Το φθινόπωρο του 1949, ο ΔΣΕ Εύβοιας έχει πια διαλυθεί σε μικρές ομάδες 4-5 μαχητών που περιπλανόνται στα βουνά και τα δάση του νησιού, προσπαθώντας να ξεφύγουν από τις ενέδρες και τους κλοιούς των κυβερνητικών δυνάμεων. Ένας ένας, οι ηρωικοί μαχητές του ΔΣΕ θα πέσουν στο πεδίο της μάχης ή θα αιχμαλωτιστούν, από τον κυρίαρχο πια αντίπαλο. Όχι όμως όλοι...
Το Νοέμβριο του 1949, λίγες ημέρες μετά το θάνατο του επικεφαλής του ΔΣΕ Ευβοίας, Θύμιου Καψή, ο λοχαγός του τμήματος Γιώργης Δημόπουλος, βρίσκεται με το σύνδεσμο Γρηγόρη Σγάγια, κοντά στο χωριό Καλύβια. Εκεί πληροφορήθηκαν από έναν γέρο τσοπάνο το θάνατο του Καψή και κατάλαβαν πως ο ΔΣΕ Εύβοιας είχε πια διαλυθεί εντελώς.
Περιπλανήθηκαν μερικές ημέρες μαζί, μέχρι που έπεσαν σε μια ενέδρα του κυβερνητικού στρατού και χωρίστηκαν διαφεύγοντας από διαφορετικές κατευθύνσεις. Ο Σγάγιας, αιχμαλωτίστηκε το Φλεβάρη του 1950, κοντά στον οικισμό Χρόνια, της Λίμνης Ευβοίας και πέρασε πολλά χρόνια στη φυλακή.
Όμως, ο λοχαγός Γιώργης Δημόπουλος θα παραμείνει για πάντα ασύλληπτος.
Μετά την ενέδρα περιπλανήθηκε μόνος προς την κατεύθυνση της Λίμνης και όταν έφτασε στα 100 μέτρα από το πρώτο σπίτι, κρύφτηκε σε ένα μεγάλο θάμνο, καθώς πλησίαζε το πρωί. Με το μούχρωμα ξεκίνησε για το Καντήλι, όπου υπήρχε μια σπηλιά-κρυσφύγετο των ανταρτών, γνωστή σε ελάχιστους. Φθάνοντας βρήκε ένα κοπάδι κατσίκια και κατάφερε να πιάσει ένα για να εξασφαλίσει το κρέας λίγων ημερών. Το επόμενο πρωί ο Δημόπουλος ξύπνησε με πυρετό, που κράτησε για δέκα ημέρες, τις οποίες πέρασε μέσα στη σπηλιά ολομόναχος και αβοήθητος. Τελικά αναγκάζεται να φύγει για να ψάξει να βρει νερό και ίσως κάποιον ακόμα αντάρτη που επιβίωσε.
"Ο πυρετός κι η πείνα νικιούνται, αλλά η δίψα δε νικιέται. Σκέφτηκα να αυτοκτονήσω, αλλά το βρήκα άνανδρο. Πήρα απόφαση να ξεκινήσω να πάω στις γιάφκες, να δω αν υπήρχε καμιά άπιαστη", γράφει ο Δημόπουλος, στο βιβλίο του: Από χωροφύλακας αντάρτης.
Περιπλανόμενος επί 14 ημέρες στα ορεινά του νησιού, θα επισκευθεί 12 γιάφκες των ανταρτών χωρίς να βρει κανέναν. Ωστόσο, σε τρεις γιάφκες θα βρει σημειώματα των ανταρτών. Πληροφορήθηκε ότι ο Νίκος Μαχαιράκος, καπετάνιος του 2ου λόχου του ΔΣΕ Εύβοιας αιχμαλωτίστηκε και εκτελέστηκε, όπως και ο Οδυσσέας Δασκαλάκης, καπετάνιος του 1ου λόχου. Επίσης, ο Κώστας Λιόλιος, αντάρτης από το Ξηροχώρι σκοτώθηκε σε ενέδρα, στα υψώματα του Αη-Γιώργη.
Ο Δημόπουλος αποφασίζει να επιστρέψει στο Τελέθρι και από εκεί να περάσει στο χωριό Γλύφα, ώστε να κατασκευάσει μια πρόχειρη σχεδία και να διαφύγει με αυτή στην ηπειρωτική Ελλάδα. Φθάνοντας στο ποτάμι Κουλουρομάρουλο, εντοπίζει ένα χαρτί ανάμεσα στα πουρνάρια, καρφιτσωμένο πάνω από μια κουραμάνα και δίπλα από μερικές χειροβομβίδες "Μιλς". Το σημείωμα έγραφε:
"Συναγωνιστή, κι άλλοι φαντάροι αφήνουμε παντού τέτοια σημειώματα. Εάν πετύχεις ένα, να το διαβάσεις και να κάνεις ότι σου γράφει. Κάνε ότι προσπάθεια μπορείς να φύγεις από το νησί. Εάν δεν μπορείς, προτίμα να αυτοκτονήσεις παρά να σε πιάσουν, γιατί τα βασανιστήρια που θα τραβήξεις είναι αφάνταστα. Μη σε παραπλανήσουν με τις προκηρύξεις που ρίχνουν και τα καλούδια και τα λεφτά που σου τάζουνε. Είναι όλα ψέματα".
Εκτός των σημειωμάτων, ο Δημόπουλος ενημερωνόταν όσο αυτό ήταν δυνατό από τις προκηρύξεις, με τις οποίες, η αεροπορία είχε γεμίσει κυριολεκτικά το νησί και ανακοίνωναν το θάνατο του Θύμιο Καψή, του υπαρχηγού του ΔΣΕ Εύβοιας Βλαχούτσικου, και την αιχμαλωσία άλλων μαχητών και αξιωματικών του Δημοκρατικού Στρατού.
Στο Τελέθρι, ο Δημόπουλος διαπιστώνει ότι ο στρατός έχει φυλάκια και σκοπιές και το μέρος είναι κυριολεκτικά αδιαπέραστο. Νηστικός και έχοντας μόνο άγρια χόρτα για να τραφεί, αποφασίζει να επισκεφθεί ξανά τις γιάφκες του ΔΣΕ. Περπατά μόνο τις νύχτες και μετά από 20 νύχτες πορείας επισκέπτεται όλες τις γνωστές γιάφκες, χωρίς να βρει κανέναν και χωρίς να εντοπίσει κανένα νέο σημείωμα. Αποφασίζει να περάσει στο χωριό Προκόπι.
Φθάνοντας στο χωριό, ο Δημόπουλος μπήκε στο πρώτο σπίτι του χωριού, όπου συνάντησε τον ηλικιωμένο ένοικό του. Του ζήτησε ψωμί, κι εκείνος του έδωσε το ελάχιστο που είχε και 2 κιλά ρεβύθια. Ο Δημόπουλος του ζητά πληροφορίες για το ΔΣΕ και τις κινήσεις του κυβερνητικού στρατού κι εκείνος απαντά:
"Εάν είσαι αλήθεια αντάρτης και δε με κοροϊδεύεις, τότε πρέπει να είσαι ο Δημόπουλος, γιατί μόνο αυτός έχει μείνει. Όλους τους άλλους τους έχουν πιάσει."
Ο Δημόπουλος παραδέχεται ότι ο γέρος δεν κάνει λάθος κι εκείνος τον παρακινεί να φύγει μακριά από το χωριό, γιατί θα τον πιάσουν και θα τον εκτελέσουν κι αυτόν. Φεύγει για το Ξηροχώρι και τυχαία στο δρόμο του συναντά μια γυναίκα για να πληροφορηθεί το παρακάτω φρικτό νέο:
"Έχουνε μαζέψει εκατοντάδες γυναικόπαιδα και τα γυρίζουνε στα βουνά. Τις γυναίκες τις δέρνουνε, τις γδύνουνε, όπως μια γυναίκα, τη γυναίκα του Δημόπουλου, που τη βάζουν να φωνάζει στον άντρα της να παραδοθεί, αλλά εκείνη του φωνάζει: Κρύψου, να μη σε πιάσουν! Και δώσ' του ξύλο και φάλαγγα. Ίσως εκείνος ο φουκαράς να έχει σκοτωθεί, όπως λένε θα την σκοτώσουν κι αυτή."
Ο Γιώργης Δημόπουλος θα περιπλανηθεί στα βουνά της Εύβοιας για τέσσερις ολόκληρους μήνες, πεινασμένος, κυνηγημένος και απόλυτα μόνος. Τελικά θα καταφέρει να επικοινωνήσει με ένα φίλο του, αξιωματικό της Χωροφυλακής (το όνομά του, ο Δημόπουλος δεν το έχει αποκαλύψει σε κανέναν), ο οποίος θα τον κρύψει στο σπίτι του, φροντίζοντας για την ανάρρωσή του και τη διατροφή του.
Αρκετό καιρό μετά, θα τον μεταφέρει στην Αιδηψό, στο σπίτι της οικογένειας Κύττα, με την οποία είχε στενές σχέσεις. Στο σπίτι της οικογένειας θα σκάψουν ένα λαγούμι, στο οποίο ο Δημόπουλος παραμένει τις ώρες της ημέρας και βγαίνει μόνο τη νύχτα.
Το 1952, την ημέρα των εθνικών εκλογών, η οικογένεια Κύττα θα μεταμφιέσει το Δημόπουλο σε παπά και θα τον αφήσει στη Χαλκίδα. Από εκεί περνάει με τα πόδια τη γέφυρα και βγαίνοντας στη Βοιωτία, η οικογένεια Κύττα έχει κανονίσει να τον παραλάβει αυτοκίνητο και να τον μεταφέρει στην Αθήνα. Στο χωριό του Καλλίδρομο, η οικογένειά του, του έχει κάνει κηδεία και μνημόσυνο, για να χαθούν τα ίχνη του και να μπερδευτούν οι αρχές. Ελάχιστοι δικοί του γνωρίζουν πως ζει.
Στην Αθήνα, ο Δημόπουλος νοικιάζει ένα σπιτάκι με άλλο όνομα και παραμένει στην παρανομία. Το 1969, η Χούντα τον συλλαμβάνει καθώς μοιράζει παράνομες προκηρύξεις του ΚΚΕ και τον φυλακίζει. Με τη Μεταπολίτευση θα εργαστεί, με το κανονικό του όνομα πια, στην έκδοση του νόμιμου "Ριζοσπάστη", για πολλά χρόνια.
Έμεινε παράνομος, για συνολικά 20 χρόνια.
Πηγή: Επιτροπή Περιοχής Ανατολικής Στερεάς & Ευβοίας του ΚΚΕ, Θύμιος Καψής (Ανάποδος), Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 2020, σελ. 288-231.
Κι αυτός κι ο Καμαρινός από τον Ταϋγετο, και οι Κρητικοί, ίσως και άλλοι, κράτησαν ψηλά το κεφάλι, όπως και χιλιάδες άλλοι, αλλά στάθηκαν, εκτός από δυνατοί, και τυχεροί.
ΑπάντησηΔιαγραφήΔε ξεχνώ ήρωες όπως ο Ετεοκλής Δουμουλάκης, που το λείψανό του βρέθηκε το '52 σε μια σπηλιά κοντά στο Πήδημα, απροσκύνητος κι ασύλληπτος!
Πραγματικά ήρωες δεν προσκύνησαν ποτέ. Πρέπει να τους θυμόμαστε πάντα και η καλύτερη τιμή σε αυτούς είναι τα πολύτιμα συμπεράσματα που έχουμε βγάλει μετά το 1991... για το τι έφταιξε για όλη αυτή την τραγωδία. ΑΘΑΝΑΤΟΙ. ΒΕΝΣΕΡΕΜΟΣ. ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ
ΔιαγραφήΔόξα και τιμή στο Γιώργο Δημόπουλο και στον Ετεοκλή Δουμουλάκη !
ΑπάντησηΔιαγραφή