Κυριακή 10 Ιουνίου 2012

Η διάλυση της Κομμουνιστικής Διεθνούς και η επίδρασή της στο Διεθνές Κομμουνιστικό Κίνημα


«Στις 22 του Μάη 1943 η Εκτελεστική Επιτροπή της Κομμουνιστικής Διεθνούς έκανε γνωστή στον κόσμο μια απόφαση με την οποία προτεινόταν: "Να διαλυθεί η Κομμουνιστική Διεθνής σαν καθοδηγητικό κέντρο του διεθνούς εργατικού κινήματος και τα τμήματά της ν' απαλλαγούν από τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το καταστατικό της Κομμουνιστικής Διεθνούς και τις αποφάσεις των Συνεδρίων της". Η απόφαση έλεγε: "Το Προεδρείο της Εκτελεστικής Επιτροπής της Κομμουνιστικής Διεθνούς, μη μπορώντας, λόγω των συνθηκών, που δημιούργησε ο παγκόσμιος πόλεμος, να συγκαλέσει συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς, υποβάλλει για έγκριση στα τμήματα της Κομμουνιστικής Διεθνούς την παρακάτω πρόταση" (διάλυσης). Την απόφαση την υπέγραφαν τα μέλη της Εκτελεστικής Επιτροπής της Κομμουνιστικής Διεθνούς: Γκότβαλντ, Ντιμιτρόφ, Ζντάνοφ, Κολάροφ, Κόπλενιγκ, Κουούσινεν, Μανουίλσκι, Μαρτί, Πικ, Τορέζ, Φλορίν και Ερκολι (Τολιάτι), και την υποστήριζαν με τις υπογραφές τους αντιπρόσωποι των Κομμουνιστικών Κομμάτων της Ιταλίας, της Ισπανίας, της Φινλανδίας, της Ρουμανίας, της Ουγγαρίας. Η απόφαση πάρθηκε ομόφωνα στις 15 του Μάη 1943 στη Μόσχα»1.
Η απόφαση δημοσιοποιήθηκε στην εφημερίδα «Πράβντα» και στο περιοδικό «Κομουνίστ».
Η συζήτηση του Προεδρείου ξεκίνησε στις 13 του Μάη 1943. Σ' αυτήν συμμετείχαν: «Τα μέλη του Προεδρείου της ΕΕ της ΚΔ, Γ. Δημητρώφ, Δ. Μανουίλσκι, Β. Πικ, Μ. Τορέζ, Α. Μαρτί, Ι. Κοπλένιγ, Β. Κολάροφ. Τα μέλη και τα αναπληρωματικά μέλη της ΕΕ της ΚΔ, Δ. Ιμπαρούρι, Μ. Ράκοσι, Β. Ούλμπριχτ, Γ. Σβέρμα, Βολφ (Μ. Φάρκας), οι αντιπρόσωποι των κομμάτων, Α. Πάουκερ (Κομμουνιστικό Κόμμα της Ρουμανίας), Βλάσοφ (Βλάχοβιτς) (Κομμουνιστικό Κόμμα της Γιουγκοσλαβίας), Ι. Λέχτινεν (Κομμουνιστικό Κόμμα της Φινλανδίας)»2.
Η απόφαση του Προεδρείου κοινοποιήθηκε στα κόμματα - τμήματα της Γ΄ Διεθνούς προκειμένου να αποφασίσουν αν θα την κάνουν αποδεκτή, αφού στις συγκεκριμένες συνθήκες του πολέμου κρίθηκε αδύνατη η διεξαγωγή Συνεδρίου της Διεθνούς για να αποφασιστεί αυτό το θεμελιακής σημασίας ζήτημα.
Η διαδικασία ολοκληρώθηκε με τη γνωστοποίηση των αποφάσεων των κομμάτων στο Προεδρείο της Εκτελεστικής Επιτροπής της Κομμουνιστικής Διεθνούς, τις οποίες και συζήτησε στην τελευταία συνεδρίασή του στις 8 του Ιούνη 1943.
Στην απόφαση αναφέρεται: «Από τις 10 του Ιούνη 1943 η Εκτελεστική Επιτροπή της Κομμουνιστικής Διεθνούς, το Προεδρείο και η Γραμματεία της Εκτελεστικής Επιτροπής, καθώς και η Διεθνής Επιτροπή Ελέγχου θεωρούνται διαλυμένες»3.
Στην ίδια απόφαση αναφερόταν:
«1. Η πρόταση για διάλυση της Κομμουνιστικής Διεθνούς εγκρίθηκε ομόφωνα απ' όλα τα τμήματα (συμπεριλαμβανομένων και των πιο σημαντικών) που μπόρεσαν να γνωστοποιήσουν την απόφασή τους.
2. Αρχίζοντας από τις 10 του Ιούνη 1943 η Εκτελεστική Επιτροπή της Κομμουνιστικής Διεθνούς, το Προεδρείο και η Γραμματεία της Εκτελεστικής Επιτροπής καθώς και η Διεθνής Επιτροπή Ελέγχου θεωρούνται διαλυμένες.
3. Αναθέτει σε μια επιτροπή, αποτελούμενη από τους Ντιμιτρόφ (πρόεδρο), Μ. Ερκολι (Τολιάτι), Ντμίτρι Μανουίλσκι και Βίλχελμ Πικ, να διευθετήσει τις υποθέσεις, να διαλύσει τα όργανα, να απαλλάξει το προσωπικό και να εκκαθαρίσει τα περιουσιακά στοιχεία της Κομμουνιστικής Διεθνούς»4.
Την απόφαση υπέγραψε για το Προεδρείο της Εκτελεστικής Επιτροπής της Κομμουνιστικής Διεθνούς ο Γκ. Ντιμιτρόφ με ημερομηνία 10 του Ιούλη 1943.
Σύμφωνα με την απόφαση του Προεδρείου, η διάλυση της Διεθνούς κρίθηκε αναγκαία γιατί «η οργανωτική μορφή συνένωσης των εργατών, που διάλεξε το πρώτο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς και που ανταποκρινόταν στις ανάγκες της αρχικής περιόδου αναγέννησης του εργατικού κινήματος, ξεπερνιόταν ολοένα και περισσότερο στο βαθμό που αναπτυσσόταν το κίνημα αυτό και γίνονταν περίπλοκα τα προβλήματά του στις διάφορες χώρες, ή και μάλιστα γινόταν εμπόδιο στην παραπέρα εδραίωση των εθνικών εργατικών κομμάτων»5.
Υπήρχε, επίσης, η εκτίμηση ότι «η πανεθνική άνοδος και η κινητοποίηση των μαζών για την πιο γρήγορη νίκη κατά του εχθρού μπορούν καλύτερα και πιο καρποφόρα να πραγματοποιηθούν από την πρωτοπορία του εργατικού κινήματος της κάθε χώρας στα πλαίσια του κράτους της»6.
Φαίνεται, λοιπόν, ότι υπήρχαν προβληματισμοί από ηγέτες διαφόρων κομμάτων, αλλά και από ηγετικά στελέχη της Διεθνούς ότι η Διεθνής παρεμποδίζει την αυτοτέλεια στη δράση των Κομμουνιστικών Κομμάτων. Τέτοιοι προβληματισμοί εκφράζονταν ακόμη πριν τον πόλεμο. Ακόμη φαίνεται πως αυτό το ζήτημα, ακόμη και αν ήταν υπαρκτό, μπορούσε να αντιμετωπιστεί στα πλαίσια της Διεθνούς, και όχι να οδηγήσει στην άποψη για διάλυσή της.
Το 7ο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς και η Εκτελεστική της Επιτροπή7«συνιστούσε να μην αναμειγνύεται άμεσα στις εσωτερικές οργανωτικές υποθέσεις των Κομμουνιστικών Κομμάτων». Για παράδειγμα, ο Μ. Τορέζ, κατά τη συζήτηση στο Προεδρείο του ζητήματος της διάλυσης της Διεθνούς, αφού την υποστήριξε, είπε: «Η παλιά μορφή διεθνούς συνένωσης των εργατών ξεπεράστηκε. Το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα ήδη πριν από τον πόλεμο αναπτυσσόταν χάρη στην εφαρμογή της πολιτικής του λαϊκού μετώπου. Τώρα στη Γαλλία μετά την κατάχτησή της από τους χιτλερικούς δημιουργήθηκε η βάση για ένα πλατύτατο "εθνικό μέτωπο"». Ο Τορέζ είπε επίσης ότι η απόφαση για τη διάλυση «θα συμβάλει στη διεύρυνση του εθνικού αντιχιτλερικού μετώπου στη Γαλλία»8.
Επίσης, ο Τολιάτι στην αυτοβιογραφία του, σχετικά με το συγκεκριμένο ζήτημα, έδωσε την εξής εξήγηση: «Από τότε που το κομμουνιστικό κίνημα είχε φουντώσει στις μεγαλύτερες χώρες της Ευρώπης, η Διεθνής είχε αλλάξει βαθιά τη διάρθρωσή της. Τα εθνικά τμήματα είχαν αναπτύξει τη δράση τους με πλέρια αυτονομία, ακολουθώντας ωστόσο μια κοινή γραμμή. Το προτσές δημιουργίας ενός καινούριου στρώματος καθοδηγητών του εργατικού ευρωπαϊκού κινήματος είχε φτάσει σε καταπληκτικά αποτελέσματα και κάθε κόμμα μπορούσε να τραβήξει μπροστά μόνο του. Η απόφαση να διαλυθεί η Κομμουνιστική Διεθνής σαν συγκεντρωτική οργάνωση δεν ήταν επομένως τίποτε άλλο παρά η τυπική αναγνώριση ενός τετελεσμένου γεγονότος, μιας αλλαγής και μιας ανάπτυξης που είχαν πια πραγματοποιηθεί»9.
Επομένως, ορισμένοι ηγέτες Κομμουνιστικών Κομμάτων θεωρούσαν ήδη τελειωμένη υπόθεση τη Διεθνή, σύμφωνα με τις παραπάνω τοποθετήσεις, γεγονός που δείχνει ότι δεν υπήρχαν πλέον περιθώρια για διαφορετική αντιμετώπιση.
Βεβαίως, πρέπει να πούμε ότι τα Κομμουνιστικά Κόμματα είχαν αυτοτέλεια στη δράση τους στη δική τους χώρα το καθένα και δεν τα εμπόδιζε σ' αυτό η Διεθνής. Δεν υπήρχε ζήτημα «επέμβασης της Διεθνούς στις οργανωτικές υποθέσεις των Κομμάτων». Αλλωστε, η Κομμουνιστική Διεθνής επεξεργαζόταν και εξασφάλιζε την εφαρμογή της στρατηγικής και ταχτικής του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος. Το γεγονός ότι υπήρχαν πολύ πριν την απόφαση προβληματισμοί σε σχέση με την πορεία και την αναγκαιότητα ύπαρξης της Διεθνούς φαίνεται και από δύο ζητήματα που θέτει ο Φόστερ.
Το ένα είναι ότι «οι κομμουνιστές έκριναν πως η αναστολή του ανεκτίμητου δικαιώματος διεθνούς οργάνωσης αποτελεί πραγματική θυσία, που έπρεπε να γίνει για το κέρδισμα του πολέμου και για τη διευκόλυνση της διαφύλαξης της ειρήνης στη μεταπολεμική περίοδο»10. Εδώ ο Φόστερ μιλά για αναστολή της δράσης της Διεθνούς.
Το δεύτερο είναι ότι «στην αρχική πρόταση διάλυσης τονιζόταν το εξής: "Η Εκτελεστική Επιτροπή της Κομμουνιστικής Διεθνούς καθοδηγήθηκε από τις ίδιες αρχές, όταν έλαβε υπόψη και συμφώνησε με την απόφαση του Κομμουνιστικού Κόμματος των Ενωμένων Πολιτειών της Αμερικής, του Νοέμβρη του 1940, να βγει από την Κομμουνιστική Διεθνή"»11.
Επιβεβαιώνει δε ότι «πολύ ακόμα καιρό πριν από τον πόλεμο γινόταν όλο και πιο σαφές πως όσο γινόταν πιο περίπλοκη, τόσο η εσωτερική, όσο και η διεθνής κατάσταση κάθε χώρας, η λύση των προβλημάτων του εργατικού κινήματος κάθε χώρας με τη μεσολάβηση ενός διεθνούς κέντρου θα προσκρούσει σε αξεπέραστες δυσκολίες»12.
Ο Φόστερ, επίσης, εκτιμά πως «η όλο και πιο ισχυρή πεποίθηση των ηγετικών κύκλων της Κομμουνιστικής Διεθνούς ότι η οργάνωση έπρεπε να διαλυθεί, εξηγεί τη σχετικά περιορισμένη δράση της στην περίοδο των πρώτων ετών του πολέμου»13.
Ο ίδιος, επίσης, επισημαίνει ότι «η ιστορική αυτή απόφαση πάρθηκε ακριβώς στην αποφασιστική στιγμή του αγώνα για το άνοιγμα του δεύτερου μετώπου. Αυτό το μέτωπο ήταν εξαιρετικά αναγκαίο για την επίτευξη μιας γρήγορης και αποφασιστικής νίκης, αλλά οι αντιδραστικές δυνάμεις της Δύσης (που πίστευαν κι αυτές τα ψέματα του Γκέμπελς σχετικά με την Κομμουνιστική Διεθνή) αντιτάσσονταν στο άνοιγμά του. Χωρίς αμφιβολία η ευνοϊκή εντύπωση που προκάλεσε σ' όλο τον αστικό κόσμο η διάλυση της Κομμουνιστικής Διεθνούς συνέβαλε σε αποφασιστικό βαθμό στο να εξαλειφθεί αυτή η αντίθεση. Μόλις λίγους μήνες αργότερα (το Νοέμβρη - Δεκέμβρη 1943), συνήλθε η περίφημη διάσκεψη της Τεχεράνης, όπου καθορίστηκε, επιτέλους, η οριστική ημερομηνία για το άνοιγμα του δεύτερου μετώπου»14.
Ο Ι. Β. Στάλιν σε συνέντευξη στον ανταποκριτή του πρακτορείου «Ρόιτερς» Χάρολντ Κινγκ, αιτιολογεί το γεγονός της διάλυσης της Διεθνούς ως εξής:
«Η διάλυση της Κομμουνιστικής Διεθνούς είναι σωστή, γιατί:
α) Ξεσκεπάζει τα ψέματα των χιτλερικών ότι τάχα η Μόσχα έχει την πρόθεση να αναμειχθεί στη ζωή άλλων κρατών και να τα "μπολσεβικοποιήσει". Από δω και πέρα μπαίνει τέρμα στο ψέμα αυτό.
β) Ξεσκεπάζει τη συκοφαντία των αντιπάλων του κομμουνισμού στο εργατικό κίνημα, ότι τάχα τα κομμουνιστικά κόμματα των διαφόρων χωρών ενεργούν όχι προς το συμφέρον του λαού τους, αλλά σύμφωνα με οδηγίες απ' έξω. Από δω και πέρα μπαίνει τέρμα και σ' αυτή τη συκοφαντία.
γ) Διευκολύνει το έργο των πατριωτών στις φιλελεύθερες χώρες για την ένωση των προοδευτικών δυνάμεων της χώρας τους, ανεξάρτητα σε ποιο κόμμα ανήκουν και ανεξάρτητα από τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις, σ' ένα ενιαίο εθνικοαπελευθερωτικό μέτωπο για τη διεξαγωγή του αγώνα ενάντια στο φασισμό.
δ) Διευκολύνει το έργο των πατριωτών σ' όλες τις χώρες για την ένωση όλων των φιλελεύθερων λαών σ' ένα ενιαίο διεθνές μέτωπο, για τον αγώνα ενάντια στον κίνδυνο παγκόσμιας κυριαρχίας του χιτλερισμού, εξομαλύνοντας έτσι το δρόμο για την οργάνωση στο μέλλον της συνεργασίας των λαών με βάση την ισοτιμία»15.
Από την αιτιολόγηση του Στάλιν, αλλά και την αναφορά του Φόστερ, που συνδυάζει τη διάλυση της Διεθνούς με το άνοιγμα του δεύτερου μετώπου, φαίνεται σαν αυτή η απόφαση να συσχετιζόταν με την πορεία του πολέμου και την αναγκαιότητα να τερματιστεί όσο το δυνατόν πιο γρήγορα. Φαίνεται, επίσης, ότι η χιτλερική προπαγάνδα χρησιμοποιούνταν από την αστική προπαγάνδα των άλλων εμπόλεμων κρατών ενάντια στην όσο το δυνατόν πλατύτερη συσπείρωση των λαών στα εθνικοαπελευθερωτικά μέτωπα κατά του γερμανικού ιμπεριαλισμού, με δεδομένη την κατάχτηση μέσα στον απελευθερωτικό αγώνα της πρωτοπορίας των Κομμουνιστικών Κομμάτων, τα οποία είχαν αναδειχτεί σε ηγέτιδες πολιτικές δυνάμεις σ' αυτό τον αγώνα. Βεβαίως, τον αγγλοαμερικανικό ιμπεριαλισμό τον ανησυχούσε αυτή η πραγματικότητα, των οπλισμένων λαών που καθοδηγούνταν από τα Κομμουνιστικά Κόμματα, σε σχέση με τη διαμόρφωση του μεταπολεμικού κόσμου και την προοπτική ανατροπής, από την εξουσία, της αστικής τάξης σε μια σειρά από χώρες.
Ετσι, η απόφαση για διάλυση της Διεθνούς, από τα ντοκουμέντα που έως τώρα έχουν δει το φως της δημοσιότητας, αιτιολογείται σαν κάτι ανάμεσα σε αναγκαίο συμβιβασμό σχετικά με τον πόλεμο και τον «αντιχιτλερικό συνασπισμό», με άνισο υπέρ των καπιταλιστικών κρατών συσχετισμό δυνάμεων, και σε προβληματισμούς για αλλαγή της οργανωτικής μορφής της Διεθνούς.
Δικαιολογείται, όμως, μια τέτοια απόφαση από άποψη αρχών ακόμη και σαν συμβιβασμός; `Η μήπως όντως υπήρχαν σκέψεις για μια διαφορετική μορφή οργάνωσης της Διεθνούς μεταπολεμικά και υπήρξε συνδυασμός στους λόγους που πάρθηκε τη συγκεκριμένη στιγμή η απόφαση; Η ίδρυση του «Διεθνούς Γραφείου Πληροφοριών» το 1947, από ορισμένα Κομμουνιστικά Κόμματα, δείχνει ότι παρά τη διάλυση της Γ΄ Διεθνούς, ανιχνεύονταν οι δυνατότητες και οι δρόμοι για την ενότητα δράσης του παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος. Αλλά το ερώτημα παραμένει. Γιατί η ενότητα του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος είναι ζήτημα στρατηγικής σημασίας.
Βεβαίως, δεν πρέπει να περάσει απαρατήρητο ότι οι συνθήκες του πολέμου, οι από το 7ο Συνέδριο της Διεθνούς αποφάσεις για το «Αντιφασιστικό Μέτωπο» και η πραγματοποίησή του με το χαρακτήρα εθνικοαπελευθερωτικού μετώπου στον πόλεμο, σε συνδυασμό με την πίεση τμημάτων της αστικής τάξης για «εθνική ενότητα», ερμηνεύονταν με τέτοιο τρόπο από κάποιες δυνάμεις που τις οδήγησε - κάτω και από την πίεση της αστικής προπαγάνδας - στην οπορτουνιστική άποψη ότι δε χρειάζεται αυτοτελές Κομμουνιστικό Κόμμα. Σχετικά μ' αυτό ο Φόστερ αναφέρει: «Πολλά αστικά στοιχεία ζήτησαν η διάλυση της Κομμουνιστικής Διεθνούς να ακολουθηθεί από τη διάλυση των εθνικών κομμάτων, πράγμα που δεν πρότεινε καθόλου η απόφαση. Πραγματικά ύστερα από λίγους μονάχα μήνες, στο Κομμουνιστικό Κόμμα των ΗΠΑ ο οπορτουνιστής Browder αποπειράθηκε να πραγματοποιήσει αυτό το αστικό αίτημα επιδιώκοντας να διαλύσει το κόμμα»16.
Το ΚΚΕ στην απόφαση του 18ου Συνεδρίου στο δεύτερο θέμα «Eκτιμήσεις και συμπεράσματα από τη σοσιαλιστική οικοδόμηση στον 20ό αιώνα με επίκεντρο την ΕΣΣΔ. Η αντίληψη του ΚΚΕ για το σοσιαλισμό», σχετικά με το θέμα της διάλυσης της Διεθνούς και την επίδραση της απόφασης αυτής στο Διεθνές Κομμουνιστικό Κίνημα εκτιμά: «H διάλυση της KΔ (Mάης 1943), παρά τα προβλήματα ενότητας που αυτή είχε και ανεξάρτητα από το αν αυτή μπορούσε να διατηρηθεί ή όχι, στέρησε από το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα το κέντρο και τη δυνατότητα συντονισμένα να επεξεργαστεί την επαναστατική στρατηγική για τη μετατροπή του αγώνα ενάντια στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο ή στην ξένη κατοχή σε αγώνα για την εξουσία, ως ενιαίο καθήκον που αφορούσε το κάθε KK στις συνθήκες της δικής του χώρας (...)
Mετά τη λήξη του B΄ Παγκόσμιου Πολέμου αναδιατάχθηκαν οι συμμαχίες. Tα καπιταλιστικά κράτη και οι αστικές και οπορτουνιστικές δυνάμεις που συμμετείχαν στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα σε κάθε χώρα (π.χ. δυνάμεις της σοσιαλδημοκρατίας) συνενώθηκαν ενάντια στο κομμουνιστικό κίνημα και στα σοσιαλιστικά κράτη.
Σε αυτές τις συνθήκες, έγιναν ακόμη περισσότερο φανερές οι αρνητικές συνέπειες της αυξανόμενης οπορτουνιστικής διάβρωσης σε ορισμένα τμήματα του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος».
Στα παραπάνω ζητήματα, το ΚΚΕ έχει κάνει αναλυτική τοποθέτηση στο «Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ Β' Τόμος, 1949-1968», την οποία παραθέτουμε στη συνέχεια.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1, 2, 3, 4, 10, 11, 12, 13, 14, 15, 16. Ουίλ. Φόστερ: «Η ιστορία των τριών Διεθνών», εκδόσεις «Γνώση», σελ. 567-571
6, 7, 8, 9. Ακαδημία Επιστημών ΕΣΣΔ, «Ιστορία της Τρίτης Διεθνούς», εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 552-557
10. Μαρτσέλα και Μαουρίτσιο Φεράρα: «Μιλώντας με τον Παλμίρο Τολιάτι - Βιογραφικές σημειώσεις», «Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις», 1956, σελ. 306
ΤΟ ΓΡΑΦΕΙΟ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΤΩΝ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΚΟΜΜΑΤΩΝ (ΚΟΜΙΝΦΟΡΜ)
Η Κομμουνιστική Διεθνής (ΚΔ) αυτοδιαλύθηκε στη διάρκεια του Β' Παγκόσμιου Πολέμου (15.5.1943)1. Το Προεδρείο της EE της ΚΔ εκτίμησε ανάμεσα σε άλλα:
«Ηδη το Εβδομο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς, που συγκλήθηκε το 1935, λαμβάνοντας υπόψη (...) αλλαγές που απαιτούσαν μεγαλύτερη ευελιξία και ανεξαρτησία των τμημάτων της ΚΔ στη λήψη αποφάσεων (...) έδωσε έμφαση στην ανάγκη η Εκτελεστική Επιτροπή της Κομμουνιστικής Διεθνούς να αποφεύγει τις παρεμβάσεις στα εσωτερικά οργανωτικά ζητήματα των Κομμουνιστικών Κομμάτων. (...) Εχοντας επίσης υπόψη το γεγονός ότι κατά τη διάρκεια του παρόντος πολέμου ορισμένα τμήματα έθεσαν ζήτημα διάλυσης της Κομμουνιστικής Διεθνούς (...) θέτει ενώπιον των τμημάτων (...) την ακόλουθη πρόταση προς επικύρωση. Η Κομμουνιστική Διεθνής να διαλυθεί...»2.
Ολα τα τμήματα της ΚΔ ενέκριναν την απόφαση αυτοδιάλυσής της.
Η ΚΔ ενσάρκωνε τη διαχρονική ανάγκη να έχει το κομμουνιστικό κίνημα ενιαία στρατηγική. Η διάλυση της ΚΔ προβληματίζει, ιδιαίτερα αν εξεταστεί σε άμεση σύνδεση με την αδυναμία συγκρότησης μιας νέας ΚΔ μετά από τον πόλεμο, τη διάσπαση του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος (έξοδος της Γιουγκοσλαβίας από την Κομινφόρμ), καθώς και με τα σημάδια της γενικότερης κρίσης του που ξέσπασε σε μια σύντομη πορεία και εκφράστηκε με την πολυδιάσπασή του.
Η Απόφαση του 18ου Συνεδρίου του ΚΚΕ (2009) εκτίμησε για το παραπάνω θέμα:
«Ανεξάρτητα από τις αιτίες που οδήγησαν στη διάλυση της ΚΔ, είναι αντικειμενική η ανάγκη το κομμουνιστικό κίνημα, σε διεθνές επίπεδο, να διαμορφώνει ενιαία επαναστατική στρατηγική, να σχεδιάζει και να συντονίζει τη δράση του. Ο βαθύτερος προβληματισμός για τη διάλυση της ΚΔ πρέπει να παίρνει υπόψη μια σειρά εξελίξεις, όπως: Το σταμάτημα της δράσης της Κόκκινης Συνδικαλιστικής Διεθνούς, το 1937. (...) Την απόφαση του 6ου Συνεδρίου της Κομμουνιστικής Διεθνούς των Νέων (1935), σύμφωνα με την οποία η πάλη ενάντια στο φασισμό και τον πόλεμο απαιτούσε την αλλαγή του χαρακτήρα των Ενώσεων της Κομμουνιστικής Νεολαίας...»3.
Το πρόβλημα της ενιαίας δράσης του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος πρόβαλε ακόμα πιο έντονα όταν έληξε ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος και οι συμμαχίες που είχαν διαμορφωθεί στη διάρκεια του αναδιατάχθηκαν, οπότε όλες οι αστικές και οπορτουνιστικές δυνάμεις συνενώθηκαν ενάντια στο σοσιαλιστικό σύστημα και στο κομμουνιστικό κίνημα. Οπως εκτίμησε το 18ο Συνέδριο του ΚΚΕ, «η σοβαρά λαβωμένη ιδεολογική ενότητα και η έλλειψη της οργανωτικής σύνδεσης των ΚΚ, με τη διάλυση της ΚΔ, δεν επέτρεψαν τη διαμόρφωση μιας αυτοτελούς ενιαίας στρατηγικής του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος απέναντι στη στρατηγική του διεθνούς ιμπεριαλισμού. Το Γραφείο Πληροφοριών των ΚΚ, που συγκροτήθηκε το 1947 και αυτοδιαλύθηκε το 1956, καθώς και οι διεθνείς διασκέψεις των ΚΚ, που γίνονταν στη συνέχεια, δεν μπόρεσαν να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά τα παραπάνω προβλήματα»4.
Στο Γραφείο Πληροφοριών των Κομμουνιστικών και Εργατικών Κομμάτων (22 - 28.9.1947) που σκοπός του ήταν η ανταλλαγή πληροφοριών και ο συντονισμός δράσης των Κομμουνιστικών Κομμάτων, εκπροσωπούνταν το ΠΚΚ(Μπ.), το ΚΚ της Γιουγκοσλαβίας, το Κομμουνιστικό Κόμμα Ρουμανίας, το Βουλγαρικό Εργατικό Κόμμα (Κομμουνιστικό), το Πολωνικό Εργατικό Κόμμα, το Κομμουνιστικό Κόμμα Τσεχοσλοβακίας και το Ουγγρικό Κομμουνιστικό Κόμμα. Από την καπιταλιστική Ευρώπη συμμετείχαν το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα και το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα. Επί της ουσίας η Κομινφόρμ έπαιζε καθοδηγητικό ρόλο ευρύτερης εμβέλειας.
Στα Ντοκουμέντα της Σύσκεψης του Γραφείου Πληροφοριών (Νοέμβρης 1949) καταγράφεται ότι η Σύσκεψη κατέληξε ομόφωνα στις εξής τρεις αποφάσεις:
«-- Η υπεράσπιση της ειρήνης και ο αγώνας ενάντια στους εμπρηστές του πολέμου, μετά από την εισήγηση του Μ. Σουσλόφ.
-- Η ενότητα της εργατικής τάξης και τα καθήκοντα των Κομμουνιστικών και Εργατικών Κομμάτων, μετά από την εισήγηση του Παλμίρο Τολιάτι.
-- Το Κομμουνιστικό Κόμμα της Γιουγκοσλαβίας στα χέρια δολοφόνων και κατασκόπων, μετά από την εισήγηση του Γκ. Γκεοργκίου - Ντεζ»5.
Η απόφαση κάλεσε σε οργάνωση της δουλειάς για να τραβηχτούν στο κίνημα των οπαδών της ειρήνης οι συνδικαλιστικές ενώσεις, οι γυναικείες, νεολαιίστικες, συνεταιριστικές, αθλητικές, εκπολιτιστικο-διαφωτιστικές, θρησκευτικές και άλλες οργανώσεις, καθώς και επιστήμονες, συγγραφείς, δημοσιογράφοι, παράγοντες του πολιτισμού, κοινοβουλευτικοί και άλλοι πολιτικοί και κοινωνικοί παράγοντες.
Για την «ενότητα της εργατικής τάξης» η σύσκεψη κάλεσε σε πάλη ενάντια στους δεξιούς σοσιαλιστές και σε ενότητα δράσης με τις οργανώσεις βάσης και με τα απλά μέλη των σοσιαλιστικών κομμάτων6. Ακόμα διακήρυξε:
«Τα Κομμουνιστικά και Εργατικά Κόμματα των καπιταλιστικών χωρών θεωρούν για καθήκον τους να ενοποιήσουν την πάλη για την εθνική ανεξαρτησία με τον αγώνα για την ειρήνη, να ξεσκεπάζουν ακούραστα τον αντεθνικό, προδοτικό χαρακτήρα της πολιτικής των αστικών κυβερνήσεων που έγιναν ανοιχτά τσιράκια του επιθετικού αμερικανικού ιμπεριαλισμού, να συνενώνουν και να συσπειρώνουν όλες τις πατριωτικές δυνάμεις της χώρας...»7.
Η αντίστοιχη εισήγηση καταλόγιζε στις ΗΠΑ ότι επιδίωκαν να μετατρέψουν τη Δυτική Ευρώπη σε μισοαποικία του αμερικανικού ιμπεριαλισμού, σε βάση και προγεφύρωμα για την προετοιμασία του νέου πολέμου, αλλά και ότι οι αστικές τάξεις ακολουθούσαν πολιτική υποτέλειας απέναντι στις ΗΠΑ. Ετσι, ο ηγετικός ρόλος των ΗΠΑ στο διεθνές καπιταλιστικό σύστημα και οι σχέσεις ανισοτιμίας που χαρακτηρίζουν την ιμπεριαλιστική πυραμίδα ερμηνεύονταν ως υποδούλωση καπιταλιστικών κρατών από τις ΗΠΑ. Σε αυτήν τη βάση το Γραφείο Πληροφοριών επαναλάμβανε την πολιτική δημιουργίας δημοκρατικών κυβερνήσεων εθνικής ενότητας. Τόνιζε ότι οι λαοί της Γαλλίας, της Ιταλίας και όλης της καπιταλιστικής Ευρώπης χρειάζονταν κυβερνήσεις που θα διαμορφώνονταν από «ένα πραγματικό κίνημα δημοκρατικής, πατριωτικής και εθνικής ενότητας»8.
Αναφερόταν επίσης στην κριτική του Λένιν στον «ευρωπαϊσμό» των σοσιαλδημοκρατών, στην καταδίκη των συνθημάτων για την οργάνωση «ευρωπαϊκής βουλής» ή της «παγκόσμιας κυβέρνησης».
Η ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΤΩΝ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΩΝ ΚΟΜΜΑΤΩΝ ΣΤΙΣ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΕΣ ΧΩΡΕΣ
Η στρατηγική σειράς ΚΚ απομακρυνόταν σταδιακά από τις νομοτέλειες της σοσιαλιστικής επανάστασης, περιορίζοντας και υποτάσσοντας τη δράση των κομμάτων στην υπεράσπιση των αστικοδημοκρατικών ελευθεριών και της χώρας τους στο πλαίσιο του ιμπεριαλιστικού συστήματος.
Το κομμουνιστικό κίνημα στις καπιταλιστικές χώρες καταγράφηκε ως παράγοντας ανάπτυξης εργατικών αγώνων, αλλά δεν μπόρεσε να παίξει το ρόλο της πραγματικής εργατικής πρωτοπορίας, να οργανώσει την πάλη για την εργατική εξουσία. Η αδυναμία επεξεργασίας επαναστατικής στρατηγικής είχε ήδη εκδηλωθεί κατά τη διάρκεια του Β' Παγκόσμιου Πολέμου και συνεχίστηκε και μετά από αυτόν.
Στο πρόγραμμα του Βρετανικού Κομμουνιστικού Κόμματος Ο δρόμος της Μεγάλης Βρετανίας προς το σοσιαλισμόαναφερόταν:
«Το Κομμουνιστικό Κόμμα αγωνίζεται για την εθνική ανεξαρτησία και τα πραγματικά εθνικά συμφέροντα του βρετανικού λαού και όλων των λαών της βρετανικής αυτοκρατορίας.
Η υποταγή της Μεγάλης Βρετανίας στον αμερικανικό ιμπεριαλισμό είναι μια προδοσία απέναντι στο βρετανικό λαό. (...) Οι εχθροί του κομμουνισμού κατηγορούν το Κομμουνιστικό Κόμμα ότι σκοπεύει να επιβάλει τη σοβιετική εξουσία στη Μεγάλη Βρετανία και να καταργήσει το κοινοβούλιο. Αυτό είναι μια συκοφαντική διαστρέβλωση της πολιτικής μας. (...) Ο λαός της Μεγάλης Βρετανίας μπορεί να μετατρέψει την καπιταλιστική δημοκρατία σε πραγματική λαϊκή δημοκρατία, μεταβάλλοντας το κοινοβούλιο (...) σε δημοκρατικό όργανο της θέλησης της μεγάλης πλειοψηφίας του λαού της.»9
Επομένως, βασικές θέσεις του αργότερα επονομαζόμενου «ευρωκομμουνισμού» ήδη περιέχονταν στο πρόγραμμα του ΚΚ Μ. Βρετανίας από το 1950 - 1951.
Η ηγεσία του Γαλλικού ΚΚ εκτιμούσε ότι γίνονταν προσπάθειες να αναβιώσει ο φασισμός και προσανατόλιζε στη δημιουργία δημοκρατικής κυβέρνησης, δηλαδή διαμόρφωνε τη στρατηγική του στη βάση της υπεράσπισης της αστικής δημοκρατίας από το φασισμό, όπως χαρακτήριζε μια παράταξη της αστικής πολιτικής στην οποία ηγούνταν ο στρατηγός Σαρλ Ντε Γκολ.
Στις 15.5.1951 ο Γραμματέας της ΚΕ του Γαλλικού ΚΚ Ζακ Ντικλό υποστήριζε σε άρθρο του στην εφημερίδα Πράβντα:
«ΝΤΕ ΓΚΟΛ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΦΑΣΙΣΜΟΣ. Οπως είναι γνωστό, ο Ντε Γκολ ισχυρίζεται συνεχώς ότι είναι ανάγκη να οργανωθεί η "συνεργασία" της εργασίας και του κεφαλαίου. Δεν είναι περιττό να θυμίσουμε ότι την "ιδέα" αυτή την δανείστηκε ολόκληρη απ' τον Μουσολίνι, τον Φράνκο και τον Πετέν. (...) Και σήμερα, που οι Αμερικάνοι και Γάλλοι κεφαλαιοκράτες προσπαθούν να ξαναστήσουν στη χώρα μας το φασισμό, (...) καλούμε σε ενότητα (...) όλους όσους θέλουν να σώσουν τη Γαλλία από το αίσχος του φασισμού και απ' τη φρίκη του πολέμου.»10
Ανάλογη πολιτική γραμμή ακολούθησε και το Ιταλικό ΚΚ. Ο ΓΓ της ΚΕ του Παλμίρο Τολιάτι υποστήριξε στη συνδιάσκεψη της ομοσπονδίας Μιλάνου του Ιταλικού ΚΚ (19.3.1951):
«... Η κυβέρνηση απαρνήθηκε τα εθνικά κυριαρχικά δικαιώματα, παραχωρώντας την αρχηγία του στρατού μας στην ξένη διοίκηση, γιατί, για να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις που ανέλαβε, πρέπει να συγκλονίσει όλη την εθνική οικονομία, υποτάσσοντάς την στους πολεμικούς σκοπούς του αμερικανικού ιμπεριαλισμού.»11
Από την άποψη της διαπάλης στο πλαίσιο του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος και της κριτικής που ασκούνταν στο Ιταλικό ΚΚ, είναι χαρακτηριστικό το απόσπασμα της παρέμβασης του Αντρέι Ζντάνοφ, εκπροσώπου του ΠΚΚ(Μπ.), προς τον Λουίτζι Λόνγκο, εκπρόσωπο του Ιταλικού ΚΚ, όταν ο δεύτερος παρουσίαζε την κατάσταση που είχε διαμορφωθεί στην Ιταλία και την πορεία του Κόμματος, στην 4η συνεδρίαση της Πρώτης Συνόδου του Γραφείου Πληροφοριών, στις 24.9.1947:
«Θέλετε να είστε κοινοβουλευτικοί περισσότερο απ' ό,τι οι ίδιοι οι κοινοβουλευτικοί. (...) Επιτρέψτε μου να κάνω ερώτηση. Εάν η αντίδραση επιτίθεται, η ΚΕ υποχωρεί. Η αντίδραση, εκδιώχνοντας τους κομμουνιστές από την κυβέρνηση12, σημείωσε επιτυχία. Αυτό δεν είναι βήμα πίσω. Είναι πραξικόπημα. Τι σκέπτεται να κάνει το Κόμμα; Θα περάσει το Κόμμα από την άμυνα στην επίθεση; Εχει το Κόμμα σχέδιο επίθεσης, ως ποιο σημείο το Κόμμα σκέφτεται να αμυνθεί, από ποιο σημείο θα περάσει στην επίθεση; Η κάτω από τη σημαία να αποφύγουμε τον "τυχοδιωκτισμό" θα τους επιτρέψετε να απαγορεύσουν το Κόμμα; (...) Ολα αυτά τα ερωτήματα δεν μπορεί να μην απασχολούν την εργατική τάξη όλου του κόσμου.»13
Ανάλογη κριτική αναδεικνύεται και από άλλες πηγές.14
Σύμφωνα με τον πρόεδρο του ΚΚ ΗΠΑ Ουίλιαμ Φόστερ, ο πρώην Πρόεδρος του ΚΚ ΗΠΑ Ιρλ Μπράουντερ15πρωτοστάτησε από τις αρχές του 1944 στη διαμόρφωση της οπορτουνιστικής γραμμής της «ειρηνικής συνύπαρξης» των δύο συστημάτων και υποστήριζε:
«Ο καπιταλισμός και ο σοσιαλισμός άρχισαν να βρίσκουν το δρόμο της ειρηνικής συνύπαρξης και της συνεργασίας στον ίδιο κόσμο, χωρίς ο ένας να φοβάται τον άλλον. Οταν σκεφτεί κανείς ότι ήταν αυτός ο διαρκής φόβος του ενός από τον άλλο που δημιούργησε εχθρότητα, από τη στιγμή που δημιουργήθηκε η Σοβιετική Ενωση, τότε η νέα εποχή της συνεννόησης που ανοίχτηκε με την Τεχεράνη, υπερέχει από όλες τις άλλες της ιστορίας... Γιατί, τι θα ήταν η εναλλακτική λύση στην Τεχεράνη; Θα ήταν ένα σκοτεινό, αβέβαιο μέλλον που θα οδηγούσε σε εμφύλιο πόλεμο και σε διεθνείς πολέμους.»16
Η θέση του Μπράουντερ αποδοκιμάστηκε από τον Ουίλιαμ Φόστερ ως εξής:
«Σε αυτή την παρουσίαση (ομιλία) ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός πρακτικά εξαφανίζεται, από τον ταξικό αγώνα δεν μένει σχεδόν κανένα ίχνος και ο σοσιαλισμός πρακτικά δεν παίζει κανένα ρόλο.»17
Και τα επόμενα χρόνια συνεχίστηκε από τα ΚΚ η ίδια πολιτική με παραλλαγές.
Στην εισήγηση της ΚΕ που παρουσίασε στο 15ο Συνέδριο του Γαλλικού ΚΚ ο Μορίς Τορέζ (24.6.1959), αναλυόταν το πρόγραμμα του Κόμματος που το Συνέδριο καλούνταν να επεξεργαστεί:
«... Το Κομμουνιστικό Κόμμα υποβάλλει το πρόγραμμα αυτό για μελέτη στις άλλες δημοκρατικές δυνάμεις, σαν μια κοινή πλατφόρμα της πάλης για την αναγέννηση της δημοκρατίας. (...) Ετσι η αναγεννημένη γαλλική δημοκρατία θα δείξει την ικανότητά της να περιορίσει, σύμφωνα με τα βασικά συμφέροντα του λαού και του έθνους, το πεδίο δράσης των μονοπωλίων.»18
Στο Πρόγραμμα που ψήφισε τον Οκτώβρη του 1959 το 7ο Συνέδριο του ΚΚ Καναδά (όταν συγκλήθηκε το 7ο Συνέδριο, λεγόταν Εργατικό Προοδευτικό Κόμμα Καναδά και σ' αυτό το Συνέδριο μετονομάστηκε σε ΚΚ Καναδά), υπογραμμιζόταν:
«Θα αγωνιστούμε (...) για τη ριζική αλλαγή της πολιτικής του Καναδά, για να εγκαταλειφθεί η πολιτική υποταγής του Καναδά στα αμερικάνικα επιθετικά σχέδια και υπέρ της ειρηνικής συνύπαρξης με τις σοσιαλιστικές χώρες.»19
Για τον κίνδυνο να χαθεί η εθνική ανεξαρτησία της Ιαπωνίας από τις ΗΠΑ έκανε λόγο η 4η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚ Ιαπωνίας (10-12.1.1959):
«Οι ΕΠΑ (...) επιδιώκουν να επιβάλουν στην Ιαπωνία επιθετικές στρατιωτικές συμμαχίες, να εμποδίσουν την ενίσχυση της ειρήνης στην Απω Ανατολή, να αφαιρέσουν για πάντα την ανεξαρτησία της Ιαπωνίας, να βάλουν σε κίνδυνο το βιοτικό της επίπεδο.»20
Σε παρόμοια κατεύθυνση, όσον αφορά τη σχέση της Ολλανδίας και της Δανίας με τη Γερμανία, κινήθηκαν το ΚΚ Ολλανδίας και το ΚΚ Δανίας.
Στην έκκληση της ΚΕ του ΚΚ Δανίας για την Πρωτομαγιά «Ενάντια στον πόλεμο και τον μιλιταρισμό», καλούνταν οι εργαζόμενοι «να εμποδίσουν τη μετατροπή της Δανίας σε προτεκτοράτο της γερμανικής Βέρμαχτ».21
ΤΟ 20ό ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΤΟΥ ΚΚΣΕ (14-25.2.1956). Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΟΥ ΣΤΟ ΔΙΕΘΝΕΣ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ
Στις 14-25.2.1956 συνήλθε στη Μόσχα το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ. Την τελευταία μέρα του Συνεδρίου, σε κλειστή συνεδρίαση, χωρίς τη συμμετοχή των ξένων αντιπροσωπειών, αλλά και χωρίς το δικαίωμα τοποθέτησης των αντιπροσώπων στο Συνέδριο, ο Νικίτα Χρουστσόφ παρουσίασε εισήγηση για «την προσωπολατρία του Στάλιν και τις συνέπειές της», που αρχικά κρατήθηκε μυστική, αλλά γρήγορα διέρρευσε στη Δύση. Η εισήγηση έκανε δριμεία πολεμική κατά του Στάλιν και της λειτουργίας του ως κομματικού ηγέτη.
Η κριτική που άσκησε το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ στην προηγούμενη περίοδο δε συνιστούσε αντικειμενική εξέταση της πορείας οικοδόμησης του σοσιαλισμού.
Το 20ό Συνέδριο αμαύρωσε τη συμβολή του Στάλιν στη σοσιαλιστική οικοδόμηση, υποβάθμισε το ρόλο του στο Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, καθώς και τη συμβολή του στη γρήγορη μεταπολεμική ανόρθωση. Αργότερα, το 22ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ αποφάσισε τη μεταφορά της σορού του από το Μαυσωλείο στα τείχη του Κρεμλίνου και τη μετονομασία του Στάλινγκραντ σε Βόλγκογκραντ. Ακόμα έγιναν ενέργειες όπως το γκρέμισμα όλων των αγαλμάτων του στη Σοβιετική Ενωση - εκτός από την ιδιαίτερη πατρίδα του, τη Γεωργία.
Οι παραπάνω ενέργειες συμβόλιζαν την απάρνηση της θετικής πείρας του Κόμματος στην πάλη με τον οπορτουνισμό, στην επαναστατική επαγρύπνηση για την υπεράσπιση του σοσιαλιστικού συστήματος, για τη νίκη του σοσιαλιστικού τρόπου παραγωγής απέναντι στις επιβιώσεις του παρελθόντος.
H κριτική τροφοδότησε μια μηδενιστική και συκοφαντική επίθεση συνολικά εναντίον του σοσιαλισμού από εκείνες τις δυνάμεις που δεν κατευθύνονταν από επαναστατικό κριτήριο διόρθωσης των λαθών, αλλά τα χρησιμοποίησαν σε κατεύθυνση αναθεωρητική και οπορτουνιστική.
Οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, οι δυνάμεις του αντικομμουνισμού, αγκάλιασαν την οπορτουνιστική στροφή του ΚΚΣΕ και την πριμοδότησαν με «στοιχεία» για το «καθεστώς του Στάλιν», που το ονόμασαν «εγκληματικό, τρομοκρατικό, καταπιεστικό». Παράλληλα, ο ιμπεριαλισμός συνέχισε την ολόπλευρη πίεση προς την ΕΣΣΔ και το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα.
Δεν είναι τυχαίο ότι ακόμα και σήμερα τα ιδεολογικά κέντρα του ιμπεριαλισμού επιδιώκουν να κρατούν ζωντανή τη σπίλωση και διαστρέβλωση του ιστορικού ρόλου του Στάλιν, παρουσιάζοντάς τον ως «κόκκινο δικτάτορα». Μεθοδεύουν ιδεολογικά και προπαγανδιστικά τη διαστρέβλωση ή την αποσιώπηση της θεωρίας για τη σοσιαλιστική επανάσταση στο έργο του Μαρξ και του Λένιν, των θέσεων για το χαρακτήρα της επαναστατικής εργατικής εξουσίας, της δικτατορίας του προλεταριάτου, στη μακρόχρονη περίοδο της σοσιαλιστικής οικοδόμησης ως κατώτερης βαθμίδας της κομμουνιστικής κοινωνίας.
Η πολιτική του 20ού Συνεδρίου πυροδότησε νέα όξυνση της εσωκομματικής διαπάλης σε πολλά Κομμουνιστικά και Εργατικά Κόμματα, καθώς και διεργασίες που οδήγησαν σε αλλαγές ηγεσιών και σε διασπάσεις. Το 20ό Συνέδριο ενίσχυσε την εκτίμηση ότι ήταν δυνατό να υπάρξει φιλειρηνική πολιτική των ευρωπαϊκών κρατών, ανεξάρτητα από το κοινωνικοοικονομικό τους σύστημα:
«Ολα τα ευρωπαϊκά κράτη και οι λαοί τους ενώνονται με κοινά συμφέροντα αγώνος για την πρόληψιν νέων πολεμικών συγκρούσεων.»22
Αυτές οι εκτιμήσεις δεν επιβεβαιώθηκαν από τις εξελίξεις στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα και στη σοσιαλιστική οικοδόμηση.
Οι εκτιμήσεις για το 20ό Συνέδριο στο πλαίσιο του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος
Η εσωκομματική διαπάλη στο ΚΚΣΕ οξύνθηκε λίγο μετά από το 20ό Συνέδριο. Τα μέλη του Προεδρείου της ΚΕ Μάλενκοφ, Καγκανόβιτς, Μόλοτοφ τάχθηκαν ενάντια στη γραμμή του 20ού Συνεδρίου στην εσωτερική και εξωτερική πολιτική: Στη διεύρυνση των δικαιωμάτων των Ενωσιακών Δημοκρατιών στην οικονομική και πολιτιστική οικοδόμηση. Στα μέτρα περιορισμού του κρατικού μηχανισμού και αναδιοργάνωσης της διεύθυνσης βιομηχανίας και οικοδόμησης. Στο μέτρο τόνωσης του υλικού ενδιαφέροντος της κολχόζνικης αγροτιάς. Στην κατάργηση της υποχρεωτικής παράδοσης αγροτικών προϊόντων από το ατομικό νοικοκυριό των κολχόζνικων.
Ο Μόλοτοφ τάχθηκε κατά της επέκτασης στα παρθένα και χέρσα εδάφη. Και οι τρεις τάχθηκαν ενάντια στην εξωτερική πολιτική του Κόμματος. Υπήρξε οξεία διαπάλη στο Προεδρείο τον Ιούνη του 1957. Τελικά, σε Ολομέλεια της ΚΕ καθαιρέθηκαν από την ΚΕ και το Προεδρείο της οι Μάλενκοφ, Καγκανόβιτς, Μόλοτοφ και Σεπίλοφ. Βαριά μομφή με προειδοποίηση επιβλήθηκε στον Μπουλγκάνιν, καθώς και διάφορες ποινές σε άλλα μέλη.23
Από την ηγεσία άλλου Κομμουνιστικού Κόμματος δεν υπήρξε ανοιχτή αντίδραση για το 20ό Συνέδριο αμέσως μετά από αυτό.
Στις 19.6.1956 το Πολιτικό Γραφείο της ΚΕ του Γαλλικού ΚΚ δημοσίευσε διακήρυξη όπου εκτιμούσε θετικά τα αποτελέσματα του 20ού Συνεδρίου, πρόσθετε όμως και ορισμένες ενστάσεις:
«Το Πολιτικό Γραφείο κατηγορεί (...) ότι, βάσει των συνθηκών υπό τις οποίες παρουσιάστηκε και αποκαλύφθηκε η εισήγηση του συντρόφου Χρουστσόφ, ο αστικός Τύπος ήταν σε θέση να δημοσιεύσει γεγονότα τα οποία δε γνώριζαν οι Γάλλοι κομμουνιστές. (...) Οι εξηγήσεις που δόθηκαν μέχρι τώρα για τα λάθη του Στάλιν, την καταγωγή τους και τις συνθήκες κάτω από τις οποίες συνέβησαν δεν είναι ικανοποιητικές. Μια βαθιά μαρξιστική ανάλυση είναι απαραίτητη, ώστε να εξακριβωθεί το σύνολο των συνθηκών στις οποίες μπόρεσε να ασκηθεί η προσωπική εξουσία του Στάλιν. Ηταν λάθος όσο ζούσε ο Στάλιν να του αποδίδεται υπερβολικός έπαινος και η αποκλειστικότητα όλων των επιτυχιών που είχαν κατακτηθεί από τη Σοβιετική Ενωση, χάρη σε μια γενική σωστή γραμμή στην υπηρεσία της οικοδόμησης του σοσιαλισμού. Αυτή η στάση συνέβαλε στο να αναπτυχθεί η προσωπολατρία και να επηρεάσει αρνητικά το διεθνές εργατικό κίνημα.
Δεν είναι σωστό να αποδίδεται αποκλειστικά και μόνο στον Στάλιν ό,τι ήταν αρνητικό στη δράση του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ενωσης. Ο Στάλιν έπαιξε ένα θετικό ρόλο κατά τη διάρκεια μιας ολόκληρης ιστορικής περιόδου.»24
Ο Παλμίρο Τολιάτι, στην έκθεση για τις εργασίες του 20ού Συνεδρίου του ΚΚΣΕ που έκανε στην ΚΕ του Ιταλικού ΚΚ (14.3.1956), εκτός από την επιχειρηματολογία του για την «τεράστια, ανεκτίμητη ιστορική σημασία του Συνεδρίου για ολόκληρο τον κόσμο» και για την ορθότητα των αποφάσεων για την «εξάλειψη της προσωπολατρίας», έγραφε και τα εξής:
(...) «Κανένας από μας δεν πιστεύει ότι είναι δυνατό να σβηστεί ο Στάλιν από την ιστορία. Κανένας από μας δεν πιστεύει ότι μπορεί να εκμηδενιστεί, να καταστραφεί ό,τι αυτός ήταν για τη ρούσικη επανάσταση και το διεθνές κίνημα, ό,τι αυτός εκπροσώπησε για τη ζωή και τις τύχες του σοβιετικού κράτους. (...) Εμείς ξέρουμε και δεν μπορούμε να ξεχάσουμε τι αντιπροσώπευσε το όνομα του Στάλιν. (...) Ξέρουμε πόσοι κομμουνιστές υποφέρανε και πέθαναν στις χώρες μας μ' εκείνο το όνομα στα χείλη. (...) Αυτό το όνομα σημαίνει, πριν απ' όλα και πάνω απ' όλα, πίστη στην υπόθεσή μας, βεβαιότητα ότι η υπόθεσή μας είναι δίκαιη, εμπιστοσύνη ακλόνητη για τη νίκη. (...) Αυτό που υπήρξε δε σβήνεται.»25
Το ΚΚ Κίνας είχε φαινομενικά αντιφατικές τοποθετήσεις για το 20ό Συνέδριο.
Στις 5.4.1956, στη Λαϊκή Ημερησία, όργανο της ΚΕ του ΚΚΚ, το άρθρο της σύνταξης με τίτλο «Για την ιστορική πείρα της δικτατορίας του προλεταριάτου», στη συγγραφή του οποίου συνέβαλε ο ίδιος ο Μάο, αποδεχόταν και στήριζε τις αποφάσεις του 20ού Συνεδρίου για τον Στάλιν:
«Οταν, όμως, κάθε ηγέτης του Κόμματος ή του κράτους μπαίνει ο ίδιος πέρα και πάνω από το Κόμμα και τις μάζες, αντί να βρίσκεται ανάμεσά τους, όταν ο ίδιος αποξενώνεται από τις μάζες, παύει να έχει την ολόπλευρη, διεισδυτική εικόνα των υποθέσεων του κράτους. Οταν συμβαίνει αυτό, ακόμα και μια προσωπικότητα όπως ο Στάλιν, δεν μπορεί να αποφύγει εξωπραγματικές και λανθασμένες αποφάσεις όσον αφορά ορισμένα σημαντικά ζητήματα. (...) Στη διάρκεια του τελευταίου μέρους της ζωής του, ο Στάλιν ικανοποιούνταν όλο και περισσότερο με την προσωπολατρία και παραβίαζε το κομματικό σύστημα του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού και της αρχής του συνδυασμού της συλλογικής ηγεσίας με την ατομική ευθύνη. Ως αποτέλεσμα, έκανε ορισμένα σοβαρά λάθη: Για παράδειγμα, διεύρυνε το πεδίο εφαρμογής της καταστολής της αντεπανάστασης, δεν είχε αναγκαία επαγρύπνηση σχετικά με την παραμονή του αντιφασιστικού πολέμου, παρέλειψε να καταβάλει τη δέουσα προσοχή στην περαιτέρω ανάπτυξη της γεωργίας και της υλικής ευημερίας των αγροτών, έδωσε ορισμένες λανθασμένες συμβουλές σχετικά με το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα και ειδικότερα πήρε λανθασμένες αποφάσεις για το ζήτημα της Γιουγκοσλαβίας. (...) Ο αγώνας κατά της προσωπολατρίας, ο οποίος ξεκίνησε από το 20ό Συνέδριο, είναι μια μεγάλη και θαρραλέα μάχη των κομμουνιστών και των λαών της Σοβιετικής Ενωσης για να εξαλείψουν τα ιδεολογικά εμπόδια που τίθενται στην πρόοδό τους.»26
Λίγους μήνες αργότερα, ο Μάο Τσε Τουνγκ, μιλώντας στη 2η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚ Κίνας (Νοέμβρης 1956), επέμεινε στις προηγούμενες κατηγορίες, παρότι φαινομενικά υποστήριζε τον Στάλιν:
«Θα ήθελα να πω λίγα λόγια για το Εικοστό Συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ενωσης. Νομίζω ότι υπάρχουν δύο "σπαθιά": Το ένα είναι ο Λένιν και το άλλο ο Στάλιν. Το σπαθί του Στάλιν πετάχτηκε μακριά από τους Ρώσους. Ο Γκομούλκα και μερικοί στην Ουγγαρία το σήκωσαν για να χτυπήσουν τη Σοβιετική Ενωση και να αντιταχθούν στον υποτιθέμενο σταλινισμό. (...) Εμείς οι Κινέζοι δεν το πετάξαμε μακριά. Πρώτο, εμείς υπερασπίζουμε τον Στάλιν και, δεύτερο, εμείς ταυτόχρονα κριτικάρουμε τα λάθη του και έχουμε γράψει το άρθρο "Για την ιστορική πείρα της Δικτατορίας του Προλεταριάτου". Αντίθετα με μερικούς που προσπάθησαν να δυσφημίσουν και να συντρίψουν τον Στάλιν, εμείς ενεργούμε σύμφωνα με την αντικειμενική πραγματικότητα.»27
Την ίδια στιγμή, τονίζονταν οι εθνικές ιδιομορφίες σε σχέση με τη σοσιαλιστική οικοδόμηση στην Κίνα, στο όνομα της μη μηχανιστικής μεταφοράς της σοβιετικής πείρας στην κινεζική πραγματικότητα. Είναι χαρακτηριστική η εξής τοποθέτηση του Μάο, απαντώντας στο ερώτημα αν υπήρχαν διαφορές ανάμεσα στην Κίνα και την ΕΣΣΔ:
«Για παράδειγμα, η κολεκτιβοποίηση της αγροτικής μας οικονομίας - αντίθετα με τη δική τους - πέρασε αρκετά στάδια, η πολιτική μας απέναντι στους καπιταλιστές είναι διαφορετική από τη δική τους, το ίδιο και η πολιτική μας για τις τιμές αγοράς και ο τρόπος που χειριζόμαστε τη σχέση ανάμεσα στην αγροτική οικονομία και την ελαφριά βιομηχανία από τη μια μεριά, και τη βαριά βιομηχανία από την άλλη, και το ίδιο διαφορετικό είναι και το στρατιωτικό μας σύστημα καθώς και το κομματικό μας σύστημα. Τους έχουμε πει: Δε συμφωνούμε σε μερικά πράγματα που έχετε κάνει, ούτε εγκρίνουμε μερικούς από τους τρόπους που χειρίζεστε τα ζητήματα.»28
Ουσιαστικά, η κριτική του ΚΚΚ και του Μάο Τσε Τουνγκ στη σοσιαλιστική οικοδόμηση στην ΕΣΣΔ για την περίοδο 1917-1956 θεωρούσε ότι στην ΕΣΣΔ η ηγεσία του ΚΚΣΕ υπό τον Στάλιν δεν αντιμετώπισε διαλεκτικά τις αντιθέσεις:
«Ο Στάλιν δεν μπόρεσε να δει τη σχέση ανάμεσα στην πάλη των αντιθέτων και την ενότητα των αντιθέτων. Μερικοί άνθρωποι στη Σοβιετική Ενωση έχουν τόσο μεταφυσικό και άκαμπτο τρόπο σκέψης, που πιστεύουν ότι ένα πράγμα πρέπει να είναι είτε το ένα είτε το άλλο, και αρνούνται να αναγνωρίσουν την ενότητα των αντιθέτων. Από εδώ ξεκινούν πολιτικά λάθη. Εμείς μένουμε πιστοί στην αντίληψη της ενότητας των αντιθέτων και υιοθετούμε την πολιτική "εκατό λουλούδια να ανθίζουν, εκατό σχολές σκέψης να συναγωνίζονται μεταξύ τους".»29
Οι παραπάνω τοποθετήσεις εξέφραζαν επί της ουσίας το λεγόμενο «κινεζικό δρόμο προς το σοσιαλισμό», που σήμαινε την απόρριψη της πολιτικής της κολεκτιβοποίησης και τη συμμαχία του ΚΚΚ με τμήματα της αστικής τάξης για την οικοδόμηση του σοσιαλισμού.
Με απόφαση της 5ης Ολομέλειας της ΚΕ του ΚΚΕ (1955) παραβρέθηκε στο 20ό Συνέδριο αντιπροσωπεία της ΚΕ από τους Νίκο Ζαχαριάδη και Απόστολο Γκρόζο. Το χαιρετιστήριο της ΚΕ του ΚΚΕ προς το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ ανέφερε ανάμεσα σε άλλα:
«Θέλουμε να σας διαβεβαιώσουμε, σύντροφοι, ότι οι κομμουνιστές της Ελλάδας θα διαθέσουν όλες τις δυνάμεις τους και θα κάνουν καθετί το δυνατό για την εφαρμογή στη ζωή, σύμφωνα με τις ελληνικές συνθήκες, των σωστών μαρξιστικο-λενινιστικών θεωρητικών θέσεων που εκτέθηκαν με τη λογοδοσία της ΚΕ του Κόμματός σας στο Συνέδριο, πάνω σε σειρά σοβαρά ζητήματα του παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος και της διεθνούς πολιτικής.»30
Τον επόμενο χρόνο (1957) από τη διεξαγωγή του, η 7η Πλατιά Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ εκτίμησε ως εξής το 20ό Συνέδριο:
«(...) Μιλήσαμε για την εξαιρετική, την ιστορική σημασία του XX συνεδρίου και την αποφασιστική επίδρασή του σ' όλο το διεθνές κίνημα και στο δικό μας κίνημα. Εδώ προσθέτουμε πως το XX συνέδριο βοήθησε να κατανοηθούν πλατύτερα και βαθύτερα τα ζητήματα που έβαλε η 6η Ολομέλεια της ΚΕ. (...)»31
Οι σύγχρονες εκτιμήσεις του ΚΚΕ για το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ
Μετά από την επικράτηση της αντεπανάστασης στις αρχές της δεκαετίας του 1990, το ΚΚΕ τοποθετήθηκε για το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ αρχικά το 1995, οπότε πραγματοποιήθηκε η Πανελλαδική Συνδιάσκεψη με θέμα τις αιτίες της ανατροπής του σοσιαλιστικού συστήματος στην Ευρώπη:
«Καλλιεργήθηκαν θεωρητικές απόψεις ή προτιμήθηκαν επιλογές που συνιστούσαν παρεκκλίσεις από τη θεωρία μας. (...)
Οι κατευθύνσεις του 20ού Συνεδρίου για "ποικιλία μορφών μετάβασης των διάφορων χωρών στο σοσιαλισμό, κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις", αξιοποιήθηκαν από ηγεσίες κομμουνιστικών κομμάτων ως θεωρητικό υπόβαθρο επίθεσης σε βάρος της επιστημονικής θεωρίας του σοσιαλισμού».32
Η Απόφαση του 18ου Συνεδρίου του ΚΚΕ (18-22 Φλεβάρη 2009) εκτίμησε:
«10. Η αντεπανάσταση στην ΕΣΣΔ δεν προήλθε από ιμπεριαλιστική στρατιωτική επέμβαση, αλλά από τα μέσα και από τα πάνω, ως αποτέλεσμα της οπορτουνιστικής μετάλλαξης του ΚΚ και της αντίστοιχης πολιτικής κατεύθυνσης της σοβιετικής εξουσίας».33
Επίσης, η Απόφαση χαρακτήρισε το 20ό Συνέδριο ως σημείο οπορτουνιστικής στροφής στην πορεία του Κόμματος, με τις ανάλογες αρνητικές συνέπειες στη σοσιαλιστική οικοδόμηση.
«Μετά από το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και τη μεταπολεμική ανόρθωση, η σοσιαλιστική οικοδόμηση μπήκε σε νέα φάση. Το Κόμμα βρέθηκε αντιμέτωπο με νέες απαιτήσεις και προκλήσεις ως προς την ανάπτυξη του σοσιαλισμού - κομμουνισμού. Ως σημείο στροφής ξεχωρίζει το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ (1956), επειδή σε αυτό υιοθετήθηκαν μια σειρά οπορτουνιστικές θέσεις για τα ζητήματα της οικονομίας, της στρατηγικής του κομμουνιστικού κινήματος και των διεθνών σχέσεων. Αλλαξε ο συσχετισμός στη διαπάλη που διεξαγόταν όλη την προηγούμενη περίοδο, με στροφή υπέρ των αναθεωρητικών - οπορτουνιστικών θέσεων στο 20ό Συνέδριο, με αποτέλεσμα το Κόμμα σταδιακά να χάνει τα επαναστατικά του χαρακτηριστικά».34
«18. Με την εσωκομματική διαπάλη στις αρχές της δεκαετίας του 1950 εκφράστηκε, σε ιδεολογικό και πολιτικό επίπεδο, η κοινωνική αντίσταση (κολχόζνικοι αγρότες, διευθυντικά στελέχη στην αγροτική παραγωγή και στη βιομηχανία) στην ανάγκη επέκτασης και εμβάθυνσης των σοσιαλιστικών σχέσεων παραγωγής. (...) Οι δυνάμεις αυτές εκφράστηκαν πολιτικά μέσα από τις θέσεις που υιοθετήθηκαν στις αποφάσεις του 20ού Συνεδρίου του ΚΚΣΕ. (...) Σταδιακά υιοθετήθηκαν πολιτικές επιλογές που διεύρυναν τις εμπορευματοχρηματικές (δυνάμει καπιταλιστικές) σχέσεις, στο όνομα της διόρθωσης των αδυναμιών του Κεντρικού Σχεδιασμού και της διεύθυνσης των σοσιαλιστικών παραγωγικών μονάδων.
(...) Ετσι, σε θεωρητικό επίπεδο κυριάρχησαν οι θεωρίες της "σοσιαλιστικής εμπορευματικής παραγωγής" ή "του σοσιαλισμού με αγορά", η αποδοχή του νόμου της αξίας ως νόμου του σοσιαλιστικού (ανώριμου κομμουνιστικού) τρόπου παραγωγής που λειτουργεί και στη φάση της σοσιαλιστικής ανάπτυξης».35
«Πέραν του ιμπεριαλιστικού περίγυρου και της αναμφισβήτητης αρνητικής επίδρασής του, η κοινωνική βάση του οπορτουνισμού παραμένει όσο διατηρούνται μορφές ομαδικής και ατομικής ιδιοκτησίας, όσο παραμένουν οι εμπορευματικές χρηματικές σχέσεις, οι κοινωνικές διαφορές. Σε τελευταία ανάλυση, παραμένει η υλική βάση του οπορτουνισμού σε όλη τη σοσιαλιστική πορεία και όσο υπάρχει καπιταλισμός στη Γη, ιδίως σε ισχυρά καπιταλιστικά κράτη».36
«29. Η γραμμή της "ειρηνικής συνύπαρξης", όπως αναπτύχθηκε τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, ως ένα βαθμό στο 19ο (Οκτώβρης 1952) και κυρίως στο 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ (1956) (...) επέτρεψε την καλλιέργεια ουτοπικών αντιλήψεων ότι είναι δυνατό ο ιμπεριαλισμός να αποδεχτεί μακροπρόθεσμα τη συμβίωση με δυνάμεις που έσπασαν την παγκόσμια κυριαρχία του. (...) Με τη θέση του "για ποικιλία μορφών μετάβασης στο σοσιαλισμό, κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις", η γραμμή της "ειρηνικής συνύπαρξης" συνδέθηκε και με τη δυνατότητα κοινοβουλευτικού περάσματος στο σοσιαλισμό στην Ευρώπη, στρατηγική που προϋπήρχε σε ορισμένα και επικράτησε στα περισσότερα ΚΚ».37
ΤΟ ΡΕΥΜΑ ΤΟΥ «ΕΥΡΩΚΟΜΜΟΥΝΙΣΜΟΥ»
Ηδη αναφέρθηκε ότι από τη δεκαετία του 1940 αναπτύσσονταν αναθεωρητικές και οπορτουνιστικές θέσεις σε ΚΚ της Δυτικής Ευρώπης και της Αμερικής, οι οποίες συγκροτήθηκαν παραπέρα στις επόμενες δεκαετίες, ενώ μορφοποιήθηκαν στο ρεύμα του «ευρωκομμουνισμού» στη δεκαετία του 1970.
Ο όρος «ευρωκομμουνισμός» χρησιμοποιήθηκε μετά από τη διαμόρφωση του συγκεκριμένου αναθεωρητικού ρεύματος. Ως πιο πιθανό θεωρείται ότι τον όρο εισήγαγε ο Κροάτης δημοσιογράφος Frane Barbieri38, που πρώτη φορά τον χρησιμοποίησε το 1975. Ο όρος έγινε στην ουσία αποδεκτός από το Ιταλικό ΚΚ, το Γαλλικό ΚΚ και το ΚΚ Ισπανίας στις κοινές διακηρύξεις τους (1975) και αργότερα στη Συνάντηση της Μαδρίτης (Μάρτης 1977).
Για την υιοθέτηση του όρου «ευρωκομμουνισμός» έγραψε το 1976 ο Σαντιάγκο Καρίλιο, ΓΓ της ΚΕ του Ισπανικού ΚΚ:
«... Οσο δε βρίσκουμε καταλληλότερο όρο, ονομάζεται "ευρωκομμουνισμός"».39
Το ρεύμα του λεγόμενου «ευρωκομμουνισμού» αναπτύχθηκε ραγδαία στις δεκαετίες του 1960 και του 1970 με βασικό χαρακτηριστικό του την απόρριψη των νομοτελειών της σοσιαλιστικής επανάστασης. Αν και ιστορικά ήταν ρεύμα μεταγενέστερο της σοσιαλδημοκρατίας, οργανωτικά διαχωρισμένο από αυτήν, τη στρατηγική του συνιστούσε ο «ειρηνικός και δημοκρατικός δρόμος» προς το σοσιαλισμό.
Στην πραγματικότητα η «νέα» στρατηγική του «ευρωκομμουνισμού» αποτελούσε επανάληψη παλιών σοσιαλδημοκρατικών θέσεων που λοξοδρομούσαν το εργατικό κίνημα από την επαναστατική πάλη για την εγκαθίδρυση της εργατικής εξουσίας και έκαναν λόγο για τη δυνατότητα κατάκτησης της εξουσίας από την εργατική τάξη μέσω της χρησιμοποίησης των αστικών θεσμών και ειδικότερα του αστικού Κοινοβουλίου. Ο «ευρωκομμουνισμός» υποστήριζε ότι μια απόπειρα επανάστασης, από τη στιγμή που υπήρχαν ατομικά όπλα, θα ισοδυναμούσε με αυτοκτονία της εργατικής τάξης, γιατί ο ιμπεριαλισμός θα την χρησιμοποιούσε ως πρόσχημα για την έναρξη ενός νέου πολέμου με καταστροφικά αποτελέσματα για τις χώρες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης και όλη την ανθρωπότητα.
Επίσης, ο «ευρωκομμουνισμός», υπερτιμώντας το διεθνή συσχετισμό δυνάμεων, υποστήριζε ότι είχε αλλάξει οριστικά υπέρ του σοσιαλισμού και αντικειμενικά δυσχέραινε τη δυνατότητα κάθε αστικής τάξης να σταματήσει με τη βία μια ειρηνική κοινοβουλευτική κατάκτηση της εξουσίας από το ΚΚ. Ακόμα υποστήριζε ότι το σύγχρονο μεταπολεμικό αστικό κράτος, αποτελώντας την κινητήρια δύναμη της οικονομίας, έπειτα από μια κοινοβουλευτική νίκη θα μετατρεπόταν από υπηρέτης των συμφερόντων των μονοπωλίων σε όργανο στην υπηρεσία της εργατικής τάξης και των υπόλοιπων εκμεταλλευομένων και θα προωθούσε τις απαραίτητες επαναστατικές αλλαγές στην καπιταλιστική οικονομική βάση.
Προς αυτήν την κατεύθυνση πίστευαν ότι συνέδραμε η αλλαγή των λειτουργιών του αστικού κράτους, οι οποίες πλέον δεν περιορίζονταν στην καταστολή, αλλά επεκτείνονταν και σε υπηρεσίες υγείας, πρόνοιας, παιδείας κλπ., αλλά και στην ιδιοκτησία μέσων παραγωγής σε κλάδους στρατηγικής σημασίας. Κατά τους «ευρωκομμουνιστές» η στελέχωση των νέων τομέων του αστικού κράτους γινόταν από υπαλλήλους με συμφέροντα αντίστοιχα της εργατικής τάξης, με αποτέλεσμα να διευκολύνεται η δυνατότητα μεταλλαγής του ταξικού χαρακτήρα του αστικού κράτους.
Το «ευρωκομμουνιστικό» ρεύμα αρνούνταν τις νομοτέλειες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, θεωρώντας ότι κάθε χώρα πρέπει να ακολουθήσει το δικό της δρόμο προς το σοσιαλισμό, σύμφωνα με τις «εθνικές ιδιομορφίες» της. Σε αυτήν τη βάση διατυπώθηκαν ο «βρετανικός δρόμος προς το σοσιαλισμό», ο «ιταλικός», ο «ισπανικός», παραπλήσια με το «γιαπωνέζικο» και άλλους. Φυσικά, η ιδεολογικοπολιτική πλατφόρμα των κομμάτων που προσχώρησαν στο ρεύμα του «ευρωκομμουνισμού» (Ιταλικό ΚΚ, Γαλλικό ΚΚ, Ισπανικό ΚΚ, Βρετανικό ΚΚ, ΚΚ Μεξικού κλπ.) ήταν κοινή και ανεξάρτητη από τις ιστορικές συνθήκες της καπιταλιστικής ανάπτυξης στη μια ή στην άλλη χώρα, στη μια ή άλλη ήπειρο. Οι τυχόν διαφοροποιήσεις τους, κυρίως στο πεδίο των διεθνών σχέσεων, αποτελούσαν αντανάκλαση της επίδρασης των ιδιαίτερων συμφερόντων κάθε αστικής τάξης στο ιμπεριαλιστικό σύστημα.
Το «ευρωκομμουνιστικό» ρεύμα τροφοδοτήθηκε από τις οικονομικοκοινωνικές εξελίξεις στις πιο ανεπτυγμένες χώρες του καπιταλισμού μετά από τον πόλεμο. Η κεϊνσιανή αστική πολιτική και οι αντίστοιχες αστικές αντιλήψεις περί «κράτους πρόνοιας» ή «κοινωνικού κράτους» τροφοδότησαν συγχύσεις στο κομμουνιστικό κίνημα σχετικά με τον ταξικό χαρακτήρα του κράτους και της εξουσίας σε αυτές τις χώρες. Στις συγκεκριμένες συνθήκες υποτιμήθηκε ο ρόλος που ασκούσαν οι εργατικές κατακτήσεις στην ΕΣΣΔ και στις χώρες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης συγκριτικά σε παραχωρήσεις από την αστική τάξη στη Δυτική Ευρώπη. Υποτιμήθηκε και η δυνατότητα της αστικής τάξης να επεκτείνει τις κοινωνικές συμμαχίες της στη βάση της γενικά ανοδικής πορείας του καπιταλισμού τις δύο πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες.
Αντίθετα, υπερτιμήθηκε και ιδεολογικοποιήθηκε η δυνατότητα του μαζικού κινήματος να αποσπά κατακτήσεις στο καπιταλιστικό πλαίσιο και δίχως ριζική αλλαγή στο συσχετισμό δυνάμεων. Επιπλέον, η άνοδος του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων αποδόθηκε αποκλειστικά στη διακυβέρνηση των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων, δημιουργώντας με αυτόν τον τρόπο γόνιμο έδαφος για να καλλιεργηθεί η πολιτική συμμαχιών των «ευρωκομμουνιστών» με τη σοσιαλδημοκρατία, παρά το γεγονός ότι και τα φιλελεύθερα αστικά κόμματα στην Ευρώπη πρωτοστάτησαν μεταπολεμικά στην εφαρμογή πολιτικών ενσωμάτωσης της εργατικής τάξης.
Στις θέσεις του «ευρωκομμουνισμού» επέδρασε και η διείσδυση στους κόλπους του κομμουνιστικού κινήματος αστικών αντιλήψεων σχετικών με την ερμηνεία των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων. Σε μια περίοδο που οι ΗΠΑ ως ηγετική δύναμη του ιμπεριαλισμού στήριζε και εγκαθίδρυε στρατιωτικές δικτατορίες, επενέβαινε στρατιωτικά σε σειρά χωρών, εφάρμοζε εξοντωτική ρατσιστική και αντικομμουνιστική πολιτική στο εσωτερικό της και απειλούσε με θερμοπυρηνικό ολοκαύτωμα την ανθρωπότητα, υποτιμήθηκε από τα ΚΚ ο ρόλος του μεταπολεμικά ανασυγκροτημένου ευρωπαϊκού ιμπεριαλισμού. Δεν εκτιμήθηκε αντικειμενικά το γεγονός ότι η αστική εξουσία σε μια σειρά χώρες της Ευρώπης (Ιταλία, Γαλλία, Ομοσπονδιακή Δημοκρατία Γερμανίας) σταθεροποιήθηκε με τη στρατιωτική και οικονομική βοήθεια του αμερικανικού ιμπεριαλισμού.
Στην υιοθέτηση αυτής της ανάλυσης συνέβαλε και η πολιτική της ΕΣΣΔ, η οποία αρχικά δεν αντιμετώπιζε ως ταξικά προσδιορισμένη την ενοποίηση της καπιταλιστικής Ευρώπης, ενώ στη συνέχεια είδε την ΕΟΚ ως δυνάμει κρίσιμο εμπορικό εταίρο που ήταν δυνατό να αποσπαστεί από την ταξική συμμαχία του με τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό.40
Ο «ευρωκομμουνισμός» ασκούσε κριτική στη σοσιαλιστική οικοδόμηση στην ΕΣΣΔ από θέσεις οπορτουνιστικές (π.χ., για την απουσία άλλων κομμάτων). Υπήρξε αλληλεπίδραση ανάμεσα στον οπορτουνισμό στο κομμουνιστικό κίνημα των καπιταλιστικών χωρών της Δυτικής Ευρώπης και στην οπορτουνιστική στροφή στο ΚΚΣΕ με το 20ό Συνέδριο του (1956), την κυριαρχία της γραμμής περί «ειρηνικής συνύπαρξης» και «κοινοβουλευτικού δρόμου προς το σοσιαλισμό». Τα δύο μεγαλύτερα ΚΚ της Δυτικής Ευρώπης, το Ιταλικό και το Γαλλικό, υιοθέτησαν πολλές από τις παραπάνω θέσεις στα συνέδριά τους που ακολούθησαν το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ (8ο Συνέδριο του Ιταλικού ΚΚ, 195641, και 14ο Συνέδριο του Γαλλικού ΚΚ, 195642). Ομως ανάλογες αντιλήψεις, όπως προαναφέρθηκε, εκφράζονταν ή και είχαν κυριαρχήσει σε ΚΚ και πριν το 20ό Συνέδριο.
Παρά το γεγονός ότι ο «ευρωκομμουνισμός» στήριζε αρχικά, τη δυνατότητα πραγμάτωσης της «εναλλακτικής» του στρατηγικής και στην παρουσία της ΕΣΣΔ και των υπόλοιπων χωρών της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, η πορεία ενσωμάτωσης των «ευρωκομμουνιστικών» κομμάτων στο αστικό πολιτικό σύστημα και υπαγωγής της εργατικής τάξης στα συμφέροντα της αστικής εξουσίας αναγκαστικά οδήγησε στη σύγκρουσή του με το κομμουνιστικό κίνημα.
Από τη δεκαετία του 1960 τα κόμματα του «ευρωκομμουνισμού» άρχισαν να αμφισβητούν την ιστορική αποστολή της εργατικής τάξης, τη δικτατορία του προλεταριάτου, τον προλεταριακό διεθνισμό, την επαναστατική διαδικασία για την εγκαθίδρυση της εργατικής εξουσίας.43 Τη δεκαετία του 1970 αποδέχτηκαν ανοιχτά τις αξιώσεις των αστικών τους τάξεων και στο επίπεδο των διεθνών σχέσεων. Ετσι, η λογική της δυνατότητας μεταλλαγής του αστικού κράτους προεκτάθηκε και στους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς. Υποστήριξαν ότι μέσα από τις δομές της ΕΟΚ ήταν δυνατή η πάλη για τη μετατροπή της σε «ΕΟΚ των λαών». Ταυτόχρονα, αποδέχτηκαν και το αστικό ιδεολόγημα του «μοιράσματος του κόσμου» ανάμεσα στις ΗΠΑ και την ΕΣΣΔ. Στηριζόμενα σε αυτό, δεν υιοθέτησαν τη θέση για αποχώρηση της χώρας τους από το NATO, αλλά τη θέση για αμοιβαία διάλυση και των δύο στρατιωτικοπολιτικών συνασπισμών (NATO και Συμφώνου της Βαρσοβίας). Περισσότερο ή λιγότερο γρήγορα σε κάθε κόμμα του «ευρωκομμουνισμού» ο αναθεωρητισμός εκφράστηκε και στις αρχές συγκρότησης και λειτουργίας του λενινιστικού κόμματος νέου τύπου και πρώτα απ' όλα στην αμφισβήτηση του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού.44
Στην Ελλάδα, το κόμμα που αυτοαποκαλέστηκε «ΚΚΕ εσωτερικού» μετά από τη διάσπαση του ΚΚΕ (1968) εξέφρασε το «ευρωκομμουνιστικό» ρεύμα στη δεκαετία του 1970 με τις εξής θέσεις:
«Ο σοσιαλισμός στη χώρα μας θα είναι μια εξουσία με πολυκομματικό σύστημα, καθεστώς ελεύθερης λειτουργίας όλων των κομμάτων που σέβονται την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας, μαζί και της αντιπολίτευσης. Επίσης, την αρχή της παραίτησης της κυβέρνησης που δεν απολαμβάνει της εμπιστοσύνης της Βουλής και του λαού, και της αντικατάστασής της με βάση το σεβασμό της πλειοψηφίας του λαού. Αποβλέπουμε σε μια μακρόχρονη συνύπαρξη και αμοιβαίο έλεγχο όλων των κομμάτων... Στο σοσιαλισμό δεν επιβάλλεται επίσημη φιλοσοφία... Καθοριστικό γνώρισμά του είναι η ολόπλευρα αναπτυγμένη δημοκρατία και η συμμετοχή του λαού στα κοινά. Και ακριβώς έτσι το καθεστώς αυτό θα είναι περισσότερο θωρακισμένο από κάθε προσπάθεια βίαιης ανατροπής του».45
Το 1976 ο γραμματέας της ΚΕ του «ΚΚΕ εσωτερικού» Μπάμπης Δρακόπουλος υποστήριξε σε συνέντευξή του:
«Εμείς στο καταστατικό μας δεν περιλάβαμε τον όρο "δικτατορία του προλεταριάτου". Και δεν τον περιλάβαμε, γιατί τον θεωρούμε ξεπερασμένο. Εκείνο πάντως που κάναμε ήδη ήταν να θεμελιώσουμε τον ελληνικό δρόμο προς ένα δημοκρατικό σοσιαλισμό που είναι αντίθετος σε κάθε δικτατορία».46
Το ΚΚΕ πάλεψε τα επόμενα χρόνια με όλες τις δυνάμεις του ενάντια στο λεγόμενο «ΚΚΕ εσωτερικού», ως κύριο πολιτικό φορέα του αναθεωρητισμού και του οπορτουνισμού στην Ελλάδα.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Η συνεισφορά του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος, της πιο προοδευτικής δύναμης που γνώρισε η Ιστορία, έχει καταγραφεί σε όλους τους τομείς της ανθρώπινης σκέψης και δράσης το 19ο και τον 20ό αιώνα.
Το κομμουνιστικό κίνημα συσπείρωσε στις γραμμές του εκατομμύρια εργάτες, εργάτριες και νεολαίους, διανοούμενους, φτωχούς αγρότες και αυτοαπασχολούμενους, ενώ ενέπνευσε και κινητοποίησε πολλαπλάσιους στις καπιταλιστικές χώρες και κυρίως στις χώρες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης.
Αυτή η προσφορά δε χάνει στο ελάχιστο τη σημασία της από το γεγονός ότι η ιστορική έρευνα -με γνώμονα τα γενικά συμφέροντα της εργατικής τάξης για την αποτίναξη της εκμετάλλευσής της και για το σοσιαλισμό -κομμουνισμό- αναδεικνύει προβλήματα γενικότερα στη στρατηγική του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος, ειδικότερα στη στρατηγική αντίληψη του ΚΚΣΕ ως προς το συσχετισμό μεταξύ καπιταλισμού και σοσιαλισμού σε παγκόσμιο επίπεδο.
Προβλήματα που υπήρχαν στις αρχές της δεκαετίας του 1950 (π.χ., υπερεκτίμηση του συσχετισμού υπέρ των δυνάμεων του σοσιαλισμού, έλλειψη ενιαίου κέντρου του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος) διογκώθηκαν με την κυριαρχία της δεξιάς οπορτουνιστικής παρέκκλισης που επισφραγίστηκε στο 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ.
Ειδικότερα:
1. Προκάλεσε μεγάλη ιδεολογικοπολιτική ζημιά στα Κομμουνιστικά Κόμματα και στα λαϊκά κινήματα η θέση και η πρακτική για την «ειρηνική άμιλλα των δύο κοινωνικοοικονομικών συστημάτων». Εξ αντικειμένου εξωράιζε τον καπιταλισμό και εμπέδωνε τη λαθεμένη αντίληψη ότι, τουλάχιστο για μια μεγάλη ιστορική περίοδο, τα δύο συστήματα θα μπορούσαν να συνυπάρχουν και να συναγωνίζονται ειρηνικά μεταξύ τους.47
Κατ' επέκταση, στοχοποιήθηκε ποσοτικά η «ειρηνική άμιλλα» για προϊόντα της βιομηχανικής παραγωγής με κριτήρια της καπιταλιστικής οικονομίας και όχι πάντα με το κριτήριο της σχεδιασμένης ισόρροπης ανόδου της κοινωνικής ευημερίας.
Το ίδιο αφορά και στην αποφυγή του θερμοπυρηνικού πολέμου. Οι ρεαλιστικές διακρατικές διαπραγματεύσεις για την αποφυγή του σε καμία περίπτωση δεν έπρεπε να οδηγήσουν σε ιδεολογικές γενικεύσεις για μια ειλικρινή και σταθερή στάση των καπιταλιστικών κρατών στο ζήτημα της ειρήνης.
Αντίθετα ο Λένιν επισήμαινε:
«Η προπαγάνδιση της ειρήνης που δε συνοδεύεται με έκκληση για επαναστατική δράση των μαζών στη σημερινή στιγμή μπορεί μόνο να σπείρει αυταπάτες, να διαφθείρει το προλεταριάτο, εμπνέοντάς του εμπιστοσύνη προς τον ανθρωπισμό της αστικής τάξης και να το κάνει παιχνιδάκι στα χέρια της μυστικής διπλωματίας των εμπόλεμων χωρών. Ιδιαίτερα είναι βαθιά λαθεμένη η σκέψη για τη δυνατότητα μιας λεγόμενης δημοκρατικής ειρήνης χωρίς μια σειρά επαναστάσεις».48
Σε όλη τη μεταπολεμική περίοδο οι ιμπεριαλιστικοί πόλεμοι ήταν μια πραγματικότητα. Σε τελευταία ανάλυση, ακόμα και όταν τα κράτη διαθέτουν πυρηνικά όπλα, η πιο συνεπής και αποτελεσματική πάλη ενάντια στους ιμπεριαλιστικούς πολέμους είναι η ολόπλευρη επαναστατική προετοιμασία και ετοιμότητα, ώστε στις ανάλογες οικονομικές και πολιτικές συνθήκες να γίνει πραγματικότητα η σοσιαλιστική επανάσταση που θα επιβάλει την ειρήνη.
Η συνεχής συσσώρευση και τελειοποίηση των πυρηνικών όπλων στην κούρσα των εξοπλισμών, αν και ήταν αναγκαία για τη στρατηγική ισορροπία ανάμεσα στα δύο συστήματα, από ένα σημείο και μετά επέδρασε αρνητικά στην ήδη προβληματική στρατηγική του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος. Ετσι, η αναφορά του Λένιν στην ειρηνική συνύπαρξη, που αφορούσε τις οικονομικές και εμπορικές σχέσεις ανάμεσα στα δύο κοινωνικοοικονομικά συστήματα, μεταλλάχθηκε και προσδόθηκε σε αυτήν ιδεολογικό και στρατηγικό περιεχόμενο, σε βάρος της επιδίωξης και της ετοιμότητας για τη σοσιαλιστική επανάσταση.
Η παραπάνω κριτική αντιτίθεται στις αστικές και οπορτουνιστικές εκτιμήσεις περί υποκίνησης των επαναστάσεων από τη σοβιετική εξουσία, περί πρόκλησης από το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα ενός νέου παγκόσμιου πολέμου για να καταρρεύσει παντού ο καπιταλισμός. Το ενδεχόμενο ενός νέου παγκόσμιου πολέμου μπορούσε να προέλθει μόνο από τον ιμπεριαλισμό. Από την άλλη, αποτελεί υποχρέωση του σοσιαλιστικού κράτους η ανοιχτή υποστήριξη των επαναστατικών κινημάτων άλλων χωρών. Πολλά τέτοια παραδείγματα αναδείχτηκαν έμπρακτα στην εξωτερική πολιτική της Σοβιετικής Ενωσης.
Βεβαίως, η παραπάνω αρχή, όπως ερμηνεύτηκε και υλοποιήθηκε κυρίως από το 20ό Συνέδριο, ήταν πλευρά της στρατηγικής του λεγόμενου «δημοκρατικού δρόμου προς το σοσιαλισμό». Επομένως, ήταν στρατηγική όχι μόνο του ΚΚΣΕ, αλλά και πολλών ΚΚ, πριν απ' όλα των «ευρωκομμουνιστικών» κομμάτων.
2. Η υποτίμηση των δυνάμεων του ιμπεριαλισμού και η λαθεμένη εκτίμηση του χαρακτήρα των ιμπεριαλιστικών οικονομικών ενώσεων, όπως της ΕΟΚ, καθώς και η υπερτίμηση των δυνάμεων του σοσιαλισμού συνέβαλαν και στην έλλειψη συνειδητοποίησης των παραγόντων και κινδύνων της καπιταλιστικής παλινόρθωσης, όχι μόνο για τις σοσιαλιστικές χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, αλλά και για την ίδια την ΕΣΣΔ.
Η λαθεμένη εκτίμηση για το διεθνή συσχετισμό δυνάμεων εκφράστηκε και σε αναλύσεις του ΚΚΕ, όπως, για παράδειγμα, στην 6η Ολομέλεια της ΚΕ (1949) όπου αναφέρεται:
«Το συμπέρασμα που βγαίνει είναι ότι το στρατόπεδο της Δημοκρατίας και του Σοσιαλισμού είναι γερότερο από το στρατόπεδο του ιμπεριαλισμού, ότι το Δημοκρατικό στρατόπεδο προχωρεί συνεχώς και το μέλλον ανήκει σ' αυτό».49
Σε σχέση με τη στρατηγική του ιμπεριαλισμού ενάντια στη σοσιαλιστική οικοδόμηση, οι κομμουνιστικές ηγεσίες έδωσαν το βάρος κυρίως στο πυρηνικό πλήγμα. Υποτίμησαν τις αντεπαναστατικές δυνάμεις στο εσωτερικό των σοσιαλιστικών κρατών (Ουγγαρία, Πολωνία, Τσεχοσλοβακία κ.ά.), που είχαν και την αμέριστη βοήθεια -οικονομική, πολιτική, επιχειρησιακή- του ιμπεριαλισμού. Δεν έβγαλαν τα αναγκαία συμπεράσματα από τις αντεπαναστατικές απόπειρες κατά των σοσιαλιστικών κρατών. Δεν έβγαλαν επίσης συμπεράσματα από τον καθοριστικό ρόλο της πολιτικής και στρατιωτικής βοήθειας της ΕΣΣΔ στην κατάκτηση της εργατικής εξουσίας σε χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης. Και αυτό, παρότι δινόταν σωστά η σχετική εκτίμηση στον εναρκτήριο λόγο του Β.Μ. Μόλοτοφ στο 19ο Συνέδριο του ΠΚΚ(Μπ.)/ΚΚΣΕ:
«Ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος τέλειωσε με την ήττα των φασιστών επιδρομέων, πράγμα που απελευθέρωσε από πολλές απόψεις τις δυνάμεις του λαϊκο-απελευθερωτικού κινήματος της Ευρώπης και της Ασίας. Στις νέες συνθήκες που δημιουργήθηκαν, ιδιαίτερα χάρη στον αποφασιστικό ρόλο της Σοβιετικής Ενωσης σ' αυτό τον πόλεμο, έγινε δυνατή η στροφή που έκαναν στη μεταπολεμική περίοδο μια σειρά χώρες από τον καπιταλιστικό δρόμο ανάπτυξης στο νέο δρόμο, το δρόμο της δημιουργίας και της ανάπτυξης λαϊκοδημοκρατικών κρατών. Ετσι μπήκε η αρχή για ένα νέο στάδιο στην ανάπτυξη του διεθνούς σοσιαλισμού».50
Υποτιμήθηκε η ενιαία στρατηγική του καπιταλισμού κατά των σοσιαλιστικών κρατών και του εργατικού κινήματος στα καπιταλιστικά κράτη, παρά τις ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις που ασφαλώς υπήρχαν ή και οξύνονταν.
Υπερτιμήθηκε και ο ρόλος των λεγόμενων Αδέσμευτων Χωρών. Λαθεμένη και χωρίς βάση ήταν η προσδοκία και ο στόχος να συσπειρωθούν σε σταθερή αντιιμπεριαλιστική κατεύθυνση οι «εθνικές» αστικές τάξεις των χωρών αυτών, όπως επιδιώχτηκε από τη Σοβιετική Ενωση και άλλα κράτη. Η μεσοπρόθεσμη μη ένταξη πολλών νέων κρατών σε διεθνείς ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς οφειλόταν κυρίως στις ανάγκες των «εθνικών» αστικών τους τάξεων να ενισχύσουν τις θέσεις τους, σε συνδυασμό με τον τότε συσχετισμό δυνάμεων στο εσωτερικό των χωρών αυτών και διεθνώς.
Αναμφίβολα, η κατάκτηση της εθνικής ανεξαρτησίας αποτέλεσε για τις αποικιοκρατούμενες χώρες μια πρώτη και βασική προϋπόθεση για το ξεπέρασμα της καθυστέρησης που επικρατούσε σε όλους τους τομείς της κοινωνικής ζωής. Σε πολλές περιπτώσεις η βιομηχανική τους ανάπτυξη στηρίχτηκε από τις επωφελείς οικονομικές τους σχέσεις με την ΕΣΣΔ και άλλες χώρες του Συμβουλίου Οικονομικής Αλληλοβοήθειας. Ωστόσο, αυτή η ανάπτυξη συνεπαγόταν και ενίσχυση των εγχώριων αστικών δυνάμεων, επομένως και όξυνση της ταξικής πάλης στο εσωτερικό αυτών των χωρών και πάλη για τη μελλοντική τους ένταξη σε ένα από τα δύο αντίπαλα κοινωνικοοικονομικά συστήματα.
Η ΕΣΣΔ και τα άλλα σοσιαλιστικά κράτη διαμόρφωσαν πολιτική οικονομικής και άλλης συνεργασίας και στήριξης των νέων καθεστώτων, των λεγόμενων Αδέσμευτων Χωρών, με στόχο να μην ενσωματωθούν στη διεθνή καπιταλιστική αγορά, τις ιμπεριαλιστικές ενώσεις, αλλά να ενισχυθούν οι δυνάμεις του σοσιαλιστικού προσανατολισμού.
Στην πραγματικότητα οι εξελίξεις οδήγησαν γρήγορα σε ισχυροποίηση των εγχώριων αντιδραστικών δυνάμεων. Δεν έγινε έγκαιρη και αποτελεσματική εκτίμηση της νέας κατάστασης από την ΕΣΣΔ και τα άλλα κράτη της σοσιαλιστικής οικοδόμησης.
3. Αποτελεί βασικό ζήτημα το γεγονός ότι δεν επιτεύχθηκε μετά από το ΕΓ Παγκόσμιο Πόλεμο η δημιουργία της διεθνούς οργάνωσης των Κομμουνιστικών Κομμάτων, αν και υπογραμμιζόταν η σημασία της διεθνούς ενότητας.
Η αποκατάσταση της ενότητας του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος προϋπέθετε μέτωπο κατά του οπορτουνισμού, μέσα στο κάθε ΚΚ και μεταξύ των ΚΚ. Μόνο έτσι μπορούσε να επέλθει η ιδεολογική και οργανωτική ενότητα σε νέα, επαναστατική βάση.
Οι εξελίξεις στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα και στο ΚΚΣΕ, στην ΕΣΣΔ και στις άλλες χώρες της σοσιαλιστικής εξουσίας, ως αποτέλεσμα της κυριαρχίας των μικροαστικών-οπορτουνιστικών στοιχείων σε βάρος των προλεταριακών-κομμουνιστικών, οδήγησαν στην υποχώρηση της κομμουνιστικής αρχής του προλεταριακού διεθνισμού, τον οποίο αναθεώρησε ο λεγόμενος «ευρωκομμουνισμός» και τον πολέμησε ταυτόχρονα με το ΚΚ Κίνας, καθώς και με άλλα κόμματα που συμπαρατάχθηκαν με αυτό (ΚΕ Αλβανίας κ.ά.).
Η αρχή του προλεταριακού διεθνισμού, κατ' επέκταση της ανώτερης ιδεολογικοπολιτικής και οργανωτικής του έκφρασης, της Διεθνούς, δε διαχωρίζεται από το σοσιαλιστικό κρατικό συμφέρον, από το ταξικό συμφέρον της εργατικής τάξης σε καθεμιά χώρα.
Στο ίδιο ζήτημα, αλλά από άλλη κατεύθυνση, αναφέρονταν διάφορες αστικές και οπορτουνιστικές κριτικές θέσεις για την ΕΣΣΔ, θεωρώντας ότι υπεράσπιζε το κρατικό της συμφέρον σε βάρος του ταξικού σε άλλη χώρα.
Ο παραπάνω διαχωρισμός συνειδητά παραγνωρίζει το γενικό συμφέρον της διεθνούς εργατικής τάξης, από το οποίο προκύπτουν κοινοί στόχοι για τα επιμέρους τμήματα του διεθνούς επαναστατικού κινήματος, τμήμα του οποίου ήταν και το ΚΚΣΕ, ως η ισχυρότερη μάλιστα συνιστώσα του.
Οπωσδήποτε η κρατική πολιτική ενός ΚΚ εξουσίας έχει να επιλύσει ειδικά προβλήματα στις διεθνείς σχέσεις, που δεν έχει μπροστά του ένα ΚΚ εκτός εξουσίας· για παράδειγμα, στην εξωτερική πολιτική, όπου μπορεί να υποχρεωθεί και σε κάποιο συγκυριακό συμβιβασμό με τον αντίπαλο. Αυτό δε δικαιολογεί μια συγκυριακή κρατική επιλογή, σε διπλωματικό ή άλλο επίπεδο, να ανάγεται σε αρχή και από αυτήν την άποψη να προκαλεί ιδεολογική σύγχυση στο διεθνές επαναστατικό κίνημα.
4. Θεμελιακό ζήτημα της εξεταζόμενης περιόδου αποτελεί το γεγονός ότι το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα δεν μπόρεσε να διαμορφώσει επαναστατική στρατηγική.
Τα Κομμουνιστικά Κόμματα των καπιταλιστικών χωρών δεν έθεταν στα προγράμματά τους το σοσιαλισμό ως επίκαιρο, άρα ως στρατηγικό στόχο. Γενικά διακήρυσσαν την αναγκαιότητα του σοσιαλισμού. Ομως, στη διαμόρφωση της πολιτικής τους έθεταν κυβερνητικούς στόχους, που εξ αντικειμένου δεν εξυπηρετούσαν μια στρατηγική συγκέντρωσης και οργάνωσης δυνάμεων, με στόχο τη γενική πλήρη σύγκρουση και ρήξη με την αστική εξουσία σε συνθήκες γενικευμένης οικονομικής και πολιτικής κρίσης στη χώρα τους. Ισχυρά κόμματα στη Δυτική Ευρώπη έφτασαν ως τη σοσιαλδημοκρατικοποίηση, με τη μορφή του «ευρωκομμουνισμού». Γι' αυτό και δεν πρέπει να παραγνωρίζεται η αρνητική επίδραση που ασκούσαν στο ΚΚΣΕ τα Κομμουνιστικά Κόμματα ισχυρών ευρωπαϊκών καπιταλιστικών κρατών.
Τα Κομμουνιστικά Κόμματα στις καπιταλιστικές χώρες βρέθηκαν αδύναμα απέναντι στην ευελιξία της αστικής τάξης να διαμορφώνει συμμαχίες υπεράσπισης της εξουσίας της και να αναδιατάσσει έγκαιρα τις διεθνείς συμμαχίες της. Εθεσαν ως πολιτικό στόχο τη διαμόρφωση «αντιμονοπωλιακών δημοκρατικών κυβερνήσεων», με τη μορφή μιας καθαρά κοινοβουλευτικής μεταρρύθμισης ή με τη μορφή του ενδιάμεσου σταδίου στην επαναστατική διαδικασία.
Το αντιιμπεριαλιστικό, αντιμονοπωλιακό στοιχείο της πάλης των ΚΚ, αποσπασμένο από την πάλη για την εργατική εξουσία, ως αποτέλεσμα διαμόρφωσης οπορτουνιστικής πολιτικής, αντικειμενικά πήρε ουτοπικό χαρακτήρα. Ακόμα και ο στόχος της κοινωνικοποίησης των μέσων παραγωγής, σε τομείς που χαρακτηρίζονταν ως στρατηγικής σημασίας, δε συνδεόταν με το στόχο της ανατροπής της εξουσίας του κεφαλαίου.
Τα ΚΚ πραγματοποίησαν συμμαχίες που είχαν ως αποτέλεσμα να ισχυροποιηθούν οι μεταρρυθμιστικές θέσεις της σοσιαλδημοκρατίας μέσα στις εργατικές δυνάμεις, να διαβρωθεί η οργανωτική αυτοτέλεια του κομμουνιστικού κινήματος, να ενσωματωθεί το εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα σε στρατηγικής σημασίας αστικές κυβερνητικές επιλογές και να απομαζικοποιηθεί.
Η ιστορική πείρα έδειξε πόσο ουτοπική ήταν η αντίληψη που έβλεπε το πέρασμα στο σοσιαλισμό μέσα από τη λεγόμενη διεύρυνση της αστικής δημοκρατίας. Τα υψηλά εκλογικά ποσοστά των Κομμουνιστικών Κομμάτων στην Ιταλία και στη Γαλλία δε δικαίωσαν τις προσδοκίες για κοινοβουλευτικό πέρασμα στο σοσιαλισμό. Αντίθετα, τροφοδότησαν οπορτουνιστικές παρεκκλίσεις που τελικά διάβρωσαν το κομμουνιστικό κίνημα. Ετσι, δε διαμορφώθηκαν προϋποθέσεις για την ταξική χειραφέτηση των κινημάτων, διαδικασία που προετοιμάζει και διευρύνει την επαναστατική πρωτοβουλία και τους δεσμούς τους με τις λαϊκές μάζες.
Μακροπρόθεσμα, πολλά Κομμουνιστικά Κόμματα ακολούθησαν το δρόμο της συνεργασίας των τάξεων και σε κοινωνικό επίπεδο, στο πλαίσιο του συνδικαλιστικού κινήματος.
Οι οπορτουνιστικές πιέσεις προς το κομμουνιστικό κίνημα προκλήθηκαν από διάφορους κοινωνικούς, πολιτικούς και ιδεολογικούς λόγους, ενώ ειδικά για τις καπιταλιστικές χώρες διακρίνονται τρεις παράγοντες:
1. Η ύπαρξη και ο ρόλος εκτεταμένης εργατικής αριστοκρατίας, άρα και το ότι είχε διευρυνθεί η κοινωνική βάση υποστήριξης των μονοπωλίων, γεγονός το οποίο υποτιμήθηκε.
2. Το πολυάριθμο αγροτικό, γενικότερα το μικροαστικό στοιχείο, που διεύρυνε τις γραμμές του εργατικού κινήματος, αφού έχανε τα μέσα παραγωγής τα οποία διέθετε.
3. Η μακρόχρονη περίοδος του αστικού κοινοβουλευτισμού με ισχυρούς μηχανισμούς ενσωμάτωσης.
Στα ντοκουμέντα των Διεθνών Συσκέψεων επισημαίνεται ο αναθεωρητισμός ως διεθνές φαινόμενο και, από ιδεολογική και κοινωνική άποψη, ως το αποτέλεσμα της επίδρασης και της πίεσης της ιδεολογίας της αστικής τάξης σε ένα τμήμα των κομμουνιστών, ιδιαίτερα αυτό που ασχολείται με τη θεωρία. Συχνά η ταξική του προέλευση, επομένως και οι εμπειρίες του, αλλά και οι σπουδές του, το καθιστούν πιο ευάλωτο στην αστική επίδραση. Επισημαίνεται ότι η αναθεώρηση του μαρξισμού-λενινισμού έχει ως αποτέλεσμα τον πολιτικό και οργανωτικό αφοπλισμό του Κόμματος, την απώλεια του ηγετικού χαρακτήρα του, με ανάλογες αρνητικές συνέπειες για τον προσανατολισμό του στην εργατική τάξη.
Στα ντοκουμέντα του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος η κριτική στη σοσιαλδημοκρατία εστιαζόταν σε ένα μέρος της ηγεσίας της, της λεγόμενης δεξιάς, που ταυτιζόταν απόλυτα όχι μόνο με τις στρατηγικές επιλογές των ΗΠΑ και του NATO, αλλά και με τις τακτικές κινήσεις τους. Οι υπόλοιπες δυνάμεις της σοσιαλδημοκρατίας, ηγεσίας και βάσης, καλούνταν σε ενότητα φιλειρηνικής, δημοκρατικής, αντιμονοπωλιακής δράσης (περιορισμού της ασυδοσίας των μονοπωλίων).
Αποτελούν θέμα της ιστορικής έρευνας οι παράγοντες που επέδρασαν στην παραγνώριση της πείρας της Οχτωβριανής Επανάστασης. Στον ιμπεριαλιστικό Α' Παγκόσμιο Πόλεμο αντιμετωπίστηκε από τους μπολσεβίκους ως προδοσία σε βάρος της εργατικής τάξης η πολιτική της συμμαχίας της σοσιαλδημοκρατίας με την αστική τάξη, στο όνομα της «υπεράσπισης της πατρίδας». Τότε τα περισσότερα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα ήρθαν σε απόλυτη ρήξη με το σύνθημα της μετατροπής του ιμπεριαλιστικού πολέμου σε εμφύλιο, δηλαδή σε πάλη για την εργατική εξουσία σε κάθε χώρα. Ο Λένιν άνοιξε μέτωπο με τη σοσιαλδημοκρατία σε διεθνές επίπεδο. Το μέτωπο αυτό εκφράστηκε και στη Ρωσία, με αποτέλεσμα να μην εγκλωβιστούν οι επαναστατικές δυνάμεις σε στόχους και ελιγμούς των εγχώριων αστικών δυνάμεων, σε μικροαστικές και οπορτουνιστικές πιέσεις.
Αργότερα κυριάρχησε η άποψη ότι τα Κομμουνιστικά Κόμματα δε θα μπορούσαν να απεγκλωβίσουν τις εργατικές δυνάμεις που ακολουθούσαν τη σοσιαλδημοκρατία, ότι θα απομονώνονταν από αυτές αν δεν ακολουθούσαν πολιτική συμμαχίας με τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα.
Οι ιστορικές εξελίξεις έδειξαν ότι το μεγάλο μέρος της λαϊκής βάσης των άλλων κομμάτων κερδίζεται με την όξυνση της ταξικής πάλης, με ισχυρό ιδεολογικό μέτωπο κατά της αστικής πολιτικής και του οπορτουνισμού και ότι αυτό αφορά και την περίοδο κορύφωσης των κοινωνικοπολιτικών συγκρούσεων, ακόμα περισσότερο αυτή.
Σημειώσεις:
1. Η ΚΕ του ΚΚΕ (2.6.1943) ενέκρινε τη θέση αυτοδιάλυσης της ΚΔ. Η σχετική απόφαση ανέφερε ανάμεσα σε άλλα: «1. (...) Το Κομμουνιστικό Κόμμα της Ελλάδας (...) χαιρετίζει την πρωτοβουλία του προεδρείου της Εκτελεστικής Επιτροπής της. Σε στιγμές που ο αιμοβόρος φασισμός (...) απειλεί να δουλώσει τα πάντα (...) δεν υπάρχει πιο μεγάλη υπηρεσία. (...) Η διάλυση της Κομμουνιστικής Διεθνούς είναι σήμερα η μόνη ενδεδειγμένη πράξη σωστής μαρξιστικής πολιτικής. (...) Γι' αυτό ο άξονας μαίνεται, γι' αυτό οι λαοί το χαιρετούν μ' ενθουσιασμό. (...) Είναι συνεπώς μέτρο (...) που μας πλησιάζει αποφασιστικά στη νίκη» (Το ΚΚΕ. Επίσημα Κείμενα, τόμ. 5, σελ. 147-148 και 147-153 ολόκληρο το κείμενο, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 1981).
2. Βλ. ολόκληρη την απόφαση για την αυτοδιάλυση της ΚΔ στο Παράρτημα του Δοκιμίου, σελ. 592-595.
3. Απόφαση του 18ου Συνεδρίου του ΚΚΕ. Εκτιμήσεις και συμπεράσματα από τη σοσιαλιστική οικοδόμηση στον 20ό αιώνα, με επίκεντρο την ΕΣΣΔ. Η αντίληψη του ΚΚΕ για το Σοσιαλισμό, σελ. 74-75, έκδ. ΚΕ του ΚΚΕ, Αθήνα, 2009.
4. Ο.π., σελ. 76.
5. Αρχείο ΚΚΕ, Αποφάσεις του «Γραφείου Πληροφοριών» των Κομμουνιστικών και Εργατικών Κομμάτων, Σύσκεψη του Νοέμβρη 1949, σελ. 12, εκδ. Νέα Ελλάδα.
6. Ο.π., σελ. 13.
7. Ο.π., σελ. 15.
8. Ο.π.. σελ. 99.
9. Νέος Κόσμος, τεύχ. 3, σελ. 25-26 και 28, Μάρτης 1951.
10. Ζακ Ντικλό, «Ο γαλλικός λαός δε θα επιτρέψει αναβίωση του φασισμού!», Νέος Κόσμος, τεύχ. 6, σελ. 25-28, Ιούνης 1951.
11. Παλμίρο Τολιάτι, «Η κατάσταση στην Ιταλία», Νέος Κόσμος, τεύχ. 4, σελ. 16, Απρίλης 1951.
12. Το Ιταλικό ΚΚ μπήκε στην κυβέρνηση τον Απρίλη του 1944 μαζί με το Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα και το Σοσιαλιστικό. Τον Ιούνη του 1945 δημιουργήθηκε νέος κυβερνητικός συνασπισμός με επικεφαλής τον πρώην ηγέτη της Αντίστασης Φερούτσιο Πάρι. Το Δεκέμβρη του 1945 ο Φ. Πάρι αντικαταστάθηκε από τον Ντε Γκάσπερι. Στις εκλογές του Ιούνη του 1946 το Ιταλικό KK συγκέντρωσε 19%. Το Μάη του 1947 ο Ντε Γκάσπερι προκάλεσε κυβερνητική κρίση και απομάκρυνε τους κομμουνιστές και σοσιαλιστές από την κυβέρνηση. Μετά από τις εκλογές του 1948 σχημάτισε νέα αυτοδύναμη κυβέρνηση.
Σε κυβέρνηση συνασπισμού υπό τον Ντε Γκολ συμμετείχε την ίδια περίοδο και το Γαλλικό ΚΚ. Στις εκλογές που έγιναν τον Οκτώβρη του 1945 το Γαλλικό KK συγκέντρωσε 26%. Μετά από την παραίτηση του Ντε Γκολ από την κυβέρνηση (Γενάρης 1946), το Γαλλικό ΚΚ συνέχισε να συνεργάζεται με τους σοσιαλιστές και τους χριστιανοδημοκράτες υπό το σοσιαλιστή Φελίξ Γκουέν. Το Μάη του 1947, επί πρωθυπουργίας του Πολ Ραμαντιέ, το Γαλλικό ΚΚ αποπέμφθηκε από την κυβέρνηση.
13. Σύνοδοι του Γραφείου Πληροφοριών -1947, 1948, 1949- Ντοκουμέντα και υλικά, έκδ. Ρωσική Πολιτική Εγκυκλοπαίδεια, Μόσχα, 1998, «Πρωτόκολλο της Πρώτης Συνόδου του Γραφείου Πληροφοριών», σελ. 140.
14. Στη Σύσκεψη Κομμουνιστικών και Εργατικών Κομμάτων της Ευρώπης (1957) υπήρξε οπορτουνιστική πίεση εκ μέρους της αντιπροσωπίας του Ιταλικού ΚΚ, σχετικά με το χαρακτήρα του Κομμουνιστικού Κόμματος:
«Ερώτηση του σ. Ζήση Ζωγράφου: Ποιες είναι οι αντιλήψεις του σ. Τολιάτι που εκδηλώθηκαν στη Σύσκεψη των 64 Κομμουνιστικών και Εργατικών Κομμάτων στη Μόσχα;
Κ. Κολιγιάννης: Σε σχέση με το ερώτημα που κάνει ο σ. Ζωγράφος, εμείς είπαμε ότι ο σ. Τολιάτι διατύπωσε ορισμένες αντιρρήσεις σχετικά με το χαρακτήρα του Κόμματος. (...) Και, για να μη σταθούμε σε λεπτομέρειες, είπε ότι το Κόμμα Νέου Τύπου στις σημερινές συνθήκες σημαίνει σεχταρισμός. Αυτή είναι η ουσία της θέσης. Φυσικά λαθεμένη, λαθεμένη θέση.
Ερώτηση: Τελικά παραδέχθηκε ότι είναι λαθεμένη;
Κ. Κολιγιάννης: Ε! φυσικά, όχι ότι παραδέχθηκε, αλλά δεν είπε ότι δεν συμφωνεί με τη θέση αυτή. Ψήφισε όλα τα ντοκουμέντα και τις θέσεις και όλα» (Αρχείο ΚΚΕ, Πρακτικά της 8ης Ολομέλειας της ΚΕ του ΚΚΕ, Γενάρης 1958, στο 3ο θέμα «Η πάλη κατά του αναθεωρητισμού και σεχταρισμού και η περιφρούρηση της ενότητας του Κόμματος», σελ. 76.)
15. Αποκαλύφθηκε ότι ο Μπράουντερ ήταν πράκτορας της CIA.
16. Ουίλιαμ Φόστερ, Ιστορία του ΚΚ των Ηνωμένων Πολιτειών, σελ. 611, Βερολίνο, 1956.
17. Ουίλιαμ Φόστερ, Ιστορία του ΚΚ των Ηνωμένων Πολιτειών, σελ. 611, Βερολίνο, 1956.
18. Μ. Τορέζ, «Εισήγηση στο 15ο Συνέδριο του ΚΚ Γαλλίας», Νέος Κόσμος, τεύχ. 8, σελ. 60-61, Αύγουστος 1959.
19. Νέος Κόσμος, τεύχ. 11, σελ. 80, Νοέμβρης 1959.
20. Ο.π., τεύχ. 2, σελ. 124, Φλεβάρης 1959.
21. Ο.π., τεύχ. 5, σελ. 75, Μάης 1959.
22. Το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ, β' μέρος, σελ. 8, εκδ. Ζώγια, Αθήνα, 1956.
23. Ιστορία του ΚΚΣΕ, σελ. 861-865, Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις, 1960.
24. Bayrisches Volks-Echo, 22.6.1956, όπως παρατίθεται στο: Kurt Gossweiler, Die Entfaltung des Revisionismus in der kommunistischen Weltbewegung und in der DDR, Teil 1 in: Offensiv (Hrsg), Auferstanden aus Ruinen - Uber das revolutionare Erbe der DDR, Hannover, Januar 2000.
25. Π. Τολιάτι, «Οι νέες προοπτικές που ανοίγονται στους λαούς απ' τη σταθεροποίηση ενός παγκόσμιου σοσιαλιστικού συστήματος», Νέος Κόσμος, τεύχ. 4-5, σελ. 79, 82, Απρίλης - Μάης 1956.
26. Μετάφραση από την μπροσούρα The Historical Experience of the Dictatorship of the Proletariat, Peking: Foreign Languages Press, 1959.
27. Εκλογή Εργων του Μάο Τσε Τουνγκ, τόμ. V, σελ. 384, Μορφωτικές Εκδόσεις, Αθήνα, 1977.
28. Εκλογή Εργων του Μάο Τσε Τουνγκ, τομ. V, σελ. 382, Μορφωτικές Εκδόσεις, Αθήνα, 1977.
29. Ο.π., σελ. 416-417.
30. Το ΚΚΕ, Επίσημα Κείμενα, τόμ. 8, σελ. 12, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 1997.
31. Αρχείο ΚΚΕ, Η 7η Πλατιά Ολομέλεια της ΚΕ (1957), σελ. 67, έκδ. ΚΕ του ΚΚΕ.
32. Υλικά της Πανελλαδικής Συνδιάσκεψης 15-16 Ιούλη 1995, Εκτιμήσεις και προβληματισμοί για τους παράγοντες που καθόρισαν την ανατροπή του σοσιαλιστικού συστήματος στην Ευρώπη. Η αναγκαιότητα και επικαιρότητα του σοσιαλισμού, σελ. 49, έκδ. ΚΕ του ΚΚΕ, Αθήνα, 1996.
33. Απόφαση του 18ου Συνεδρίου του ΚΚΕ. Εκτιμήσεις και συμπεράσματα από τη σοσιαλιστική οικοδόμηση στον 20ό αιώνα, με επίκεντρο την ΕΣΣΔ. Η αντίληψη του ΚΚΕ για το Σοσιαλισμό, σελ. 35, έκδ. ΚΕ του ΚΚΕ, Αθήνα, 2009.
34. Απόφαση του 18ου Συνεδρίου του ΚΚΕ. Εκτιμήσεις και συμπεράσματα από τη σοσιαλιστική οικοδόμηση στον 20ό αιώνα, με επίκεντρο την ΕΣΣΔ. Η αντίληψη του ΚΚΕ για το Σοσιαλισμό, σελ. 36, έκδ. ΚΕ του ΚΚΕ, Αθήνα, 2009.
35. Ο.π., σελ. 48,49,50.
36. Ο.π., σελ. 60.
37. Απόφαση του 18ου Συνεδρίου του ΚΚΕ. Εκτιμήσεις και συμπεράσματα από τη σοσιαλιστική οικοδόμηση στον 20ό αιώνα, με επίκεντρο την ΕΣΣΔ. Η αντίληψη του ΚΚΕ για το Σοσιαλισμό, σελ. 78, έκδ. ΚΕ του ΚΚΕ, Αθήνα, 2009.
38. Philip Elliott-Philip Schlesinger, «Eurocommunism: Their word or ours?», στο David Childs, The changing face of western communism (pp 39-41), Groomhelm Editions, London, 1980.
39. Σαντιάγκο Καρίλιο, «Ευρωκομμουνισμός» και κράτος, σελ. 14, εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα. 1978.
40. Νέος Κόσμος. τεύχ. 10, Οκτώβρης 1962, Ινστιτούτο Παγκόσμιας Οικονομίας και Διεθνών Σχέσεων της Ακαδημίας Επιστημών της ΕΣΣΔ, Η ιμπεριαλιστική «ολοκλήρωση» της Δυτικής Ευρώπης («Κοινή Αγορά») (Θέσεις), σελ. 67-83.
41. Παλμίρο Τολιάτι, Με ειρήνη και δημοκρατία στο σοσιαλισμό, κεφ. «Εισήγηση στο 8ο Συνέδριο του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος (Δεκέμβρης 1956)», εκδ. Ηριδανός, Αθήνα, 1964.
42. Τορέζ Μορίς, «Εκθεση Δράσης της ΚΕ του ΚΚ Γαλλίας στο 14ο Συνέδριο του», Νέος Κόσμος, τεύχ. 9, σελ. 36-47, Σεπτέμβρης 1956.
43. Σαντιάγκο Καρίλιο, «Ευρωκομμουνισμός» και Κράτος, σελ. 17-35, εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα, 1978.
44. Ο Αμερικανός πολιτικός Χένρι Κίσινγκερ θεωρούσε ότι η διατήρηση του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού από τα «ευρωκομμουνιστικό» κόμματα αποτελούσε εμπόδιο για τη συμμετοχή τους σε κυβερνήσεις συνεργασίας. Βλ. Kissinger Henry, Communist Parties in Western Europe. The Atlantic Community Quarterly, pp. 261-274, Fall 1977.
45. Η Αυγή, 9.2.1975.
46. Ο.π., 10.3.1976.
47. Χαρακτηριστική είναι η πολύ μεταγενέστερη τοποθέτηση του Κ. Τσερνιένκο, ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΣΕ, που έγραψε: «Ενας τέτοιος συνασπισμός δεν είναι ουτοπία. Τον επιβάλλει η ζωτική ανάγκη των λαών να ενωθούν για ειρηνικούς σκοπούς, για να απομακρύνουν από κοινού την απειλή μιας θερμοπυρηνικής σύγκρουσης. Η χώρα μας είναι πρόθυμη για πλατιά και εποικοδομητική συνεργασία με χώρες άλλου κοινωνικού συστήματος, με όλους εκείνους που έταξαν σκοπό τους να εργαστούν ειλικρινά για μια ειρήνη σταθερή, δίκαιη, δημοκρατική» (Κονσταντίν Τσερνιένκο, Ομιλίες και Αρθρα, σελ. 93, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, 1985).
48. Β.I. Λένιν, «Η Συνδιάσκεψη των τμημάτων εξωτερικού του ΣΔΕΚΡ», Απαντα, τόμ. 26, σελ. 166, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 1980.
49. Αρχείο ΚΚΕ, 6η Ολομέλεια της ΚΕ, σελ. 13, έκδ. ΚΕ του ΚΚΕ.
50. 19ο Συνέδριο του ΚΚ(Μπ.) της ΕΣΣΔ, σελ. 12, έκδ. ΚΕ του ΚΚΕ.



Ιστορικά Ριζοσπάστη




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου