Παρασκευή 3 Δεκεμβρίου 2010

Οδοιπορικό στην Λευκάδα του εμφυλίου

Το καλοκαίρι του 1947 και ενώ έχει φουντώσει ο εμφύλιος πόλεμος σ’ όλη την Ελλάδα, ο συντάκτης του “Ριζοσπάστη” Παναγιώτης Πατρίκιος, που δούλεψε δίπλα στον Κώστα Βιδάλη, το μεγάλο μάρτυρα της ελληνικής δημοσιογραφίας, στην “Ελεύθερη Ελλάδα” και στο “Ριζοσπάστη”, περιοδεύει για δύο βδομάδες στα Επτάνησα. Οι ανταποκρίσεις του από την ελληνική επαρχία δημοσιεύονται σε σειρές στην εφημερίδα. Το άρθρο του για τη Λευκάδα δημοσιεύτηκε στο “Ριζοσπάστη” στο φύλλο της 29ης Ιουνίου 1947, στη σελίδα 4.


“Μια στενή λωρίδα θάλασσας -ένα τόσο δα αυλάκι- χωρίζει την Ακαρνανία από τη Λευκάδα. Και καθώς το καΐκι σου περνάει από τα σκορπισμένα νησάκια -Μεγανήσι, Κάλαμος, Μαδουρή, το νησί του Βαλαωρίτη- έχεις την αίσθηση πως έφυγες πια από τα νερά του Ιονίου και μπήκες σε ένα μεγάλο κόλπο που τον περιβάλλουν τα λευκαδίτικα βουνά μπλεγμένα με τα βουνά της Ρούμελης και της Ηπείρου. Χάνεται η απεραντωσύνη της θάλασσας εδώ. Χαμηλοί βράχοι και λόφοι, ανεμόμυλοι και γραφικά χωριουδάκια, γαλήνη και γραφικότητα. Εδώ πέρα ανάμεσα σ’ αυτούς τους τόπους έζησε και εμπνεύσθηκε τα φλογερά του τραγούδια ο ποιητής του “Φωτεινού”.
Ελαιώνες απλώνουν τις ασημένιες φυλλωσιές μέχρι κάτω στη θάλασσα. Δεξιά, στη Ρούμελη, κάστρα βενετσιάνικα και τούρκικα, ντάπιες και σκοπιές, απομεινάρια παλιών καιρών και ξένων κατακτητών που πάτησαν την ελληνική γη στους τελευταίους αιώνες. Εδώ υπήρξε πιο έντονος ο ανταγωνισμός των κυριάρχων της στεριάς και της θάλασσας. Αριστερά στην ακτή της Λευκάδας, αραδιασμένες σε τετράγωνα με τα ξύλινα διαχωρίσματά τους -πρωτόγωνα μέσα και πρωτόγωνη μέθοδο- οι αλυκές. Και οι όγκοι του αλατιού κάτω από τις στέγες των κεραμυδιών.
Ένα μεγάλο μουράγιο στο βάθος, που απλώνεται ίσα από την πόλη της Λευκάδας μέχρι τ’ ανοιχτά. Φράχτης στην ορμή των κυμάτων, προστατεύει το λιμάνι και το δίαυλο από τη φοβερή μανία των κυμάτων που πραγματικά μπορεί να πει κανείς δεν ησυχάζουν ποτέ. Φάτσα στον άσπρο τοίχο του μουραγιού, πριν στρίψει το καράβι σου για το λιμάνι, χαιρετισμός και καλωσόρισμα διαβάζεις:

ΜΟΥΣΟΛΙΝΙ ΝΤΟΥΤΣΕ!

Με πελώρια μαύρα, καθαρά λατινικά γράμματα. Λείπει το “Βιντσερέμο”. Κάποιος αδιάκριτος εαμοβούλγαρος ασφαλώς θα είχε το θράσος να το σβύσει. Δεν υπάρχει πιο ζωντανό επίγραμμα, πιο ειλικρινής ομολογία, πιο καθαρό ντοκουμέντο απ’ αυτό. “ΜΟΥΣΟΛΙΝΙ ΝΤΟΥΤΣΕ”. Αυτό μάλιστα. Ούτε προσχήματα, ούτε βιτρίνες, ούτε υποκρισίες. Σου φωνάζει θαρραλέα: Μάλιστα κύριε, είμαστε και φαινόμαστε. Και το βάλαμε στο κούτελο να το βλέπεις.
Η Λευκάδα δεν έχει ζωή. Δεν είναι ανάγκη να ερευνήσεις γι’ αυτό. Σου μιλάει μόνη. Σου το λένε η νεκρωμένη παραλία της, τα άδεια μαγαζιά, οι πένθιμοι δρόμοι της, η ανύπαρκτη κίνηση στα κέντρα της, η αναδουλειά των εργατών, η αγωνία του κόσμου.
Ένα μεγάλο φορτηγό είναι βυθισμένο από τους Γερμανούς στη μπούκα του λιμανιού. Κοντεύουν τρία χρόνια από τότε. Κι’ άλλα τόσα να περάσουν δεν πρόκειται να βγει από κει. Μνημείο κι’ αυτό για τη γοργή ανοικοδόμηση που συντελείται σήμερα στην Ελλάδα…
Οι τιμές είναι πολύ χαμηλότερες από την Αθήνα. Τα τρόφιμα πολύ φθηνότερα, τα ξενοδοχεία επίσης. Ποιός όμως έχει λεφτά; Έχει καταντήσει πολύτιμο και το κατοστάρικο ακόμη. Η ανεργία και η απομόνωση των χωριών είναι δύο βασικές αιτίες για την οικονομική κατάντια του τόπου. Ρωτάς έναν επαγγελματία:
-Πως παν οι δουλειές;
Και παίρνεις την απάντηση στερεότυπη, κοφτή, σταράτη. Σ’ όλα τα νησιά, σ’ όλη την επαρχία:
-Νέκρα!
Να μια λέξη που δίνει με τις δύο συλλαβές της όλη την τραγωδία της υπαίθρου.

Αλλά το πιο βαρύ κτύπημα είναι ο εμφύλιος πόλεμος. Ό,τι έγινε στην Κεφαλλωνιά επαναλήφθηκε και δω. Η μεταδεκεμβριανή τρομοκρατία, δολοφονίες, απαγωγές, λεηλασίες, κουρέματα κοριτσιών, βασανισμοί, μοναρχικές συμμορίες. Η Λευκάδα κράτησε ψηλά τη σημαία της Δημοκρατίας. Το ηρωϊκό χωριό Εγκλουβή στάθηκε το πιο φωτεινό ελληνικό αστέρι. Το θυμώνται όλοι: Αποχή από τις εκλογές 100%. Ούτε μια ψήφος δε ρίχθηκε στις κάλπες. Αυτή η ατράνταχτη πίστη του λαού προς τη Δημοκρατία, αυτή η επίμονη προσήλωση του στην Εθνική Ανεξαρτησία, στάθηκε το κόκκινο πανί για τους μεταδεκεμβριανούς τρομοκράτες. Εντάθηκε ο διωγμός, πλήθυναν τα εγκλήματα. Κι’ επεκτάθηκε κι’ εδώ ο εμφύλιος πόλεμος που συνταράζει σήμερα το νησί.
Είναι αφάνταστα τραγική η ατμόσφαιρα που επικρατεί σ’ αυτόν τον τόπο. Ο φόβος και η αγωνία κρατούν κλεισμένα τα στόματα, σφιγμένες τις καρδιές. Γυναίκες, άνδρες και παιδιά οδηγούνται στις φυλακές και τις εξορίες. Μαθητές και μαθήτριες πιάνονται σαν “στρατολόγοι”. Το φάσμα του τρόμου -καταθλιπτικώτερο από τη γερμανική κατοχή- παραμονεύει σε κάθε σπίτι, σε κάθε γωνιά. Και μέσα στο σκοτάδι αυτό υψώνεται η μορφή του “Φωτεινού”, των χιλιάδων “Φωτεινών” που κράζουν:

…Παρ’ ένα σβώλο Μήτρο
και διώξε τούτο το σκυλί
που θα σου φάει το φύτρο”.


ΣΗΜ. “Ριζοσπάστη”: Είναι απαραίτητο να εξηγήσουμε ότι οι εντυπώσεις του συντάκτη μας είναι προγενέστερες των δραματικών γεγονότων που ξέσπασαν τελευταία στο άτυχο αυτό νησί, που δε γνώρισε ούτε μιας μέρας λευτεριά. Τα στοιχεία που έχουμε συγκεντρώσει ως την ώρα δεν είναι πλήρη. Μα κι’ αυτά που υπάρχουν μιλούν για εκατοντάδες συλλήψεις αθώων πολιτών, ακόμη και δεξιών. Γέμισαν ασφυκτικά κρατητήρια και φυλακές και χρησιμοποιούνται τώρα τα υγρά και σκοτεινά μπουντρούμια του παλιού βενετσιάνικου κάστρου της Λευκάδας. Εκεί μέσα στοιβάζονται γυναίκες και άνδρες γέροι και νέοι που προορίζονται για εξορία.



Κρατούμενοι αγωνιστές στις φυλακές Λευκάδας το 1948. Είναι όλοι τους από την Εγκλουβή. Διακρίνονται όρθιοι από αριστερα: Χριστόφορος Κούρτης, Σωκράτης Κακλαμάνης (Μπαρούτσος), Πανταζής Μπαλέρτας, Θωμάς Μπαλέρτας, Χρήστος Φραγκούλης (Θωμαΐς), Χαράλαμπος Λογοθέτης (Τσετσές), Σπύρος Φραγκούλης (Θωμαΐς) και Κώστας Θερμός (Τζίνος). Καθιστοί από αριστερά: Τριαντάφυλλος Μπαλέρτας, Γεράσιμος Φραγκούλης και Δημήτρης Λογοθέτης. Πηγή για τη φωτογραφία: Πανταζής Ν. Παπαδάτος, Ήρωες και Μάρτυρες της Λευκάδας, Εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή,  Αθήνα 1982

1 σχόλιο: