Τετάρτη 28 Μαρτίου 2018

Mικρές ιστορίες από το Μπούλκες - Μέρος 1ο


Ωκεανοί μελάνης έχουν γραφεί για την ιστορία του μικρού χωριού της Γιουγκοσλαβίας όπου στο διάστημα 1945-1950 κατέφυγαν εκατοντάδες διωκόμενοι από το αστικό κράτος και τον αγγλικό και αμερικάνικο ιμπεριαλισμό, αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης και του ΚΚΕ. Στη σύγχρονη ιστοριογραφία, το όνομα Μπούλκες καταγράφεται από τους υμνητές του αναθεωρητισμού και του αντικομμουνισμού ως κάτι εφάμιλλο με ναζιστικό στρατόπεδο συγκέντρωσης. Εκμεταλλευόμενοι τα υπαρκτά λάθη της κομματικής καθοδήγησης, τη διείσδυση ξένων πρακτόρων του ιμπεριαλισμού και επικαλούμενοι αστήρικτες μαρτυρίες για "εκατόμβες νεκρών" που καταγράφηκαν σε "αρχεία που χάθηκαν ή κάηκαν", οι κονδυλοφόροι αυτοί επιχειρούν να στρεβλώσουν μια ακόμα πτυχή του ταξικού κινήματος. 

Στη σειρά άρθρων αυτή, θα δανειστούμε την πέννα ενός πιο ψύχραιμου, αυτόπτη μάρτυρα και κατοίκου του Μπούλκες, του Δημήτρη Ραβανή- Ρεντή, ο οποίος έζησε το Μπούλκες με τα λάθη και τα σωστά του και αποτύπωσε με αντικειμενικότητα πτυχές της ζωής εκεί, στο βιβλίο του "Το ημερολόγιο της προσφυγιάς ενός αντάρτη". Ο Δημήτρης Ραβανής- Ρεντής υπήρξε στέλεχος της ΕΠΟΝ Πειραιά και μέλος του ΚΚΕ κατά την Κατοχή. Πέρασε το 1945 στο Μπούλκες όπου τοποθετήθηκε στο τμήμα καλλιτεχνών και πολιτισμού με επικεφαλής τον Γιάννη Βεάκη. Περιόδευσε με την ομάδα στο Γράμμο και το Βίτσι, αλλά και σε διάφορες χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού, στις ελληνικές παροικίες.



To Mπούλκες, 1945.


Το παλιό γερμανικό χωριό και τα λάφυρα των ναζί κατακτητών

"Μπαίνουμε τραγουδώντας στη δημοσιά που οδηγεί από το μικρό σταθμό στο χωριό Μπούλκες. Δύο χιλιόμετρα μακριά, μέσα στον Κάμπο. Η κάθε ομάδα ξέρει που θα εγκατασταθεί. Αριστερά και δεξιά μας εκατοντάχρονες μουριές. Κι ο δρόμος του χωριού γεμάτος ζωντανά: Πάπιες, χήνες, κότες. Λες και βγήκαν τα πουλερικά να μας υποδεχτούν. Και στην παχιά σκόνη αυγά. Παντού αυγά να ψήνονται στον ήλιο. Κόσμος πουθενά. Ψυχή. Εκτός από μια μικρή ομάδα που βγήκε να μας υποδεχτεί. 

Το Μπούλκες ήταν από τα γερμανοχώρια της περιοχής που αδειάσανε. Πέρασε από κει ο Τολμπούχιν σαν σίφουνας και οι Γερμανοί της παροικίας ακολούθησαν το στρατό του Τρίτου Ράιχ που υποχωρούσε. Τα παράτησαν όλα σύξυλα κι έφυγαν. Αυτή η εικόνα με τα ζωντανά στους δρόμους αδέσποτα, με τα αυγά στη σκόνη, θα 'λεγες πως έδιναν μια εικόνα ευφορίας. Δεν είναι έτσι. Αυτή η εικόνα θα μείνει χαραγμένη στο μυαλό και στην ψυχή όλων, σαν μια από τις χειρότερες εικόνες του πολέμου. Χειρότερη κι από τα ερείπια. Κι από τους λάκκους που σκάψανε οι οβίδες. Η εικόνα της εγκατάλειψης. Τόσο γνωστή στους δικούς μας αγρότες. Τους βάζουν στα σπίτια. Σπίτια καλοχτισμένα που τα βλέπουμε και τρίβουμε τα μάτια μας. Και το κάθε σπίτι με τη μεγάλη του αυλή, με τα κάρα του, τα υποστατικά του, τα χοιροστάσια, τα κοτέτσια και τις αποθήκες να ξεραίνεται το καλάμι. Και πουθενά ψυχή. 

Οι πρόσφυγες χαίρονται μέχρι να μπουν στα σπίτια. Μέσα εδώ άλλη εικόνα. Στην τραπεζαρία το τραπέζι στρωμένο. Τα πιάτα αραδιασμένα γύρω-γύρω. Η πιατέλα στη μέση. Όλα σκεπασμένα με ένα στρώμα μαύρη μούχλα. Το κόκκινο κρασί έχει εξατμιστεί στα ποτήρια, κι είναι το γυαλί σαν βαμμένο από μέσα. Μια καρέκλα ριγμένη πίσω, χάμω ένα πιρούνι. Κάτι είναι καρφωμένο στην άκρη του γεμάτο μούχλα. Εκεί πάνω που τρώγαν οι νοικοκυραίοι τα παρατήσαν όλα και φύγαν με τη μπουκιά στο στόμα. Οι Έλληνες ξέρουν. Τους έχει τύχει. Τρως με τη φαμέλια και κάποιος ξαφνικά φωνάζει: Έρχονται! 

Έρχονται εκείνοι που κάθε φορά έρχονται και αναγκάζουν τους ανθρώπους να παρατάνε το φαγητό τους και να παίρνουν τους δρόμους. 

Αργότερα πάψαμε να έχουμε το σύμπλεγμα πως μένουμε σε ξένα σπίτια. Οι Γιουγκοσλάβοι μας είπαν πως από το Μπούλκες και τα άλλα χωριά είχε σχηματιστεί η μεραρχία των Ες-Ες "Πρίγκιπας Ευγένιος". Κι αν αυτό δεν μας καθησύχασε, ήρθε αργότερα μια ανακάλυψη που μας έκανε πυρ και μανία: Σε ένα από τα σπίτια βρήκαμε μια ραπτομηχανή. Είχε χαραγμένο επάνω της όνομα "Μαρία" και δεν θυμάμαι τώρα το επώνυμο. Ήταν από κάποιο χωριό της Καστοριάς. Αρχίσαμε να προσέχουμε κι άλλο και βρήκαμε κι άλλα δικά μας πράγματα. Έπιπλα, τεντζεράδες και άλλα ακόμη. Τα παίρνανε από τα ελληνικά χωριά οι φασίστες για να συμπληρώσουν το δικό τους το νοικοκυριό.

(...)

Στις καντίνες ξεκίνησαν να μαγειρεύουν τραχανά. Τέσσερις χιλιάδες μερίδες που τις πετάνε... Δεν πάει κανείς να φάει στις καντίνες. Τα μεσάνυχτα αρχίζει το παράνομο μαγείρεμα. Κότες, χήνες, πάπιες, φασόλια με χοιρομέρι, ψητά. Έχουμε από το 1940 να φάμε σαν άνθρωποι. Οι κότες έχουν αλλάξει φωλιές. Τις παραφυλάμε τη μέρα. Μόλις ακούσουμε κακάρισμα τρέχουμε. Να η φωλιά, με 50 -100 αυγά. Η ανακοίνωση του γραφείου λέει πως "όλα είναι για όλους". και πως όλα τα τρόφιμα θα συγκεντρωθούν στις καντίνες. Τώρα στις 3 τα μεσάνυχτα, με σβησμένα τα φώτα για να μη μας δούν από την Υπηρεσία Τάξης της Ομάδας κάνουμε το τελευταίο μας μαγείρεμα και το στερνό μας τσιμπούσι. Το πρωί θάβουμε τα κόκκαλα. Την άλλη μέρα για φαγητό στις καντίνες. Τραχανάς με σπανακόπιτα..."


Η εντύπωση που δίνουμε


"Εκείνοι που ξέρουν κι έχουν περάσει από τέτοια, παλιοί σύντροφοι που έχουν οργώσει τις φυλακές και τις εξορίες, μας λένε πως εμείς, οι πολιτικοί πρόσφυγες, πρέπει με τη ζωή μας, την οργάνωσή μας, την προκοπή μας, να δίνουμε την εντύπωση μιας μόνιμης εγκατάστασης. Κι ας είναι να φύγουμε αύριο για τα σπίτια μας. Να μην λέμε: "Θα πλυθούμε στην Αθήνα", "Αύριο θα ράψουμε τα κουμπιά μας, στην Αθήνα", "Στην Αθήνα θα φορέσουμε καθαρές αλλαξιές". Εμείς δεν συμφωνούμε. Τα έχουμε όλα για προσωρινά. Το έχουμε για γρουσουζιά αυτό το "προσωρινά αλλά μόνιμα". Ο Ρένος ο Ακροναυπλιώτης προσπαθεί να μας πείσει με το παράδειγμα της ζωής. Λέει: Πριν πάμε στην Ανάφη, από το ίδιο βράδυ οργανωθήκαμε. Πρωί-πρωί φτιάξαμε πρόγραμμα. Κι αμέσως φτιάξαμε έναν πρόχειρο λαχανόκηπο και φυτέψαμε ντομάτες, μελιτζάνες και αγγουράκια. Και να ξέρετε. Προλάβαμε και φάγαμε από το περιβόλι μας. Κάποιος ρωτάει: Πόσες φορές;

Ο Ρένος δαγκώνεται: Ε, τρία χρόνια κράτησε η μεταγωγή.

Όχι όμως, εμείς δεν καταλαβαίνουμε αυτή τη νοοτροπία. Εμείς θέλουμε: Να ξυριστούμε στην Αθήνα. Να πλυθούμε στην Αθήνα. Να αλλάξουμε ρούχα στην Αθήνα. 

Με τον καιρό δώσαμε δίκιο στο κόμμα και στους παλιούς συντρόφους. Τελικά αυτή την αποδιοργάνωση, τη μελαγχολία μας, τη νοσταλγία και την πίκρα μας θα τη νικήσει κατά κράτος ο μεγάλος, ο πρώτος σύμμαχος του ανθρώπου: Η δουλειά."


Συνεχίζεται

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου