Δευτέρα 11 Φεβρουαρίου 2019

Από τη μυθιστορηματική ζωή της Κικής Τροχάτου- Πολυγένη - μέρος 1ο


Έφυγε από τη ζωή πρόσφατα, η αγωνίστρια του ΔΣΕ Πελοποννήσου, Κική Τροχάτου- Πολυγένη, που δεν είχαμε την τύχη να γνωρίσουμε παρά μόνο μέσα από το βιβλιαράκι, που ο γιος της μας έστειλε. Ένα βιβλίο με κτερίσματα της ζωής και του αγώνα της, που γράφηκε ως "χοή" όχι μόνο για τη μάνα, αλλά και για τη μαχήτρια και την αντάρτισσα, που ήταν η Κική Τροχάτου- Πολυγένη.

Πριν ξεκινήσουμε το αφιέρωμα αυτό στη μυθιστορηματική ζωή και τον αγώνα της Κικής Τροχάτου, θα θέλαμε να ευχαριστήσουμε τον Νίκο, γιο της Κικής, για την τιμή που μας έκανε να μοιραστεί αυτό το πλούσιο υλικό για τη μητέρα του.


Μαχήτρια στο ΔΣΠ.

Μέρος πρώτο: Από την Κατοχή στην Άρνα, στα βουνά με τον Ξυδέα


Γεννημένη στο χωριό Άρνα της Λακωνίας, το 1931, η Κική μεγάλωσε στους κόλπους μιας οικογένειας που  ήταν δοσμένη ολόψυχα στον αγώνα για την αποτίναξη του κατοχικού ζυγού. Το χωριό της, υπήρξε στόχος πολλών επιδρομών των Γερμανών, με τους κατοίκους του να τρέχουν να κρυφτούν στα γύρω υψώματα για να ξεφύγουν από τις επιδρομές τους. 

Θυμάται η Κική:

"Σε  μια  τέτοια  επιδρομή  φορτώθηκα "αμπλέτσια", στην πλάτη μου δηλαδή, τη μικρή μου  ξαδελφούλα  και  τρέχοντας  όσο  μπορούσα βγήκα στην ανηφόρα πάνω από το σπίτι μου, με κατεύθυνση  το  αμπέλι  του  πατέρα  μου  για  να κρυφτούμε. Φτάνοντας εκεί ,το μονοπάτι χωρίζει δεξιά για την Κερασίτσα, αριστερά για τη μεγάλη Μούσγα,  ακριβώς  μπροστά  στη  περίφραξη  από ξερολιθιά  του  αμπελιού.  Εκεί  ακριβώς  τρεις Γερμανοί  στρατιώτες  είχαν  στήσει  το  βαρύ πολυβόλο τους. Με τη σκοτεινή κάννη να κοιτάει εμάς τα δυο κοριτσάκια, προχώρησα και έκανα αριστερά στον ανήφορο, λέγοντας μέσα μου μη φοβάσαι, μη φοβάσαι. Δεν μας πείραξαν, γέλασαν μόνο και μας άφησαν να περάσουμε, ενώ έβαλαν κατά τα καταράχια της Κοτσατίνας, πού μια γριά –η μάνα του μπάρμπα Χρήστου του Κιτσιού- "τσο τσο" σαλάγαγε τις γίδες της να τις βγάλει από τον 
κλοιό."

Ο αδελφός της Κικής, Δημήτρης ήταν υπεύθυνος για τη φύλαξη Άγγλων πρακτόρων του Συμμαχικού Στρατηγείου, όντας οργανωμένος στον ΕΛΑΣ. Η μικρή Κική τους πήγαινε τακτικά φαγητό, όντας και αυτή μυημένη στον κοινό αγώνα. Με τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας το 1943, όλο το χωριό Άρνα, μαζί και η οικογένεια της Κικής πήραν στο σπίτι τους 2-3 Ιταλούς στρατιώτες, για να τους γλιτώσουν από τους Γερμανούς πρώην συμμάχους τους.

Στις πικρές μέρες του 1945, ο αδελφός της Κικής Δημήτρης, που έλαβε μέρος στη μάχη της Μηλιάς δέχθηκε επίθεση παρακρατικών του Παυλάκου, που τον τραυμάτισαν στην κοιλιά. Πέθανε λίγο μετά τον Απρίλιο ή Μάιο του ίδιου έτους:

"Τον φέραμε τον αδελφό μου στο χωριό που τώρα  είχαν  εγκατασταθεί  οι  χίτες  του  Μπογέα. Βγάλανε ανακοίνωση να μην πάει κανένας στην κηδεία, ούτε να τον κλάψει κανείς. Παρόλα αυτά βρεθήκανε Αρνιώτισσες που κλάψανε τον αδελφό μου το Μήτσο. Οι χίτες τις περιποιήθηκαν με ένα χέρι ξύλο για αυτή τους την σπονδή στο νεκρό αδελφό  μου.  Άγρια  τα  χρόνια  εκείνα  και  η τρομοκρατία  έδινε  και  έπαιρνε."

Σύντομα, το ανταρτοχώρι Άρνα γνώρισε το ζόφο του μεταβαρκιζιανού παρακράτους:

"Το ξύλο και οι βιασμοί αφήσανε το στίγμα τους  στο  χωριό.  Μανάδες  εξαναγκάστηκαν  να είναι παρούσες στο βιασμό των θυγατέρων τους από χίτες, όλο το περιθώριο και το κατακάθι της Μάνης, πήρε ένα όπλο και απόκτησε δικαίωμα στη ζωή και στην ψυχή των ανθρώπων. Θυμάμαι ένα  βράδυ,  που  χίτες  έδερναν  στο  αλώνι  μια κοπέλα και οι κραυγές της ακούγονταν σε όλο το χωριό, βάζανε τα άλογα να την πατήσουν και αυτά πέρναγαν  από  πάνω  της.  Σκεφτόμουνα  δεν υπάρχει  ένας  πατέρας,  ένας  αδελφός,  ένας χωριανός ,να τη λυτρώσει με κάποιο τρόπο από το μαρτύριο."

Το 1946 βρίσκει την Κική Τροχάτου μαθήτρια γυμνασίου στο Γύθειο. Το χιταριό του Γυθείου έκανε αφόρητη τη ζωή των κατοίκων. Ακόμα και οι καθηγητές και ορισμένοι μαθητές του Γυμνασίου ήταν ένοπλοι. Η Κική εναλλάσσει τις μέρες της ανάμεσα στο σχολείο του Γυθείου και στο οικογενειακό της σπίτι στο χωριό. Στο ίδιο έτος θα βιώσει ένα ακόμα φοβερό περιστατικό θηριωδίας:

"Όταν τέλειωσαν με το γλέντι, ο Γερακάρης μάζεψε  το  συρφετό  του,  έδωσε  μερικά παραγγέλματα,  κάποιες  εντολές  τους  και  τους ρώτησε  αν  θέλει  κάποιος  να  πει  κάτι.  Βγήκε μπροστά ένας ξάδελφος του, απ' ότι μάθαμε μετά και του ζήτησε άδεια να πάει στο χωριό τους στη Μάνη,  για  κάποιο  οικογενειακό  του  θέμα.  Ο Γερακάρης  τράβηξε  το  πιστόλι  του,  τον πυροβόλησε  στο  κεφάλι  και  τον  άφησε  νεκρό, κεραυνόπληκτο μπροστά σε όλους." 

Το 1947, η Κική Τροχάτου θα γίνει μάρτυρας της σφαγής των πολιτικών κρατουμένων στις Φυλακές Γυθείου, από τις παρακρατικές συμμορίες, που αφηνιασμένες από την εκτέλεση του Κατσαρέα αιματοκύλησαν το Γύθειο. Το ίδιο έτος, η Κική στέλνεται από τους γονείς της στη Σπάρτη για να γλιτώσει από τους διώκτες του αδερφού της, που τώρα είχαν στοχεύσει αυτήν. Εκεί θα βιώσει ένα απίστευτο περιστατικό:

"Μια  μέρα  ένας  μαθηματικός,  Δεμέστιχας λεγότανε, με ρώτησε από ποιο χωριό είμαι. Πάλι εγώ άρχισα να απαντάω με ασάφεια, ένα μικρο χωριό, πέντε σπίτια είναι, δεν το ξέρετε και τέτοια λόγια. Αυτός όμως επέμενε και επιτακτικά ρώταγε και ξαναρώταγε. Αναγκάστηκα να του πω ότι είμαι από την Άρνα. Το κομμουνιστοχώρι ,μονολόγησε εκείνος  και  με  κοίταγε  καλά  καλά.  Εγώ φοβήθηκα αλλά δεν ήξερα τι να κάνω. Με ρώτησε πως με λένε και όταν του είπα Τροχάτου, πήδηξε από την έδρα και ήρθε μπροστά μου ,ρωτώντας με αν ξέρω την Βαγγελιώ Τροχάτου. Είπα μέσα μουτετέλεσται και άρχισα να τρέμω μη μπορώντας να μιλήσω. Με ξαναρώτησε και τότε του είπα ότι η Βαγγελιώ  Τροχάτου  είναι  μάνα  μου.  Αυτός σοκαρίστηκε,  με  αγκάλιασε  ,μου  είπε  να  μη φοβάμαι  και  είπε  σε  ένα  συμμαθητή  μας,  τον καλό  μαθητή,  να  κρατήσει  την  τάξη  μέχρι  να γυρίσει. Εγώ ήμουνα αποσβολωμένη. Μου είπε να μαζέψω τα πράγματα μου και να πάω μαζί του. Έτσι έκανα, με πήρε από το χέρι και φύγαμε από την τάξη και από το σχολείο. Εγώ πήγαινα και δεν πήγαινα,  δεν  ήξερα  τι  να  υποθέσω,  που  με πήγαινε. Κοντοστάθηκα και αυτός κατάλαβε τους φόβους  μου  και  μου  είπε  ότι  αν  μείνω  στο σχολείο κινδυνεύω. Να του έχω εμπιστοσύνη και ότι θα μου εξηγήσει γιατί πρέπει να φύγουμε από το σχολείο. Με πήγε σε ένα παλιό χαμηλό σπιτάκι στο  λοφάκι  της  Πυροσβεστικής  της  Σπάρτης. Άνοιξε μια γριούλα που την έλεγε θεία και της είπε να  με  κρατήσει  μαζί  της  για  τρεις  μέρες, μέχρι να με ξαναπάρει μαζί του. Να μη βγούμε από  το  σπίτι,  ούτε  να  έρθουν  επισκέπτες.  Τη ρώτησε αν έχει τρόφιμα και έφυγε λέγοντας ότι θα ξανάρθει. 

Έτσι έμεινα με τη γιαγιά κλεισμένη στο σπίτι, χωρίς να ξέρω τι συμβαίνει και πως πρέπει να ενεργήσω. Την  άλλη  μέρα  ήρθε  ο  καθηγητής Δεμέστιχας και μου είπε τι συνέβαινε. Σε κάποια μάχη  μεταξύ  ανταρτών  και  χιτών,  οι  αντάρτες φέρανε  στο  χωριό,  στο  σχολείο,  κρατούμενους χίτες τραυματίες. Αυτούς πάλι οι μάνα μου τους γιατροπόρεψε  ,τους  έπλυνε  και  τους  τάισε. Έστελνε και μένα και πήγαινα στους τραυματίες φαΐ.  Ανάμεσά  τους,  ήταν και  δυο  αδέλφια  του καθηγητή. Είχε έρθει από τη μέσα Μάνη και η γριά μάνα τους να βρει τα παιδιά της και η δική μου  μάνα,    περιποιήθηκε  την  ταλαιπωρημένη γριά,  την  κοίμισε  σπίτι  μας  και  την  κράτησε μέχρις ότου πάρει τα παιδιά της και φύγει. Έτσι ο καθηγητής ένοιωσε ότι πρέπει να με προστατέψει. 

Να με προστατέψει από τι τον ρώτησα. Μου είπε ότι είναι δεξιός φανατικός. Με ρώτησε αν ξέρω έναν Παυλάκο από το χωριό μου και του είπα ναι και ότι μου σκότωσε τον αδελφό. Αυτός λοιπόν, με είδε  μια  μέρα  να  μπαίνω  στο  σχολείο  και γνωρίζοντας  τον  καθηγητή,  του  μήνυσε  να  με βγάλει έξω από το σχολείο για να με πάει στο χαρέμι στα Λεβέτσοβα. Εκεί οι αλήτες, μάζευαν τα  απροστάτευτα  κορίτσια  των  αριστερών  που είχαν σκορπίσει και είχαν φτιάξει χαρέμι. Μου είπε λοιπόν ο Δεμέστιχας ότι έπρεπε να φύγω από τη  Σπάρτη  για  την  Αθήνα  και  ότι  θα  κανόνιζε αυτός  να  φύγω  μαζί  με  νεοσύλλεκτους  που πήγαιναν  Τρίπολη,  για  προστασία."

Έτσι, η Κική Τροχάτου διέφυγε στην Αθήνα, όπου διέμεινε σε σπίτι οικογένειας γνωστών του εξαδέλφου της, που υπηρετούσε στη Χωροφυλακή. Στην Αθήνα, η διαμονή της Κικής θα διαρκέσει τέσσερις μήνες. Το 1948, ο πατέρας της θα της μηνύσει να επιστρέψει στο χωριό, που η κατάσταση ήταν ελαφρώς καλύτερη. Το Πάσχα του 1948, αντάρτες του ΔΣΠ θα κατέβουν στο χωριό και θα επιστρατεύσουν νέους και νέες. Μαζί τους θα επιστρατευθεί και η Κική Τροχάτου. Ξεκινά μια δύσκολη πορεία στο χιονισμένο Ταϋγετο, που θα καταλήξει μέρες μετά στα Ριζάνια, ένα μεγάλο οροπέδιο, στο οποίο ο ΔΣΠ είχε οργανώσει στρατόπεδο.

Η Κική τοποθετείται σε ομάδα γυναικών μαχητριών, με επικεφαλής την Πίτσα Καστάνη. Οι γυναίκες την υποδέχονται με στοργή. Σύντομα, η Κική θα ξεκινήσει τη στρατιωτική εκπαίδευση:

"Ο  διμοιρίτης,  δεν  θυμάμαι  το  όνομά  του πια, ήταν καλός άνθρωπος και καλός επικεφαλής. Φρόντιζε για τη διμοιρία μας, για το φαγητό μας, για την εκπαίδευσή μας. Μας μάθαινε να μετράμε αποστάσεις  με  το  δάχτυλο,  λύναμε  και  δέναμε όπλα,  πως  σημαδεύουμε  με  το  όπλο,  πόσο μακρυά  βαράει  το  κάθε  όπλο,  δραστικό βεληνεκές το λέγαμε, κάναμε σκοποβολή. Κάποια φορά, ζωγράφισε ένα κύκλο σε ένα χαρτί και το κάρφωσε σε ένα δέντρο. Ρίξε και συ Κική, μου είπε. Ο πατέρας μου, ήταν δεινός κυνηγός και μου  είχε  μάθει  να  σκοπεύω.  Έτσι  πήρα  την αραβίδα, σημάδεψα στον πόδα του στόχου και έριξα. Κέντρο. Σούσουρο έγινε από τους αντάρτες που  έβλεπαν,  ενώ  ο  διμοιρίτης  μου  είπε  να ξαναρίξω. Πάλι κέντρο έριξα, ενώ ο επικεφαλής έλεγε ότι δεν είναι δυνατόν. Με έβαλαν να ρίξω και  τρίτη  φορά,  πάλι  κέντρο  πήγα,  ενώ  ο διμοιρίτης ,με ρώτησε που έμαθα να σκοπεύω. Του είπα βέβαια."

Μετά την εκπαίδευση, η Κική και οι άλλοι νεοσύλλεκτοι θα τοποθετηθούν σε διάφορες ομάδες, λόχους και τάγματα. Η Κική θα μείνει στα Ριζάνια, στο τάγμα του Κώστα Ξυδέα. Συνεχίζει τη στρατιωτική της εκπαίδευση, με εκπαιδευτή τον Μπουραζάνη. Αργότερα, θα παραλάβουν στολές, οπλισμό και θα ορκιστούν τον όρκο του ΔΣΕ.

Η Κική θα περάσει κατόπιν στη μάχιμη δράση, μαζί με το τάγμα Ξυδέα:

"Είχαμε και τις πρώτες μας αψιμαχίες. Χίτες του Καμαρινέα ερχόντουσαν επιδρομικά από τη μεριά  της  Καλαμάτας,  ή  στρατός  με  πολίτες οδηγούς ανέβαιναν για να μας διώξουν από τη θέση  μας,  γιατί  ήταν  πολύ  ισχυρή  και  έλεγχε μεγάλη περιοχή γύρω της. Τότε βγάζαμε ενεδρικά δυνάμεις  μας,  μια  ομάδα  ή  δυο  και  τους εμποδίζαμε  με  πυρά  απαγορεύσεως  να προχωρήσουν. Κάποια φορά, ήμουνα γεμιστής σε πολυβόλο με τον Μπελεσέα. Σκοτώθηκε στη μάχη της Δημητσάνας. Είχε ομίχλη και ακούγαμε τις ομιλίες τους μπροστά μας, έτσι γίνεται όταν έχει ομίχλη,  τους  ακούς  δίπλα  σου.  Ξαφνικά τραβήχτηκε  η  ομίχλη  και  είδαμε  την εμπροσθοφυλακή  τους  στα  τριάντα  μέτρα.  Ο Μπελεσέας πήρε το πολυβόλο, εγώ τα σακίδια με τις ταινίες, ενώ με τράβηξε να φύγουμε γρήγορα από  κει."

Μετά τη μάχη αυτή, η Κική Τροχάτου συναντά ξανά τους μαχητές του Ξυδέα που ανασυγκροτούνται στην περιοχή Μούζια. Αργότερα, θα λάβει μέρος σε μια μυθιστορηματική επιχείρηση κατασκοπευτικής φύσης:

"Την Αρτεμησία μεγάλο και όμορφο χωριό, την είχαν πιάσει οι χωροφύλακες. Αποφασίστηκε να τους βγάλουμε από κει για να μεγαλώσουμε το ζωτικό  μας  χώρο.  Πράγματι  με  ευκολία  τους διώξαμε,  μαζέψαμε  και  ότι  άφησαν  πίσω  τους. Εκεί, μια παλιότερη αντάρτισσα ήρθε και με πήρε κατά  μέρος.  Θα  πάμε  αποστολή  μου  είπε. Ενημέρωσα την ομάδα μου και μαζευτήκαμε 7 αντάρτισσες να μας πει τι θα κάναμε. Θα κάναμε κατασκοπεία μας είπε και γελάσαμε όλες. Μόλις σουρούπωσε  ξεκινήσαμε  τον  κατήφορο  και φτάσαμε γρήγορα έξω από την Καλαμάτα, προς τη μεριά της Μάνης. Εκεί μέσα σε ένα μπαξέ με πορτοκαλιές και λεμονιές ήταν ένα σπιτάκι. Μας άνοιξε  μια  μεγαλύτερη  κοπέλλα,  ήταν  η Χρυσούλα  η  Κουτίβα.  Ήταν  από  πλούσια 
οικογένεια και πολύ οργανωμένη. 

Από κάτω από το σπιτάκι είχε υπόγεια δωμάτια με κρυμμένες πόρτες, πίσω από ράφια, πίσω από ντουλάπες, καταπακτές  κλπ.  Είχε  τα  πάντα  εκεί  μέσα. Τρόφιμα,  ρούχα  στρατιωτικά,  ραδιόφωνα,  όπλα και  σφαίρες.  Κατά  τις  δέκα  βγάλαμε  τα στρατιωτικά  και  φορέσαμε  κανονικά  γυναίκεια φουστάνια.  Όχι  όλες  όσες  πήγαμε, τέσσερις ντυθήκαμε. Μας χτένισε η Χρυσούλα, μας έδωσε και κάτι δίσκους με γλυκά , πλαστές ταυτότητες και  ονομαστικές  προσκλήσεις  και  ξεκινήσαμε. 

Κατάσαρκα,  μέσα  από  τα  ρούχα  μας,  με επιμέλεια κρυμμένα πιστόλια, κολλημένα πάνω μας με λευκοπλάστ, για προστασία μας. Στο  λιμάνι  της  Καλαμάτας,  πάνω  σε  ένα πλοίο,  ο στρατιωτικός  διοικητής  στη  Μεσσηνία, για τη γιορτή του έκανε δεξίωση. Πηγαίναμε τάχα να συγχαρούμε και για τις επιτυχίες του κατά των ανταρτών.  Στη  σκάλα  του  πλοίου,  έλεγξαν  τις ταυτότητες,  τις  προσκλήσεις  και  περάσαμε  στο σαλόνι  του  πλοίου.  Είχε  στρογγυλά  στρωμένα τραπέζια  με  αξιωματικούς  και  πολίτες κουστουμαρισμένους  με  τις  γυναίκες  τους. Κράταγα την ανάσα μου για να δείχνω ψύχραιμη. Κάποια στιγμή μια ωραία κυρία, ήρθε και μας χαιρέτησε  και  είπε  στην  ομαδάρχη  μας,  την παλιότερη αντάρτισσα, να πάμε στην κουζίνα για 
να  σερβιριστούμε.  

Όταν  πήγαμε  και  ενώ κοιτάγαμε  τάχα  τους  δίσκους  με  τα  φαγητά, αστραπιαία η ωραία κυρία βγάζει κάτι χαρτιά από κάπου  που  είχε  κρυμμένα,  τα  δίνει  στην ομαδάρχη μας η οποία τα έκρυψε στο στήθος της. Μας είπε τότε η ομαδάρχης ότι η δουλειά μας έγινε και ξεκινήσαμε να φύγουμε. Η  όμορφη  κυρία,  ήταν  γυναίκα  του ανώτερου στρατιωτικού διοικητή. Τα χαρτιά ήτανε τα σχέδια των εκκαθαριστικών του στρατού κατά των  ανταρτών  που  τα  είχε  υποκλέψει  από  τον άντρα της. Ο λόγος, ήταν ο έρωτάς της για ένα αξιωματικό του στρατού που ήτανε στους αντάρτες μαζί μας. 

Αυτός της είχε πει ότι την αγαπάει και θα την παντρευτεί αν αφήσει τον άντρα της. Στο μεταξύ αυτή του έδινε σχέδια επιχειρήσεων του στρατού και παίρναμε τα μέτρα μας."


Συνεχίζεται

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου