελείως ακταλαβίστικο, τη 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη. Θεωρώντας ότι τίποτε το μεμπτό δεν είχαν τα βιβλία αυτά, έκανε να φύγει, όταν από ένα βιβλίο που κρατούσε, έπεσε ένας διπλωμένος, παράνομος βέβαια Ριζοσπάστης. Το πράγμα ήταν πια προφανές και ο Λυκοκάπης συνέλαβε το φοιτητή και τον οδήγησε στο σταθμό, για ανάκριση.
Ενημερώνοντας το σταθμό διοίκησης, ο Λυκοκάπης πληροφορήθηκε δε, ότι τα βιβλία αυτά ήταν σαφώς "κομμουνιστικά", και άρα επικίνδυνα, τα κατάσχεσε και τα κλείδωσε στο σιδερένιο φοριαμό, μαζί με τη δεύτερή του αραβίδα. Η ανάκριση ξεκίνησε με μερικές σφαλίαρες, αλλά καθώς ο φοιτητής "δεν τα έλεγε καλα", ισχυριζόμενος ότι τα βιβλία τα βρήκε σε προσφορά σε παλαιοπωλείο της Αθήνας και δεν γνώριζε τί είναι, και το Ριζοσπάστη, τον βρήκε τυχαία στο τρένο, το ξύλο έγινε πιο σκληρό.
Η μάνα του φοιτητή είχε εν τω μεταξύ έρθει στο σταθμό και περίμενε απέξω κλαίγοντας. Το βράδυ, η ανάκριση είχε τελειώσει, και καθώς ο φοιτητής δεν είχε αποκαλύψει τίποτε, τον παρέδωσε στη μάνα του, λέγοντας ότι δεν είχε τελειώσει μαζί του, και πως αύριο το πρωί όφειλε να παρουσιαστεί ξανά στο σταθμό, για συνέχεια της "ανακριτικής διαδικασίας". Φυσικά, ο φοιτητής φρόντισε να εξαφανιστεί, πίσω στην Αθήνα και στο Λυκοκάπη έμειναν μόνο τα βιβλία και ο Ριζοσπάστης.
Κάποια ημέρα, μην έχοντας τί άλλο να κάνει, και θεωρώντας ότι αν διαβάσει τα κομμουνιστικά βιβλία και το Ριζοσπάστη, θα έβρισκε και νέα "επιχειρήματα", κατά του κομμουνισμού, ξεκίνησε να διαβάζει. Όσο προχωρούσε το διάβασμα, πουθενά ο Λυκοκάπης δε βρήκε τίποτε κατά της οικογένειας, περί κοινοκτημοσύνης της γυναίκας και της κατάργησης ιδιοκτησίας. Του δημιουργήθηκαν δε απορίες, ενώ συγκινήθηκε ιδιαίτερα από τις μαρτυρικές ιστορίες των κομμουνιστών φαντάρων, στο Καλπάκι. Μια ημέρα αποφάσισε να επισκεφθεί τη μητέρα του φοιτητή.
"Τί κάνει ο γιος σου;", τη ρώτησε.
"Τί να κάνει ο καψερός, καπετάνιε προσπαθεί. Τον ανάγκασες να φύγει και εγώ έβαλα άνθρωπο να μαζέψει τα καρύδια και τα λεφτά είναι λίγα"
"Πες του να ξαναέρθει όποτε θέλει και δεν θα τον πειράξει κανείς. Πες του να φέρει και άλλα βιβλία".
Ο φοιτητής φυσικά δεν ξαναεμφανίστηκε.
Έτσι ήρθε και η Κατοχή και ο Λυκοκάπης παρέμενε στο πόστο του στο χωριό. Άρχισε να μαθαίνει και νέα για κάτι "αλλιώτικους" κλαρίτες, που μιλάνε για "λευτεριά" και για έναν Βελουχιώτη, που είναι και κομμουνιστής και έχει μαζί του ενόπλους. Όταν ο Άρης έφτασε στο χωριό, ο Λυκοκάπης τον συνάντησε και εντάχθηκε μαζί του, και μαζί και με τους πρώτους αντάρτες, στον ΕΛΑΣ.
Αργότερα, σε κάποια πορεία, το τμήμα του συνάντησε ένα άλλο τμήμα ανταρτών και ο Λυκοκάπης είδε ανάμεσά τους το φοιτητή. Έπεσε στην αγκαλιά του κλαίγοντας και ζητώντας να του συγχωρέσει το κακό που του έκανε. Όμως και ο φοιτητής συγκινήθηκε που είδε το Λυκοκάπη, ανάμεσα στους αντάρτες και ανταπέδωσε το αγκάλιασμα.
Αργότερα, ο Κώστα Λυκοκάπης θα τραυματιστεί βαρίά στην κοιλιά, σε μάχη με τους Γερμανούς. Το τραύμα του προκάλεσε μόνιμο συρίγγιο που άνοιγε και τον ταλαιπωρούσε. Μετά τη Βάρκιζα, ο Κώστας Λυκοκάπης διώχθηκε από τη Χωροφυλακή, για "εγκατάλειψη θέσης", μάζεψε και αρκετές καταδίκες από στρατοδικεία, για διάφορα "εγκλήματα" που είχε διαπράξει, με στημένες φυσικά κατηγορίες, και το 1946 καταδικάστηκε σε θάνατο. Κρατήθηκε στη φυλακή έως το 1964, περιμένοντας, επί χρόνια, κάθε ξημέρωμα να κληθεί, στο εκτελεστικό απόσπασμα.
Στους κόλπους των πολιτικών κρατουμένων της εποχής, ο Λυκοκάπης μνημονευόταν ως άνθρωπος με τεράστιες γνώσεις και μεγάλη ικανότητα απομνημόνευσης. Από όταν βρέθηκε στη φυλακή δε σταμάτησε ποτέ το διάβασμα. Μπορούσε να απαγγέλει δεκάδες ποιήματα των Μπρεχτ, Μαγιακόφσκι, Ρίτσου, Παλαμά, Βαλαωρίτη και Καρκαβίτσα, ενώ οι συγκρατούμενοί του ισχυρίζονταν ότι τα ποιήματα που γνώριζε απέξω, ξεπερνούσαν τα 600.
Αυτό είναι πραγματικά πολύ διασκεδαστικό, ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ το διάβασες ο αγροίκος χωροφύλακας της Ρούμελης, που δεν καταλάβαινε τι ήταν η Καταγωγή των Ειδών, του Δαρβίνου, η Διαλεκτική της Φύσης, του Ένγκελς και ένα τελείως ακταλαβίστικο, η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη, τα διάβασε και μετά δεν του έφταναν αυτά ζητούσε και άλλα να διαβάσει.
ΑπάντησηΔιαγραφήΠου να πάρει η ευχή βρε ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ εγώ διαβάζω από περιέργεια αυτό τον καιρό τη ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΤΗΣ ΖΩΝΤΑΝΗΣ ΦΥΣΗΣ των Πλατόνωφ, Ζούκωφ, Μπερεζνίκωφ, Μαργκάνωφ, Μπεντβεντεφ, Οπαρίν εκδόσεις ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ του 1965 και δεν μπορώ να καταλάβω την τύφλα μου.
Πολύ γερό μυαλό ο Χωροφύλακας.
Ήταν ο αγαπημένος μου θείος ΑΘΑΝΑΤΟΣ
ΑπάντησηΔιαγραφή