Σάββατο 30 Ιανουαρίου 2021

Έγχρωμες φωτογραφίες του Κόκκινου Στρατού, από το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο - Μέρος 2ο

 


Η ελεύθερη σκοπευτής Lyudmila Pavlichenko με στρατιώτες. 1942.



Ομάδα ανιχνευτών.


Στους δρόμους της Βουδαπέστης, μετά την απελευθέρωσή της.



Τσάι μετά από μάχη.



Ο θρυλικός Κιριγιζιανός λοχαγός-ανιχνευτής Alexei G. Frolchenko (1905-1967), στην περιοχή του Belgorod region. Τιμήθηκε με το παράσημο του κόκκινου άστρου και έλαβε μέρος στη μάχη του Κούρσκ.



Ο θρυλικός πιλότος της σοβιετικής αεροπορίας, Andrey Mihailovich μπροστά από το αεροσκάφος του, τύπου LaGG 3 (σειρά 66). Τιμήθηκε με τον τίτλο του ήρωα της Σοβιετικής Ένωσης.



Ο πεζοναύτης Rad Ayusheyev της 63ης Ταξιαρχίας Πεζοναυτών.



Στρατιώτης στο Στάλινγκραντ.


  
Πεζοναύτες



Πεζικό σε πορεία προς το ανατολικό μέτωπο.



Ρώσοι ελεύθεροι σκοπευτές με παραλλαγή χιονιού, έξω από το Στάλινγκραντ. Αριστερά εικονίζεται ο θρυλικός ελεύθερος σκοπευτής Vassili Zaitsev.


Ο στρατηγός Chuikov περιεργάζεται το τουφέκι του ελεύθερου σκοπευτή Vassili Zaitsev, στο Στάλινγκραντ.


Σε όρυγμα στο μέτωπο της Καρελίας.



Η τραυματιοφορέας πρώτης γραμμής Valentina Sokolova, 1943.



Στρατιώτες καπνίζουν στο Βερολίνο. 1945.


Ομάδα αυτοματιστών στο Στάλινγκραντ. 1942.



Σοβιετικοί στρατιώτες καταλαμβάνουν το Schneidemühl. 1945.



Ίλη αρμάτων λαμβάνει εντολές.



Σοβιετικό άρμα στη Σεβαστούπολη, το Μάη του 1944.



Σοβιετική πιλότος δίπλα στο αεροπλάνο της.






































Έγχρωμες φωτογραφίες του Κόκκινου Στρατού, από το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο - Μέρος 1ο

 



Νεαρός στρατιώτης στο μέτωπο της Καρελίας, το 1944. Φοράει πανοπλία τύπου  CH-42.



Μια από τις "μάγισσες της νύχτας", πιλότος της 588 Μοίρας Νυχτερινών Βομβαρδιστικών που αποτελούταν μόνο από γυναίκες πιλότους.



Η εθελόντρια ελεύθερη σκοπευτής Nadezhda Kolesnikova. Το 1943 τιμήθηκε με το μετάλειο ανδρείας στο μέτωπο του Βολκόφ. Στο ενεργητικό της 19 επιβεβαιωμένα θύματα.



Η ελεύθερη σκοπευτής Roza Shanina, με χειμερινή παραλλαγή χιονιού.



Μερικές από τις απόφοιτες της πρώτης σειρά ελεύθερων σκοπευτριών της Κεντρικής Σχολής Ελεύθερων Σκοπευτών, στο χωριό Vishniaki λίγο έξω από τη Μόσχα. Μάρτιος 1942.



Ελεύθερος σκοπευτής με ημιαυτόματο SVT-40 τουφέκι.



O λοχίας Ilya Amelin της 15ης Ταξιαρχίας Πεζικού, με αντιαρματικό όπλο.


Μάχη στο μέτωπο του Dorogobuzh, τμήμα του δυτικού μετώπου. 1942.



Μέσα σε ορύγματα, σε δάσος κοντά στο Βερολίνο.


Στρατιώτες του Κόκκινου Στρατού στη Βιέννη, το 1945.


Από τις οδομαχίες, στη Βουδαπέστη, το 1945.


Γεύμα επάνω σε στρατιωτική φορτηγίδα.



Ο Ρώσος αξιωματικός Vasiliev με Μογγόλο στρατιώτη, στο μέτωπο του Khalkhin Gol, το 1939, ενάντια στην ιαπωνική εισβολή.


Σοβιετικό άρμα τύπου AT-34 της 30ης Ίλης Αρμάτων, στο Krasnoye Selo, μέρος του μετώπου του Λένινγκραντ, το 1944.



Ανάπαυση.



Ομάδα πεζικού διασχίζει παγωμένο ποτάμι.



10 Νοεμβρίου του 1942. Στρατιώτες στο μέτωπο του Βολκόφ.


Αρματιστές στο Βερολίνο, το 1945.


Ελεύθεροι σκοπευτές και κομισσάριος, στο Κούρσκ, το 1943.













 




























Πέμπτη 28 Ιανουαρίου 2021

Ιrene Fogel Weiss: Μια από τις πιο συγκλονιστικές αφηγήσεις για το Ολοκαύτωμα

 

Η Ιrene Fogel Weiss γεννήθηκε σε μια πολυμελή οικογένεια Τσεχοσλοβάκων-Εβραίων, το 1930 στην Τσεχοσλοβακία. Οι γονείς της Meyer και Leah Fogel είχαν μια μικρή επιχείρηση, που μπορούσε να υποστηρίξει οικονομικά τα έξι τους παιδιά: Moshe, Edit, Reuven, Gershon, Serena και την Irene. Το 1942, οι αρχές κατοχής της Τσεχοσλοβακίας έστειλαν τον πατέρα της στα τάγματα εργασίας, από τα οποία επέστρεψε 6 μήνες μετά για να βρει μια τελείως διαφορετική κατάσταση: Τα μέτρα εναντίον των Εβραίων είχαν γίνει ιδιαίτερα σκληρά. Όλες οι εβραϊκές επιχειρήσεις είχαν κατασχεθεί και η οικογένεια Fogel σύντομα εκτοπίστηκε στο γκέτο του Munkács, ένα παλιό εργοστάσιο τούβλων, σε τόσο άθλια κατάσταση, που ήταν παντελώς ακατάλληλο για την παραμονή ανθρώπων.

Η οικογένεια της Irene μεταφέρθηκε το Μάιο του 1944, στο Auschwitz-Birkenau. Όταν η Irene έφθασε στο Auschwitz-Birkenau, οι Ναζί δολοφονούσαν περίπου 6.000 κρατούμενους την ημέρα, τους περισσότερους, μέσα σε μια ώρα από την άφιξή τους στο σταθμό.

Η Ιrene ήταν 13ων μόλις χρονών όταν έφθασε στη γραμμή διαλογής. Εκεί, οι Ναζί φρουροί και ιατροί επέλεγαν τους κρατούμενους που ήταν κατάλληλοι για εργασία και άρα θα στέλνονταν στις διάφορες υπηρεσίες και μονάδες παραγωγής του στρατοπέδου, από τους ακατάλληλους (παιδιά, ανάπηρους, ηλικιωμένους κτλ.), που στέλνονταν απευθείας στους θαλάμους αερίων για εξόντωση. Η ηλικία της Irene ήταν τέτοια που θα της εξασφάλιζε άμεσα το θάνατο, καθώς θεωρούταν παιδί, ωστόσο, καθώς η μητέρα της, της είχε δώσει να φορέσει μερικά από τα ρούχα της, με αποτέλεσμα να δείχνει μεγαλύτερη. Το γεγονός ότι στο γκέτο, της είχαν ξυρίσει το κεφάλι συντέλεσε κι αυτό στο να μείνει ζωντανή.

"Με το που άνηξαν οι πόρτες του βαγονιού, ακούσαμε φωνές. Φώναζαν να βγούμε και να κάνουμε γρήγορα. Η μητέρα μου άνοιξε στα γρήγορα μια βαλίτσα και μας είπε να βάλουμε πάνω μας περισσότερα ρούχα για το κρύο. Μου είχαν ήδη ξυρίσει το κεφάλι στο γκέτο και φορούσα ένα μαντήλι. Βγήκαμε από το βαγόνι στην πλατφόρμα. Περίπου 2.000 άνθρωποι είχαν ξεφορτωθεί επάνω της. Η οικογένειά μου προσπάθησε να μείνει ενωμένη, μέσα στο σμάρι ανθρώπων και το χάος που επικρατούσε. Όλα μας τα υπάρχοντα ξεφορτώθηκαν από τα βαγόνια και φορτώθηκαν σε άλλα.

Τότε ένας φρουρός φώναξε: Οι άνδρες στη μια μεριά και οι γυναίκες και τα παιδιά στην άλλη.

Αμέσως ο πατέρας μου και ο μεγάλος μου αδερφός βρέθηκαν στη μια γραμμή και εμείς στην άλλη. Δεν θα τους έβλεπα ποτέ ξανά. Εγώ, η μητέρα μου, οι αδελφές μου και ο μικρός αδελφός μου βρεθήκαμε σε μια μεγάλη ουρά από γυναίκες και μικρά παιδιά. Μια καμινάδα ήταν ορατή στο βάθος. Ξερνούσε καπνό και φλόγες. Όταν φτάσαμε στην κεφαλή της ουράς, μια δωδεκάδα Ναζί στρατιώτες μας σταμάτησαν. Ο ένας κρατούσε μια βέργα. Είδε εμένα και την αδελφή μου Serena που ήταν 17 ετών και μας έστειλε στη μια μεριά. Τη μητέρα μου και τα μικρά μου αδέλφια ήταν στην άλλη. Ξαφνικά τους έχασα μέσα στον κόσμο. Έμεινα μόνη, εγώ και η Serena. Κρατούσαμε η μια την άλλη από το χέρι.

Ξαφνικά το ραβδί του στρατιώτη κατέβηκε ανάμεσά μας. Έστειλε τη Serena, μαζί με τις γυναίκες και δίστασε όταν με είδε, για μια στιγμή. Παρόλο που ήμουν μόλις 13ων και θα με είχαν στείλει μαζί με τα γυναικόπαιδα, το μαντήλι στο κεφάλι μου και τα έξτρα ρούχα που φορούσα με έκαναν να μοιάζω μεγαλύτερη. Τελικά μου έδειξε να πάω μαζί της. 

Δίστασα για μια στιγμή, προσπαθώντας να δω που βρισκόταν η μητέρα μου, με τα μικρότερα αδέρφια μου. Δεν τα κατάφερα να τη βρω. Ένιωσα μεγάλη στενοχώρια που θα ήταν μόνη της ανάμεσα στο πλήθος. Έμεινα εκεί λίγα δευτερόλεπτα, προσπαθώντας να δω που πήγαν τη μητέρα μου..."

Μια φωτογραφία που τυχαία είχε ληφθεί εκείνη τη στιγμή στο στρατόπεδο, από κάποιο αξιωματικό των Ναζί, δείχνει την Irene να προσπαθεί να βρει τη μητέρα της, ανάμεσα στο πλήθος.



Επιχρωματισμένη, η φωτογραφία που αναφέρεται παραπάνω. Η Irene με το κόκκινο βέλος.

Από την οικογένεια Fogel η μητέρα της Irene, τα τρία μικρά της αδέλφια και ο μεγάλος της αδελφός δολοφονήθηκαν αμέσως στους θαλάμους αερίων. Ο πατέρας της τοποθετήθηκε σε ένα Sonderkommando, τις γνωστές ομάδες κρατουμένων που άδειαζαν τους θαλάμους αερίων και λειτουργούσαν τα κρεματόρια. Η Irene θα μάθει αργότερα, από έναν κρατούμενο, από την ίδια πόλη με εκείνη, ότι ο πατέρας της, όταν από την ασιτία και την εξάντληση έπαψε να μπορεί να εργάζεται, δολοφονήθηκε από έναν αξιωματικό των SS.

"Μας οδήγησαν σε ένα είδος εγκατάστασης, όπου μας έγδυσαν, μας κούρεψαν και μας απολύμαναν, και μετά μας έδωσαν ρούχα του στρατοπέδου. Μας τοποθέτησαν σε ένα στρατώνα, με ακόμα 200 γυναίκες. Ακόμα δεν είχαμε συνειδητοποιήσει που ήμασταν. Ρωτήσαμε τις άλλες κρατούμενες, πότε θα δούμε ξανά την οικογένειά μας. Μια γυναίκα μας έδειξε μια καμινάδα και μας είπε: Βλέπετε τον καπνό; Εκεί είναι η οικογένειά σας..."

Η Irene και η Serena, τοποθετήθηκαν σε μια ομάδα εργασία με την ονομασία "Canada". Ένα τμήμα του στρατοπέδου Birkenau με αποθήκες, κοντά στο κρεματόριο υπ' αριθμό 4, όπου συνέλεγαν ρούχα και παπούτσια των νεκρών. Για καλή τους τύχη, ανάμεσα στις κρατούμενες βρήκαν τις αδελφές της μητέρας τους Rose και Piri Mermelstein, που προσπάθησαν να τις βοηθήσουν όσο μπορούσαν.

"Η διαλογή δεν τελείωνε ποτέ στο Auschwitz. Οι Ναζί θέλαν να εργαστείς όσο ήταν δυνατόν, σαν σκλάβος και όταν πια δεν μπορούσες σε σκότωναν. Διαρκώς εξέταζαν να δουν ποιες από εμάς ήταν ακόμα ικανές προς εργασία, οπότε κάθε μέρα κινδύνευες. Τα παιδιά διαλέγονταν από την άφιξή τους για να δολοφονηθούν στο στρατόπεδο. Δεν έβλεπες πουθενά παιδιά. Και εγώ, στα 13 μου χρόνια, για αυτούς ήμουν παιδί. Δεν έπρεπε ποτέ να αναφερθώ από κανέναν ως παιδί. Η λέξη παιδί ήταν απαγορευμένη στο Auschwitz. Μπορούσαν ανά πάσα στιγμή να σε τραβήξουν από τη γραμμή και ξέραμε ότι αυτό σήμαινε θάνατο. Και αυτό ξαφνικά γίνεται η ζωή σου και παράλληλα, σε σοκάρουν όλα τα απίστευτα άσχημα πράγματα που σου συμβαίνουν. Προσθέστε σε αυτά και την λιμοκτονία και όλους τους άλλους εξευτελισμούς και ξαφνικά νιώθεις πολύ μπερδεμένος. Εγώ σαν παιδί τότε, δεν πίστευα ότι βρίσκομαι σε αυτόν τον πλανήτη. Δεν πίστευα ότι βρίσκομαι στη Γη".

"Υπήρξα μόνιμα τρομοκρατημένη όλον τον καιρό που πέρασα στο Auschwitz. Η αδελφή μου, μου λέει ότι έκλαιγα συνέχεια (...) Η βία και η εχθρικότητα ήταν "πυκνή" στο στρατόπεδο και η αίσθηση ότι είσαι υπάνθρωπος, ότι δεν είσαι σαν τους υπόλοιπους ανθρώπους είναι ένα φρικτό συναίσθημα. Είναι η αίσθηση ότι περισσότερο από όλα φοβάσαι τους ανθρώπους.

Ήμουν παιδί, έπρεπε να πηγαίνω σχολείο. Αναρωτιόμουν γιατί εγώ ήμουν εκεί. Γιατί οι γονείς μου και η οικογένειά μου ήταν εκεί; Ήταν απλοί άνθρωποι που κοιτούσαν τη δουλειά τους και μεγάλωναν την οικογένειά τους. (...) Ήταν πραγματικά τρομακτικό το να βρίσκεσαι εκεί, γιατί δεν είχες σε ποιον να στραφείς. Μου είναι ακόμα δύσκολο να εκφράσω το πώς νιώθει κανείς όταν απανθρωποιείται. Αλλά κυρίως νιώθεις φόβο. Αληθινό φόβο. Οι Ναζί στατιώτες δεν μας αντιμετώπιζαν στο ανθρώπινο επίπεδο. Οπότε, το να χωρίσεις τη μητέρα από το παιδί, δεν τους επηρέαζε, γιατί εμείς δεν ήμασταν ίδια κατηγορία ανθρώπων με αυτούς. Και αυτοί είχαν τα όπλα και τη δύναμη. Είναι ο απόλυτος τρόμος, όταν ένα άλλο ανθρώπινο πλάσμα δεν νιώθει κανένα είδος συμπόνοιας για εσένα".

Για την Irene και τη Serena, μοναδικό καταφύγιο υπήρξαν οι δύο τους θείες, που έχοντας χάσει κι εκείνες τα παιδιά τους, προσπαθούσαν όσο μπορούσαν να τις στηρίζουν και να τις βοηθούν.

"Ήταν υπέροχες πάνω από κάθε φαντασία. Ειδικά η μία που είχε έναν τρόπο να σε κάνει να νιώθεις ασφαλής. Να σου υπενθυμίζει ότι είσαι πολύτιμη για εκείνη. Να σου θυμίζει ότι είσαι η κόρη της αδελφής της και όχι ένας υπάνθρωπος. Μαζί της δεν ένιωθα τόσο απέραντα μόνη. Για εμένα υπήρξε ένας άγγελος. Έφυγε από τη ζωή αρκετά μετά. Επέζησε των στρατοπέδων και ήταν, μια από εκείνους τους ανθρώπους που διατήρησε, σε αυτές τις συνθήκες, την ανθρωπιά της ακέραιη και βοήθησε και άλλους να διατηρήσουν τη δική τους".

Τον Ιανουάριο του 1945, η Irene και η αδελφή της, μαζί με πολλές άλλες γυναίκες του στρατοπέδου μεταφέρθηκαν στο στρατόπεδο γυναικών Ravensbrück, καθώς ο Κόκκινος Στρατός πλησίαζε επικίνδυνα. Εκεί παρέμειναν για περίπου δύο εβδομάδες. Αργότερα μεταφέρθηκαν στο στρατόπεδο Neustadt-Glewe, όπου η θεία της Irene, Piri αρρώστησε βαριά και δολοφονήθηκε από τους SS. 

Μια ημέρα, στο πρωινό προσκλητήριο, οι φρουροί τράβηξαν την αδελφή της Irene, Serena ανάμεσα στις γυναίκες που δεν θεωρούνταν πια κατάλληλες για εργασία και θα δολοφονούνταν στους θαλάμους. Η Irene φώναξει ότι είναι αδελφή της και πως ήθελε να πάει μαζί της, γνωρίζοντας καλά ότι αυτό σήμαινε και το δικό της θάνατο. Oι φρουροί τις τοποθέτησαν κλειδωμένες σε έναν θάλαμο, γιατί το στρατόπεδο δεν διέθετε θαλάμους αερίων, περιμένωντας ένα φορτηγό για να τις πάρει για το Ravensbrück, όπου τους περίμεναν οι θάλαμοι αερίων και τα κρεματόρια.

Ωστόσο, το φορτηγό δεν έφτασε ποτέ, γιατί ο Κόκκινος Στρατός είχε ήδη απελευθερώσει το Ravensbrück και λίγες ώρες μετά, οι σοβιετικοί στρατιώτες έκαναν την εμφάνισή τους και στο Neustadt-Glewe. Η γερμανική φρουρά εγκατέλειψε το στρατόπεδο και έτσι, η Irene και η Serena απελευθερώθηκαν.

Το 1947, η Serena, η Irene και η θεία Rose θα μετακομίσουν μόνιμα, μαζί με συγγενείς στη Νέα Υόρκη. Οι συγγενείς επιμένουν και η Irene επιστρέφει στα σχολικά θρανία, όπου ξεκινά ένα ακόμα δράμα:

"Πήγα σε ένα σχολείο στη Νέα Υόρκη, που είχε περίπου 2.000 παιδιά. Ένιωθα πολύ περίεργα και κυρίως πολύ μόνη, γιατί είχα ξεχάσει ότι είμαι παιδί και πως είναι το να είσαι παιδί. Έτσι, δεν μπορούσα να προσαρμοστώ και να κάνω φίλους. Οι δάσκαλοι δεν ήξεραν ότι είχα επιβιώσει από στρατόπεδο συγκέντρωσης, γιατί τότε ακόμα, ο κόσμος δεν γνώριζε πολλά για αυτά.Τα παιδιά του σχολείου ήξεραν βέβαια ότι είχε γίνει πόλεμος και τον είχαν ζήσει, αλλά όχι όπως εμείς. Αυτά συνέχιζαν στη διάρκεια του πολέμου να ζουν κανονικά. 

Εγώ είχα και τον αριθμό του στρατοπέδου τατουάζ στο μπράτσο μου. Τότε τα τατουάζ δεν ήταν καθόλου συνηθισμένα και οι συμμαθητές μου με ρωτούσαν τί είναι αυτό. Νόμιζαν ότι είναι το τηλέφωνο του σπιτιού μου. Επίσης δεν μιλούσα σχεδόν καθόλου αγγλικά. Δεν ξέρω κι εγώ πως αποφοίτησα"

Η Irene Fogel Weiss τελείωσε το σχολείο και σπούδασε καλλιτεχνικά στο American University. Δίδαξε για πολλά χρόνια σαν δασκάλα στα σχολεία της Virginia και παντρεύτηκε τον Martin Weiss, με τον οποίο απέκτησε τρία παιδιά. Εργάζεται ως εθελόντρια στο United States Holocaust Memorial Museum.

Δείτε ολόκληρη τη μαρτυρία της εδώ



Τετάρτη 27 Ιανουαρίου 2021

Σαν σήμερα: Ο Κόκκινος Στρατός απελευθερώνει το Άουσβιτς- Μπίρκεναου

 

Νομίζουμε πως δεν υπάρχει πιο χαρακτηριστική στιγμή αντίφασης μεταξύ καπιταλισμού- σοσιαλισμού, από εκείνη την ιστορική στιγμή, ακριβώς πριν 76 χρόνια, που ο Κόκκινος Στρατός απελευθέρωσε το μεγαλύτερο στρατόπεδο εργασίας και εξόντωσης, αυτό του Άουσβιτς- Μπίρκεναου.

Συνολικά, περίπου έξι εκατομμύρια άνθρωποι δολοφονήθηκαν από τους Ναζί στα στρατόπεδα συγκέντρωσης κατά τη διάρκεια του πολέμου. Το στρατόπεδο που συνδέθηκε με την Τελική Λύση και τις μεγαλύτερες μαζικές δολοφονίες ήταν του Άουσβιτς στην Πολωνία, όπου αφανίστηκαν 1,1 εκατομμύρια άνθρωποι μεταξύ του 1941 και του 1944, στην πλειονότητά τους εβραϊκής καταγωγής. Μεταξύ των δολοφονηθέντων υπήρξαν επίσης, κομμουνιστές, ομοφυλόφιλοι, Ρομά, σοβιετικοί αιχμάλωτοι πολέμου και ποινικοί κρατούμενοι.

Καθώς η πλάστιγγα του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου είχε πια γείρει προς τη μεριά των συμμάχων, και ο Κόκκινος Στρατός προέλαυνε ασταμάτητα προς τα δυτικά, οι Ναζί ανατίναξαν τα κρεματόρια και αποσυναρμολόγησαν τους αποτεφρωτήρες, προσπαθώντας να εξαλείψουν στοιχεία των εγκλημάτων που διέπραξαν κατά της ανθρωπότητας. Παράλληλα, ξεκίνησε η μαζική εξόντωση των κρατουμένων μαζί με τη διάλυση των διαφόρων στρατοπέδων εξόντωσης, συγκέντρωσης και εργασίας στα ανατολικά και την υποβολή των επιζώντων σε πολυήμερες εξαντλητικές πορείες προς τη δύση, οι οποίες στοίχισαν τη ζωή σε δεκάδες χιλιάδες, μαζί με τις μαχικές εκτελέσεις.

Σαν σήμερα, στις 27/01/1945, η 60η Στρατιά του 1ου Ουκρανικού Μετώπου, του Κόκκινου Στρατού φθάνει στο Άουσβιτς.

Στο στρατόπεδο είχαν παραμείνει περίπου 7.000 κρατούμενοι, όταν το μεσημέρι της 27ης Ιανουαρίου οι Σοβιετικοί μπήκαν στο Άουσβιτς Ι Μόνοβιτς.

Ένας από τους πρώτους στρατιώτες του Κόκκινου Στρατού, που μπήκε στο χώρο του Άουσβιτς, ο Georgii Elisavetskii, θυμάται τη στιγμή ως εξής: "Έτρεξαν προς το μέρος μας φωνάζοντας, έπεφταν στα πόδια μας και φιλούσαν το κούμπωμα των στολών μας και αγκάλιαζαν τα γόνατά μας".

Ο 21χρονος τότε υπολοχαγός, Ivan Martynushkin είχε αναφέρει: "Ήταν δύσκολο να τους αντικρίσεις. Θυμάμαι τα πρόσωπά τους, ιδίως τα μάτια τους που πρόδιδαν τις δοκιμασίες που είχαν περάσει. Μας καλωσόριζαν και μας φώναζαν ότι δεν υπήρχαν Γερμανοί ή φύλακες πίσω από τα συρματοπλέγματα, μόνο κρατούμενοι. Είδαμε αδύναμους, βασανισμένους, φτωχούς ανθρώπους που ήταν χαρούμενοι που είχαν σωθεί από την κόλαση, που δεν απειλούνταν με θάνατο σε κρεματόριο, χαρούμενοι που ήταν ελεύθεροι".

Όπως είχε αποκαλύψει, οι Σοβιετικοί στρατιώτες δεν είχαν ιδέα για το σχέδιο της Τελικής Λύσης του Αδόλφου Χίτλερ που είχε σκοπό να εξοντώσει τους Εβραίους.  Αν και οι Ναζί είχαν επιχειρήσει να εξαφανίσουν τα σημάδια των αποτρόπαιων πράξεων τους, τα όσα αντίκρισαν οι Σοβιετικοί ήταν σοκαριστικά. Οι αποθήκες περιείχαν πλήθος προσωπικών αντικειμένων των θυμάτων, εκατοντάδες χιλιάδες αντρικά κοστούμια, περισσότερα από 800.000 φορέματα και 7,7 τόνους ανθρώπινων μαλλιών.

H κρατούμενη τότε, Paula Lebovics θυμάται την απελευθέρωση ως εξής: "Στις 27 Ιανουαρίου, οι σοβιετικοί ήρθαν και μας απελευθέρωσαν. Εγώ από την απελευθέρωση έχω καλές αναμνήσεις. Νιώθω μεγάλη ευγνωμοσύνη. (...) Έχω συγκεκριμένα μια ιδιαίτερα όμορφη ιστορία από τότε, από έναν στρατιώτη που ήρθε και με πήρε στην αγκαλιά του (η Lebovics ήταν τότε παιδί) και με κούναγε καθησυχαστικά στα χέρια του και τα δάκρυά του κυλούσαν στο πρόσωπό του. Δεν θα το ξεχάσω ποτέ όσο ζω. Και μόνο εικόνα του στη σκέψη μου έχει συνδεθεί με αυτό που ένιωσα τότε. Δεν πίστευα ότι υπάρχει κάποιος εκεί έξω που να νοιάζεται για εμένα. Ο στρατιώτης ήθελε να μου δώσει να φάω. Είχε λίγο slonina μαζί του, που είναι κάτι σαν το μπέικον και του έδειξα ότι είχα μαζί μου ψωμί και δεν χρειαζόμουν άλλο φαγητό. Aυτός επέμεινε και πήρα λίγο από το μαύρο ρώσικο ψωμί που είχε, αλλά και αυτοί δεν είχαν πάρα πολύ μαζί τους. Οι στρατιώτες τους δεν έδειχναν σαν τους Γερμανούς. Έδειχναν πιο κουρασμένοι και ταλαιπωρημένοι".

Ένα ακόμα παιδί του στρατοπαίδου, η 10χρονη τότε Eva Mozes Kor, που επιβίωσε από τα πειράματα του Μέγκελε και αφέθηκε στη μοίρα της, από τους Ναζί θυμάται με παρόμοιο τρόπο τη στιγμή της απελευθέρωσης: "Αγκαλιές, μπισκότα και σοκολάτα... Δεν πεινούσαμε μόνο για φαγητό. Πεινούσαμε και για την ανθρώπινη καλοσύνη".

Παρόμοιες μνήμες έχει και η πρώην κρατούμενη, γιατρός Irena Konieczna: "Στις 27 Ιανουαρίου, αρκετοί σοβιετικοί ανιχνευτές, με τα όπλα τους έτοιμα να ρίξουν, μπήκαν στο νοσοκομείο των γυναικών, μέσα στο στρατόπεδο. Οι κρατούμενες έτρεξαν, όσες μπορούσαν να τους αγκαλιάσουν. Αργότερα έφτασε μια ομάδα εφίπων, σοβιετικών στρατιωτών. Μόλις οι Σοβιετικοί κατάλαβαν την κατάστασή μας, μας έδωσαν αμέσως τρόφιμα της καλύτερης ποιότητας. Εξαιρετικό ρώσικο ψωμί και φρυγανιές και ζωικό λίπος και έλαια. Λίγες ημέρες πιο μετά, μερικοί όμορφοι Σοβιετικοί αξιωματικοί έφθασαν με τις λευκές στολές χιονιού τους και κατέγραψαν συστηματικά, τις ακριβείς μας ανάγκες σε τρόφιμα και ιματισμό".

Όπως και η Nehama Baruchson-Kaufman, κρατούμενη του Άουσβιτς κατά την εφηβεία της: "Θυμάμαι που έκοψα ένα λουλούδι και έτρεξα και το έδωσα στον πρώτο Ρώσο στρατιώτη που είδα, για να του δείξω την μεγάλη μου ευγνωμοσύνη. Ήμασταν τόσο πολύ χαρούμενοι και σκεφτόμασταν: Αυτή είναι η αρχή μιας νέας ζωής".


Σοβιετική αφίσα, για την απελευθέρωση των στρατοπέδων.




Τρίτη 26 Ιανουαρίου 2021

Η βρετανική επέμβαση στην Ελλάδα

 

Το παρακάτω άρθρο αποτελεί μια αποτίμηση της εκκίνησης της Βρετανικής επέμβασης στον ελλαδικό χώρο, κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, η οποία ξεκίνησε εντός της περιόδου της Κατοχής και κορυφώθηκε στο διάστημα 1945-1946, οπότε και η Μεγάλη Βρετανία, αδυνατώντας να ανταπεξέλθει οικονομικά και στρατιωτικά στην υπόθεση του Εμφυλίου, πέρασε τη σκυτάλη στις ΗΠΑ.


Η απόφαση της βρετανικής επέμβασης


Σύμφωνα με τα Απομνημονεύματα του Τσόρτσιλ, η ιδέα της αγγλικής επέμβασης στην Ελλάδα γεννήθηκε το καλοκαίρι του 1943, στη διάρκεια της συνάντησης στο Κεμπέκ του Καναδά του Βρετανού πρωθυπουργού και του Αμερικανού προέδρου Ρούζβελτ, οι οποίοι είχαν διαπιστώσει πως η θέση του ΕΑΜ για φιλολαϊκές και σύμφωνες με τη θέληση του ελληνικού λαού μεταπελευθερωτικές εξελίξεις είχαν κερδίσει σημαντικές θέσεις και ο ελληνικός αστικός πολιτικός κόσμος αδυνατούσε να χειραγωγήσει τις εξελίξεις. Όπως έγραφε σχετικά ο ίδιος ο Τσόρτσιλ, «σκέφτηκαν στην αρχή ότι ήταν υποχρεωμένοι να επέμβουν στις εσωτερικές υποθέσεις της Ελλάδας τη στιγμή της απελευθέρωσης». Και όπως σημείωνε στις 29 του Σεπτέμβρη 1943, είχε θεωρηθεί απαραίτητη η αποστολή στην Ελλάδα πέντε χιλιάδων Βρετανών στρατιωτών, «εάν οι Γερμανοί την εγκαταλείψουν με θωρακισμένα αυτοκίνητα και πυροβόλα»

Το ζήτημα των βαρέων οχημάτων και οπλισμού των Γερμανών απασχολούσε προφανώς τον Τσόρτσιλ, καθώς αυτά θα μπορούσαν να καταληφθούν από τον ΕΛΑΣ και να τον ισχυροποιήσουν κατά πολύ απέναντι στις οργανώσεις-γέφυρες του αγγλικού ιμπεριαλισμού, όπως η ΕΚΚΑ και ο ΕΔΕΣ, θα συγκροτούνταν έτσι δε, ένας σχεδόν τακτικός στρατός, ιδιαίτερα δύσκολος στην αντιμετώπισή του.

Σε σχετικό, εξάλλου, τηλεγράφημά του προς το Βρετανό υπουργό των Εξωτερικών Αντονι Ίντεν, το Νοέμβρη του 1943, τόνιζε ότι «θα έπρεπε το χτύπημα, για να είναι αποφασιστικό, να καταφερθεί κατά του ΕΛΑΣ την κατάλληλη στιγμή».



Βρετανικό άρμα μάχης στην Αθήνα, κατά τα Δεκεμβριανά 1944.


Το "άρμα" της κυβέρνησης Ράλλη


Ήδη από την άνοιξη του 1943 είχε σχηματιστεί, με τη σύμφωνη γνώμη και τη συνεργασία των Αγγλων, η κατοχική κυβέρνηση του Ιωάννη Ράλλη, της οποίας βασικοί στόχοι υπήρξαν η δημιουργία των περιβόητων Ταγμάτων Ασφαλείας και η ένταση του αντικομμουνισμού, των διώξεων και των δολοφονιών αντιστασιακών στελεχών. Και ενώ οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ προχωρούσαν στον αφοπλισμό των ιταλικών δυνάμεων κατοχής και ενίσχυαν τον εξοπλισμό και το αξιόμαχο του αντάρτικου κινήματος, οι Γερμανοί, από τον Οκτώβρη του 1943 μέχρι το Φλεβάρη του 1944, πραγματοποιούσαν σε όλη σχεδόν την Ελλάδα εκκαθαριστικές επιχειρήσεις - και ταυτόχρονα οι δυνάμεις του ΕΔΕΣ, υποκινούμενες από τους Βρετανούς, χτυπούσαν τον ΕΛΑΣ στην Ηπείρο.

Την ίδια εποχή, και συγκεκριμένα το Νοέμβρη του 1943, ο πράκτορας των Αγγλων Νεοζηλανδός λοχαγός Ντόναλτ Στοτ οργάνωσε στο σπίτι του διορισμένου δήμαρχου της Αθήνας Αγγέλου Γεωργάτου δύο χωριστές και αποκαλυπτικές για το περιεχόμενό τους συσκέψεις - μια με τον εξουσιοδοτημένο από το Βερολίνο Γερμανό συνταγματάρχη Λος και την ακολουθία του, ένα διπλωμάτη και έναν αξιωματικό διερμηνέα, και μια δεύτερη με τους ηγέτες των δωσιλογικών εθνικιστικών οργανώσεων X, PAN, ΕΔΕΝ, «Εθνική Δράσις», «Τρίαινα» και ΕΚΟ, των Ταγμάτων Ασψαλείας, της Χωροφυλακής, της Αστυνομίας Πόλεων και του ΕΔΕΣ της Αθήνας, Παπαγεωργίου, Παθανασόπουλου, Βεντήρη, Γρίβα και λοιπούς.


Το περιεχόμενο των συσκέψεων


Η πρώτη σύσκεψη αποσκοπούσε στη διερεύνηση των δυνατοτήτων χωριστής αγγλογερμανικής συμφωνίας, με σκοπό το σταμάτημα του πολέμου, ώστε να τεθεί τέρμα στην προέλαση του Κόκκινου Στρατού, στο ανατολικό μέτωπο. Εδώ θα πρέπει να κάνουμε μια σημαντική παρένθεση. Προφανώς μέρος του σχεδίου ανακοπής της προέλασης του Κόκκινου Στρατού, στο ανατολικό μέτωπο σχετίζεται και με την επαίσχυντη συμφωνία Βρετανών- Γερμανών, για την αποχώρηση των γερμανικών στρατευμάτων από τη χώρα. 

Προκειμένου να διευκολύνει το πέρασμα της Ελλάδαςσ τη βρετανική σφαίρα επιρροής και να δυσκολέψει την προέλαση του σοβιετικού στρατού, ο Άγγλος πρωθυπουργός Ουΐνστον Τσόρτσιλ δε δίστασε να προχωρήσει σε μια ενέργεια, μοναδική στα χρονικά του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου. Πρόκειται για ένα πρωτάκουστο γεγονός, που το περιγράφει ως εξής ο υπουργός της Πολεμικής Βιομηχανικής Παραγωγής του Χίτλερ, Άλμπερτ Σπέερ σε συνέντευξη που είχε δώσει το 1976 στο δημοσιογράφο Βάσο Μαθιόπουλο και η οποία είχε δημοσιευτεί τότε στην εφημερίδα Το Βήμα:

«Είμαι αυτήκοος μάρτυρας ενός γεγονότος που μας είχε προκαλέσει πολύ μεγάλη εντύπωση το φθινόπωρο του 1944. Θυμάμαι ότι ο στρατηγός Γιοντλ, αρχηγός του [γερμανικού] Γενικού Επιτελείου, ήρθε μια μέρα και μου ανέφερε ότι επήλθε συμφωνία σε υψηλό επίπεδο μεταξύ Αγγλίας και Γερμανίας που αφορούσε την Ελλάδα. Η συμφωνία αυτή, πρωτοφανής μέχρι τότε και όπως γνωρίζω, μοναδική σε όλο το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, αφορούσε -όπως τουλάχιστο μου είπε ο Γιοντλ- την εκκένωση της Ελλάδας από τα γερμανικά στρατεύματα, χωρίς βρετανική ενόχληση. Η συμφωνία αυτή έγινε στη Λισαβόνα, [αλλά] ποιος είχε την πρωτοβουλία, δεν ξέρω- πιστεύω [όμως] ότι δεν έγινε σε διπλωματικό επίπεδο, παρά πολύ ψηλότερα, για να μην υπάρξουν ακριτομύθιες.

Η πληροφορία για το περίεργο αυτό “τζέντλμεν αγκρίμεντ” μεταξύ Λονδίνου και Βερολίνου προκάλεσε, σε όσους το έμαθαν, κατάπληξη. Και πράγματι οι Άγγλοι το τήρησαν. Τα γερμανικά πολεμικά και μεταγωγικά σκάφη φορτώθηκαν με στρατό από τα ελληνικά νησιά που εκκένωσαν, και πέρασαν, το φθινόπωρο του 1944, ανενόχλητα μπροστά από τα μάτια των Βρετανών και ανάμεσα από τα βρετανικά υποβρύχια στο Αιγαίο και στη Μεσόγειο. Το τίμημα της συμφωνίας, κατά τη γνώμη μου, ήταν να παραχωρήσουν οι Γερμανοί τη Θεσσαλονίκη στους Άγγλους αμαχητί και με αυτό τον τρόπο η Ελλάδα να περιέλθει στο δυτικό στρατόπεδο. Και βέβαια, ο Χίτλερ θα διατηρούσε ανέπαφες τις δικές του δυνάμεις που κατείχαν τον ελληνικό χώρο.»




Ο Άλμπερτ Σπέερ.

Τα λεγόμενα του Σπέερ επιβεβαιώνονται από τα ιστορικά γεγονότα: Πρώτον, δύναμη 20.000 Γερμανών στρατιωτών παράμεινε στην Κρήτη, με όλο τον βαρύ τους εξοπλισμό, έως και το 1945. Παράλληλα, 50.000 και πλεόν, Γερμανοί στρατιώτες αποχώρησαν με όλο τον εξοπλισμό και τα οχήματά τους, σχεδόν ανενόχλητοι από τη χώρα, καθώς μόνο ο ΕΛΑΣ, παρά τις εντολές του Συμμαχικού Στρατηγείου Μέσης Ανατολής, διενέργησε επιχειρήσεις σαμποτάζ και συγκρούστηκε μαζί τους. Επρόκειτο για 5 μεραρχίες της Βέρμαχτ, οι οποίες  χρησιμοποιήθηκαν τους επόμενους μήνες, όχι μόνο στο ανατολικό μέτωπο, αλλά και στο δυτικό, απέναντι στις βρετανικές και τις αμερικανικές δυνάμεις - συνέπεια που προφανώς μπορούσε να την υπολογίσει η αγγλική ηγεσία, χωρίς, ωστόσο, τούτο να σταθεί εμπόδιο στην άθλια συναλλαγή της με τους χιτλερικούς.

Η δεύτερη, στην οποία παραβρέθηκε και αξιωματικός της Γκεστάπο, στόχευε στο ξεπέρασμα των διαφορών, που είχαν μεταξύ τους οι δωσιλογικές οργανώσεις, και στη συνένωσή τους στην ομοσπονδιακή οργάνωση «Πανελλήνιος Απελευθερωτικός Σύνδεσμος» - και κατέληξε στη σύνταξη και υπογραφή συμφώνου αντικομμουνιστικής συνεργασίας, που αποδέχτηκαν όλοι οι μετέχοντες αντιπρόσωποι. Ταυτόχρονα η βρετανική διπλωματία ερχόταν σε επαφή με την τουρκική κυβέρνηση και παζάρευε μαζί της την είσοδο της Τουρκίας στον πόλεμο στο πλευρό των συμμάχων, και ειδικότερα των Αγγλων, με αντάλλαγμα την παραχώρηση σ’ αυτήν της Λήμνου και έξι νησιών της Δωδεκανήσου.

Τα σχέδια των Αγγλων, όμως, δεν καρποφόρησαν, σε όση έκταση επιθυμούσαν. Έτσι, ο Τσόρτσιλ, ολοφάνερα απογοητευμένος, έγραφε στα Απομνημονεύματά του, στο σημείο το σχετικό με τη Διάσκεψη της Τεχεράνης, ότι οι αποφάσεις της εν λόγω Διάσκεψης είχαν έμμεσα επηρεάσει τη θέση της Ελλάδας, ότι «οι σύμμαχοι δεν θα αναλάμβαναν ποτέ μια μεγάλη απόβαση στη χώρα αυτή» και ότι «ήταν απίθανο να στέλνονταν [εκεί] αξιόλογες βρετανικές δυνάμεις στην περίπτωση γερμανικής αποχώρησης».

Το γεγονός, ωστόσο, αυτό δεν πτόησε τους εκπροσώπους της βρετανικής αυτοκρατορίας. Μέσα στο 1944 πλήθυναν τις εχθρικές τους ενέργειες και εκμεταλλευόμενοι τα τραγικά λάθη του λαΐκοδημοκρατικού κινήματος, όπως οι συμφωνίες του Λιβάνου και της Καζέρτας, δημιούργησαν τις συνθήκες για την ανοιχτή ένοπλη επέμβασή τους στην Ελλάδα και τη βίαιη επιβολή των αντιλαϊκών τους σχεδίων.


Οι πρώτες ημέρες της απελευθέρωσης


Τα πρώτα βρετανικά στρατεύματα αποβιβάστηκαν τον Οκτώβρη του 1944 στις ακτές της Δυτικής Πελοποννήσου, όταν ο ΕΛΑΣ είχε απελευθερώσει ήδη ολόκληρη σχεδόν τη Νότια Ελλάδα και τα τελευταία τμήματα των χιτλερικών εγκατέλειπαν την πρωτεύουσα. Είναι, συνεπώς, φανερό πως η απόβαση των Βρετανών στη Δυτική Πελοπόννησο δεν εξυπηρετούσε κανένα σκοπό σχετικό με τον πόλεμο κατά της Γερμανίας - όπως τούτο, άλλωστε, αποδεικνύεται τόσο με την προαναφερόμενη συμφωνία των Αγγλων και των Γερμανών σχετικά με τη ν ανεμπόδιστη αποχώρηση των τελευταίων από την Ελλάδα όσο και με την εξής δήλωση του Τσόρτσιλ, στις 8 του Δεκέμβρη 1944, στη βρετανική Βουλή:

«Τα αγγλικά στρατεύματα πραγματοποίησαν εισβολή στην Ελλάδα, που δεν υπαγορευόταν από πολεμική αναγκαιότητα, επειδή η εκεί κατάσταση των Γερμανών είχε καταστεί απελπιστική.»

Τρεις μέρες μετά την απελευθέρωση της Αθήνας ήρθε στην πρωτεύουσα ο Βρετανός στρατηγός Ρόναλντ Μακένζι Σκόμπι, ενώ τα αγγλικά στρατεύματα εδραίωναν ήδη τις θέσεις τους σε διάφορες περιοχές της χώρας, χωρίς να συναντούν καμιά αντίσταση εκ μέρους των δυνάμεων του ΕΛΑΣ. Μοναδική εξαίρεση αποτέλεσε στην προκειμένη περίπτωση η Ζάκυνθος, όπου τα τοπικά ΕΛΑΣιτικά τμήματα δεν επέτρεψαν στους Βρετανούς να αποβιβαστούν στο νησί.

Οι στρατιωτικές ενέργειες των Αγγλων στην Ελλάδα ήταν σαφώς ενταγμένες στο από καιρό επεξεργασμένο σχέδιο επέμβασης στη χώρα, που είχε την κωδική ονομασία «Μάνα» και για το οποίο ο Τσόρτσιλ σημείωνε στα Απομνημονεύματά του:

«Το σχέδιο συνίστατο βασικά στην κατάληψη των Αθηνών και του αεροδρομίου των από μια Ταξιαρχία αλεξιπτωτιστών, στο να εγκαταστήσουμε 4 σμήνη καταδιωκτικών και στο να εκκαθαρίσουμε το λιμάνι του Πειραιώς, για την αποβίβαση μεταγενεστέρως ενισχύσεων [...]. Η καθυστέρησις [όμως], που εσημείωσαν οι Γερμανοί στην εκκένωσιν των Αθηνών, μας υπεχρέωσε να τροποποιήσουμε το σχέδιό μας. Τίποτε δεν έδειχνε μια προσεχή αναχώρησιν της φρουράς, δυνάμεως 10.000 ανδρών - και γι’ αυτόν τον λόγο στις 13 Σεπτεμβρίου τηλεγράφησε στον στρατηγόν Ούίλσον, για να του είπω να ετοιμάσει μια προκαταρκτικήν κάθοδον στην Πελοπόννησον, από όπου ο εχθρός ήδη υποχωρούσε προς την διώρυγα της Κορίνθου. Από τα μεσάνυχτα της 13ης Σεπτεμβρίου τα στρατεύματα του “Μάνα” ετέθησαν σε 48ωρον επιφυλακήν. Διοικητής ήταν ο στρατηγός Σκόμπι.»

Στις 12 του Σεπτέμβρη, εξάλλου, αλλά και στις 22 του ίδιου μήνα, ο Γεώργιος Παπανδρέου, φοβισμένος από τις παλλαϊκές διαστάσεις της απελευθερωτικής δράσης του ΕΑΜ, αλλά και από την ορμητική προέλαση του σοβιετικού στρατού στα Βαλκάνια, τηλεγραφούσε στον Τσόρτσιλ:

«Ενώπιον της διαμορφωθείσης κρίσιμου καταστάσεως τα πολιτικά μέσα προς αντιμετώπισίν της δεν είναι πλέον επαρκή. Μόνον η άμεσος παρουσία επιβλητικών βρετανικών δυνάμεων εις την Ελλάδα και μέχρι των τουρκικών ακτών ημπορεί να μεταβάλει την κατάστασιν.»

Η συμμαχία των Αγγλων και του αστικού πολιτικού κόσμου κατά του ΕΑΜικού κινήματος δεν αποτελούσε προϊόν εκείνων των στιγμών. Βασιζόταν σε ένα συγκεκριμένο σχέδιο ενέργειας, το οποίο, επεξεργασμένο από τους Αγγλους, προσαρμοζόταν κάθε φορά κάτω από την πίεση των πραγμάτων, χωρίς, όμως, να παρεκκλίνει από τη βασική του κατεύθυνση. Το σχέδιο αυτό απέβλεπε στον εξοπλισμό των παρακρατικών οργανώσεων, που στη συντριπτική τους πλειοψηφία ήταν συνεργάτες των κατακτητών, στην ενίσχυση των θέσεών τους μέσα στα σώματα ασφαλείας -ενώ θα έπρεπε να εκκαθαριστούν τα σώματα αυτά από ία δωσίλογα στοιχεία- και στην καθυστέρηση των δικών των μεγαλοδωσιλόγων, για να μην υπάρξουν δυσάρεστες για τους Άγγλους και τους φίλους τους αποκαλύψεις. 

Απέβλεπε, επίσης, στην οργάνωση προκλήσεων κατά του λαού και του ΕΑΜ από τις τρομοκρατικές παρακρατικές οργανώσεις, με δολοφονικές και άλλες έκνομες ενέργειες, και στο μονομερή αφοπλισμό και τη διάλυση του ΕΛΑΣ μέσα από το βαθμιαίο και μεθοδικό περιορισμό των δικαιωμάτων του.



Βρετανοί στρατιώτες, σε οδομαχία κατά τα Δεκεμβριανά (Αθήνα 1944).



Πηγές:

1. Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ, τόμ. Α', σελ. 463-470.
2. Εφ. Ριζοσπάστης, φ. 27 Οκτώβρη 1996.
3. Κώστα Καραλή, Ιστορία των δραματικών γεγονότων της Πελοποννήσου, 1943-1949, τόμ. Β', σελ. 30-31 και εφ. Νεολόγος Πατρών, φ.
6 Οκτωβρίου 1944.
4. Παναγιώτη Πιπινέλη, Ο Βασιλεύς Γεώργιος Β', σελ. 219.
5. Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ, τόμ. Α', σελ. 471-472.
6. Γιώργη Ζωίδη κλπ., Ιστορία της Εθνικής Αντίστασης, 1940-1945, σελ. 200-202.
7. Εφ. Ριζοσπάστης, φ. 30 Οκτώβρη 1996.
8. Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ, τόμ. Α', σελ. 485.
9. Εφ. Ριζοσπάστης, φ. 30 Οκτώβρη 1996.
10. ΝίκανδρουΚεπέση, Ο Δεκέμβρης του 1944, σελ. 41 κ.α.
11. Γεωργίου Παπανδρέου, Κείμενα. Η απελευθέρωσις της Ελλάδος, σελ. 195-196.
12. Β. Μαθιόπουλος, Ο Δεκέμβρης του 1944, σελ. 27-39.


Δευτέρα 25 Ιανουαρίου 2021

Η αιματηρή μάχη στα Πατώματα Λυκόραχης του Γράμμου

 

Στις 15-30 Μαΐου του 1949, ο Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας έχει θέσει ήδη το σχέδιο ανακατάληψης του Γράμμου, το οποίο προχωρά με επιτυχία. Απομένει η κατάληψη του οχυρού του κυβερνητικού στρατού, στη θέση Πατώματα Λυκόραχης του Γράμμου, το οποίο αποτελεί μια στρατηγική σφήνα, στη διάταξη των δυνάμεων του ΔΣΕ και άρα στρατηγικής σημασίας σημείο. 

Η επιχείρηση κατάληψης του εχθρικού οχυρού οργανώθηκε από τη Σχολή Αξιωματικών του Γενικού Αρχηγείου του ΔΣΕ, και σε αυτή έλαβαν μέρος και τμήματα της 9ης Μεραρχίας Δυτικής Μακεδονίας, μιας από τις πιο αξιόμαχες και δοκιμασμένες μεραρχίες του ΔΣΕ. Η επιχείρηση στα Πατώματα Λυκόραχης, σχεδιάστηκε και προτάθηκε από το διοικητή της 9ης Μεραρχίας, Παλαιολόγου, εγκρίθηκε από το Γενικό Αρχηγείο και εκτελέστηκε με τη διεύθυνση του ίδιου. Ο Δημήτρης Ζυγούρας (Παλαιολόγου), υπήρξε από τους ικανότερους επιτελείς του ΔΣΕ, είχε υπηρετήσει διοικητής της ηρωικής 16ης Ταξιαρχίας, που οργανικά ανήκε στην 9η Μεραρχία και από το 1949 είχε αναλάβει τη διοίκηση ολόκληρης της 9ης Μεραρχίας.

Την επιχείρηση στα Πατώματα Λυκόραχης παρακολουθούσαν εκ μέρους του Γενικού Αρχηγείου του ΔΣΕ, οι Γούσιας και Καλιανέσης, από το παρατηρητήριο της 670ης Μονάδας, του Γενικού Αρχηγείου.

Η οχύρωση και οι δυνάμεις του αντιπάλου υπήρξαν στα Πατώματα Λυκόραχης ιδιαίτερα ισχυρές και η ίδια η μορφολογία του εδάφους καθιστούσε την επιχείρηση εναντίον του, ως μια ιδιαίτερα δύσκολη υπόθεση για το ΔΣΕ, που δε διέθετε αεροπλάνα. Το ύψωμα υπεράσπιζε ενισχυμένη διλοχία του κυβερνητικού στρατού, με διμοιρία πολυβόλων. Η βάση πυρός ήταν ένα πραγματικό φρούριο: Τρεις σειρές πυκνό συρματόπλεγμα περικύκλωνε το οχυρό, μαζί με εκτεταμένα ναρκοπέδια στις πλαγιές του υψώματος. Το ίδιο το ύψωμα ήταν κυκλικό και δέσποζε της γύρω περιοχής, έχοντας σχέδιο πυρός βάθους 150-200 μέτρων. Τα ισχυρά του πολυβολεία έλεγχαν όλες τις προσβάσεις, ενώ ένα σύμπλεγμα βαθιών χαρακωμάτων εξασφάλιζε κατά την ώρα της μάχης, επικοινωνία όλων των σημείων αντίστασης και άμυνας. Παράλληλα, και λόγω των συγκρούσεων, η γύρω περιοχή ήταν σχεδόν απογυμνωμένη από το δάσος, εξασφαλίζοντας στο οχυρό μεγάλη δυνατότητα ορατότητας και σε μεγάλη απόσταση. Τέλος, οχυρό διέθετε δικές του αποθήκες οπλισμού, πυρομαχικών και τροφοδοσίας.

Η επίθεση του ΔΣΕ ξεκίνησε στις 4:30 π.μ. στις 30 Μαΐου του 1949, με ισχυρή προπαρασκευαστική επίθεση τεσσάρων πυροβόλων, από τα οποία, δύο έκαναν ευθεία βολή στα οχυρά του αντιπάλου, επιφέροντας σημαντικές ζημιές. Ατυχές περιστατικό για το ΔΣΕ αποτέλεσε η καταστροφή του ενός πυροβόλου, από έκρηξη βλήματος μέσα στον πυροσωλήνα του, με αποτέλεσμα την αχρήστευσή του και το θάνατο των δύο χειριστών του.

Μετά την προπαρασκευαστική επίθεση, τα τμήματα του ΔΣΕ ξεκίνησαν περικυκλωτική κίνηση του οχυρού, σε σχηματισμό τανάλιας, η οποία κράτησε 11 ώρες. Στις 13:30 της επομένης, τα τμήματα του ΔΣΕ ξεκίνησαν να σπάνε την αντίσταση του αντιπάλου, ανοίγοντας με μεγάλη αυτοθυσία, διόδους ανάμεσα στα συρματοπλέγματα και τα ναρκοπέδια. Σταδιακά, χρησιμοποιώντα αντιαρματικά panzerfaust, χειροβομβίδες και πολυβόλα, οι μαχητές και μαχήτριες του ΔΣΕ κατέλαβαν τα πρώτα πολυβολεία του οχυρού και έπιασαν τους πρώτους αιχμαλώτους.

Από εκεί, η μάχη επεκτάθηκε γύρω και μέσα στη βάση του εχθρού και εξελίχθηκε σε μάχη χαρακωμάτων, για ακόμα τέσσερις ώρες. Προς το απόγευμα, ο αντίπαλος ξεκίνησε να κάμπτεται. Σταδιακά, οι δυνάμεις του ΔΣΕ κατέλαβαν το οχυρό του αντιπάλου, αιχμαλωτίζοντας, όσους από τους άνδρες του 582ου Τάγματος Πεζικού δεν είχαν σκοτωθεί ήδη. Σε όλη τη διάρκεια της μάχης, η κυβερνητική αεροπορία βομβάρδιζε και μυδραλιοβολούσε τα γύρω υψώματα, δίχως ωστόσο να μπορεί να αποτρέψει την έκβαση της μάχης.

Οι απώλειες του ΔΣΕ υπήρξε στη μάχη στα Πατώματα Λυκόραχης σημαντικές, ιδιαίτερα για τους μαχητές και μαχήτριες του ΣΑΓΑ. Ο ίδιος ο διοικητής της Σχολής Τσακμάκης έπεσε πολεμώντας κοντά σε εχθρικό πολυβολείο, κρατώντας στο χέρι του τον πυροσωλήνα από το αντιαρματικό, με το οποίο έριξε και ανατίναξε το πολυβολείο του εχθρού δημιουργώντας ρήγμα εισόδου για τους αντάρτες.

Ο Θανάσης Ανάγνου, υπεύθυνος επιμελητείας της 9ης Μεραρχίας, περιγράφει τη σκηνή της μάχης, στο ημερολόγιό του, ως εξής:

"Μπαίνοντας στην εχθρική βάση, λίγο μετά την κατάληψή της, εκπληρώνοντας διαταγή του στρατηγού για την εξακρίβωση των λαφύρων, αντικρίζω τη φρικτή εικόνα του πεδίου μάχης. 

Τα άμοιρα σώματα των φαντάρων, το ένα δίπλα στο άλλο, μένουν αιώνιοι φρουροί αυτού του υψώματος, για τα αμερικανικά συμφέροντα. Μέσα στα πολυβολεία, στα αμπριά, στα ορύγματα και τα χαρακώματα, δεξιά κι αριστερά, πίσω από κάθε κορμό δέντρου, βλέπεις ένα, δύο, πολλά πτώματα. Η μυρωδιά της μπαρούτης, του καμμένου εδάφους από τις εκρήξεις των βλημάτων και η μυρωδιά των πτωμάτων γέμισαν την ατμόσφαιρα της γύρω περιοχής και σου πιάνεται η αναπνοή.

Αλησμόνητη θα μου μείνει σε όλη μου τη ζωή η εικόνα μιας νεαρής μαχήτριάς μας, που τη βρήκε το εχθρικό βόλι σε στάση μάχης, γονατιστή με το όπλο στο χέρι και το δίκοχό της στραβά φορεμένο, τα μακριά μαλλιά της να τα ξανεμίζει το αγέρι και το βλέμμα της ανοιχτό, στραμμένο προς το εχθρικό πολυβολείο. 

Ολόκληρο το πεδίο της μάχης είναι γεμάτο από σκορπισμένα όπλα, οπλοπολυβόλα, πολυβόλα, βλήματα και πτώματα, που σου δείχνουν τη σκληρότητα της άγριας μάχης".

Στη μάχη στα Πατώματα Λυκόραχης Γράμμου, ο κυβερνητικός στρατός είχε 223 νεκρούς και 177 αιχμαλώτους. Το οχυρό καταλήφθηκε, επισκευάστηκε και κρατήθηκε από την 16η Ταξιαρχία της 9ης Μεραρχίας του ΔΣΕ και χρησιμοποιήθηκε για τις εξίσου φονικές μάχες που θα ακολουθήσουν, τον Αύγουστο του ίδιου έτους, έως και την τελική υποχώρηση του ΔΣΕ.


Φωτογραφίες και χάρτες



Τα Πατώματα, σε σχέση με τα γύρω υψώματά τους. Βορειοδυτικά βρίσκεται η Λυκόραχη. Από το βιβλίο, Στα βήματα του ΔΣΕ - Γράμμος.



Οι θέσεις Πατώματα- Λυκόραχη, σε σύγχρονο χάρτη.



Τμήμα επιχειρησιακού χάρτη του ΔΣΕ. Με κίτρινο εικονίζεται η διάταξη των αμυντικών του θέσεων. Με κόκκινη υπογράμμιση, οι θέσεις Πατώματα- Λυκόραχη, ακριβώς στο κέντρο της διάταξης.



Πηγή: Θανάσης Ανάγνου, Στα κάστρα του αγώνα με το ΔΣΕ, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1998, 142-143.

Κυριακή 24 Ιανουαρίου 2021

Μορφές ηρώων της 16ης Ταξιαρχίας του ΔΣΕ

 

Η 16η Ταξιαρχία του ΔΣΕ, με χώρο ευθύνης τη γραμμή: Γράμμος- Όρλιακας- Άρρενες, υπήρξε τμήμα της 9ης Μεραρχίας του ΔΣΕ, που με τη σειρά της είχε ως χώρο δράσης της Δυτική Μακεδονία. Διοικητής της το 1948 υπήρξε ο Δημήτρης Ζυγούρας (Παλαιολόγου), που μετέπειτα μετατέθηκε στη διοίκηση της Μεραρχίας. Η 16η Ταξιαρχία υπήρξε από τις δυναμικότερες, αποτελεσματικότερες και μαχητικότερες του ΔΣΕ, στο διάστημα 1948-1949.Ακολουθούν ορισμένες άγνωστες σχετικά μορφές, ηρωικών μαχητών και μαχητριών της 16ης Ταξιαρχίας.


Γιώργης Κουκουτάτσιος (Ανδρέαδης): Γεννήθηκε στο Λιτόχωρο Κατερίνης και στην περίοδο της Κατοχής υπήρξε από τους πρωτεργάτες της ΕΑΜικής Εθνικής Αντίστασης στην περιοχή. Υπηρέτησε στον ΕΛΑΣ ως διοικητή ςιδαφόρων τμημάτων και υπήρξε ανάμεσα στους 33 αντάρτες, που στις 30-31/03/1946 χτύπησαν και διέλυσαν το σταθμό της Χωροφυλακής στο Λιτόχωρο. Μετέπειτα αναδείχτηκε σε διοικητή διαφόρων συγκροτημάτων και ταγμάτων του ΔΣΕ και έφθασε στο βαθμό του αντισυνταγματάρχη πεζικού. Σκοτώθηκε τον Απρίλιο του 1949, στο Γράμμο. Μετά θάνατον τιμήθηκε με το μετάλλιο ανδρείας του ΔΣΕ και τον τίτλο του "τιμημένου νεκρού".



Γιώργης Κουκουτάτσιος

Παύλος Παύλος (Φλόγας): Καταγόταν από τα Σέρβια Κοζάνης και υπήρξε, κατά την Κατοχή ανθυπολοχαγός της Σχολής Αξιωματικών του ΕΛΑΣ. Στο ΔΣΕ πέρασε το 1946, εντασσόμενος στο τμήμα των Πιερίων. Αργότερα θα αναδειχθεί σε διοικητή λόχου στο Γράμμο. Η μονάδα του υπεράσπιζε το ύψωμα Κλέφτης, στο οποίο έλαβαν χώρα μερικές από τις πιο αιματηρές συγκρούσεις του Εμφυλίου. Αργότερα, θα αποφοιτήσει από τη Σχολή Σαμποτέρ του Γενικού Αρχηγείου του ΔΣΕ και από τη Σχολή Πολιτικών Επιτρόπων Πόλεων. Υπήρξε και μέλος του ΚΚΕ. Με το βαθμό του ταγματάρχη του ΔΣΕ, θα αναλάβει με το τάγμα του την υπεράσπιση του Βίτσι. Χαρακτηριζόταν από ενεργητικότητα, μαχητικότητα, θάρρος, ηπιότητα με τους μαχητές και τις μαχήτριές του και γενικώς από υποδειγματική συμπεριφορά αξιωματικού. Έχαιρε μεγάλης αγάπης και σεβασμού από όσους υπηρέτησαν μαζί του και υπό τη διοίκησή του.



Παύλος Παύλος. Η φωτογραφία έχει ληφθεί το 1949, στο Γράμμο.

Όμηρος Χριστοφορίδης: Καταγόταν από το Παλατιανό του Κιλκίς. Υπήρξε τοπικό στέλεχος του ΕΛΑΣ και του ΚΚΕ. Στο ΔΣΕ εντάσσεται το 1946 και αναδεικνύεται σε λοχαγό, και διοικητή λόχου. Κρατούσε με μεγάλη επιτυχία τη θέση αυτή, παρά το γεγονός ότι είχε χάσει σχεδόν όλα τα δάχτυλα των ποδιών του, από κρυοπαγήματα. Εκτός αυτού είχε τραυματιστεί συνολικά τέσσερις φορές, σε διάφορες μάχες. Ο Χριστοφορίδης υπήρξε με το λόχο του, από τους τελευταίους υπερασπιστές του Γράμμου και κάλυψε με το τμήμα του την τελική υποχώρηση του ΔΣΕ, εκτός των συνόρων, σώζωντας εκατοντάδες υποχωρούντες μαχητές και μαχήτριες.



Όμηρος Χριστοφορίδης.

Γιάννης Φρονιμόπουλος: Γεννήθηκε στην Κατερίνη το 1931. Όντας ακόμα μαθητής του Γυμνασίου, εντάχθηκε στην ΕΠΟΝ και πολέμησε τους κατακτητές, από τις γραμμές της. Αργότερα, θα οργανωθεί και στο ΚΚΕ. Στο ΔΣΕ εντάχθηκε τον Ιούνιο του 1946, στα Πιέρια. Παρά το νεαρό της ηλικίας του αναλάμβανε ως ανιχνευτής πολλές αποστολές διεκπεραιώνοντάς τις, με ανδρεία και θάρρος. Το καλοκαίρι του 1948 βρισκόταν στον Γράμμο ενταγμένος στη 16η Ταξιαρχία, όπου και τραυματίστηκε. Από τον Ιανουάριο του 1949, εντάσσεται σε λόχο κυνηγών αρμάτων και θα φέρει επάξια αυτή του την ιδιότητα, συμμετέχοντας σε δεκάδες επιχειρήσεις και καταστρέφοντας δεκάδες τεθωρακισμένα και φορτηγά του κυβερνητικού στρατού. Στις 28 Απριλίου του 1949 ονομάζεται ανθυπολοχαγός πεζικού, λόγω της δράσης του. Τον ίδιο μήνα, ο λόχος του μετωνομάζεται σε λόχο σαμποτέρ και ανιχνευτών και αναλαμβάνει την περιοχή του ανατολικού Γράμμου, έως και το Νεστόριο. 

Το τραγικό του τέλος θα έρθει το καλοκαίρι του 1949. Ο Γιάννης Φρονιμόπουλος βρίσκεται σε αποστολή στα μετόπισθεν του εχθρού, μαζί με δύο ακόμα συντρόφους του, όταν πέφτει σε ενέδρα. Οι δύο μαχητές σκοτώνονται από τα πυρά και ο Γιάννης τραυματίζεται βαριά στη σπονδυλική στύλη, αλλά γλιτώνει ανάμεσα στους θάμνους. Μπουσουλώντας επί 14 ημέρες, καθώς τα πόσια του έχουν αχρηστευθεί, ψάχνει ανάμεσα σε μονοπάτια και λαγκαδιές να βρει τους συντρόφους του, αποφεύγοντας, μέσα σε φρικτούς πόνους τον αντίπαλο. Τη 14η ημέρα, ανιχνευτές του λόχου του θα τον εντοπίσουν σε κατάσταση ημιαφασίας, γεμάτο μολυσμένες πληγές. Τον μεταφέρουν στην έδρα του λόχου, αλλά ο Γιάννης θα χάσει τη ζωή του κατά τη μεταφορά. Τάφηκε στο Παλιοκριμίνι, με τιμές.

Γιώργος Σακαλής: Γεννήθηκε στην Κοζάνη και κατά την Κατοχή εντάχθηκε στην ΕΠΟΝ. Κατατάχθηκε στο ΔΣΕ το 1948. Υπηρέτησε σαν σύνδεσμος διοίκησης. Έπεσε μαχόμενος, στις 06/08/1949, στο ύψωμα Γκόλιο- Κάμενικ.


Γιώργος Σακαλής.


Ελένη Σακαλή - Ανάγνου: Γεννήθηκε στην Κοζάνη και κατά την Κατοχή εντάχθηκε στον ΕΛΑΣ, υπηρετώντας στην υποδειγματική διμοιρία γυναικών της Χ Μεραρχίας. Πέρασε στο ΔΣΕ, τον Αύγουστο του 1946 και υπήρξε από τις τρεις πρώτες αντάρτισσες της περιοχής. Αργότερα θα αναδειχθεί σε ανθυπολοχαγό της Υγειονομικής Σχολής του Γενικού Αρχηγείου, στο Βίτσι (1948). Θα πολεμήσει ως μαχήτρια σε διάφορα τμήματα διοίκησης, διαφόρων μονάδων του ΔΣΕ και τελικώς θα τοποθετηθεί στη διεύθυνση του Υγειονομικού Σταθμού της 16ης Ταξιαρχίας στο Γράμμο. Στην υπερορία θα νυμφευθεί το διοικητή του ΙΙΙου Γραφείου της 16ης Ταξιαρχίας (Επιμελητεία), Θανάση Ανάγνου.



Ελένη Σακαλή - Ανάγνου.


Γιώργος Γεωργιάδης: Γεννήθηκε στην Κατερίνη και κατά την Κατοχή εντάχθηκε στην οργάνωση της ΕΠΟΝ της πόλης του. Πέρασε στο ΔΣΕ, τον Απρίλιο του 1947. Φοίτησε και ολοκλήρωσε τη Σχολή Αξιωματικών του Γενικού Αρχηγείου του ΔΣΕ και αμέσως μετά έλαβε μέρος στις μάχες του Γράμμου και του Βίτσι, το καλοκαίρι του 1948. Στις μάχες στο Δερβένι θα μείνει ανάπηρος από το ένα μάτι του.



Γιώργος Γεωργιάδης


Δημήτρης Ζυγούρας (Παλαιολόγου): Γεννήθηκε στη Βουνοχωρίνα, του Βοΐου Κοζάνης και υπηρέτησε κατά την Κατοχή στον ΕΛΑΣ, στη θέση του διοικητή του 27ου Συντάγματος Κοζάνης. Πέρασε στο ΔΣΕ το 1946 και οργανώθηκε και στο ΚΚΕ. Θα πολεμήσει αρχικά στο συγκρότημα Βοΐου- Μπούρινου και μετέπειτα θα αναδειχθεί στη θέση του διοικητή της 16ης Ταξιαρχίας, από την ίδρυσή της, έως τον Αύγουστο του 1948, οπότε και θα περάσει στη θέση του διοικητή της 9ης Μεραρχίας, έως την υποχώρηση του ΔΣΕ, τον Αύγουστο του 1949.



Δημήτρης Ζυγούρας (Παλαιολόγου)