Γνώρισα τον Απόστολο Μπογιατζή, όχι συμβατικά και όπως κανείς γνωρίζεται συνήθως, αλλά μέσα από το πλούσιο και εκτενές αυτοβιογραφικό υλικό που άφησε πίσω του και το οποίο είχα τη χαρά και το προνόμιο να μελετήσω, μέσω του γιου του Βασίλη Μπογιατζή.
Γραμμένο κατά τη δεκαετία του '80, σε γλώσσα μεστή και γρήγορη, το αυτοβιογραφικό υλικό του Απόστολου Μπογιατζή δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από ένα μυθιστόρημα, που κρατά τον αναγνώστη του καθηλωμένο. Γεννημένος το 1910, ο Απόστολος Μπογιατζής έλαβε μέρος στους ταξικούς αγώνες της εποχής του, τασσόμενος στη μεριά των πολλών, που είχαν λίγα. Για τους αγώνες που έδωσε θα "αμειφθεί", από το αστικό κράτος, με τις διώξεις και την εξορία, το ξύλο και τα βασανιστήρια, όπως οι περισσότεροι κομμουνιστές και αγωνιστές της εποχής. Το βιβλίο- αυτοβιογραφία του Απόστολου Μπογιατζή λαμβάνει χώρα στο κολαστήριο της Μακρονήσου, το "ελληνικό Νταχάου", όπως γλαφυρά την παρομοιάζει ο Γιώργης Λαμπρινός.
Η πρώτη εντύπωση που προκάλεσε το στρατόπεδο, στον Απόστολο Μπογιατζή αποτυπώνεται με γλαφυρό και ιδιαίτερα εύστοχο τρόπο: «εδώ δεν υπάρχει τίποτα, τίποτα, μόνον ψυχή βαθιά, εδώ δεν έχει θέση η παροιμία ‘έχασε η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα’, εδώ είναι στίβος, όποιος μπορεί και ανεβεί απάνω στο ανήφορο και βγει όρθιος, αυτό είναι!»
Έτσι, ο Απόστολος Μπογιατζής θα αποφασίσει να ανέβει αυτό το δύσκολο ανήφορο. Όχι απλώς όμως να τον ανέβει, αλλά να το αποτυπώσει κιόλας, στην παραμικρή του λεπτομέρεια.
Στο βιβλίο του Απόστολου Μπογιατζή, Μακρονήσι, Το βιβλίο που ήθελα ν' αφήσω αποτυπώνεται ο ζόφος του στρατοπέδου "ιδεολογικής αναβάπτισης" της Μακρονήσου και μάλιστα, όχι με το ύφος της απλής καταγραφής του προσωπικού μαρτυρίου, αλλά με την ψύχραιμη αποτύπωση του μαρτυρίου των συντρόφων που υποφέρουν κοντά του. Η γραφή του δεν έχει ίχνος αυτολύπησης, μεμψιμοιρίας ή δράματος. Αντιθέτως, τη διαπερνά η γενναιότητα και η αισιοδοξία για τη ζωή, που διακατέχει κάθε επαναστάτη. Το βιβλίο του Απόστολου Μπογιατζή διαθέτει επίσης ένα ακόμα αξιοσημείωτο προτέρημα, που το καθιστά χρήσιμο για τον ερευνητή, τον ιστορικό, αλλά και τον απλό αναγνώστη: Καταγράφει χωρίς συναισθηματισμούς και χωρίς το ηρωικό στοιχείο, τη λεπτομέρεια και κυρίως την ασχήμια της Μακρονήσου. Την αφόρητη ζέστη, το ξύλο, τις βρισιές, το κουβάλημα πέτρας, τη μύγα, την πείνα, τα βασανιστήρια. Όλες τις "αποχρώσεις του μαύρου" στο "ψηφιδωτό" της βίας, του αστικού κράτους της εποχής.
"Με λίγα λόγια, όλος ο περίγυρος, ό, τι έβλεπε το μάτι σου, ήταν μαύρο, κατάμαυρο για όλους. Γύρναγα και κοίταζα τα πάντα και ήταν φοβερό πώς έκαναν αυτό τον κόσμο έτσι. Δηλαδή είχε δημιουργηθεί πνεύμα τρόμου. και τα παράλια και τα τοπία αυτού του νησιού ήταν όλα άγρια που ζούσες καθημερινά και γινόσουν άγριος και συ. Ερχόταν η ίδια η στιγμή για να προφυλαχτείς όχι μόνο από αυτούς, τους βασανιστές, μα ακόμη από τα ίδια τα στοιχεία της φύσης. Δεν έφταναν όλα αυτά, έπιασε και η βροχή και η φάλαγγα προχωρεί."
Η γραφή του Απόστολου Μπογιατζή υπερβαίνει σχεδόν το χώρο, το χρόνο και κυρίως τη σωματικότητα του μαρτυρίου, που ο ίδιος ζει. Το σπασμένο κεφάλι από το γκλομπ του ΑΜίτη, η δίψα, το δεμένο χέρι, με το χέρι του συντρόφου, που ματώνει στον καρπό, όλα αυτά, δεν εμποδίζουν το συγγραφέα να δει, να παρατηρήσει, να καταγράψει, κάθε λεπτομέρεια του τρόμου και του πόνου. Να αφήσει κάτι πίσω, στην απόλυτή του λεπτομέρεια, για τον αναγνώστη του μέλλοντος.
Παράλληλα, η εξαιρετική υπόμνηση και επιμέλεια του Βασίλη Μπογιατζή, στα κείμενα του πατέρα του χαρακτηρίζεται από επιστημονική αρτιότητα και σεβασμό στα γραφόμενα. Βοηθά τον αναγνώστη να εντάξει, το εξαιρετικό αυτό ανάγνωσμα, στην εποχή του και να ανασυνθέσει το ιστορικό και πολιτικό πλαίσιο των γεγονότων. Ορίζει παράλληλα, με αρτιότητα τις συνδετικές γραμμές του στρατοπέδου της Μακρονήσου, με τα στρατόπεδα εργασίας, συγκέντρωσης και εξόντωσης, που χαρακτήρισαν το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και σφράγισαν με το μελανό τους στίγμα τον 20ο αιώνα.
Το βιβλίο του Απόστολου Μπογιατζή και του γιου του Βασίλη αποτελεί μια σπάνια ιστοριογραφική και αυτοβιογραφική δουλειά, που δεν πρέπει να λείπει από καμιά βιβλιοθήκη.
Διατίθεται από τις εκδόσεις Πληθώρα.
Θεόφιλος Διαμάντης, διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αιγαίου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου