Ο Λεωνίδας που έδειρε τον Αλφαμίτη
«Ο
Λεωνίδας κάποια στιγμή σταμάτησε να τρέχει. Το στήθος του είναι φουσκωμένο κι η
ανάσα του φεύγει βουερή απ’ το στόμα του. Το αίμα του κυλά στις φλέβες του σαν
πύρηνο κύμα. Η όψη του είναι αλλόκοτη.
“Τρέχα
ρε πούστη! Τρέχα!” φωνάζει ο αλφαμίτης άγρια.
Ο
Λεωνίδας δε βάδισε, έκανε απότομη μεταβολή. Τα φλογισμένα του μάτια
συναντήθηκαν με τα μάτια του δημίου κι άρχισε μεταξύ τους μια βουβή μονομαχία
που κράτησε πολλά δευτερόλεπτα.
“Τρέχα!”,
ουρλιάζει σε τόνο ταραχής ο αλφαμίτης.
Τότε
έγινε κάτι που δεν ματάγινε στο τάγμα. Το χρώμα του Λεωνίδα έγινε πιο κόκκινο
απ’ τη φωτιά, τα μάτια του γούρλωσαν, τα μηλίγγια του φούσκωσαν. Σήκωσε με οργή
τον τενεκέ με την πέτρα με τα δύο του χέρια και τον έφερε μ’ ορμή στο κεφάλι
του δήμιου. Ύστερα σαν αστραπή, ρίχτηκε πάνω του, του πήρε και πέταξε μακριά
τον συρματοβούρδουλα και τον κύλησε καταγής. Οι γροθιές του ανεβοκατέβαιναν
ασταμάτητα και μ’ εκδικητικό πείσμα και τσάκιζαν το δήμιο. Ο αλφαμίτης
εγκατάλειψε κάθε προσπάθεια να ξεφύγει απ’ τα χέρια του Λεωνίδα, αφέθηκε στην
άγρια μανία του βγάζοντας πνιχτές κραυγές».
Γιώργος Πικρός, Το χρονικό της Μακρονήσου, Σύγχρονη
Εποχή, Αθήνα 1989, 191-192.
Η εμψύχωση στο σύντροφο
«“Δεν
είναι ζωή αυτή”, μουρμουρίζει ένας σε τόνο μεγάλης απογοήτευσης. “Βαλθήκανε να
μας ξεκάνουν. Η δύναμη τ’ ανθρώπου έχει και τα όριά της. Πρέπει να
υποχωρήσουμε.” Η φωνή του είναι θλιμένη. “Με το θάνατο όλα σβύνουνε, χάνοναι
και χρειαζόμαστε στη ζωή.”
Ένας
άλλος του απαντά: “Δεν έχεις δίκιο. Η θέληση του ανθρώπου δεν έχει όρια και η
δύναμή του είναι ακατάβλητη! Είναι αλήθεια πως θέλουν να μας εξοντώσουν ή να
μας ταπεινώσουν. Ούτε το ένα όμως πρέπει να γίνει, ούτε το άλλο. Αρκεί να
αντιμετωπίσουμε παλληκαρίσια κάθε εξοντωτική τους ενέργεια. Τα βασανιστήρια
πρέπει να έχουνε γι’ αποτέλεσμα το δυνάμωμα της ένωσής μας και της αντίστασής
μας. Βέβαια θα πεθάνουν και άνθρωποι, μα δεν πάνε χαμένοι. Όποιος πεθαίνει για
το λαό δεν πεθαίνει, γιατί ζει αιώνια στη μεγάλη του καρδιά. Χάνονται,
ξεχνιούνται, αυτοί που πεθαίνουνε πολεμώντας ενάντιά του. Αυτοί δεν αξίζουν
παρά μόνο για τροφή στα σκουλήκια της γης και ‘κει πηγαίνουνε. Έχουμε υποχρέωση
ν’ αντιμετωπίσουμε με στεγνά μάτια τούτη τη μπόρα και να κρατήσουμε την ανθρωπιά
μας ψηλά. Αυτό προστάζει ο μεγάλος αγώνας!”.»
Γιώργος Πικρός, Το χρονικό της Μακρονήσου, Σύγχρονη
Εποχή, Αθήνα 1989, 24.
Οι πρώτοι που φεύγουν για το σύρμα του ΑΕΤΟ
«
Oι
σφυρίχτρες σφυρίζουν δαιμονισμένα, να τελειώνουν και να συναχθούνε οι φαντάροι
έξω. Τα σακίδια περνιούνται από το λαιμό, οι κουβέρτες φορτώνονται στις πλάτες.
Έτοιμοι για να φύγουν για το σύρμα.
-
Αδέρφια
γειά σας!
-
Στο
καλό αδέρφια!
Χέρια
σφίγγονται, χείλια ενώνονται, καρδιές χτυπάνε, ψυχές μεταρσιώνονται.
-
Παιδιά
το νου σας, πρέπει να κερδίσετε τη μάχη, όσο σκληρή κι αν είναι.
-
Δεν
πρέπει να επηρεαστείτε απ’ την κατάσταση που θα βρείτε εκεί.
- Με
την ορμή σας και την παλλικαριά σας οφείλετε να αλλάξετε την κατάσταση που
βρείτε εκεί. Να ορθώσετε το ηθικό των παιδιών, να δώσετε καινούργιο αίμα στις
φλέβες του ΑΕΤΟ.
-
Αν
κερδίσετε τη μάχη σώνετε το ΑΕΤΟ, σώνετε τους εαυτούς σας, σώνετε εμάς. Νίκη
λοιπόν!
-
Μην
ανησυχείτε παιδιά! Θα παλέψουμε και θα νικήσουμε!»
Γιώργος Πικρός, Το χρονικό της Μακρονήσου, Σύγχρονη
Εποχή, Αθήνα 1989, 48.
Η φροντίδα όσων δήλωσαν προς τους βασανιζόμενους συντρόφους
«Είχε
χαράξει. Μια ομάδα φαντάροι πέρναγαν σύριζα από μας και κρυφά άρχισαν να μας
ρίχνουν τσιγάρα, σπίρτα, σοκολάτες και κονσέρβες. Η πράξη αυτή, αν γινότανε
αντιληπτή, μπορούσε να τους στοιχίσει τη ζωή. Πρέπει να τονιστεί ότι τα
βασανιστήρια μπορεί να ταπείνωσαν πολιτικά χιλιάδες πατριώτες, πολίτες και
στρατιώτες, αλλά δεν πέτυχαν να εξαφανίσουν από μέσα τους τα ανθρώπινα
αισθήματα, τις τύψεις που μαλάκωναν τη δύσκολη θέση μας, εκφράζοντας με χίλιους
τρόπους αλληλεγγύη προς τους αγωνιστές που ακατάβλητοι πάλευαν όρθιοι,
αλύγιστοι. Άλλοι μας έριχναν τρόφιμα, άλλοι μας φέρνανε νερό, άλλοι μας λέγανε
νέα, άλλοι μας ρωτάγανε, την ώρα που φεύγανε για την Αθήνα, αν θέλουμε τίποτα,
να δώσουμε καμιά παραγγελία».
Ηλέκτρα Καραγκίτσου &
Παντελής Καραγκίστος, Τα παιδιά της
ξενιτιάς – Αυτοβιογραφία ενός κομμουνιστή, Μουσείο Πολιτικών Εξορίστων
Αη-Στράτη, Αθήνα 2013, 162.
Τρελάθηκε και αυτοκτόνησε...
«Η
σημερινή μέρα μοιάζει με βουνό που μας πέτρωσε την καρδιά. Όλοι οι στρατιώτες
του τάγματος είναι λιγομίλητοι. Τα μάτια είναι θαμπά και δακρυσμένα κι ο πόνος
μας- για τον καινούργιο συνάδελφο που χάθηκε- αβάσταχτος. Λεπτό δεν μπορούσαμε
να διώξουμε από τη σκέψη μας τη γλυκιά του μορφή. Όλη τη νύχτα πάλευε στη
χαράδρα για να σώσει την ανθρωπιά του. Τα χαράματα τρελάθηκε και το μεσημέρι
τον βάλανε σε καΐκι για να τον στείλουν στην Αθήνα. Σαν απομακρύνθηκε το καΐκι,
έπεσε στη θάλασσα και πνίγηκε. Η διοίκηση είπε πως αυτοκτόνησε».
Γιώργος Πικρός, Το χρονικό της Μακρονήσου, Σύγχρονη
Εποχή, Αθήνα 1989, 208.
Ο βασανιζόμενος σύντροφος ασκεί κριτική στην αυτοκτονία
«Aυτοκτονεί όποιος δεν έχει
εμπιστοσύνη στις δυνάμεις του πως θα τον βγάλουν νικητή από μια μπόρα. Ο
αγωνιστής πρέπει να παλεύει με τα βασανιστήρια ώσπου να πεθάνει απ’ αυτά, τότε
μόνο νικά το θάνατο και γίνεται φωτεινό παράδειγμα στους ζωντανούς μαχητές. Δεν
διαπαιδαγωγούμε σωστά το λαό όταν τον μαθαίνουμε ν’ αυτοκτονεί μπροστά στις
δυσκολίες που του παρουσιάζει η ζωή. Αναλογιστείτε τι θα γίνει αν αυτή τη
στιγμή αυτοκτονήσουμε όλοι εδω; Νας καινούργιος συνάδελφος που ‘ρχεται απ’ έξω
που θα στηριχτεί για να κρατήσει ψηλά την αξιοπρέπειά του; Οι χιλιάδες
συνάδελφοι που βρίσκονται στους λόχους που θα στηρίζονται για να αντιδράσουν
στη διοίκηση;».
Γιώργος Πικρός, Το χρονικό της Μακρονήσου, Σύγχρονη
Εποχή, Αθήνα 1989, 201.
Οι νεκροί του ΓΕΤΟ
«
Ο Λιανουδάκης και ο Μυλωνάς πέθαναν από μελαγχολία. Ο Μτσούκας κι ο Γκιρέας
αποπειράθηκαν να αυτοκτονήσουν, ο δεύτερος με τομή της τραχείας. Άλλοι φαντάροι
βρέθηκαν πνιγμένοι στη θάλασσα, όπως ο Παπλιάκας Παντούσης του 3ου
λόχου από τη Νιγρίτα (26/08/48), ο Χριστοδούλου
Αθανάσιος του 4ου λόχου από τον Άνω Βόλο Μαγνησίας (08/06/48), ο
Θεόδωρος Γιακαβούλης του 1ου λόχου, από το Νερόμυλο Λάρισας
(30/07/48). Για τον τελευταίο είναι εξακριβωμένο ότι πρόκειται για αυτοκτονία.
Οι άλλοι όμως πως πνίγηκαν;»
Μιλτιάδης Αλεξανδρής, Από την κόλαση των Νταχάου Μακρονησίων,
Αυτοέκδοση, Αθήνα 1977, 207.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου