"Οταν ο λαός βρίσκεται μπροστά στον κίνδυνο της τυραννίας διαλέγει ή τις αλυσίδες ή τα όπλα"

"Οταν ο λαός βρίσκεται μπροστά στον κίνδυνο της τυραννίας διαλέγει ή τις αλυσίδες ή τα όπλα"

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Κυριακή 11 Νοεμβρίου 2018

Μια αποκαλυπτική μαρτυρία του Μίκη Θεοδωράκη για τη Μακρόνησο


Από το βιβλίο του Θεοδωράκη, Οι δρόμοι του αρχάγγελου, τόμος Β΄, Κέδρος, Αθήνα 1985. 


«Μας κατέβασαν στο λιμανάκι του Αη-Γιώργη και μας διέταξαν να καθίσουμε. Ο μοίραρχος στάθηκε απέναντί μας. Ήταν η στιγμή του. Το ‘βλεπες καθαρά. Μας έβγαλε έναν δεκαρικό, με όλα τα σχετικά της εποχής. Στο τέλος σαν επιμύθιο μας προσκαλεί να πού με όλοι μαζί: “ΝΑΙ στο Έθνος, ΝΑΙ στο Βασιλιά και ΟΧΙ στους Βουλγάρους, ΟΧΙ στον κομμουνισμό” Και τελείωσε λέγοντας πως έτσι κι αλλιώς δεν πρόκειται να μείνει κανένας ζωντανός. Εκείνοι εκεί που μας περιμένουν δεν αστειεύονται. Και ρώτησε: “Ποιος από σας θα πάει με το κεφάλι ψηλα;” Αυτομάτως, τα κεφάλια μας έκαναν όλα μαζί κλίση προς τα κάτω. Λες και ήμασταν συνεννοημένοι. Κοιτάζαμε το λευκό χαλικάκι. Και μας κοίταζε κι αυτό, άσχετο και αμέριμνο. Εγώ τουλάχιστον, άκουσα δυνατά την καρδιά μου να χτυπάει σαν τύμπανο. Μου φάνηκε πως η παραλία γέμισε από ήχο τυμπάνων. Γκαπ-γκουπ-γκαπ-γκουπ. Λύσσαξε ο μοίραρχος και διατάζει: “Απάνω τους!” Μας ήρθε απότομα αυτή ημετάλλαξη, από το λυρισμό στην πεζή πράξη και δεν προφτάσαμε να προφυλαχτούμε από τα πρώτα χτυπήματα. Δεν είχαν άλλο μέσον παρά τον υποκόπανο του όπλου, που όπου πέσει σιοπεδώνει. Σαν ένας βράχος πάνω σε καλύβι. Ώμοι, πλάτες, χέρια συντρίφτηκαν στο πι και φι από τη μανιώδη δύναμη του βασανιστή χωροφύλακα. Ακούστηκαν ουρλιαχτά, βόγγοι, φωνές. Όμως δεν είχαμε καιρό για να κλάψεις. Αυτό ήταν το ορντέβρ. Υο κύριο πιάτο μας περίμενε. Γι’ αυτό έπρεπε να βιαστούμε. Ξαναμπήκαμε στο μονοπάτι με κατεύθυνση το Δεύτερο Τάγμα. [...]


Φτάσαμε στη βόρεια πύλη του Δεύτερου Τάγματος και το ξύλο σταμάτησε. Είδαμε τους βλοσυρούς αλφαμίτες. Είδαμε παντού τη γαλανόλευκη. Είδαμε και τα πορτραίτα των βασιλέων δαφνοστεφή και σκεφτήκαμε. Εδώ είναι που θα πέσει το μεγάλο ξύλο. Χθες είχαμε την εθνική μας γιορτή. Και, όπως μάθαμε, η Φρειδερίκη τίμησε με την παρουσία της τα στρατιωτικά τάγματα στη Μακρόνησο. Ο μοίραρχος διέταξε να συγκεντρωθούμε. “Σχηματίστε τριάδες.” Όταν ετοιμαστήκαμε, μπήκε μπροστά κι ακολουθούσαν οι εκατό τριάδες των κρατουμένων με τους φρουρούς στο πλαι. Όλο το τάγμα είχε παραταχτεί. Όλα ήταν ακίνητα, σαν εφιάλτης. Με τη φαντασία μας, γιομάτη από απίθανες ιστορίες των πογκρόμ, περιμέναμε όλος αυτός ο σιωπηλός όγκος να ορμήσει ξαφνικά πάνω μας και να μας κατασπαράξει. Ο αίθριος ουρανός γέμιζε με λευκά σύννεφα, που φτάνανε τρέχοντας από τον Όλυμπο και την Πίνδο. Τα πρόσωπα των αξιωματικών τσιτωμένα. Των φαντάρων αντίθετα, πλαδαρά, κουρασμένα, αδιάφορα. Προχωρούσαμε και δε γινόταν τίποτε. Αυτό ήταν το κολαστήριο; Τέλος, όπως μπήκαμε, βγήκαμε από την αντίθετη πύλη. 

[...]

Τέλος φτάσαμε στη χαράδρα. Όταν σταματήσαμε, τότε αντίκρισα το πιο εφιαλτικό θέαμα της ζωής μου. Στους λόφους, ένα γύρω από το γούπατο ήταν παρατεταγμένοι εκατοντάδες φαντάροι με μπαμπού, ο ένας δίπλα στον άλλο. Το μυαλό μουπήγε στα χολυγουντιανά φιλμ, όπου ξαφνικά ο ορίζοντας γεμίζει με ερυθρόδερμους και κοντάρια. “Ώστε αυτό είναι”, είπα μέσα μου. Τότε μονάχα αντικρίσαμ ετην κουστωδία των αξιωματικών, που μας περίμενε στο μέσον της χαράδρας. Καθώς μας σπρώχνανε, βρέθηκα στην πρώτη γραμμή, φάτσα με τους αξιωματικούς. Την επιχείρηση διήυθυνε ένας ηλικιωμένος ανθυπολοχαγός που συνεχώς έδινε χαμηλόφωνα οδηγίες. Φέρανε μια καρέκλα. Δεξιά είχε τραπεζάκια με χαρτιά, καρέκλες, στάμνες με νερό και τενεκεδένια ποτήρια. Μιλάει ένας υπολοχαγός: “Είμαι ο υπολοχαγός Ιωαννίδης και σας καλωσορίζω στον Εθνικό Στρατό. Η πατρίς μάχεται κατά των προδοτών. Καλείσθε να ενώσετε την ψυχήν και το σώμα σας εις τον αγώνα κατά των εαμοβούλγαρων. Να δώσετε όρκον πίστεως εις την Αυτού Μεγαλειότητα, τον βασιλέα ημών Παύλον. Να αποκηρύξετε τον εθνοκτόνον κομμουνισμόν και να αναφωνήσετε μετ’ εμού: Ζήτω ο Εθνικός Στρατός! Ζήτο το Έθνος! Ζήτω ο Βασιλεύς! Κάτω οι Βούλγαροι! Κάτω οι κομμουνιστές! Κάτω το ΕΑΜ!” Δεν κουνήθηκε φύλλο. Θύμωσε ο υπολοχαγός. “Ρε τσογλάνια, ρε αλήτες, ξέρετε τι σας περιμένει ρε; Εμπρός να συντομεύουμε. Εκεί είναι οι δηλώσεις μετανοίας. Όποιοι θα υπογράψουν τώρα να τρέξουν. Οι υπόλοιποι θα πεθάνετε!” Βγήκαν 13, 12 βρακοφόροι Κρητικοί. 

Όλοι τους άσχετοι ή επιτρατευμένοι απ’ τους αντάρτες. Τους κάθισαν μπροστά στα τραπεζάκια. Τους δώσανε πένα για την υπογραφή και μετά τους τρατάρανε νερό και λουκούμι. Λέει ο συμβουλάτορας στον Ιωαννίδη: “Τώρα πες τους το άλλο.” Κορδώθηκε αυτός. Έγινε ησυχία. Μάνιζε η θάλασσα. Τα σύννεφα κατέβαιναν να μας φτάσουν. Τέλος μιλά: “Όποιος από εσάς είναι άντρα. Όποιος από εσάς έχει αρχίδια. Όποιος από εσάς δεν θέλει να κάνει δήλωση, τότε να προχωρήσει ένα βήμα μπορστά.” Αστραπιαία ρίξαμε όλοι ματιές. Συννενοηθήκαμε και σε τρία δευτερόλεπτα κάναμε ένα βήμα μπροστά. Όσοι ήταν μπροστά μας, αξιωματικοί, χωροφύλακες, αλφαμήτες, άρχισαν να μας χτυπούν μανιωδώς. Ο υπολοχαγός βγάζει τη σφυρίχτρα. Μαζί με το σφύριγμα άκουσα κάτι περί “μονάδων ξυλοδαρτικής.” Όμως η προσοχή μου τραβήχτηκε από θέαμα φαντασμαγορικό. Χιλιάδες φαντάροι με τα κοντάρια μπροστά, άρχισαν να κατρακυλούν απ’ το λόφο σαν κοπάδι βουβάλια σε φιλμ γουέστερν. Το ποδοβολητό τους σκέπασε κάθε ήχο της φύσης. Και σε λίγο προστέθηκε και το ουρλιαχτό τους. Αυθόρμητα, γυρίσαμε την πλάτη κι αρχίσαμε να τρέχουμε προς τη θάλασσα. Όσο προχωρούσαμε όμως τα βράχια μεγάλωναν και μας εμπόδιζαν. Πέφταμε επάνω ο ένας στον άλλο. Τέλος, καταματωμένοι, ξεσκισμένοι από αιχμηρές πέτρες και χτυπήματα, βρεθήκαμε οι πιο πολλοί στη θάλασσα. Το κύμα δυνατό, πανύψηλο, μας έπνιγε και μας πετούσε εδώ κι εκεί. Το πρώτο κύμα των βουβαλοειδών είχε πέσει πάνω στους καθυστερημένους. Τα κοντάρια μυτερά μπήγονταν με ορμή στις σπονδυλικές στύλες και στις σάρκες. 

Άφηναν παράλυτα τα θύματά τους. Εμείς μέσα στο νερό ήμασταν αναγκασμένοι να επιλέξουμε ανάμεσα στο βέβαιο πνιγμό και ξύλο. Κάποτε βγήκα κι εγώ στη στεριά. Με περιμένανε μια ομάδα με ρόπαλα που έπεσε πάνω μου. Ως συνήθως, τα χτυπήματα στο κρανίο ηχούν σαν γιγάντιες καστανιέτες. Ένας ξερός ήχος πολύ κοντά στον εγκέφαλο. Καθώς με χτυπούσαν με ρωτούσαν: “Θα υπογράψεις ρε;” Λες και με γνώριζαν και είχαν παρτίδες μαζί μου. Δε μιλούσα. Τόσα πολλά χτυπήματα δεν μπορείς τελικά να τα συνειδητοποιήσεις. Μέσα στην ποσότητα, χάνεται η ποιότητα ενός ειδικού πόνου. Πιο πολύ πονάς όταν το χτύπημα είναι κοντά στο κόκαλο. Χέρια και κνήμες. Κουράστηκε η ομάδα που με χτυπούσε. Άκουσε τότε ευκρινώς πάλι το “μονάδα ξυλοδαρτικής” και είδα να εξορμούν καινούρια λεφούσια. Πως βρέθηκε αυτός με το ακόντιο μπροστά μου. Μου πήρε ξόφαλτσα τον κοιλιακό χώρο. Έσκισε ρούχα και γυμνώθηκε στο στομάχι μου. Του έπιασα το ακόντιο και βρεθήκαμε μούρη με μούρη. Έκανε μα με δαγκώσει αλλά δεν πρόλαβε γιατί η καινούργια ομάδα, ξεκούραστη άρχισε νέο λουτρό ξύλου. Ήμουν πάντα όρθιος κι έβλεπα τι γινότανε γύρω μου. Έβλεπα ανοιγμένα κρανία, ματωμένα γεννητικά όργανα, παραμορφωμένα πρόσωπα. Και δυστυχώς άκουγα. Λέω δυστυχώς γιατί αυτό με βασάνιζε πάνω απ’ όλα. Τα θύματα βγάζανε άναρθρες κραυγές. Σαν ζώα που τα σφάζουν. Το ίδιο σκούζανε κι οι θύτες. Βλαστήμαγαν, βρίζανε, προστάζανε. Ξευτελίζανε με τις χυδαίες τους λέξεις την ανθρώπινη φύση. Σε μια στιγμή έπεσα κάτω. Από πάνω μου με κλωτσούσαν όλο και πιο πλαδαρά. Κατάλαβα ότι κουράστηκαν κι αυτοί κι έπρεπε να περιμένω την τρίτη ομάδα ξυλοδαρτικής. Πράγματι φτάσανε φουριόζοι. Με σηκώσανε όρθιο. Άλλοι με πιάνανε κι άλλοι μου ρίχνανε γροθιές στο στομάχι και στο πρόσωπο.

[...]

Βλέπω σε κάποια στιγμή κάποιον να προχωρά σ’ εμένα και να φωνάζει: “Μίκη! Μίκη!” Είχα θολώσει αλλά γνώρισα τον Νάκο, φοιτητή ιατρικής. Κρατούσε στη φούχτα τα γεννητικά του όργανα λες και κρατούσε συκωταριά. Έσταζαν αίματα. Μου τα ‘δειχνε και μου ‘λεγε με βογκητά: “Δες τι μου ‘καναν!” Σκέφτηκα, μες στο χάλι μου πονηρά. “Δες που το πάει. Δεν τον νοιάζει για τον πόνο του. Κοιτάζει που θα μείνει ανίκανος.” Και χαμογέλασα, ξεχνώντας τη δική μου κατάντια. Έκλεισα τα μάτια. Κάποιος μου σκουπίζει το αίμα και ψιθυρίζει: “Παιδί μου, παιδί μου, είναι κανίβαλοι, είναι κανίβαλοι.” Μα ποιος μιλά; Με κόπο άνοιξα τα μάτια και βλέπω το μοίραρχο, τον κακό, να τα ‘χει χαμένα. Μόλις με είδε να συνέρχομαι χάρηκε. “Μπράβο, παιδί μου. Ζεις. Κάνε δήλωση. Σε παρακαλώ, Αυτοί δεν είναι άνθρωποι. Είναι κανίβαλοι.” Συγκινήθηκε. Απέκλεισα το ενδεχόμενο να είναι βαλτός. Ο άνθρωπος είχε κρίση. Έτρεμε. Φοβόταν κιόλας. Τι να του πω; Αντικομμουνιστής αυτός, κομμουνιστής εγώ. Συναντηθήκαμε στο σύνορο του ανθρώπινου πόνου. Σκέφτηκα προσπαθώντας να αρθρώσω τις λέξεις μου, τι το αίμα πλημμύριζε το στόμα μου. Του λέω: “Σας ευχαριστώ. Ξέρετε είμαι Κρητικός. Δε μ’ αρέσει το ζόρι”». 

7 σχόλια:

  1. Και έφτασε στο σημείο να δηλώνει ότι η Μακεδονία είναι ...μια.... και Ελληνική και στο Σύνταγμα ο διπλανός του να χαιρετάει ΝΑΖΙΣΤΙΚΑ. ΜΑΛΙΣΤΑ. ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ έχω την υποψία ότι θα ήσουν από τους πρώτους που θα υπέγραφες δήλωση, με το πρώτο χαστούκι.... στην πρώτη βδομάδα θα ήσουν ΑΜίτης και θα φώναζες "Έξω Βουλγαριά".

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Λογική Απάντηση για να αποφύγουμε το οτι προσκύνησε τον Καπιταλισμό Φασισμό και είναι υποστηρικτής όλων αυτών που στέρησαν απο τον λαό την Εξουσία τον ΟΚΤΩΒΡΗ ΤΟΥ 1944 και τον πήγαν στην σφαγή. ....ΜΑΛΙΣΤΑ..... ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Αχ Παναγιώτη τον Οκτώβρη του 1944 δεν στέρησαν από την αριστερά την εξουσία. Όταν διαβάζεις ιστορία να την διαβάζεις με ανοικτά μάτια.

    Α Στην κατοχή υπήρξαν 4 κυβερνήσεις
    Η Κυβέρνηση του Καίρου
    Η κυβέρνηση του βουνού ΠΕΕΑ
    Η κυβέρνηση των Αθηνών
    Η κυβέρνηση της Βιέννης

    Β. Το Συνέδριο του Λιβάνου φέρεται στη σύγχρονη ελληνική ιστορία η πανεθνική διάσκεψη με στόχο τον σχηματισμό εθνικής κυβέρνησης, που έλαβε χώρα στον Λίβανο, μεταξύ της «ελεύθερης ελληνικής κυβέρνησης» και των οργανώσεων εθνικής αντίστασης που δρούσαν στην Ελλάδα.

    Το συνέδριο αυτό, τελώντας υπό την αιγίδα των Άγγλων, ξεκίνησε στις 17 Μαΐου του 1944 και έληξε τρεις ημέρες μετά, στις 20 Μαΐου 1944.

    Γ. Η Συμφωνία της Καζέρτας ήταν μια ιστορική συμφωνία που υπογράφηκε στις 26 Σεπτεμβρίου 1944 στην πόλη Καζέρτα της Ν. Ιταλίας, περί το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου μεταξύ της "ελεύθερης" ελληνικής κυβέρνησης εθνικής ενότητας που συστάθηκε στο Κάιρο και που είχε στο μεταξύ μεταφερθεί, στη παρακείμενη πόλη Κάβα ντε Τιρρένι, αφενός, και αφετέρου των ελληνικών αντιστασιακών οργανώσεων (ΕΑΜ και ΕΔΕΣ) που δρούσαν τότε στην Ελλάδα. Η συμφωνία αυτή έγινε υπό την επίβλεψη των Βρετανικών στρατιωτικών δυνάμεων της Μεσογείου που είχαν πλέον την έδρα τους στη παρακείμενη πόλη Σαλέρνο.

    Έτσι την εξουσία που νομίζεις ότι έχασε η αριστερά δεν την έχασε τον Οκτώβριο του 1944 ΑΛΛΑ τον Μάιο και το Σεπτέμβριο του 1944.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Ξέρω πολύ καλά τι λέω. Απο την ΑΡΙΣΤΕΡΑ έχασε ο λαός την Εξουσία τον ΟΚΤΩΒΡΗ ΤΟΥ 1944 λόγω της ύπαρξης του ΕΑΜ σαν ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΜΕΤΩΠΟ με το ΚΚΕ να μην έχει ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΟ ΣΤΟΧΟ ΤΟΝ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ. Αν το είχε το ΕΑΜ θα ήταν ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΣΥΜΜΑΧΙΑ δεν θα υπήρχε ΣΜΑ ΛΙΒΑΝΟΣ ΚΑΖΕΡΤΑ και τον ΟΚΤΩΒΡΗ ΤΟΥ 1944 ΘΑ ΔΙΕΚΔΙΚΟΎΣΕ ΚΑΙ ΘΑ επαιρνε την Εξουσία. ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. Αυτά που γράφεις Παναγιώτη δεν έχουν τίποτα από ιστορία μέσα, έχουν φανατισμό όχι ιστορία.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Αυτά που γράφω έχουνε μέσα ιστορία απαλαγμένη απο τον Οπορτουνιστικό καρκίνο. Τίτλος τιμής τα λόγια σου για τους Κομμουνιστές. Οτι είσαι φανατικός με τον καπιταλισμό το γνωρίζω. Αυτη είναι η ΤΑΞΗ ΣΟΥ. ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ

      Διαγραφή