"Ήταν πια νύχτα και μια λάμπα ασετυλίνης φώτιζε το δράμα των αιχμαλώτων που ήταν κλεισμένοι σε μια αποθήκη. Ο Μάρκος δεν είχε βρει τις αισθήσεις του. Ο μικρός Μανώλης κάθε τόσο λιποθυμούσε. Ο Νικήτας σε κακό χάλι. Οι δύο άλλοι, δεμένοι σφιχτά με καλώδιο, πόναγαν φοβερά. Αλλά κάποτε ακούστηκε θόρυβος κι ο σκοπός άνοιξε την πόρτα. Κι έκανε την εμφάνισή του ένας με γαλόνια., παράσημα πολλά, αρειμάνιο μύστακα κι ένα μπαστούνι στο χέρι. Πίσω του μια κουστωδία από καμπόσους άλλους. Έριξε μια ματιά βλοσυρή γύρω και πλησίασε το Μάρκο. Τον σκούντησε με το μπαστούνι, μα αυτός δε σάλεψε. Κοίταξε το βαριά τραυματισμένο Μανωλάκη. Κοίταξε και τους άλλους. Και τότε διέταξε: "Αυτοί οι τρεις να μείνουν, τους άλλους πάρτε τους από εδώ". Έπειτα στράφηκε στο Νικήτα:
- Εσύ δεν είσαι ο δραπέτης από την Ικαρία;
- Ναι
- Αν γίνεις καλά, θα έρθεις να πολεμήσουμε μαζί;
- Όχι, για εμένα ο πόλεμος τελείωσε.
- Ώστε έτσι ε; Τώρα θα δεις!
Κι ο γενναίος έδωσε μια κλωτσιά στον τραυματία. Και σαν να μην έφτανε αυτό σήκωσε το μπαστούνι. Κι όπως κατέβαινε για το κεφάλι του Νικήτα έγειρε λίγο εκείνος και βρίσκοντας την πλάτη του έσπασε στα δύο. Η πόρτα έκλεισε. Μα σε λίγο ξανάνοιξε και μπήκε ένας με στολή βαθμοφόρου, γκριζομάλλης και μελαχροινός σαν Αιγύπτιος.
- Καλησπέρα παιδιά, είμαι ο γιατρός του τάγματος
- Καλησπέρα, αντιχαιρέτησαν οι κρατούμενοι.
Πλησίασε το Νικήτα. Άνοιξε το βαλιτσάκι του, εξέτασε τον τραυματία και άρχισε προσεκτικά τη θεραπεία. Όλος ανθρωπιά και ευγένεια, ο άνθρωπος αυτός έδωσε χαρά κι αισιοδοξία στον τραυματία, μέχρι που να αναρωτιέται: "Υπάρχουν άνθρωποι σε αυτή τη ζούγκλα;" Τελειώνοντας, ο γιατρός του έσφιξε το χέρι λέγοντας: "Μην ανησυχείς παιδί μου, δεν έχεις τίποτε σοβαρό". Και φεύγοντας συμπλήρωσε, αφήνοντας ένα φιλικό και γεμάτο σημασία χαμόγελο: "Και προπαντώς μη χάσεις το κουράγιο σου".
Μετά τα μεσάνυχτα άνοιξε και πάλι η πόρτα. Ήταν ο καινούργιος σκοπός, ένα λεπτοκαμωμένο παιδί. Έδειχνε περίλυπος. Έριξε από μια ματιά στους αιχμαλώτους και δίχως να πει λέξη έφυγε. Αλλά ξανάρθε. Βάδισε προς τη μεριά του Αρκάδη, πλησίασε, χαμήλωσε το κεφάλι του και με παλλόμενη φωνή είπε: "Ήμουν στην κόλαση της Μακρονήσου. Με βασάνισαν φριχτά και δεν μπόρεσα να αντέξω. Και για να φύγω από εκεί ζήτησα να βγω στις επιχειρήσεις. Να όμως που με φέρανε να σκοτώνω εσάς, που πολεμούσαμε μαζί τους Γερμανούς και μαζί κάναμε όνειρα για τούτον τον τόπο. Συγχώρεσέ με αδερφέ μου."
Το άλλο πρωί τους πήγανε στον Πύργο. Τους πήγανε γιατί τώρα δεν πήγαιναν όπου αυτοί θέλανε. Δεν μπορούσαν να έχουν προτίμηση, που θα πάνε, που θα σταθούν, πότε και πόσο θα κοιμηθούν, πότε και πόσο θα φάνε. Μόνο να περιμένουν μπορούσαν. Να περιμένουν και να υπομένουν τους χλευασμούς, τους εξευτελισμούς και την κούραση. Κι όπως ήταν στριμωγμένοι κάτω από την ξύλινη σκάλα του κτηρίου που έδρευε η ταξιαρχία, καθένας τους κάτι σκεφτόταν, μα άγνωστο τι. Άλλα στο μυαλό του Αρκάδη στριφογύριζε όλη την ώρα η συμβουλή- ποίημα του Καβάφη: "Κι αν δεν μπορείς να κάνεις τη ζωή σου όπως τη θέλεις, τουλάχιστον όσο μπορείς μην την εξευτελίζεις". Και χαιρόταν που έβρισκε τον εαυτό του ικανό να ανταποκριθεί σε ετούτο το χρέος.
Κοντά στο μεσημέρι σταμάτησε μπροστά στο σκοπό ένας χωροφύλακας
- Πού είναι ο Αρκάδης, ρώτησε.
- Τι τον θέλεις, αντιρώτησε ο σκοπός.
- Είναι γνωστός μου και θέλω να τον δω.
Ο Νικήτας κάτω από τη σκάλα που βρισκόταν έβλεπε τον απρόσμενο "γνωστό" του και χίλια ερωτηματικά έρχονταν στο μυαλό του. Αλλά όπως πρόσεξε καλύτερα, διέκρινε στη φυσιογνωμία του χωροφύλακα, γνωστά χαρακτηριστικά.
- Απαγορεύεται, είπε κοφτά ο σκοπός.
Ο χωροφύλακας έφυγε, αλλά πριν περάσουν δέκα λεπτά ξαναγύρισε και μπήκε στο κτήριο με έναν αξιωματικό. Εκεί πλησίασε και κοιτάζοντας, είπε στον αξιωματικό: "Αυτός είναι". Τέλος πλησίασε και άρχισε την κουβέντα:
- Εσύ είσαι ο Αρκάδης;
- Ναι εγώ.
- Που ήσουν εξόριστος;
- Ολόκληρος.
-Αρκάδη δε με γνωρίζεις εμένα; Είμαι ο Μανώλης ο Κρητικός που με έριξες στο χαντάκι όταν δραπέτευσες. Δεν με θυμάσαι;
- Α, ναι σε θυμάμαι
- Μη φοβάσαι δεν θα σου κάνω κακό.
- Τι να γίνει, σε εσένα έτυχε το λαχείο.
- Και βέβαια μου έτυχε το λαχείο. Έβγαλα λίγο την ωμοπλάτη μου, πήγα στο νοσοκομείο κι έπειτα σε σταθμό. Αλλιώς θα ήμουνα μάχιμος. Εσύ την ελευθερία σου ήθελες. Σήμερα έμαθα πως σε πιάσανε κι ήρθα να σε δω.
- Μ' αυτό αποδείχνεις ότι είσαι πολιτισμένος άνθρωπος, κι ότι στέκεσαι πάνω από τα πάθη των καιρών μας.
Μια λάμψη ικανοποίησης φώτισε το πρόσωπο του επισκέπτη.
- Σου έφερα και κάτι σοκολάτες και τσιγάρα, είπε χαμογελώντας ο Μανώλης και τα έριξε γρήγορα στις τσέπες του τραυματία. Έπειτα χαιρέτησε κι έφυγε βιαστικός.
Λίγο αργότερα, δυο άντρες της ΕΣΑ έβαλαν τον Αρκάδη σε μια κουβέρτα, τον ανέβασαν απάνω και τον κάθισαν σε ένα σιδερένιο κιβώτιο. Γύρω του στέκονταν καμιά δεκαριά βαθμοφόροι, που κανείς του λέξη δεν έβγαλε. Επιφύλαξη και περιέργεια μόνο. Ώσπου μπήκε στην αίθουσα ένας μεγαλόσωμος άντρας, με μορφή που θύμιζε τον Μουσολίνι. Εκείνη τη στιγμή όλα αλλάξανε.
- Κύριε ταξίαρχε, αυτός είναι ο συλληφθής, πρώην εξόριστος, όστις αφίχθη ενταύθα κατόπιν ειδικής εντολής για να εμψυχώσει και καθοδηγήσει τους εντόπιους συμμορίτας.
- Πρέπει να τιμωρηθεί παραδειγματικώς!
Δύο άλλοι φώναξαν: "Θάνατος!" κι ένας άλλος που δεν του αρκούσαν αυτά μπροστά στον ταξίαρχο: "Ρε κάθαρμα, τι ήθελες κι ήρθες εδώ;" Ο Αρκάδης μένοντας ατάραχος, σκεφτόταν: "Θέλουν να μου σπάσουν το ηθικό". Ρώτησε πάλι ο ταξίαρχος:
- Ρε ξενοκίνητο όργανο σε ερωτώ: Με ποιον τρόπον και δια ποιον σκοπόν ήρθες εις την Σάμον;
- Κι εγώ ερωτώ: Ανακρίνομαι ή υβρίζομαι;
Είπε για απάντηση ο Αρκάδης και τότε συνταράχτηκε το κτήριο, από τις αγριοφωνάρες, τη φασαρία, τις βρισιές και τις απειλές. Έκρηξη φοβερή του ανθρώπου που ήταν προσωποποίηση της μισαλλοδοξίας και του θλιβερού πνεύματος του εμφυλίου πολέμου.
- Πάρτε τον από 'δω! Πάρτε τον από 'δω. Είναι αμετανόητος και ξέρει πολλά! Ανάκριση και γρήγορα στο στρατοδικείο! Φώναξε ο ταξίαρχος.
Κι αμέσως, ο Αρκάδης γινότανε σηκωτός και πεταγόταν ξανά κάτω από τη σκάλα. Το απόγευμα τους μεταφέρανε στο ισόγειο του αστυνομικού σταθμού. Εκεί μακριά από τη στρατοκρατούμενη ζώνη του χωριού, αισθανόταν καλά, μα για πολύ λίγο. Γιατί ένα μπουλούκι από άντρες κάθε ηλικίας με μισοστρατιωτική περιβολή, με τουφέκια, με μαχαίρια και κλαδευτήρια στα χέρια, βαδίζαν προς τον αστυνομικό σταθμό. Μπαίνοντας στην ευθεία τους είδαν από μια τρύπα οι αιχμάλωτοι. Κι όσο η απόσταση μίκραινε τόσο μεγάλωνε η αγωνία τους, γιατί δε φαινότανε πουθενά σκοπός χωροφύλακας.
- Σκηνοθεσία δήθεν αγανακτισμένων για να μας καθαρίσουν όλους. Είπε θλιμμένα ο Χρήστος Σοφούλης.
Πλησίασαν, λίγα μέτρα μένανε και θα βρίσκονταν στον περίβολο του κτηρίου. Εκεί σταμάτησαν. Κάποιος με μεγάλα μουστάκια και με μούρη γορίλα τους μίλησε για λίγο. Κι όταν τελείωσαν, άρχισαν όλοι να βρίζουν και να φωνάζουν: "Προδότες ήρθε η ώρα σας!" κι άλλα παρομοια. Και μερικοί από τους πιο "βιαστικούς" έτρεξαν κι έψαχναν γύρω. Κλότσησαν κι άνοιξαν την πόρτα του διπλανού δωματίου. Κι έπειτα, παίρνοντας ένα χοντρό κοντάρι, βάλθηκαν να σπάσουν την πόρτα του κρατητηρίου. Κι ο καθένας από τους αιχμαλώτους, σίγουρα θα αναλογιζόταν: "Μέχρι εδώ ήταν η ζωή".
Ξαφνικά όμως ακούστηκε η μηχανή ενός τζιπ και την ίδια στιγμή η προσταγή: "Απομακρυνθείτε γιατί πυροβολώ!" Η μηχανή έσβησε κι ευθύς ξανακούστηκε: " Απομακρυνθείτε! Αστυνομία! Σκοπός, το πολυβόλο". Σαν από μηχανής θεός είχε φτάσει ένας ανθυπολοχαγός έφεδρος. Ήταν ο Ηλιόδωρος, δικηγόρος από την Αρκαδία και πρώην μακρονησιώτης."
Συνεχίζεται
Το χωριό Πύργος της Σάμου. |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου