Τρίτη 5 Ιουλίου 2011

H μάχη στην Λοχριά του Ψηλορείτη

Πριν την μεγάλη μάχη της Λοχριάς του Ψηλορείτη, Είχε προηγηθεί η μάχη στην Ιεράπετρα - μια συμβολική μάχη - κατά την οποία παρά τις διώξεις, τις απειλές, τις δολοφονίες, τη μαζική σφαγή του λαού από το στρατό, τις συλλήψεις και την τρομοκρατία, η πόλη παραδόθηκε μετά από πολύωρη μάχη στον καπετάνιο Γιάννη Ποδιά του ΔΣΕ Κρήτης. Κι αυτό το γεγονός ήρθε να ανατρέψει την κρατική προπαγάνδα που θέλησε να ισχυριστεί ότι ο εμφύλιος που είχε ξεκινήσει στην Ελλάδα δεν ήταν παρά κάποια συνοριακά επεισόδια που γίνονταν στα σύνορα με τη Βουλγαρία επειδή κάποιοι Βούλγαροι επιχειρούσαν να μπουν και να καταλάβουν την Ελλάδα. Ο καπετάν Γιάννης Ποδιάς μετά την παράδοση της Ιεράπετρας έπρεπε να έρθει στον Ψηλορείτη για να οργανώσει κι εδώ αντάρτικη ομάδα.

Αυτή ήταν η εντολή του Κόμματος επειδή σύμφωνα με την απόφαση του περιφερειακού κομματικού οργάνου θα έπρεπε να εμφανιστεί και στην Κρήτη το κίνημα, αφού η πολιτική της συμφιλίωσης παραβιαζόταν διαρκώς, συστηματικά και προκλητικά από τον Μπαντουβά, τους συμμορίτες του και τους άλλους παρακρατικούς κατσαπλιάδες τους, και για τον πρόσθετο λόγο ότι η Κρήτη αποτελούσε τον αιμοδότη του εθνικού στρατού για τις επιχειρήσεις στη βόρεια Ελλάδα.

Την ομάδα των ανταρτών στην Ανατολική Κρήτη θα την οργάνωνε ο Βασίλης Πλαγιωτάκης, ένα παλικάρι από την Εμπαρο, στον οποίο ο Ποδιάς άφησε μερικούς (γύρω στα 15 - 20 άτομα) από το "τάγμα των Σκαπανέων" που είχε δραπετεύσει από το στρατόπεδο συγκέντρωσης που τους είχαν στον Αγιο Νικόλαο.


Μας λέει ο αντάρτης του Ποδιά Αντώνης Φασατάκης


Συναντήσαμε στις 27 του μήνα τον Ποδιά που είχε γυρίσει από την πορεία του από τη Γεράπετρο προς Ψηλορείτη και καταταχτήκαμε. Την νύχτα της ίδιας μέρας φύγαμε από τη Νίδα και προχωρήσαμε ανατολικά του Ψηλορείτη. Φτάσαμε σε μια τοποθεσία που λεγόταν "Μελιδονόσκαλα". Ετσι πριν καλά - καλά ξεφέξει η μέρα, βρεθήκαμε σε ένα χώρο μέσα σε ένα κλοιό. Στα γύρω υψώματα ήταν χωροφύλακες και ΜΑΫδες.

Εμείς βρισκόμαστε στον πάτο μιας χαράδρας μικρής, που τη σχημάτιζαν δυο μικροί λόφοι, χαμηλοί. Ξεκινήσαμε από τον πάτο εμείς, είχαμε ένα οπλισμό καλό, καλύτερο από των αλλωνών, των αντιπάλων και καταλάβαμε τα υψώματα και τους εκτοπίσαμε. Πιάσαμε και πέντ' - έξι, οχτώ για την ακρίβεια αιχμαλώτους. Είχαμε κι εμείς τρία θύματα. Εκεί σκοτώθηκε ο Μήτσος Παππάς.
Ο Μήτσος ο Παπάς ήταν από το Παχτούρι Θεσσαλίας, λιμενεργάτης στον Πειραιά (Ηταν εξειδικευμένος στα ρυμουλκά και στο χειρισμό μεγάλων ανυψωτικών μηχανημάτων) που επιτάχτηκε από τους Γερμανούς και ήλθε λιμενεργάτης στο λιμάνι του Ηρακλείου. Από το λιμάνι του Ηρακλείου δραπέτευσε και κατατάχτηκε στο ΔΣΕ.

Μετά την σύγκρουση αποφασίσαμε να φύγουμε γρήγορα από εκεί που δόθηκε η μάχη. Τους αιχμαλώτους μας τους συνόδευε ένας αντάρτης, τους πήγε παραπέρα και τους παρέδωσε στους δικούς τους, τους χωροφύλακες. Εμείς προχωρήσαμε μέχρι που νύχτωσε και τα ξημερώματα ήρθαμε και πάλι σε επαφή με τους αντιπάλους μας και συγκρουστήκαμε ξανά με άλλη ομάδα χωροφυλάκων και ΜΑΫδων πού ερχόταν από την πλευρά του χωριού Πλάτανος - Λοχριά και άλλα χωριά.

Κάναμε μια ολοήμερη μάχη από το πρωί μέχρι το βράδυ. Κάναμε τρεις επιθέσεις για να σπάσουμε τον κλοιό και να φύγουμε. Σε αυτές τις επιθέσεις που κάναμε τη μέρα εκείνη και είχαμε δύο θύματα. Το Μιχάλη τον Καράλη που ήτανε από τις Μέλαμπες και τον Ηλιάκη - μου διαφεύγει το όνομά του τώρα - που ήτανε από τα Σείσαρχα. Παρά τις προσπάθειες δεν καταφέραμε να σπάσουμε τον κλοιό. Δεν τα καταφέραμε μέχρι αργά το βράδυ. Το βράδυ ο Ποδιάς μας σύμπτυξε σ' ένα μέρος γιατί διαπιστώσαμε όλοι, κι αυτός ειδικά που ήταν υπεύθυνος καπετάνιος, ότι αν ξημερωνόμαστε στον τόπο που δώσαμε τη μάχη ήταν ζήτημα να γλιτώναμε. Ετσι μας χώρισε σε τρεις ομάδες... Μία μπροστά, μία στη μέση και μία πιο πίσω. Ετυχε, επειδή στα μέρη που θα πηγαίναμε να είναι γνωστά σε μένα προσωπικά, αλλά και σε άλλους, να ορίσει ο Ποδιάς να πάμε εγώ και οι άλλοι που γνωρίζαμε την περιοχή μπροστά, για να δείχνουμε την κατεύθυνση. Είπε ειδικά: "Σε περίπτωση που συναντηθούμε με τον αντίπαλο και ο αντίπαλος δε μας χτυπήσει, να μην τον ανησυχήσουμε καθόλου". Συγκεκριμένα θυμάμαι και είπε: "και να τον πατήσουμε να μην τον ενοχλήσουμε".

Συνολικά στην αρχή που αρχίσαμε είμαστε 48 άτομα. Αλλά την πρώτη μέρα που σκοτώθηκε ο Μήτσος ο Παπάς είχαμε άλλα δύο θύματα και μείναμε σαράντα πέντε. Στη συνέχεια εσκοτώθηκε όπως είπα ο Καράλης και ο Ηλιάκης και μείναμε οι υπόλοιποι. Αυτοί οι υπόλοιποι εγίναμε τρία κομμάτια. Στην πρώτη ομάδα ήμουνα εγώ... Θυμούμαι τα ονόματα μερικών. Ειδικά τω χωριανώ μας. Ητονε ο Νοδαράκης ο Γιώργης, ο Μιχάλης ο Μελιδονιώτης, από τις Μέλαμπες είναι αυτοί και οι τρεις, ήταν ο Ανδρουλιδάκης ο Γιώργης, ο γιατρός ο Χριστοφοράκης και δε θυμάμαι τα ονόματα των άλλων. Ηταν στρατιώτες και δε θυμάμαι τα ονόματά τους. Εξάλλου δεν πολυλέγαμε τα ονόματά μας και οι στρατιώτες είχαν έρθει την προηγούμενη μέρα με τον Ποδιά στην ομάδα μας.

Αμα συγκρουστήκαμε κάτω με την πρώτη σύγκρουση τη νύχτα, η 2η και 3η ομάδα εφύγανε από παραπέρα. Ολα τα πυρά επέφτανε σ' εμάς. Εφυγαν εκείνοι. Εκεί καθυστερήσαμε λιγάκι γιατί περιμέναμε, ειδικά ο Ποδιάς που έψαχνε και διαπίστωσε ότι οι άλλοι εφύγανε, επερίμενε ότι αυτοί μπορεί να κάνουν έναν αντιπερισπασμό για να μας ενισχύσουνε να φύγουμε κι εμείς. Δεν έγινε... Δεν ξέρω γιατί... Δεν ξέρω γιατί.

Σημειωτέον ότι οι αντάρτες υποφέρανε πολύ από τη δίψα και πολλοί επέφτανε και ήταν δύσκολα τα πράγματα. Εμείς αλλάξαμε κατεύθυνση να πάμε από άλλο σημείο του κλοιού να δούμε τι θα γίνει και στην πορεία που αλλάξαμε ξανά συγκρουστήκαμε πάλι. Δηλαδή ύστερα από 1 ώρα ξανασυγκρουστήκαμε με κάποια περίπολο. Οπως επηγαίναμε παραπέρα ξανά εσυγκρουστήκαμε και μας ερωτήσανε ποιοι είμαστε. Κι εμείς τους είπαμε πως είμαστε του Κατσά παρέα, δηλαδή ενός δικού τους καπεταναίου.

Λένε... «και σας εκατατοπίσανε μωρέ ετσά; Να σας εσκοτώσουμε εμείς οι ίδιοι...». Ο Καλομοίρης ήτανε επικεφαλής, απού ήτονε Ανωγειανός, απάντησε και λέει: «Ε... έγινε μια παρεξήγηση, αλλά δεν έπαθε και κιανένας μας τίποτα». Εκείνη την ώρα έρχεται ο Ποδιάς, ακούει την κουβέντα και στη συνέχεια λέει κάποιος χωροφύλακας, κάποιος που τον εγνώριζε, όπως ανεκατωθήκαμε, μπορεί να γνώριζαν και τον Καλομοίρη τον ίδιο προσωπικά γιατί απ' την κουβέντα φαινότανε πως ήταν Ανωγειανοί. Ανωγειανοί γνώριζαν και τον Καλομοίρη και φώναξαν: «Δεν είναι δικοί μας, μωρέ!». Με το «δεν είναι δικοί μας» αρχίσανε τα πυρά, φωνάζει ο καπετάνιος, ο Ποδιάς που είχε έρθει ωστόσο, αφού έψαχνε να δει τι έγιναν οι άλλες ομάδες που διαπίστωσε ότι είχαν φύγει, φώναξε «επί σκοπόν» και έγινε εκεί πέρα μια μάχη νύχτα, αλλά όπως είχαμε ανακατωθεί, οι περισσότεροι πυροβολισμοί επέφτανε στον αέρα, γιατί δεν μπορούσαμε... υπήρχε ο φόβος... Παρ' όλα αυτά είχαμε νεκρούς και η μια πλευρά και η άλλη. Εκεί σκοτώθηκε ο επικεφαλής της ομάδας μας ο Καλομοίρης... εκεί εσκοτώθηκε! Επεσε αγκαλιά με το οπλοπολυβόλο του, γαζωμένος κυριολεκτικά με μια ριπή στο στήθος από τον αντίπαλό του χωροφύλακα, στον οποίο όμως πρόλαβε κι ο ίδιος να ανταποδώσει τα ίσα. Επεσε ηρωικά για να σώσει τους υπόλοιπους της ομάδας. Εμείς περάσαμε...


Εκαμε έλεγχο ο Ποδιάς, εδιαπιστώσαμε το θάνατο των αλλωνών, του Καλομοίρη και μετά προχωρήσαμε λιγάκι. Μετά μας είπε ο Ποδιάς: «Σε λίγο θα ξημερώσει, θα ξεφέξει και δεν μπορούμε να προχωρήσουμε. Είμαστε μέσα σ' ένα κλοιό. Λοιπόν να διαλυθούμε εδώ πέρα και να κρυφτούμε όπου μπορεί ο καθένας, κατά κύριο λόγο στα δέντρα». Ητανε πυκνά πρινάρια, πρίνοι, «με επίκεντρο τη βρύση, να βλέπουμε τι γίνεται, χωρίς να κινούμαστε, ούτε να μιλάμε... Οι άλλοι θα μας χάσουνε και θα φύγουν».


Ξημέρωσε ωστόσο και οι άλλοι αναρωτιότανε... Φαίνεται σε λιγάκι έγινε μια σύγκρουση με τις ομάδες που είχανε φύγει τη νύχτα. Τους ανακαλύψανε άλλοι χωροφύλακες και ΜΑΫδες που ερχότανε από το Ρέθυμνο. Από μακριά... Τους ανακάλυψαν σ' ένα νερό. Πήγαν και τους χτυπήσανε... Ναι, λέγεται Αγιος Ευστράτιος. Είναι μια εκκλησία εκεί Αγιος Ευστράτιος. Εκεί τους ανακάλυψαν και τους χτυπήσανε. Εκεί σκοτώθηκαν 4 αντάρτες. Ετραυματίστηκε εκεί ο Πατραμάνης κι εφύγανε...

Αφού έγινε η σύγκρουση με τους άλλους εκεί πέρα οι αντίπαλοί μας ενόμισαν ότι εμείς είχαμε φύγει όλοι και δεν έψαχναν για να μας βρούνε παρά μόνο αυτοί συμπτύσσονταν κι εφεύγανε. Μπαίνανε σ' ένα δρομάκι εκεί στο βουνό κι εφεύγανε... Ο κύριος όγκος είχενε φύγει, γιατί ήτονε πάρα πολλοί αυτοί... Πάρα πολλοί! Εμείς είμαστε ακόμη 16. Ναι λοιπόν μας ανακαλύψανε. Οπως εκαθόμαστε εκεί πέρα και τους βλέπαμε ότι αυτοί φεύγανε, συμπτύσσονταν και έφευγαν από ένα σημείο από τη βρύση και πέρα, όπως είμαστε κρυμμένοι ακούσαμε μια φωνή που έλεγε: «Πού 'ναι μωρέ οι άλλοι», «Στα δέντρα, μωρέ» και ρίχνει και μια μπιστολιά αυτός κι αρχίσανε τα πυρά από τους χωροφύλακες κι από τους ΜΑΫδες απάνω στα δέντρα... Στα κουτουρού, αλλά κι εκοιτάζανε κιόλας... Γιατί ήτανε πολλά παιδιά απάνω στα δέντρα κι έπεσαν κι εσκοτωθήκανε που ήτανε απάνω στα δέντρα κι επέσανε... Και σ' ένα σημείο, σ' ένα πρίνο ανακαλύψανε τον Ποδιά. Ο Ποδιάς ήτανε μαζί με ένα άλλο, κι επέσανε και οι δυο μαζί από κάτω από τον πρίνο.

Δεν ήτανε όμως νεκρός... Γιατί κανένας δεν 'πομένει επί τόπου παρά μόνο όποιος παίρνει τη σφαίρα στην κεφαλή. Ολοι εμάς οι σκοτωμένοι εκειά εχτυπιότανε στην κεφαλή. Ο Ποδιάς έπεσε κάτω... Κι ο άλλος... Αμα έπεσε κάτω προσπάθησε ο Ποδιάς κι έβαλε το χέρι του έτσι ακριβώς και ακούμπησε και μίλησε... Είπε μερικές λέξεις και τις οποίες καλά καλά δεν άκουσα όλες. Ακουσα όμως για τη λευτεριά, είπε Κομμουνιστικό Κόμμα, είπε Κομμουνιστικό Κόμμα και η τελευταία του λέξη ήτανε «που δε...». Είπε: «Δε λυπούμαι πως χάνομαι για τη λευτεριά, αλλά λυπούμαι που δε...». Ναι... δε... δεν... Εκεί... Εκεί τον κόψανε τα αίματα, έπεσε κάτω και... πέθανε! Από δω έβλεπα εγώ αυτά τα πράματα. Οι χωροφύλακες δυο - τρεις που ήτανε εκείνη τη στιγμή γιατί δεν ήταν άλλοι, κανα - δυο ήτανε χωροφύλακες, αυτός που κρατούσε στο χέρι ντου ένα εγγλέζικο οπλοπολυβόλο (Νικόλαος Δασκαλάκης από την Κίσαμο) και κανα - δυο άλλοι που είχανε σιμώσει ωστόσο, ήταν περίεργοι κι εστέκανε σαν τσι χαζούς... Δεν κάνανε τίποτα... Ούτε μιλούσανε. Ε είδανε εκειά ήντα κάνανε... κι απεί τις είδανε πως ο Ποδιάς έπεσε ρίξανε δυο φωτοβολίδες. Ηρθε και ένας αξιωματικός κοντά. Εκεί πέρα, γιατί είχε πάρει χαμπάρι... από τον προηγούμενο πυροβολισμό που 'χε τραυματίσει τον άλλο ο Ποδιάς (τραυμάτισε τον χωροφύλακα Πηγουνάκη από το Ρέθυμνο), κι ύστερα αυτός που έριξε με το πολυβόλο (ο Δασκαλάκης), πήρανε χαμπάρι εκεί πέρα οι αξιωματικοί με τσι φωνές που έβαλε: «κατέβα κάτω ρε βούργαρε» του λέει...


Λοιπόν, μόλις έπεσε ο Ποδιάς από το δέντρο, αλλά μετά που είχε πεθάνει, τρέξανε οι ΜΑΫδες του Μπαντουβά με τα μαχαίρια, άλλοι με τα χαντζάρια που βαστούσανε και τον Ποδιά τον εκάμανε κομμάτια. Να κόψουνε το χέρι του γιατί από μια απόπειρα δολοφονίας είχε τραυματιστεί στο χέρι και ήτονε σημαδιακός και θέλανε να το πάρουνε για δείγμα, για επιβεβαίωση και το κεφάλι. Βρίζανε «αχ το βούργαρο, τον άτιμο κι ατίμασε την πατρίδα», όπως κάνουν οι κανίβαλοι έκαναν κι αυτοί... Μέχρι που επήρανε το κεφάλι και το χέρι και φύγανε.
Ο λόγος του καπετάν Γιάννη Ποδιά. «Δε λυπούμαι που χάνομαι για τη λευτεριά. Λυπούμαι που δεν... που δεν...». Κι εμείς ήρθαμε εδώ σήμερα για να προσπαθήσουμε να αποσώσουμε το λόγο σου καπετάνιε! Να σου πούμε ότι η καρδιά σου, η σκέψη σου, το μυαλό σου βρίσκονται εδώ, ανάμεσά μας, μέσα μας. Συνεχίζουμε πιστοί στα ιδανικά του σοσιαλισμού και του αγώνα, του λαϊκού δίκιου και της επανάστασης, στη λαϊκή εξουσία, όπως «πιστεύει» και η ίδια η ελπίδα όλων των λαών της Γης...



Αναθυματική πλάκα που τοποθέτησε το ΚΚΕ το 2006 στο σημείο που σκοτώθηκε ο Ποδιάς


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου