Τον Σεπτέμβριο του 1948 αποφασίστηκε στο πλαίσιο των επιχειρήσεων του ΚΓΑΝΕ στη Θεσσαλία, μετά τις επιθέσεις στην Καλαμπάκα, τη Φαρκαδόνα, τα Τρίκαλα και τον Τύρναβο, η κατάληψη της Αγιάς.
Στην επιχείρηση κατά της Αγιάς πήρε μέρος η 192η Ταξιαρχία του Μπαντέκου (34 οπλοπολυβόλα, 10 πάντζερ, μπουκάλια με βενζίνη και 7 βλήματα Πίατ), η 123η Ταξιαρχία του Φεραίου, η ομάδα σαμποτέρ (11 οπλοπολυβόλα) και η διλοχία της Σχολής Αξιωματικών του ΚΓΑΝΕ (15 οπλοπολυβόλα). Βασικοί στόχοι της επιχείρησης ήταν η στρατολογία και η επιμελειτιακή εκμετάλλευση που θα πραγματοποιούνταν με την κατάληψη της κωμόπολης για περιορισμένο χρονικό διάστημα και με την παράλληλη παρεμπόδιση των ενισχύσεων του ΕΣ.
Ο κυβερνητικός στρατός στην περιοχή αποτελείτο από δύο λόχους του 26 Τ.Ε υπό τον αντισυνταγματάρχη Πιπιλιαγκόπουλο, 25 χωροφύλακες της Υποδιεύθυνσης Χωροφυλακής και 100 ΜΑΥ-ΜΑΔ με 1 πυροβόλο των 7,5 χιλιοστών, 7 πολυβόλα, 5 όλμους και τον ατομικό οπλισμό τους. Συνολικά, η αριθμητική δύναμη της φρουράς ανερχόταν στους 300 περίπου άνδρες. Οι δυνάμεις αυτές είχαν αναπτυχθεί στα βόρεια υψώματα της Αγιάς, σε οχυρωμένες θέσεις με κτιστά πολυβολεία και συρματοπλέγματα με κυκλική διάταξη στην Αγία Τριάδα, στο Παλιόκαστρο και στο σπίτι του Αργυρούλη. Στο κέντρο της κωμόπολης είχαν οχυρωθεί στο Δημοτικό Σχολείο, στην Υποδιεύθυνση Χωροφυλακής και σε τρία κτήρια που αλληλοϋποστηρίζονταν, στις ανατολικές παρυφές της στο οχυρό Πύργος με 2 πολυβόλα και στη νότια πλευρά της στο σπίτι του Τσαλίκη όπου ήταν εγκαταστημένο το πυροβόλο, στην Αγροτική Τράπεζα, στο σπίτι του Βαγενά, στο εργοστάσιο ηλεκτρισμού και στα φυλάκια στις παρυφές της κωμόπολης. Επίσης, ένας λόχος του ίδιου τάγματος είχε εγκατασταθεί στα δυτικά, στο χωριό Γερακάρι.
Το σχέδιο της επίθεσης προέβλεπε ότι οι δυνάμεις της Ιης Μεραρχίας του ΔΣΕ θα κινούνταν από τον Κάτω Όλυμπο στον Κίσσαβο και θα καλύπτονταν σε μια τοποθεσία που θα απείχε μία περίπου ώρα από την Αγιά. Την κύρια επίθεση θα εκδήλωνε η 192η Ταξιαρχία και η Σχολή Αξιωματικών στις 22.00 τη νύχτα της 14ης προς 15η Σεπτεμβρίου. Η 192η Ταξιαρχία θα καλυπτόταν στη θέση «Στουρνάρας Σκορτσάκ» και θα εξορμούσε από την ανατολική πλευρά με δύο λόχους, με στόχο την κατάληψη των αντιστάσεων στα συγκεκριμένα σημεία, τα οποία περιλάμβαναν το σπίτι του Τσαλίκη, την Αγροτική Τράπεζα, το εργοστάσιο ηλεκτρισμού και τον Πύργο. Αφού καταλαμβάνονταν αυτά τα σημεία, δύο λόχοι θα εξορμούσαν από τη νότια κατεύθυνση, με στόχο την προώθηση προς το κέντρο και την κατάληψη του σχολείου και της αστυνομίας.
Τρεις ομάδες οι οποίες θα καλύπτονταν στο χώρο βόρεια του Μεγαλόβρυσου (Νιβόλιανη) θα κτυπούσαν τις αντιστάσεις από τη δυτική πλευρά. Η Σχολή Αξιωματικών ήταν επιφορτισμένη με την εξόντωση των αντιστάσεων στα βόρεια υψώματα της Αγιάς. Στη συνέχεια, θα προωθείτο προς το κέντρο όπου θα χτυπούσε το σχολείο και την αστυνομία από τη βόρεια πλευρά. Αφού καταλαμβάνονταν οι στόχοι, θα καίγονταν ή θα ανατινάζονταν δημόσια κτήρια, όπως η Αγροτική Τράπεζα, το Ειρηνοδικείο, το Ταμείο, το εργοστάσιο ηλεκτρισμού και άλλα. Η 123η Ταξιαρχία και η ομάδα σαμποτέρ θα κάλυπταν την επιχείρηση από την κατεύθυνση της Λάρισας. Δυνάμεις τους θα τοποθετούνταν στα υψώματα Βαθυρέματος, όπου θα ναρκοθετούσαν τον δρόμο Λάρισας-Αγιάς και θα καθήλωναν τον λόχο του Εθνικού Στρατού που βρισκόταν στο Γερακάρι. Άλλες δυνάμεις θα αναπτύσσονταν στα υψώματα στο Γεντίκι και θα ναρκοθετούσαν τον δρόμο, με στόχο την παρεμπόδιση πιθανών ενισχύσεων των κυβερνητικών δυνάμεων από τη Λάρισα. Άλλες δυνάμεις θα αναπτύσσονταν στα υψώματα στα νότια της Ανάβρας (Δογάνης) ναρκοθετώντας τον δρόμο Ελασιάς-Ανάβρας, δύο ομάδες θα τοποθετούνταν προς τη κατεύθυνση του Αγιόκαμπου και τέλος σαράντα άνδρες της Λαϊκής Πολιτοφυλακής θα καταρτούσαν συνεργεία για τη στρατολογία. Οι εφεδρικές δυνάμεις περιλάμβαναν 5 ομάδες, οι οποίες τοποθετήθηκαν στο ύψωμα 245, στα νότια του Κουτσουμού.
Λίγο πριν την επίθεση, στο σημείο κάλυψης πραγματοποιήθηκε σύσκεψη στελεχών, όπου αναλύθηκε ο σκοπός της επιχείρησης και το σχέδιο επίθεσης από τους διοικητές του ΚΓΑΝΕ και της Ιης Μεραρχίας. Στη συνέχεια, ακολούθησε η καθιερωμένη ενημέρωση κατά τμήματα και συγκροτήθηκαν συνεργεία για τη στρατολογία και την επιμελητεία. Η επίθεση εκδηλώθηκε το βράδυ της 14ης Σεπτεμβρίου από τα νοτιοανατολικά της κωμόπολης.
Η Ι Διλοχία της 192ης Ταξιαρχίας αφού ανέτρεψε τις αντιστάσεις στις παρυφές, επιτέθηκε κατά του φυλακίου που βρισκόταν στην εκκλησία του Αγίου Θεοδώρου. Στο καμπαναριό της εκκλησίας μάλιστα είχε τοποθετηθεί πολυβόλο. Η διλοχία κατέλαβε εύκολα το εχθρικό οχυρό και κατευθύνθηκε προς το ισχυρό φυλάκιο Πύργος, το οποίο προστάτευαν δύο πολυβόλα Βίκερς, ένας όλμος και πολλά αυτόματα όπλα. Η διλοχία, χρησιμοποιώντας αντιαρματικά πάντζερ και πίατ, χειροβομβίδες και μπουκάλια με βενζίνη ανέτρεψε τον εχθρό και έκαψε το φυλάκιο και άλλα πέντε σπίτια. Ο δρόμος πια προς το κέντρο της Αγιάς ήταν ανοιχτός. Το κέντρο ήταν βαριά οχυρωμένο και το υπερασπιζόταν ισχυρή δύναμη του στρατού. Τα οχυρωμένα κτήρια Ζαφρανά, Μιχόπουλου και το ημιγυμνάσιο στάθηκε αδύνατο να καταληφθούν. Στις 5 το πρωί, η διλοχία συμπτύχθηκε στο βορειοανατολικό σημείο της κωμόπολης. Τη νύχτα της 15ης Σεπτεμβρίου, με νέα επίθεση ανατίναξε το υδραγωγείο και κατέλαβε και άλλες αντιστάσεις του εχθρού.
Η ΙΙ Διλοχία, το βράδυ της 14ης Σεπτεμβρίου, επιτέθηκε κατά των φυλακίων Τσαλίκη και Σταματόπουλου, τα οποία είχαν κτιστές θέσεις πολυβολείων και συρματοπλέγματα καθώς και κατά του φυλακίου της Παναγίας και ενός οχυρωμένου σπιτιού. Οι άνδρες της διλοχίας, παρότι ανατίναξαν ένα πολυβολείο του οχυρού Τσαλίκη-Σταματόπουλου, δεν κατάφεραν να το εξουδετερώσουν. Παράλληλα, ένα άλλο τμήμα της διλοχίας κατέλαβε το καμπαναριό της εκκλησίας του Αγίου Αντωνίου και έβαλε φωτιά στην Αγροτική Τράπεζα, αφού πρώτα αφαίρεσε το ποσό των 25.000.000 δραχμών από τα ταμεία της. Έκαψε επίσης και σπίτια «εχθρών του λαού», όπως τα σπίτια του Ιωάννη Πολύμερου, του Βαγγέλη Καρδάρα, του Γιανναρού, του Καναβά, του Ευθυμιάδη και του Συράκη. Στις 5.15 το πρωί, η διλοχία συμπτύχθηκε στα ανατολικά καταλαμβάνοντας τα υψώματα του Αγίου Παντελεήμωνος.
Η ΙΙΙ Διλοχία δέχτηκε πυρά όλμων στις 20.45 της 14ης Σεπτεμβρίου. Από τις 21.30 έως τις 5.20 συγκρούστηκε με εχθρικά τμήματα γύρω από το σχολείο και από το σπίτι του Μιχόπουλου σχεδόν σώμα με σώμα. Τα δύο φυλάκια υπερασπίζονταν δύο διμοιρίες με 6 οπλοπολυβόλα και 2 βαριά πολυβόλα. Στα νότια του ημιγυμνασίου και δυτικά του δημοτικού σχολείου δέχτηκε πυρά από ένα οχυρωμένο σπίτι, το οποίο υπεράσπιζαν χωροφύλακες και ΜΑΔ. Τμήματα της διλοχίας έβαλαν τότε φωτιά στο κτήριο, προκαλώντας τον τραυματισμό του Υπενωμοτάρχη Θωμά Αντωνίου και τον θάνατο του οπλίτη ΜΑΔ, Απόστολου Δεληγιάννη από το Σκλήθρο Αγιάς, οι οποίοι πήδηξαν από το παράθυρο. Στη συνέχεια, η διλοχία έκαψε τα σπίτια του Δημήτρη και του Απόστολου Καρβασώνη, του Σταματόπουλου και του Πέτρου Μπαρμπέρη που τα υπεράσπιζαν άνδρες των ΜΑΥ και της Χωροφυλακής και στις 5.30 συμπτύχθηκε στα νοτιοανατολικά υψώματα της Αγιάς. Το πρωί της 15ης τα τμήματα της 192ης Ταξιαρχίας και της Σχολής Αξιωματικών συμπτύχθηκαν προς τις ανατολικές και βόρειες παρυφές της πόλης, δίνοντας την ευκαιρία στα κυβερνητικά στρατεύματα να κινηθούν από το κέντρο. Στις 10.00, με τα πρώτα πυρά επέστρεψαν στις οχυρώσεις τους. Το βράδυ εκδηλώθηκαν νέες επιθέσεις προς το κέντρο της Αγιάς.
Παράλληλα, στον τομέα της 123ης Ταξιαρχίας η κατάσταση ήταν δύσκολη. Τα τμήματα τα οποία ήταν επιφορτισμένα με την κάλυψη της επιχείρησης από τα δυτικά άργησαν να καταλάβουν τις θέσεις τους, επιτρέποντας με αυτόν τον τρόπο στον λόχο του στρατού που βρισκόταν στο Γερακάρι να εισέλθει κατά τη διάρκεια της νύχτας στην Αγιά και να ενισχύσει τη φρουρά της.
Οι ενισχύσεις των κυβερνητικών στρατευμάτων υπό τον επίλαρχο Στεφανίδη κινήθηκαν τη νύχτα της 14ης προς 15η Σεπτεμβρίου από τη Λάρισα, αλλά δεν κατάφεραν να φτάσουν στον προορισμό τους, λόγω των ναρκοθετημένων δρόμων και των πυρών που εκδηλώνονταν από τα υψώματα της Δήμητρας και του Αγίου Νικολάου του Φονιά. Μόλις ξημέρωσε, κινήθηκαν νέες δυνάμεις προς ενίσχυση των καθηλωμένων δυνάμεων του Στεφανίδη και της φρουράς της Αγιάς, που αποτελούνταν από έναν ουλαμό τεθωρακισμένων υπό τον επιλοχία Μεταξάκη και από έναν ουλαμό της Ίλης Εφόδου του 2ου Συντάγματος Αναγνωρίσεως υπό τον ανθυπασπιστή Κούρκα και υπό τη Διοίκηση του επίλαρχου Χαρβαλάκη.
Στις 7.00 το πρωί της 15ης Σεπτεμβρίου, οι ενισχύσεις βρίσκονταν στο χωριό Ελευθέριο και προωθούνταν προς το Γερακάρι υπό την κάλυψη πυροβολικού και αεροπορίας. Όταν έφτασαν έξω από το χωριό Δήμητρα, βλήθηκαν από καταιγιστικά πυρά όπλων και όλμων. Ο Χαρβαλάκης συνάντησε τον Στεφανίδη και ενημερώθηκε για την κατάσταση που επικρατούσε. Λίγο αργότερα, 12 άνδρες υπό τον Ανθυπασπιστή Κούρκα της Ίλης Εφόδου με την υποστήριξη τεθωρακισμένων κατέλαβαν τα υψώματα του Αγίου Νικολάου του Φονιά και άλλοι 8 υπό τον Χαρβαλάκη απομάκρυναν τις νάρκες και επισκεύασαν τον δρόμο. Στη συνέχεια, τα τμήματα του Χαρβαλάκη και του Στεφανίδη συνέχισαν την πορεία τους προς Αγιά, αφήνοντας ένα τμήμα της Ίλης Εφόδου να ασχοληθεί με την εκκαθάριση των γύρω υψωμάτων. Ακολουθώντας το δρομολόγιο Γερακάρι-Ανάβρα-Αετόλοφος, παρακάμπτοντας με αυτόν τον τρόπο τις δυνάμεις του ΔΣΕ που είχαν ταχθεί στα υψώματα του Βαθυρέματος και τα ναρκοπέδια, εισήλθαν στην Αγιά στις 12.00 το μεσημέρι περίπου βαλλόμενα από σπίτια, στέγες και δέντρα και ήρθαν σε επαφή με τη Διοίκηση του τάγματος της φρουράς. Στις 18.00, το τμήμα της Ίλης Εφόδου αφού περισυνέλλεξε τους τραυματίες, κινήθηκε προς τη βάση του. Στην Αγιά παρέμειναν τα τεθωρακισμένα με τον Στεφανίδη και 11 οπλίτες της ίλης.
Λίγες ώρες αργότερα, αφού συμπληρώθηκαν 30 ώρες μάχης, δόθηκε στις δυνάμεις του ΔΣΕ η διαταγή της σύμπτυξης στα γύρω υψώματα, στα χωριά Μεγαλόβρυσο, Σκήτη και Σκλήθρο, όπου συνέχισαν τις επόμενες ημέρες την παρενόχληση του εχθρού με βλήματα όλμων εναντίον της κωμόπολης και με πυρά πεζικού κατά των εξωτερικών φυλακίων.
Στη μάχη της Αγιάς καταμετρήθηκαν από τις δυνάμεις της 192ης Ταξιαρχίας 7 νεκροί, 10 τραυματίες και 4 αιχμάλωτοι εχθροί. Ωστόσο, όπως επισημαίνει σωστά στην έκθεση μάχης της, «οι απώλειες του [εχθρού] πρέπει να’ ναι πολύ μεγαλύτερες». Η Ιη Μεραρχία σε έκθεση της δίνει ένα μεγαλύτερο αριθμό απωλειών: «Νεκροί 35, μεταξύ τους 1 Αξ/κός. Τραυματίες 120. Αυτόμολοι 5. Αιχμάλωτοι 62». Οι κυβερνητικές δυνάμεις μέσα στην Αγιά, σύμφωνα με το ηρώο του στρατιωτικού νεκροταφείου, είχαν 18 νεκρούς. Στην πραγματικότητα οι απώλειες τους ήταν μεγαλύτερες. Το 26 Τ.Ε είχε 13 νεκρούς (1 έφεδρος αξιωματικός) και 11 αγνοούμενους στρατιώτες. Το τμήμα ΜΑΔ είχε 15 με 17 νεκρούς, από τους οποίους οι περισσότεροι ήταν συλληφθέντες που εκτελέστηκαν στη Σκήτη και στη θέση Καπρίτσιο της Μελιβοίας. Άλλοι 25 τουλάχιστον στρατιώτες τραυματίστηκαν. Ο Διοικητής του 26 Τ.Ε Αγιάς με αναφορά του ζήτησε λίγες ημέρες αργότερα την αντικατάσταση του τάγματος, «λόγω απωλειών και εξαντλήσεως των ανδρών του εκ του συνεχούς αγώνος».
Οι νεκροί της 192ης Ταξιαρχίας ανέρχονταν στους 4, ο ένας από φιλικά πυρά (Λαμπρονίκος), οι τραυματίες στους 38 (1 ομαδάρχης από φιλικά πυρά) και οι αγνοούμενοι στους 2. Όσοι τραυματίες περισυνελέγησαν από το πεδίο της μάχης μεταφέρθηκαν στα διπλανά χωριά για την παροχή των πρώτων βοηθειών. Κάποιοι από αυτούς μεταφέρθηκαν στη Σωτηρίτσα και τοποθετήθηκαν προσωρινά στα άδεια σπίτια του χωριού, άλλοι στη Μελίβοια (Αθανάτη) στην εκκλησία της Αγιάς Παρασκευής, ενώ όσοι ήταν πιο σοβαρά μεταφέρθηκαν στη Σκήτη όπου βρισκόταν ο γιατρός Τάκης Σκύφτης.
Συνολικά, οι νεκροί μαχητές του ΔΣΕ, σύμφωνα με ανταπόκριση που δημοσιεύτηκε στις εφημερίδες Εμπρός και Ελευθερία, ανέρχονταν στους 51, 16 στην Αγιά και 35 στα υψώματα της Δήμητρας. Το ανακοινωθέν του ΓΕΣ αναφέρει 45 νεκρούς, μεταξύ τους και «οι αρχισυμμορίται Καραφωτιάς και Κοντογιάννης». Οι πρώτοι νεκροί προέρχονταν από τα τμήματα της 192ης Ταξιαρχίας και της Σχολής Αξιωματικών και οι δεύτεροι από τα τμήματα της 123ης Ταξιαρχίας και του μηχανικού που δέχτηκαν τον κύριο όγκο πυρών των τεθωρακισμένων και της αεροπορίας.
Οι μαχητές του ΔΣΕ, όπως είδαμε, έκαψαν οικίες «εχθρών του λαού» και εκτέλεσαν έναν μικρό αριθμό ένοπλων εθνικόφρονων πολιτών. Παρατηρήθηκε μάλιστα το φαινόμενο της αντεκδίκησης. Στις 15 Σεπτεμβρίου, την πρώτη ημέρα της μάχης, «ο συμμοριόπληκτος Ι. Α… εκ Σωτηρίτσης, πληροφορηθείς ότι ο υιός του είχε φονευθή από τους συμμορίτας εφόνευσεν αντεκδικούμενος την Ευδοξίαν Σαϊδέ ετών 18 την οποίαν εθεώρει κομμουνίστριαν. Η φονευθείσα κατά βεβαίωσιν της χωροφυλακής ήτο εθνικόφρων. Αργότερον εξηκριβώθη ότι ο υιός του φονέως δεν είχε φονευθεί. Ο δράστης συνελήφθη και θα παραπεμφθή εις το στρατοδικείον».
Ο ΔΣΕ κατά την παραμονή του στην κωμόπολη στρατολόγησε 25 με 60 άτομα, τα περισσότερα παιδιά δεξιών οικογενειών που παρουσιάστηκαν στην Υποδιεύθυνση Χωροφυλακής Αγιάς τις επόμενες ημέρες. Στη θετική έκβαση της επιχείρησης συνέβαλε η ύπαρξη σχεδιαγράμματος, η χρήση οδηγών και η συγκρότηση ειδικών συνεργείων από χειριστές πάντζερ. Ελλείψεις παρατηρήθηκαν στις πληροφορίες για την εχθρική διάταξη σε κάποια σημεία, στη χρήση των συνθηματικών με αποτέλεσμα απώλειες από φιλικά πυρά και στη χρησιμοποίηση του εδάφους σε ορισμένες περιπτώσεις. Επίσης, παρατηρήθηκε το φαινόμενο της αρπαγής ημιαυτόματου όπλου στελέχους από στρατιώτη των κυβερνητικών δυνάμεων.
Πηγή: Βαγγέλης Γεωργάς, Κατοχή και Εμφύλιος στην Επαρχία Αγιάς, Bookstars, Αθήνα 2021, σ. 243-253.
Σύγχρονη άποψη της Αγιάς Λάρισας