Τρίτη 30 Ιανουαρίου 2018

Φώτω Μπαλαμούρη: Η πρώτη αντάρτισσα στην Ελλάδα


Η Φώτω Μπαλαμούρη από το Ροδολίβος Σερρών, υπήρξε η πρώτη αντάρτισσα στην Ελλάδα και μία από τις πρώτες σε όλη την κατεχόμενη από τους ναζί Ευρώπη. Βγήκε με τον άντρα της, Κώστα Τσέτσικα (Μπαλαμούρη) στο όρος Παγγαίο, στις 21 Μαίου 1941, ένα μόλις μήνα μετά την είσοδο των Γερμανών και Βουλγάρων κατακτητών στη χώρα και αργότερα, εντάχθηκε στον ΕΛΑΣ και πολέμησε μέχρι την απελευθέρωση για την αποτίναξη της βάρβαρης ξένης κατοχής. 

Η ομάδα του Μπαλαμούρη, είχε στήσει τα λημέρια της στην περιοχή του μοναστηριού της Εικοσιφοίνισσας και είχαν ενταχθεί σ' αυτή ως αντάρτες οι Τζελέπης και Ρεμπένικος από την Κορμίστα Σερρών, ο Βλάχος από τη Μουσθένη Καβάλας, ο Γιώργος Μελίσιος από το Παλαιοχώρι και στη συνέχεια και άλλοι από την Κορμίστα, τη Νικήσιανη και το Μποσινός, τον σημερινό Καλαμιώνα.



Δύο μέρες πριν την Φώτω και τον Κώστα Μπαλαμούρη, στις 19 Μαίου 1941, είχε γίνει στη νοτιοδυτική πλευρά του Παγγαίου, στη στρούγκα του Παπούλια, που βρισκόταν στην τοποθεσία Ντεβέ Καράν - εκεί όπου το 1805 ο Νικοτσάρας τσάκισε τους Τούρκους και, σπάζοντας τον κλοιό τους, πέρασε με 150 παλληκάρια στη Χαλκιδική - η ιδρυτική συγκέντρωση της πρώτης αντάρτικης ομάδας. Αποτελούνταν από εννέα αντάρτες, οι περισσότεροι των οποίων είχαν φύγει από τα χωριά τους λόγω των άγριων καταπιεστικών μέτρων των φασιστών Βουλγάρων κατακτητών. Καπετάνιος αυτής της ομάδας, όπως αφηγήθηκε αργότερα ο Βαγγέλης Παπούλιας, ήταν ο παλιός κομμουνιστής Κώστας Παπακωνσταντίνου.*


*Τα στοιχεία προέρχονται από το βιβλίο του Σπύρου Κουζινόπουλου «Δράμα 1941: Μία παρεξηγημένη εξέγερση», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Καστανιώτη» και ήταν υποψήφιο για το Κρατικό Λογοτεχνικό Βραβείο.

Πηγή: εδώ

Δευτέρα 29 Ιανουαρίου 2018

Υπηρετώντας μια τάξη και όχι έναν λαό: Καλλιόπη Λύκα


Η Καλλιόπη Λύκα, γνωστή και ως "μάνα του στρατιώτη" υπήρξε μια γνωστή προσωπικότητα της περιόδου 1940-1950, με δράση και ιδεολογικές επιλογές σαφώς φιλομοναρχικές. Έμεινε κυρίως γνωστή για τη δράση της στο Αλβανικό Μέτωπο, όπου με κίνδυνο της ζωής της ακολούθησε τον ελληνικό στρατό ως νοσοκόμα μονάδας, περιθάλποντας τραυματίες του πολέμου, σε συνθήκες δύσκολες και με κίνδυνο της ζωής της.

Η Καλλιόπη Ζάγκλη, γεννήθηκε στην Άρτα Ηπείρου το 1889, στους κόλπους μιας πλούσιας και πολιτικά διασυνδεδεμένης οικογένειας. Ο πατέρας της υπήρξε μαχητής των Βαλκανικών πολέμων και η μητέρα της επιδιδόταν σε φιλανθρωπικά έργα. Η ίδια μεγάλωσε με αυστηρές αρχές εδρασμένες στο φιλομοναρχισμό και τη θρησκεία και νυμφεύτηκε τον υπολοχαγό πεζικού Δημήτρη Λύκα. 

Κατά την ιταλική εισβολή, η Καλλιόπη Λύκα συνόδευσε τους Έλληνες στρατιώτες στο μέτωπο με την ιδιότητα της νοσοκόμας, περιθάλποντάς τους σε συνθήκες εξαιρετικά δύσκολες και επικίνδυνες για αυτούς και την ίδια. Με την κατάρρευση του μετώπου και την επιβολή της Κατοχής, η Καλλιόπη Λύκα εντάσσεται στον ΕΟΕΑ-ΕΔΕΣ του Ναπωλέοντα Ζέρβα.

Μετά τη Βάρκιζα και το ξέσπασμα του Εμφυλίου, η Καλλιόπη Λύκα ακολούθησε τις μάχιμες μονάδες του Εθνικού Στρατού σε διάφορα θέατρα μαχών. Στις 09 Σεπτεμβρίου 1948, στο μέτωπο της Κοίτης, η Καλλιόπη Λύκα τραυματίζεται ελαφρά από νάρκη. Παράλληλα, στηρίζει το μοναρχικό καθεστώς των διώξεων, των δολοφονιών και των βασανιστηρίων παρουσιαζόμενη ως ομιλήτρια στο κολαστήριο της Μακρονήσου, όπου εκφωνεί μάλιστα και λόγο καλώντας τους "παραπλανηθέντες" σε "ανάνηψη". Προφανώς δεν βρίσκει τίποτε να πει για το γεγονός ότι χιλιάδες από τους αγαπημένους της Έλληνες στρατιώτες βασανίζονται νυχθημερόν στις χαράδρες και τα σύρματα του νησιού. Αντιθέτως, στην επίσκεψή της στο νησί συνοδεύεται από τον Παναγιώτη Σκαλούμπακα, το  γνωστό δήμιο της Μακρονήσου. 

Το 1950, με το ξέσπασμα της ωμής αμερικανικής επέμβασης στην χερσόνησο της Κορέας, η Καλλιόπη Λύκα ακολουθεί τις μονάδες του Εθνικού Στρατού, που εισβάλλει σε ένα ξένο κράτος υπηρετώντας τα συμφέροντα του ΝΑΤΟ και της εντόπιας και διεθνούς αστικής τάξης. Η Καλλιόπη Λύκα αναλαμβάνει εκεί χρέη νοσοκόμας. Με τη λήξη του Πολέμου της Κορέας επιστρέφει στην Άρτα και ασχολείται με την ενίσχυση της τοπικής Παιδούπολης, που το παλάτι είχε δημιουργήσει για το στοίβασμα και την πλύση εγκεφάλου, παιδιών που είτε οι γονείς τους ήταν κομμουνιστές, είτε εκτοπίσθηκαν στις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις του Εθνικού Στρατού. 

Στα μετέπειτα χρόνια, η Καλλιόπη Λύκα θα χρειαστεί νοσοκομειακή φροντίδα, καθώς η ηλικία της είναι προχωρημένη. Το κράτος και η τάξη που υπηρέτησε θα την ξεχάσουν και θα της στερήσουν την πρόσβαση ακόμα και στο νοσοκομείο του στρατού, που εκείνη είχε υπηρετήσει. Έφυγε από τη ζωή το 1982, σε ηλικία 93 ετών. 

Η Καλλιόπη Λύκα αγαπούσε πολλά πράγματα. Τον βασιλιά, τη θρησκεία, τον στρατό και την έννοια "πατρίδα", στην οποία όμως δεν θέλησε ή δεν μπόρεσε ποτέ να καταλάβει ότι χωρούν δύο τάξεις: Αυτή του λαού και αυτή των αστών. Με τις επιλογές της έδειξε πως αγαπούσε περισσότερο τη δεύτερη, καθώς δεν αφουγκράστηκε ποτέ το τεράστιο λαϊκό απελευθερωτικό κίνημα του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, δεν στηλίτευσε το μακέλεμα του ελληνικού λαού στην περίοδο 1944-1946 και δεν διείδε πως αυτός ο ίδιος ο λαός, στην οξύτατη μορφή της ταξικής πάλης, διάλεξε ξανά το το τουφέκι και δημιούργησε τον Δημοκρατικό Στρατό. Αντιθέτως, κράτησε σιγή απέναντι στους εκάστοτε δημίους του ελληνικού λαού, τον Ζέρβα, τον Σκαλούμπακα και το παλάτι, σιωπώντας στα όργια της Μακρονήσου και των Παιδουπόλεων.

Η Καλλιόπη Λύκα υπήρξε αναμφίβολα γενναία. Γενναία όμως στην εξυπηρέτηση της αστικής τάξης και όχι του ελληνικού λαού.


Η Καλλιόπη Λύκα επισκέπτεται τη Μακρόνησο στο πλευρό του δήμιου βασανιστή Παναγιώτη Σκαλούμπακα.



Κυριακή 28 Ιανουαρίου 2018

Μια μαρτυρία για τη μάχη της Μαλακάσας 12-10-1944


Γιώργος Καλατζής, κάτοικος Καπαρελλίου Θήβας.


Ο Γιώργος Καλατζής υπήρξε επονίτης της υποδειγματικής ομάδας της ΕΠΟΝ του 2-34 τάγματος του ΕΛΑΣ, αφηγείται την ανάμνησή του από την συμμετοχή του στην μάχη της Μαλακάσας.

"Στις 12 του Οκτώβρη πήραμε πληροφορία ότι ένα πεζοπόρο τάγμα Γερμανών, πιθανόν εμπροσθοφυλακής με την αποχώρηση των στρατευμάτων κατοχής κινείται από Αθήνα προς Θήβα.
Το 2-34 τάγμα με διοικητή τον ταγματάρχη Βασίλη (ψευδώνυμο) από τον Πειραιά και καπετάνιο τον Κωνσταντίνο Αντωνόπουλο ( καπετάν Κρόνο) από την Μακρακώμη  Λαμίας στήσαμε ενέδρα μεταξύ Μαλακάσας και Αυλώνος (Κακοσάλεσι) κοντά στη σιδηροδρομική γραμμή του τραίνου και  μια διμοιρία στον απέναντι λόφο.

Κατά τις 2 μμ φάνηκε μια φάλαγγα από τριάντα ποδηλατιστές εμπροσθοφυλακή και μετά από λίγο η κύρια φάλαγγα πεζοπόροι ενός τάγματος Γερμανών.

Η διαταγή ήταν να καμουφλαριστούμε στα πουρνάρια  χωρίς να πέσει καμία σφαίρα αν δεν δοθεί το σύνθημα. Μετά από λίγη ώρα φάνηκε το κύριο σώμα. Όταν φτάσανε εκεί που θέλαμε έπεσε μια πιστολιά από τον Κρόνο, το σύνθημα, και έγινε το « ούτε το σώσε» από τα πυρά τα δικά μας. Οι Γερμανοί κάνανε μισή ώρα να απαντήσουν με τα πυρά τους. Το μέρος ήταν γυμνό σε αυτούς, πιάσανε μέτωπο προς εμάς αλλά μάταια γιατί τους  χτύπησε η διμοιρία μας από απέναντι και τότε οπισθοχώρησαν προς Αθήνα. Οι Γερμανοί είχαν πολλούς νεκρούς και πιάσαμε και 41 αιχμαλώτους, που ήταν όλοι μέσης ηλικίας, ίσως από 60 και πάνω οι περισσότεροι. Πολλοί μιλούσαν την ελληνική γλώσσα γιατί ήταν από την αρχή του πολέμου στην Κρήτη.

Ένα περιστατικό που δεν θα ξεχάσω είναι που όταν κατηφόρησα προς το πεδίο της μάχης, βλέπω ένα πανύψηλο Γερμανό με τα χέρια ψηλά να έρχεται προς εμένα προτείνοντας μου το όπλο του και λέγοντας γερμανικά « παρτιζάν ιχ ντόκτορ, ιχ κομμουνίστ, νιξ καπούτ). Μου έδειξε μια κονκάρδα που είχε κρυμμένη στο γιακά της χλένης του με το σφυροδρέπανο.

Το βράδυ μετά το τέλος της μάχης, αποσυρθήκαμε στα υψώματα της Πάρνηθας, μείναμε εκεί μέχρι το πρωί με τους αιχμάλωτους και μόλις πήραμε εντολή εμείς η υποδειγματική ομάδα της ΕΠΟΝ με ομαδάρχη τον Σπύρο Δινιόλο από την Ν. Ιωνία να τους πάμε στη Χασιά, περπατήσαμε 9 ώρες με βροχή στις κακοτράχαλες χαράδρες της Πάρνηθας.

Φτάσαμε στο μοναστήρι της μονής Κλειστών ( Φιλίππου) πάνω από τη Χασιά και συναντήσαμε το γιατρό έφεδρο ταγματάρχη Αθανάσιο Νίκα από το Λουτουφί της Θήβας.

Έβρεχε ακατάπαυστα αλλά εμείς πεζοπορήσαμε μέχρι το χωριό της Χασιάς όπου και κάναμε  κατάλυμα στην εκκλησία μαζί με άλλους αντάρτες και τους αιχμάλωτους.


Όλη τη νύχτα ο Γερμανός με την κονκάρδα όρθιος  μίλαγε στους αιχμαλώτους λέγοντας την ιστορία του κομμουνιστικού κόμματος Γερμανίας, όπως μας εξήγησε ένας αντάρτης που ήξερε γερμανικά."

ΙΒΜ: Ο επιστάτης του Άουσβιτς


Το ημερολόγιο έγραφε 27 Ιανουαρίου του 1944, όταν ο Κόκκινος Στρατός έφτανε στο Άουσβιτς και απελευθέρωνε τους τελευταίους 7.500 επιζήσαντες. Το στρατόπεδο εξόντωσης του Γ' Ράιχ έγινε σύμβολο της φρίκης του Ολοκαυτώματος, στη διάρκεια του οποίου εκτελέστηκαν εκατομμύρια άνθρωποι. Όμως διάφορες πτυχές του όλου “project” της ναζιστική θηριωδίας, έχουν μείνει επιμελώς στο σκοτάδι.


 «Δες τα πάντα με τις διάτρητες κάρτες της Hollerith-ΙΒΜ»



Η IBM έδινε όλες τις λύσεις στους Ναζί. Ως και την Τελική.

« Όταν η Γερμανία ήθελε να εντοπίσει τους Εβραίους από το όνομά τους, η IBM τους έδειξε πώς. Όταν η Γερμανία ήθελε να χρησιμοποιήσει αυτές τις πληροφορίες για να ξεκινήσει προγράμματα κοινωνικής απέλασης και απαλλοτρίωσης, η IBM έδωσε τα τεχνολογικά μέσα. Όταν χρειάστηκε τα τρένα να αποκτήσουν χρονική ακρίβεια, τρένα από πόλη σε πόλη ή μεταξύ στρατοπέδων συγκεντρώσεων, η IBM προσέφερε και αυτή τη λύση. Τελικά δεν υπήρχε καμία λύση, όπου η IBM δεν θα επινοήσει για ένα Ράιχ πρόθυμο να πληρώσει για τις παρεχόμενες υπηρεσίες. Η μια λύση οδήγησε στην άλλη. Καμία λύση δεν ήταν έξω από το θέμα.» ()

Το πενταψήφιο τατουάζ που χρησιμοποιήθηκε (και) στο Άουσβιτς ήταν ο κωδικός αριθμός της IBM

Το τατουάζ - αριθμός ήταν μέρος ενός ειδικού συστήματος διάτρητης κάρτας (card – punched system) που επινοήθηκε από την IBM για την παρακολούθηση των κρατουμένων σε όλα τα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης, συμπεριλαμβανομένης της καταναγκαστικής εργασίας στο Άουσβιτς. Κανένα τέτοιο μηχάνημα δεν πωλήθηκε στους Ναζι∙ ήταν όλα μισθωμένα.  Η IBM ήταν η μόνη πηγή όλων των διάτρητων καρτών. Έδινε τα ανταλλακτικά και έκανε το σέρβις των μηχανών “on-site”, είτε στο Νταχάου ή στην καρδιά του Βερολίνου, απευθείας ή μέσω εξουσιοδοτημένου και εκπαιδευμένου δικτύου αντιπροσώπων. Δεν υπήρχαν καθολικές διάτρητες κάρτες. Κάθε σειρά ήταν ειδικά σχεδιασμένη από τους μηχανικούς της IBM, όχι μόνο για να συλλάβει τις πληροφορίες που πήγαιναν μέσα, αλλά και να μετρήσει τις πληροφορίες που οι Ναζί ήθελαν να αποσπάσουν (θρησκεία, εθνικότητα, γλώσσα κτλ). 

Η επίσημη απάντηση της IBM είναι ότι «δεν έχει πολλές πληροφορίες για εκείνη την περίοδο».

Αντιγράφουμε από την ανακοίνωση: «Είναι γνωστό εδώ και δεκαετίες ότι οι Ναζί  χρησιμοποιούσαν μεταχειρισμένο εξοπλισμό Hollerith  [η γερμανική θυγατρική της IBM κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1930 - Deutsche Hollerith Maschinen] GmbH (Dehomag) […] Είναι επίσης ευρέως γνωστό ότι ο Thomas J. Watson, Sr., έλαβε και στη συνέχεια αποκήρυξε και επέστρεψε ένα μετάλλιο που αποδόθηκε σε αυτόν από τη γερμανική κυβέρνηση, για το ρόλο του στις παγκόσμιες οικονομικές σχέσεις. […]

Η IBM δεν έχει πολλές πληροφορίες σχετικά με αυτήν την περίοδο ή τις πράξεις του Dehomag. Τα περισσότερα έγγραφα καταστράφηκαν ή χάθηκαν κατά τη διάρκεια του πολέμου».

Η αστική τάξη των Η.Π.Α ως χρηματοδότης και υπερασπιστής του Ναζισμού

Πέρα από τις γερμανικές επιχειρήσεις και τα μονοπώλια (BMW, Volkswagen, Bayer, Allianz κ.α)  το ναζιστικό καθεστώς, ως «προμαχώνας» κατά του μπολσεβικισμού και της εργατικής τάξης, στήριξαν πολλοί από τους πατριάρχες της αμερικάνικης «επιχειρηματικής κοινότητας». Πολλοί μάλιστα γοητεύτηκαν και στήριξαν τις «ευγονικές» θεωρίες των Ναζι, περί δημιουργίας λαών-εργατών και υπανθρώπων, με την αστική τάξη ως οδηγητή.



Παραθέτουμε μια ενδεικτική λίστα:

Chase Bank (now J.P. Morgan Chase) 
Ford 
Hugo Boss (o Hugo Boss σχεδίασε τις στολές των SS) 
General Electric 
General Motors 
(Ίδρυμα Ροκφέλερ) / Rockefeller Foundation 
Coca – Cola & Fanta (Η Fanta, μάλιστα, φτιάχτηκε ειδικά για το γερμανικό κοινό). 

Δευτέρα 22 Ιανουαρίου 2018

Ίχνη εκτόπισης - Εγκαίνια έκθεσης


Ο Κόκκινος Φάκελος επισκέφθηκε την έκθεση Ίχνη εκτόπισης, του φωτογράφου και ερευνητή Μανόλη Κασιμάτη στα εγκαίνιά της στις 21/1. Οι προσδοκίες μας επιβεβαιώθηκαν, καθώς πρόκειται για μια εξαιρετική φωτογραφική και εικαστική προσπάθεια, δομημένη στο πλαίσιο: Δικτατορία Μεταξά- γράμματα εξορίστων- διώξεις - σύγχρονες φωτογραφίες του ιστορικού τοπίου και κλείνει με την εξαιρετική εικαστική πρόταση του καλλιτέχνη για την προσέγγισή του σε αυτή την ιστορική περίοδο. 

Ο κύριος Κασιμάτης βρίσκεται στο χώρο της έκθεσης, έτοιμος να ξεναγήσει το κοινό και να παρουσιάσει τις φωτογραφικές του επιλογές και τα ντοκουμέντα που παραθέτει. 

Του ευχόμαστε καλή αρχή.









Τετάρτη 17 Ιανουαρίου 2018

Στέφανος Στεφανής και η θρυλική καλύβα του


Οι περισσότεροι Έλληνες έστω και για μια φορά στη ζωή τους θα έχουν ακούσει ή διαβάσει για τη «Καλύβα του Στεφανή» στη Σπερχειάδα.

Η καλύβα αυτή βρίσκεται λίγο έξω από τη Σπερχειάδα, στο μέσον περίπου του δρόμου Σπερχειάδας – Μακρακώμης, σε απόσταση 200 μέτρων περίπου αριστερά του δρόμου. Σε αυτή τη καλύβα, συναντήθηκαν τον Μάιο του 1942 ο Άρης Βελουχιώτης, ο Στέφανος Στεφανής ο Νίκος Λέβας, ο Βαγγέλης Λέβας (αδελφός του πρώτου) και ο Βασίλης Ξυνοτρούλιας από την περιοχή του Δομοκού.

Ουσιαστικά εκείνο το βράδυ ξεκίνησε το κίνημα που αργότερα ονομάστηκε Ε.Λ.Α.Σ.!!!!

Η μόνη πληροφορία – καταγραφή που υπήρχε μέχρι τώρα για τη πορεία και τη κατάληξη του Στεφανή, είναι αυτό που αναφέρουν διάφορες σελίδες,  ότι το 1946 η Ομάδα του Θύμιου Τσαμαδιά, τον συνέλαβε στη πλατεία της Σπερχειάδας. Αφού τον έδειραν δημόσια στη πλατεία, τον έδεσαν πίσω από τα άλογα τους και τον έσερναν στους δρόμους της Σπερχειάδας. Αργότερα τον κρέμασαν από τα πόδια σε ένα δέντρο και άναψαν φωτιά κάτω από το κεφάλι του και τον άφησαν να πεθάνει εκεί. Έδωσαν διαταγή να μην τον ξεκρεμάσουν, αλλά να τον αφήσουν έτσι για παραδειγματισμό. Μετά από μερικές μέρες όμως οι δικοί του άνθρωποι πήγαν νύχτα και τον ξεκρέμασαν και τον έθαψαν σε άγνωστο σημείο της περιοχής.

Με νεώτερες έρευνες του Δάσκαλου , Συγγραφέα ,και ερευνητή τής τοπικής ιστορίας Βασίλη Κανέλου ( Ιστοσελίδα Βασίλης Κανέλος ) Ο Στέφανος Στεφανής του Αθανασίου, γεννημένος το 1912 στη Σπερχειάδα, εκτελέστηκε από τον Εθνικό Στρατό στις 5 Μαΐου 1948 στην τοποθεσία Ξυνοβουνίσια Αργυρίων. Η ληξιαρχική πράξη θανάτου του είναι η 15/1991, η οποία συντάχτηκε βάσει της 57/91 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λαμίας, κατά δήλωση των συγγενών του.

Πριν λίγο καιρό, έπεσε στα χέρια μου ένα κομμάτι από το αρχείο της εφημερίδας Σπερχειός, που κυκλοφορούσε στη περιοχή μέχρι πριν από λίγα χρόνια. Σ΄ ένα φύλο του 1962, δημοσιεύει μια φωτογραφία του 1942 όπου ανάμεσα σε άλλους απεικονίζονται ο Στέφανος Στεφανής και ο αδελφός του Θόδωρος Στεφανής και αναφέρει ότι είχαν «τσοκαράδικο» στη Σπερχειάδα.



Προφανώς αυτή η φωτογραφία έχει τραβηχτεί λίγο πριν η λίγο μετά από τη ιστορική συνάντηση στη καλύβα του Στεφανή.

Πιστεύω ότι είναι ένα ντοκουμέντο που συμπληρώνει μερικά στοιχεία για ένα ιστορικό πρόσωπο της περιοχής μας.-

Επιμέλεια κειμένου Σπύρος Β.Παπακώστας

Πηγή: Φτέρη Φθιώτιδας

Ίχνη εκτόπισης - Έκθεση φωτογραφίας

Μια έκθεση που πρέπει να επισκεφθείτε: 

Ο φωτογράφος Μανόλης Κασιμάτης, άνθρωπος με μεγάλο εικαστικό ταλέντο και μεράκι για την Ιστορία, ανοίγει τις πόρτες της έκθεσής του, με τίτλο "Ίχνη Εκτόπισης", στις 21 Ιανουαρίου 2018.

Η έκθεση θα μας ταξιδέψει μέσα από ντοκουμέντα και φωτογραφίες, στις σύγχρονες Βαστίλες της Ελλάδας του Εμφυλίου, όπου κρατήθηκαν, βασανίστηκαν και δολοφονήθηκαν χιλιάδες κομμουνιστές, αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης, αριστεροί και δημοκράτες. Μέσα από τον δικό του φακό, αλλά και αυτόν του πατέρα του Στέλιου, εξόριστου αντιστασιακού στην Ικαρία και τη Μακρόνησο, ο Μανόλης Κασιμάτης καθιστά αυτή την "οικογενειακή υπόθεση" στον αγώνα, την Ιστορία και τη φωτογραφία, προσβάσιμη και ανοιχτή στο ευρύ κοινό. Μην τη χάσετε!

Πληροφορίες έκθεσης:

21/01/18 έως 23/02/18
Ώρες 18:30-21:30 κάθε Τρίτη, Παρασκευή και Κυριακή.
Χώρος για τη φωτογραφία "Υπόψη"
Θουκυδίδου 10 Περιστέρι





Κυριακή 14 Ιανουαρίου 2018

Οι ψεκαστές καλαμποκιών και οι μάγισσες της νύχτας


Οι "ψεκαστές καλαμποκιών"



Ένα από τα πιο επιτυχημένα στις επιχειρήσεις αεροσκάφη της ΕΣΣΔ, ήταν κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, το γνωστό Polikarpov - Po-2. Ένα παλιό διπλάνο που ξεκίνησε να κατασκευάζεται το 1929. Το διπλάνο Po-2, ήταν ήδη σχετικά απαρχαιωμένο κατά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, όμως ο Κόκκινος Στρατός, βρήκε μια νέα χρήση στο παλιό αυτό αεροσκάφος, που έμελλε να γίνει φόβος και τρόμος της ναζιστικής πολεμικής μηχανής. 

Το Polikarpov, διέθετε έναν μικρό κινητήρα 74 kW, που αντιστοιχούσε σε ιπποδύναμη 99 αλόγων και από το 1932, χρησιμοποιούταν κυρίως ως εκπαιδευτικό αεροσκάφος των "κόκκινων πιλότων". Σε σχέση με τα αεροπλάνα της Luftwaffe αλλά και τα σοβιετικά Arkhangelsky Ar-2, το Polikarpov ήταν σαφώς πιο αργό, πετούσε πολύ χαμηλότερα και ο οπλισμός του, όταν έφερε κάποιον, ήταν εξαιρετικά ελαφρύς. Το ψευδώνυμό του "ψεκαστής καλαμποκιών" ή "kukuruznik" προέρχεται από το γεγονός ότι κατά τη δεκαετία του '30 το Polikarpov χρησιμοποιούταν και για των ψεκασμό καλαμποκιών.

Παρόλα αυτά, το Polikarpov είχε τέσσερα μεγάλα πλεονεκτήματα: Πρώτον, πετούσε πάρα πολύ χαμηλά, στο όριο της γραμμής των κορυφών των δασών, πράγμα που το καθιστούσε ιδανικό καταδρομικό για οχυρές θέσεις σε δάση και βουνά και δύσκολο στόχο, αφού τα αντιαεροπορικά πυρά ήταν δύσκολο να το πετύχουν ανάμεσα στα δέντρα. Δεύτερον, μπορούσε να προσγειωθεί γρήγορα και σε μικρό χώρο, κάνοντάς το ιδανικό για μεταφορά εφοδίων και τραυματιών. Τρίτον, ήταν εξαιρετικά αργό, πράγμα που σήμαινε ότι για να το καταδιώξουν εχθρικά αεροσκάφη, θα έπρεπε να επιβραδύνουν κάτω από τις επιτρεπόμενες ταχύτητες πτήσης τους. Τέλος, το γεγονός ότι ήταν κατασκευασμένο κυρίως από ξύλο και ύφασμα, σήμαινε πως το στίγμα του στα ραντάρ ήταν εξαιρετικά αδύνατο. 

Ο Κόκκινος Στρατός ξεκίνησε να εφοδιάζει με βόμβες τα Polikarpov - Po-2 ήδη από το 1941. Το διπλάνο μπορούσε να μεταφέρει το πολύ 350 κιλά εκρηκτικού υλικού, δηλαδή είτε 7 βόμβες των 50 κιλών, είτε 3 των 100 κιλών. Ο πρώτος βομβαρδισμός στις γερμανικές θέσεις πυροβολικού, που πραγματοποίησε ο Κόκκινος Στρατός, έγινε από ένα Polikarpov, κατά την πολιορκία της Οδυσσού, το Σεπτέμβριο του 1941. Εκεί το Polikarpov χρησιμοποιήθηκε ως αναγνωριστικό, ελαφρύ βομβαρδιστικό και αεροσκάφος για νυχτερινές επιθέσεις αέρος εδάφους.

Ο κατασκευαστής του Nikolay Polikarpov, έλαβε σύντομα χρηματοδότηση για την κατασκευή μιας ειδικής παραλλαγής του διπλάνου, εξειδικευμένης στις νυχτερινές επιθέσεις. Το νέο μοντέλο, θα έφερε θέσεις για βόμβες κάτω από τα φτερά, ενώ στο cockpit του συνοδηγού τοποθετήθηκε οπλοπολυβόλο τύπου  ShKAS ή DA. Από το 1942 και μετά, οι νυχτερινές επιθέσεις με τη χρήση των Polikarpov γενικεύθηκαν. Οι Γερμανοί το ονόμαζαν "Nähmaschine", δηλαδή "ραπτομηχανή", λόγω του χαρακτηριστικού θορύβου της μηχανής του. 

Τα Polikarpov χτυπούσαν ξαφνικά τις γερμανικές θέσεις, στερώντας στους στρατιώτες πολύτιμη ξεκούραση, ενώ το ψυχολογικό αντίκτυπο των επιθέσεων ήταν σημαντικό. Σύντομα οι γερμανικές δυνάμεις έλαβαν ειδικές εντολές για το πως να αμύνονται ενάντια στα Polikarpov, οι οποίες όμως δεν μείωσαν την αποτελεσματικότητά τους, στον πόλεμο φθοράς και νεύρων. Το πρόβλημα ήταν τέτοιο, που σύντομα η Luftwaffe προσπάθησε να επαναφέρει τα γερμανικά διπλάνα του Πρώτου Παγκοσμίου (Gotha Go 145 και Arado Ar 66) σε υπηρεσία, για την αντιμετώπιση των σοβιετικών Polikarpov.

Οι νυχτερινές επιθέσεις των Polikarpov ξεκινούσαν με ένα σμήνος 3-4 αεροσκαφών να επιταχύνει πάνω από τις γερμανικές θέσεις. Τα διπλάνα επιχειρούσαν μια και μοναδική κατακόρυφη "βουτιά" βομβαρδισμού" και εξαφανίζονταν στη νύχτα. Ο ωφέλιμος χρόνος της επίθεσης ήταν το πολύ 8 λεπτά. 


Οι "μάγισσες της νύχτας"


Τα διπλάνα Polikarpov χρησιμοποιούνταν από διάφορα στρατιωτικά σώματα, πεζικού και πυροβολικού και αρκετά τάγματα αεροπορίας, όπως επίσης και από διάφορα αποκομμένα τμήματα του Κόκκινου Στρατού, που επιχειρούσαν ως αντάρτικες ομάδες. 

Όμως, ένα συγκεκριμένο σώμα αεροπορίας έμεινε στην ιστορία για την εκτενέστατη και αποτελεσματικότερη χρήση των Polikarpov. Πρόκειται για 588ο Τάγμα Νυχτερινών Επιδρομέων, το οποίο απαρτιζόταν έξι σμήνη αεροσκαφών, τρία από τα οποία είχαν μόνο γυναίκες χειριστές. 

Τα γυναικεία σμήνη 586, 587, 588, πετούσαν ελαφρά καταδρομικά Yakovlev Yak-1, ελαφρά βομβαρδιστικά και τα Polikarpov - Po-2, με νυχτερινή παραλλαγή. Οι άνδρες του σώματος βρισκόντουσαν σε υποστηρικτικές θέσεις, ως ασυρματιστές και σπανιότερα ως πολυβολητές. 

Τα τρία νυχτερινά σμήνη, έμειναν γνωστά για τις ιδιαίτερα χαμηλές πτήσεις τους, την ταχύτητα επίθεσής τους και την μεγάλη τους αποτελεσματικότητα και σύντομα οι Γερμανοί τα ονόμασαν "Die Nachthexen", δηλαδή "Οι μάγισσες της νύχτας". Η αποτελεσματικότητα των σμηνών ήταν τέτοια που υπολογίζεται ότι, από το 1942 έως το 1945, πραγματοποίησαν 24.000 αποστολές, έριξαν 23.000 τόνους βομβών, ενώ υπήρξαν το περισσότερο παρασημοφορημένο σώμα γυναικών του Κόκκινου Στρατού. Ανάμεσα σε περίπου 80 γυναίκες πιλότους, 30 παρασημοφορήθηκαν με το ανώτατο μετάλλιο του "ήρωα της ΕΣΣΔ", ενώ τριάντα πιλότοι έχασαν τη ζωή τους στη μάχη. Λόγω του μεγάλου βάρους των βομβών στα αεροσκάφη τους, αλλά και του χαμηλού υψόμετρου που πετούσαν, καμιά γυναίκα πιλότος δεν φορούσε αλεξίπτωτα. Η "μάγισσα" που πραγματοποίησε τις περισσότερες αποστολές σε μια νύχτα ήταν η  Yekaterina Ryabova, που πραγματοποίησε 18 αποστολές σε μια νύχτα, ενώ η Nadezhda Popova 16 αποστολές. Έως το τέλος του πολέμου, οι βετεράνοι του σμήνους είχαν στο ενεργητικό τους πάνω από 1000 πτήσεις η κάθε μία.


Γνωστές "μάγισσες" της σοβιετικής αεροπορίας



Yevdokia Bershanskaya: Επικεφαλής των τριών γυναικείων σμηνών. Τιμήθηκε με το μετάλλιο του "ήρωα της ΕΣΣΔ", του "ήρωα της Ρωσίας" και του "ήρωα του Καζακστάν". Αργότερα παντρεύτηκε τον Αντρέι Μολότοφ. Πέθανε το 1982 σε ηλικία 63 ετών.


Yevdokia Bershanskaya

Yevgeniya Zhigulenko: Πρώτη διοικητής του νυχτερινού σμήνους. Σκοτώθηκε το 1942 και τιμήθηκε με το μετάλλιο του"ήρωα της ΕΣΣΔ".


Yevgeniya Zhigulenko

Tatyana Makarova: Επικεφαλής του νυχτερινού σμήνους. Τιμήθηκε με το μετάλλιο του"ήρωα της ΕΣΣΔ".

Nina Ul'yanenko: Πιλότος αεροσκάφους. Τιμήθηκε με το μετάλλιο του"ήρωα της ΕΣΣΔ".

Vera Belik: Πιλότος αεροσκάφους. Ολοκλήρωσε 813 αποστολές, έως την κατάρριψή της στις 25 Αυγούστου 1944, πάνω από την Ανατολική Πρωσσία.


Vera Belik

Rufina Gasheva: Πιλότος του νυχτερινού σμήνους από το 1941. Έλαβε μέρος στη μάχη του Βερολίνου και έως το τέλος του πολέμου είχε ολοκληρώσει 848 αποστολές. Το αεροσκάφος της είχε καταρριφθεί δύο φορές το 1942 και το 1943. Την πρώτη φορά, η Gasheva περπάτησε έως τις σοβιετικές θέσεις και τη δεύτερη κρύφθηκε για αρκετές μέρες σε ένα ναρκοπέδιο. Αποστρατεύθηκε με τον βαθμό του ταγματάρχη και έλαβε τα μετάλλια του "ήρωα της ΕΣΣΔ" και του "τάγματος του Λένιν". Πέθανε το 2012, σε ηλικία 90 ετών.


Rufina Gasheva

Polina Gelman: Εβραϊκής καταγωγής Ουκρανή, η Polina Gelman απορρίφθηκε πολλές φορές από τη σχολή πιλότων λόγω του κοντού της αναστήματος. Το 1942, έγινε δεκτή και σύντομα έδειξε το μεγάλο της ταλέντο ως πιλότος. Το 1942, προσχώρησε στο ΚΚΣΕ, μέλος του οποίου παρέμεινε έως το τέλος της ζωής της το 2005. Η Polina Gelman πραγματοποίησε 1003 αποστολές καθ' όλη τη διάρκεια του πολέμου και παρέμεινε στον Κόκκινο Στρατό έως το 1951, σε θέσεις συμβούλου και μεταφραστή. Υπηρέτησε και στην Κούβα, ως στρατιωτική σύμβουλος. Αποστρατεύθηκε, έχοντας λάβει το μετάλλιο του "ήρωα της ΕΣΣΔ" του "τάγματος του Λένιν" και δεκάδες άλλες διακρίσεις. 


Polina Gelman


Natalya Meklin: Απόφοιτος της σχολής αεροπόρων σε ηλικία 17 ετών, η Natalya Meklin έλαβε τη θέση του επικεφαλής σμήνους σε ηλικία 19 ετών και εως τη λήξη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου ολοκλήρωσε 982 αποστολές, έχοντας μόνη της ρίξει 147 τόνους βομβών σε εχθρικές θέσεις. Από το 1945 τοποθετήθηκε στα μετόπισθεν, αναλαμβάνοντας ρόλο εκπαιδεύτριας. Τιμήθηκε με το μετάλλιο του "ήρωα της ΕΣΣΔ" και του "τάγματος του Λένιν". Έφυγε από τη ζωή το 2005.


Natalya Meklin
\

Nadezhda Popova: Υπήρξε μια από τις πρώτες γυναίκες πιλότους του Κόκκινου Στρατού, πραγματοποιώντας την πρώτη της πτήση το 1937, χωρίς συνοδό. Πολέμησε συνολικά τρία χρόνια από το 1942 έως το 1945. Στις 02 Αυγούστου 1942, το αεροπλάνο της ενεπλάκη σε αερομαχία με δύο γερμανικά μαχητικά και καταρρίφθηκε. Η Popova πραγματοποίησε αναγκαστική προσγείωση και μερικές μέρες συνάντησε ένα μηχανοκίνητο κομβόι που μετέφερε τραυματίες. Εκεί γνώρισε τον σύζυγό της, πιλότο  Semyon Kharlamov, που διάβαζε το "Ο ήρεμος Ντον". Αργότερα, συμμετέχει στην αποστολή ανακούφισης του Νοβοροσίσκ. Το διπλάνο της Polikarpov προσγειώθηκε μετά την αποστολή γεμάτο τρύπες από σφαίρες, ενώ τρύπες είχε ο χάρτης και το κράνος της. Τιμήθηκε με το μετάλλιο του "ήρωα της ΕΣΣΔ", του "τάγματος του Λένιν", το χρυσό αστέρι για εξαιρετικές υπηρεσίες και τρεις φορές με το μετάλλιο του κόκκινου άστρου. Πέθανε το 2013.


Nadezhda Popova

Yevgeniya Rudneva: Μια από τις πιο ικανές πιλότους του νυχτερινού σμήνους, η Rudneva εκτός από πιλότος υπήρξε και μέλος του Ινστιτούτου Γεωδαισίας και Αστρονομίας της ΕΣΣΔ και επικεφαλής του "Τμήματος ηλιακής παρακολούθησης". Οργανώθηκε το 1943 στο ΚΚΣΕ, έχοντας ήδη υπηρετήσει ένα έτος στο "νυχτερινό σμήνος". Το αεροσκάφος της καταρρίφθηκε από βολές αντιαεροπορικού πολυβόλου Flak, στις 09 Απριλίου 1944, ενώ πραγματοποιούσε την 645η της αποστολή. Στην αποστολή σκοτώθηκε και η πυροβολητής Panna Prokofyeva. Στο πρώτο της γράμμα στον καθηγητή της  Sergey Blazhko (επικεφαλής του τμήματος Αστρομετρίας στο Πανεπιστήμιο της Μόσχας), η Rudneva έγραφε: "Την πρώτη βόμβα που έριξα στους Γερμανούς, την έριξα για να τους εκδικηθώ που βομβάρδισαν το τμήμα Μαθηματικών και Μηχανικής του Πανεπιστημίου μας."


Yevgeniya Rudneva








Τρίτη 9 Ιανουαρίου 2018

Aπό το Νταχάου στο Έμπενζεε - Η άγνωστη οδύσσεια των Ελλήνων Αντιστασιακών- Μέρος 2ο


Τσίβεχατ-Φλόρισντορφ


Η επόμενη μοιραία μεταγωγή για πολλούς από τους Έλληνες αντιστασιακούς τους Νταχάου, έγινε στις 4/12/1943. Από την ομάδα του Φεραμόντι, 25 Έλληνες θα μεταφέρονταν στο υποστρατόπεδο του Μαουτχάουζεν, Τσίβεχατ- Φλόρισντορφ, κοντά στο Σάλτσμπουργκ. Τα ονόματα των 25 ήταν:

Κατσιμπίρης
Μανδανίσης
Κ. Παπαδόπουλος
Κ. Σωκαράς
Δρακούσης
Νικολάου
Στενημαχίτης
Κουτσόπουλος
Κωνσταντίνου
Τσοκώνας
Αλεξόπουλος
Χονδρός
Ανδρεόπουλος
οι αδελφοί Καπελλά
Ζαβέρδας
Κωνσταντινόπουλος
Λιαπάκης
Παπαλεξανδρόπουλος
Καρίτσας
Μιλτιάδης Αλεξανδρής

και ο Δωδεκανήσιος, που δεν είχε περάσει από το Φεραμόντι, Ζερβός.

Το βαγόνι της μεταφοράς ήταν στρωμένο με πριονίδι, κουβέρτες δεν υπήρχαν και δεν δόθηκε τροφή ούτε νερό στους κρατούμενους. Το κρύο περόνιαζε και περνώντας κοντά στο Σάλτσμπουργκ, οι κρατούμενοι κατάφεραν να δουν τη μεγάλη ρόδα ενός λούνα παρκ. Μεσάνυχτα έφθασαν στο Τσίβεχατ- Φλόρισντορφ, μαζί με 425 κρατούμενους διαφόρων εθνικοτήτων. 

Την πρώτη μέρα στο στρατόπεδο, η φρουρά των SS επέβαλε ένα φρικτό καψόνι στους νεοφερμένους, κυνηγώντας τους με ρόπαλα και συρμάτινους βούρδουλες και διατάζοντάς τους να πέφτουν στο έδαφος και να σηκώνονται τρέχοντας σε εναλλαγή. 

Τσίβεχατ- Φλόρισντορφ

Οι κρατούμενοι του Τσίβεχατ-Φλόρισντορφ εξυπηρετούσαν την βιομηχανίας Χάινκελ που κατασκεύαζε αεροπλάνα για τη Ναζιστική Γερμανία, αποκομίζοντας γιγάντια κέρδη από την εργασία των κρατουμένων στα πάνω από 90 μπλοκ εργασίας της. Εκεί οι περισσότεροι Έλληνες κρατούμενοι τοποθετήθηκαν στην παραγωγή ανταλλακτικών, που υπό την επίβλεψη των SS, λειτουργούσε στη λογική του "Είτε είσαι παραγωγικός, είτε πεθαίνεις." Ανάμεσα στους δούλους των στρατοπέδων, η Χάινκελ απασχολούσε και εργάτες, πολλοί από τους οποίους ένιωθαν συμπόνια για τους κρατουμένους και κρυφά τους προσέφεραν τρόφιμα, για να αντιμετωπίσουν τη μαινόμενη πείνα που επικρατούσε στο στρατόπεδο εργασίας. Σύντομα, από την πείνα, τις ασθένειες, την κούραση και τα βασανιστήρια, οι Έλληνες του Φεραμόντι ξεκίνησαν να αργοπεθαίνουν. Πρώτος πέθανε ο Σωτήρης Καπελλάς. 

Στις 23/4/1944, οι σύμμαχοι ξεκίνησαν να βομβαρδίζουν τις εγκαταστάσεις της Χάινκελ σκορπίζοντας το θάνατο σε Γερμανούς στρατιώτες και κρατούμενους. Τους βομβαρδισμούς ακολουθούσε πανικός και μετέπειτα, οι κρατούμενοι που επιζούσαν καλούνταν να μαζεύουν τα ερείπια και τα μπάζα για να ξαναξεκινήσει η παραγωγή. 


Στο αεροδρόμιο της Βιέννης


Από τις 22/6/1944, οι κρατούμενοι του Τσίβεχατ-Φλόρισντορφ στάλθηκαν στο αεροδρόμιο της Βιέννης στο οποίο ξεκίνησαν να σκάβουν για πάνω από 12 ώρες ημερησίως καταφύγια, ορύγματα και αντιαεροπορικές θέσεις. Από τις 26/6/1944, ξεκίνησαν και εκεί οι συμμαχικοί βομβαρδισμοί. Οι κρατούμενοι έμπαιναν τρέχοντας στα ορύγματα και έβγαιναν για να συνεχίσουν τη δουλειά μόλις ο βομβαρδισμός τελείωνε. Όταν οι συνθήκες δεν επέτρεπαν στους κρατούμενους να επιστρέψουν στο στρατόπεδο, οι Γερμανοί τους έκλειναν σε ένα νεκροταφείο έξω από τη Βιέννη για ύπνο.

Κρατούμενοι εργάζονται σε ορύγματα στο αεροδρόμιο της Βιέννης.


ΑFA


Μερικές εβδομάδες μετά, οι κρατούμενοι Έλληνες, μαζί με άλλες εθνότητες, στάλθηκαν στο στρατόπεδο AFA, όπως ονομαζόταν ένα μικρό στρατόπεδο εργασίας, κοντά στην ομώνυμη συνοικία της Βιέννης που είχε σχεδόν ισοπεδωθεί από τους συμμαχικούς βομβαρδισμούς. Αρχικά οι κρατούμενοι διατάχθηκαν να συλλέξουν όλα τα πολύτιμα υλικά που απόμειναν από τα κατεστραμμένα εργοστάσια της περιοχής. 

Οι συνθήκες ζωής στο στρατόπεδο ήταν πρωτόγονα άγριες. Λόγω έλλειψης προσωπικού φύλαξης, η ευθύνη των κρατουμένων έπεφτε στους ποινικούς κάπο, οι οποίοι βασάνιζαν, έδερναν και εκτελούσαν καθημερινά, ενώ η εργασία διαρκούσε 14-16 ώρες ημερησίως. 

Γράφει ο Μιλτιάδης Αλεξανδρής:

"Ο δικός μου κάπο με έδερνε καθημερινά με το συρματοσχοινένιο βούρδουλα, μέχρι παραμόρφωσης και κατουρήματος. Γιατί με έδρενε? Άγνωστο! Υποθέτω όμως ότι ηδονιζότανε να με δέρνει επειδή ήξερε ότι ήμουν "ντόκτορ" και διότι στο πρόσωπό μου ήθελε να εκδικηθεί την κοινωνία, η οποία νόμιζε ότι τον είχε αδικήσει. (...) Προπολεμικά ήμουν 80 και πλέον κιλά. Τώρα ζύγιζα, όπως όλοι μας σχεδόν, 35 περίπου."

Μερικές βδομάδες μετά τους τελευταίους βομβαρδισμούς, οι κρατούμενοι της AFA διατάχθηκαν να σκάψουν υπόγεια καταφύγια για να συνεχίσει η παραγωγή αεροσκαφών της Χάινκελ. Στις εργασίες αυτές, οι Έλληνες της ομάδας του Φεραμόντι, συνάντησαν ορισμένους Έλληνες ελεύθερους εργάτες, που είχαν μεταφερθεί με δική τους θέληση από την Ελλάδα στην Αυστρία, πιστεύοντας στη ναζιστική προπαγάνδα για "δουλειά και προκοπή", που πρακτικά σήμαινε δουλεία στις ναζιστικές βιομηχανίες. Οι εργάτες προσπάθησαν να βοηθήσουν τους Έλληνες κρατούμενους δίνοντάς τους περιστασιακά ψωμί και τσιγάρα. Σε αυτή τη μικρή βοήθεια, κρίθηκε η τελική επιβίωση αρκετών από τους Έλληνες κρατούμενους. 

Υπόγειο εργοστάσιο της Χάινκελ με ημιτελή αεροπλάνα.



Το νοσοκομείο του Μαουτχάουζεν


Ο Μιλτιάδης Αλεξανδρής σύντομα εκδήλωσε, μεταξύ άλλων παθήσεων και ασθενειών βουβωνοκήλη και ζήτησε να μεταφερθεί στο νοσοκομείο του Μαουτχάουζεν από έναν Πολωνό κρατούμενο γιατρό. Οι γιατροί του AFA έστελναν στο νοσοκομείο κρατούμενους που είχαν εμφανή σημάδια παθήσεων και ασθενειών, καθώς η ακόλουθη εξέταση των Γερμανών γιατρών απέρριπτε οποιονδήποτε δεν ήταν εμφανώς άρρωστος. 

Το νοσοκομείο του Μαουτχάουζεν στεγαζόταν σε έναν μεγάλο στάβλο, που εσωτερικά ήταν χωρισμένος πρόχειρα σε θαλάμους και ένα χειρουργείο. Οι συνθήκες ήταν απάνθρωπα πρωτόγονες. Το φαγητό ήταν μια σούπα με λίγες ράπες ή πατάτες ημερησίως, ενώ ο συνωστισμός ήταν τέτοιος που σε κάθε κρεβάτι αναγκάζονταν να κοιμούνται 2 και 3 άρρωστοι. Φυματικοί, τραυματίες και άλλοι ασθενείς στοιβάζονταν κυριολεκτικά όλοι μαζί στους θαλάμους. Όμως, το νοσοκομείο σήμαινε ότι ο κρατούμενος είχε μια μικρή πιθανότητα να ζήσει, αφού ξέφευγε της διαρκούς εργασίας και της πιθανότητας εκτέλεση ή δολοφονίας με βασανιστήρια.

Ο Αλεξανδρής συνάντησε στο νοσοκομείο του Μαουτχάουζεν τους Έλληνες Γιάννη Τσόκωνα και Σπύρο Κωνσταντίνου, οι οποίοι έπασχαν από καλπάζουσα φυματίωση και σύντομα πέθαναν. Άλλοι Έλληνες που πέθαναν εκεί ήταν οι Γιάννης Μανδανίσης και Κώστας Πάρρης. Στο νοσοκομείο εργαζόταν και ένας Έλληνας κρατούμενος γιατρός ονόματι Μαρούλης, μαζί με τον προϊστάμενο του παθολογικού γιατρό Φουντουλάκη (μεταπολεμικά βουλευτής του Κέντρου). Τον Αλεξανδρή εγχείρησε με πρωτόγονα μέσα ένας Ισπανός γιατρός, που στάλθηκε από τη Γαλλία σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, καθώς ήταν εξόριστος από το καθεστώς του Φράνκο. Στην επέμβαση έλαβε μέρος και κάποιος Ρώσσος γιατρός του Κόκκινου Στρατού.


Ο Μιλτιάδης Αλεξανδρής παρέμεινε στο νοσοκομείο του Μαουτχάουζεν για 101 σωτήριες ημέρες. Χωρίς αυτή την μικρή ανάπαυλα, πιθανότατα δεν θα είχε επιβιώσει. Βγήκε από το νοσοκομείο στις 6/12/1944 και στάλθηκε στο υποστρατόπεδο του Μαουτχάουζεν στο Μελκ. 

"Αν έλειπαν οι 101 ημέρες αυτές θα ήταν αδύνατο να γράφω σήμερα... Θα είχα παραδώσει τα όπλα, θα είχα γλιστρήσει όπως τόσοι άλλοι, στα βασίλεια του Πλούτωνα."


Μελκ


Στο Μελκ οι κρατούμενοι υποδέχτηκαν τους Έλληνες της μεταγωγής από το AFA με θέρμη. Τους προμήθευσαν γάλα και λίγη μαρμελάδα και φρόντισαν στην αρχή να εργάζονται σε ελαφρές εργασίες, όπως το σκούπισμα γραφείων και το καθάρισμα των αποχωρητηρίων. 

Στο θάλαμό του, ο Μιλτιάδης Αλεξανδρής συνάντησε μερικούς ακόμα Έλληνες, όπως ο Βασίλης Ρακόπουλος, κομμουνιστής γιατρός από τα Γιάννενα, που το 1949 στάλθηκε και στη Μακρόνησο, ο γεωπόνος Χρήστος Σαρχόσης και ο Ελληνογάλλος Ερρίκος Πολυδεύκης, ανταποκριτής του ΤΑΣ στη Θεσσαλονίκη. Στο Μελκ κρατούνταν 250-300 Έλληνες, εκ των οποίων οι περισσότεροι Κρητικοί, Ηπειρώτες και Χαλκιδείς.  Εργάζονταν στο κομάντο "Μαριάν Γκράους" (όνομα γερμανικής τσιμεντοβιομηχανίας) που έσκαβε τούνελ για τη δημιουργία υπόγειων εργοστασίων της πολεμικής βιομηχανίας του Τρίτου Ράιχ. Οι συνθήκες εργασίας ήταν και εκεί εξοντωτικές, με πάνω από 12 ώρες δουλειά την κάθε ημέρα. Η υπερβολική ζέστη μέσα στις στοές, με την κάτω από το μηδέν θερμοκρασία έξω, σκότωναν δεκάδες κρατούμενους ημερησίως. Πολλοί κρατούμενοι δεν είχαν παρά μερικά κουρέλια για ρούχα, ενώ άλλοι δεν είχαν ούτε παπούτσια.

Την πρωτοχρονιά του 1945, οι κρατούμενοι του Μελκ τη γιόρτασαν με ξύλο, αφού ένας Ρώσσος κάπο τους μοίρασε από 25 βουρδουλιές. 

Mεταγωγή στο στρατόπεδο του Μελκ.

Λίγες ημέρες μετά, ο Μιλτιάδης Αλεξανδρής  εισάγεται ξανά στο νοσοκομείο του Μελκ, (ένα μικρό παράπηγμα) καθώς ένιωθε τις δυνάμεις του να τον εγκαταλείπουν. Για να εισαχθεί στο νοσοκομείο, ο Αλεξανδρής παρακάλεσε τον γιατρό Βασίλη Ρακόπουλο, ο οποίος δέχτηκε να τον εισάγουν για μερικές ημέρες για να γλιτώσει το θάνατο. Στο παθολογικό θάλαμο ασθενών, οι κρατούμενοι κοιμόντουσαν κυριολεκτικά ο ένας πάνω στον άλλο. Ο υπεύθυνος γιατρός, ένας Εβραίος της Ουγγαρίας, προσπαθούσε να τους εξασφαλίσει ότι βοήθεια μπορούσε να βρει, σε φαγητό, κουβέρτες ή φάρμακα. Σε αυτό το παράρτημα άφησε την τελευταία του πνοή ο Δήμος Οικονόμου από τη Μακεδονία, γεωπόνος κομμουνιστής που ξυλοκοπήθηκε με 100 βουρδουλιές και έπαθε σηψαιμία. 

Στο Μελκ πέθαναν επίσης οι Μεκάλης, Καρακώστας και ο Δωδεκανήσιος Ζερβός.

Για ένα διάστημα, ο Αλεξανδρής τοποθετήθηκε στα κρεματόρια του Μελκ, ως ελαφριά εργασία κατά την ανάρρωση:

"Αν θυμάμαι καλά, βάζανε ανά τέσσερις σε μια σχάρα και τους φουρνίζανε εκείνοι που εργάζονταν στους φούρνους. Από το λίπος τους η Χιτλερία έφτιαχνε διάφορα πράγματα όπως σαπούνι. Το κρεματόριο με μια πολύ υψηλή θερμοκρασία 2000 βαθμών λειτουργούσε στο ζενίθ. Έπαιρνα ένα σχετικώς μικρό φορείο και προσπαθούσα κατά τη μεταφορά των νεκρών, να πιάνω από το μέρος των ποδιών τους, διότι από εκεί ήταν ελαφρότεροι. Μια μέρα όμως ήταν ένας νεκρός ντερέκι σωστό, ψηλός και τόσο, που τα ξυλιασμένα πόδια του, τεντωμένα όπως ήταν, δεν μου επιτρέπανε να πιάνω τα χερούλια του φορείου."

Στο στρατόπεδο του Μελκ κρατούνταν και πολλοί Ιταλοί στρατιώτες και αξιωματικοί. Οι κάπο και οι SS φύλακες τους συμπεριφέρονταν με μεγάλο μίσος, βασανίζοντας και δολοφονώντας πολλούς από αυτούς. Στους Έλληνες του Μελκ όμως, οι Ιταλοί κρατούμενοι βρήκαν φίλους. 

Κατά το Πάσχα του 1945, οι συμμαχικοί βομβαρδισμοί στο Μελκ ήταν καθημερινοί. Δεκάδες κρατούμενοι που δεν προλάβαιναν να μπουν σε ορύγματα πέθαιναν. Όταν το Μελκ είχε φθάσει να είναι ένας σωρός ερειπίων, οι κρατούμενοι μετακινήθηκαν στο Λυντς. 

Η πορεία τους έγινε με τα πόδια, κάτω από βομβαρδισμούς,με μόνο 250 γραμμάρια ψωμιού ο κάθε ένας, λίγη ζάχαρη και λίγη μαργαρίνη. Η πείνα και η εξάντληση θέριζαν. Όποιος σταματούσε να περπατά εκτελούταν επί τόπου. 

Η πορεία ως το Λυντς ξεκίνησε στις 13/4/1945 και έληξε τις 17 του ίδιου μήνα. 

Ο Μιλτιάδης Αλεξανδρής τη θυμάται ως εξής:

"Είχαμε βαδίσει μόνο καμιά εικοσαριά χιλιόμετρα κι ήμουνα έτοιμος να πέσω κάτω και να με σκοτώσουν, οπότε απρόσμενα, τα κτήνη μας σταματήσανε και ξυλιάσαμε κάπου στο δρόμο. Την τέταρτη μέρα, μας μοιράσανε στο δρόμο, χωρίς να σταματήσουμε, από ένα κομμάτι ψωμί κατάμαυρο και χειρότερο κι από σκυλόψωμο, που γίνεται από πίτουρα. Λέγανε από δενδράλευρα... Τίποτα άλλο δεν βάλαμε στο στόμα μας σ' αυτές τις ημέρες. Η ψυχή μας είχε φτάσει στα δόντια...

Τέλος φτάσαμε στο στρατόπεδο Έμπενζεε κοντά στο Λυντς."



Συνεχίζεται



Αποσπάσματα από το βιβλίο: Μιλτιάδης Αλεξανδρής, Απ' την κόλαση των Νταχάου Μακρονησιών, Αυτοέκδοση, Αθήνα 1977.

Διαμάντης Θεόφιλος.




Θρασύδειλα φασιστοειδή ερπετά κατέστρεψαν το μνημείο του ΔΣΕ στο Καραβόσταμο Ικαρίας



H Τ.E. Ικαρίας & Φούρνων του Κ.Κ.Ε καταγγέλλει την πρόσφατη καταστροφή του μνημείου του Δ.Σ.Ε στην Ικαρία, στη θέση Πελεκητό Καραβοστάμου, από θρασύδειλα φασιστοειδή και δρώντας μέσα στο σκοτάδι.

Το συγκεκριμένο μνημείο είχε τοποθετηθεί πέρσι τον Αύγουστο από την Κ.Ο.Β. Καραβοστάμου του Κ.Κ.Ε, στα πλαίσια των εκδηλώσεων για τα 70 χρόνια από την ίδρυση του Δ.Σ.Ε. Τα αποκαλυπτήρια της μαρμάρινης πλάκας είχαν πραγματοποιήσει οι δυο μοναδικοί επιζώντες αντάρτες από την «Μάχη της Σκίζας τον Μάη του ‘49» Ορέστης Πορτέλος, Σταμάτης Φουντούλης καθώς και η Αθηνά Διαμαντή, αδερφή του Διαμαντή Διαμαντή αξιωματικού του ΕΛΑΣ, που σκοτώθηκε στην συγκεκριμένη μάχη.

Απ’ ότι φαίνεται έχουμε «εργολαβία» καταστροφής μνημείων του ΚΚΕ και του ΔΣΕ στην Ικαρία, λαμβάνοντας υπόψη και τις συνεχιζόμενες καταστροφές του Μνημείου του ΚΚΕ στο Μουντέ Ραχών, αφιερωμένο στους «αλύγιστους της ταξικής πάλης».

Οι κομμουνιστές της Ικαρίας τους ενημερώνουμε για άλλη μια φορά ότι «σε τούτα εδώ τα μάρμαρα κακιά σκουριά δεν πιάνει». Όσο κι αν προσπαθούν, δε θα μπορέσουν με τίποτα να σβήσουν από τη μνήμη του λαού μας τις αμέτρητες θυσίες, βαμμένες με αίμα του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας. Ο αγώνας και η προσφορά του ΚΚΕ δεν αμαυρώνεται, γιατί το Κόμμα μας είναι σπλάχνα από τα σπλάχνα του λαού μας, η Ιστορία του είναι ιστορία του λαϊκού κινήματος σε όλη την Ελλάδα τον τελευταίο αιώνα.

Μπροστά στα 100 χρόνια του ΚΚΕ, θα συνεχίσουμε με περισσότερο πείσμα να τιμάμε τους αλύγιστους της ταξικής πάλης, τους ήρωες του λαού και του Κόμματός μας. Συνεχίζουμε με σθένος και αντοχή τις προσπάθειές μας για να μην υπάρχει νέος και νέα που δε θα γνωρίζουν την Ιστορία του εργατικού και λαϊκού κινήματος  στην Ελλάδα, τη συνεισφορά του ΚΚΕ στους αγώνες και τις μάχες του λαού μας.

Όσο για τους δράστες, τους αποθέτουμε εκεί που τους αρμόζει: Στο καλάθι των αχρήστων, μαζί με το σάπιο εκμεταλλευτικό σύστημα που υπηρετούν.

Όπως έχουμε δηλώσει και πράξει και κατά το πρόσφατο παρελθόν:

«100 φορές να χαλάσουν, να μαγαρίσουν, να βανδαλίσουν τα Μνημεία του ΚΚΕ και του ΔΣΕ, ε, 101 φορές οι Κομμουνιστές θα τα αποκαταστήσουν».


Φωτογραφίες






Πηγή: Κατιούσα

Ιστορίες επιβίωσης από το Ολοκαύτωμα: Τρεις Εβραίοι αντιστασιακοί στο αεροδρόμιο Τατοΐου: Κάρολος Μορντόχ, Νικ Μενασέ, Σαμ Πεσάχ


Στα μέσα του 1942, συνελήφθησαν για κάποιο σαμποτάζ είκοσι Πειραιώτες. Ανάμεσά τους και ο δικηγόρος Κώστας Αθανασιάδης, προπολεμικά ειδικευμένος στα εργατικά ζητήματα και στέλεχος της Αντίστασης. Η Ασφάλεια παρέδωσε τους αγωνιστές στους Γερμανούς, οι οποίοι τους έκλεισαν στις Φυλακές Αβέρωφ. Από εκεί, μαζί με άλλους 37 τους έστειλαν στις Φυλακές Αίγινας το 1943. Από εκεί είναι και η φωτογραφία, στην οποία όλα τα ονόματα όλων των εικονιζόμενων είναι γνωστά και έχουν δημοσιευθεί στο βιβλίο του Σίμου Μιχαηλίδη ‘Το ΕΑΜ Πειραιά’, αυτοέκδοση, Πειραιάς, 1987.

Στη φωτογραφία των 57 κρατουμένων αντιστασιακών από τις φυλακές Αίγινας του 1943, διακρίνονται και τρεις Εβραίοι: Ο Κάρολος Μορντόχ (32 χρονών τότε), 6ος από αριστερά στην επάνω σειρά, Νικ Μενασέ (35 χρονών τότε), 2ος από δεξιά στην επάνω σειρά, και Σαμ Πεσάχ (40 χρονών τότε), 3ος από αριστερά στην δεύτερη καθιστή σειρά, με τον μπερέ.

Ο Κώστας Τσινάρης, στέλεχος επίσης του ΕΑΜ Πειραιά, ανέφερε την περίπτωση των τριών αυτών Εβραίων που ήταν οργανωμένα μέλη της Αντίστασης στον συγγραφέα του βιβλίου: Κάρολος Μορντόχ, Νικ Μενασέ και Σαμ (Σάμης) Πεσάχ.

Κατόπιν τους μετέφεραν ξανά στις φυλακές Αβέρωφ. Ο συγγραφέας θυμάται πως μια μέρα ξαφνικά, τους κλείσανε στο κελί μελλοθανάτων για να τους εκτελέσουν (;) όπως συνήθως τα ξημερώματα,

«Όλη τη νύχτα μείναμε άγρυπνοι, περιμένοντας την εκτέλεσή τους. Κάποτε ξημέρωσε, για καλά, σημάδι πως δεν θα τους εκτελέσουν, τουλάχιστον για κείνην την μέρα. Όταν ειδωθήκανε με τους άλλους, όλοι διαπίστωσαν πως τα μαλλιά τους είχαν ασπρίσει απότομα».

Τελικά δεν τους εκτέλεσαν και τους έστειλαν στο στρατόπεδο Τατοΐου (Δεκελείας). Εμειναν εκεί γύρω στα δύο χρόνια και φαίνεται ότι απολύθηκαν όταν οι Γερμανοί διέλυσαν το στρατόπεδο στις 16 Σεπτέμβρη 1944.

Ο τρόπος με τον οποίο γλίτωσαν την αποστολή στην Πολωνία και το Ολοκαύτωμα δεν είναι πλήρως διευκρινισμένος. Φαίνεται ότι σημαντικό ρόλο έπαιξε η μεταφορά τους (προτού αρχίσουν οι διώξεις των Εβραίων στην Αθήνα) στο στρατόπεδο Τατοΐου και κατόπιν, μια σειρά ευνοϊκών συμπτώσεων. Το στρατόπεδο Τατοΐου φτιάχτηκε πριν από το Χαϊδάρι. Χρησιμοποιήθηκε λιγότερο ως χώρος ανάκρισης και μεμονωμένων εκτελέσεων από τους Γερμανούς κατακτητές και περισσότερο για να στεγάζει τους κρατούμενους-εργάτες του διπλανού αεροδρομίου Τατοΐου, που ήταν χωρισμένοι σε συνεργεία.

Στο αεροδρόμιο υπήρχαν και γερμανικές και ιταλικές μονάδες αεροπορίας. Οι έγκλειστοι χρησιμοποιούνταν σε διάφορες σκληρές εργασίες και φαίνεται πως οι Γερμανοί υπολόγιζαν στην πείρα τους κι έτσι οι συνθήκες δεν ήταν τόσο απάνθρωπες όσο σε άλλα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Οι διοικητές ήταν σχετικά ελαστικοί. Οι περίπου 300 κρατούμενοι-εργάτες έμεναν ανά σαράντα σε οχτώ παράγκες. Πολλοί, όπως και ο αφηγητής Κώστας Τσινάρης, έμειναν πάνω από δύο χρόνια εκεί. Τον τελευταίο χρόνο της Κατοχής, η διοίκηση αποτελούνταν από αξιωματικούς-απομεινάρια του ανατολικού μετώπου, και ο τελευταίος διοικητής (όταν είχαν αρχίσει οι διώξεις των Εβραίων και στην Αθήνα) ήταν ένας αδιάφορος Αυστριακός, που τους φέρθηκε αρκετά ανθρώπινα. Αφού λοιπόν, σε μια αεροπορική μονάδα υπάρχει ένα μόνο δόγμα, το δόγμα ‘κάνω οτιδήποτε γιια να πετάνε τα αεροπλάνα’, φαίνεται ότι η διοίκηση του στρατοπέδου χρειάζονταν τους συγκεκριμένους κρατούμενους-εργάτες και την πείρα τους στις σχετικές εργασίες, συνεπώς δεν τους πείραζαν -αλλά και δεν τους άλλαζαν, με αποτέλεσμα οι τρεις Εβραίοι αντιστασιακοί να ‘ξεχαστούν’, ίσως, και να επιβιώσουν.


Αργότερα, το 1986, ο Μιχαηλίδης αναζήτησε τα ίχνη τους, και έγραψε:

«Ο Μορντόχ σήμερα -1986- ζει στην Ισπανία. Ο Μενεσέ ζει στην Βραζιλία, στο Μπέλο Οριζόντε και ο Πασάχ δυστυχώς δεν ζει».


Πηγή: XYZ Contagion

Σάββατο 6 Ιανουαρίου 2018

Aπό το Φεραμόντι στο Νταχάου- Η άγνωστη οδύσσεια των Ελλήνων Αντιστασιακών- Μέρος 1ο


Από την Ελλάδα στο Φεραμόντι

Ο πρώην δικηγόρος Μιλτιάδης Αλεξανδρής, κάτοικος του παραλιακού χωριού Αστακός της Αιτωλοακαρνανίας βρέθηκε το 1942 οργανωμένος στο ΕΑΜ της περιοχής και μάλιστα μέλος του υπό διαμόρφωση νομαρχιακού του συμβουλίου. Μετά από προδοσία, από άτομο ή άτομα που δεν είναι γνωστά, ο Αλεξανδρής βρέθηκε κρατούμενος των ναζί κατακτητών στις φυλακές της Κατούνας, όπου τότε στεγαζόταν η υποδιοίκηση της ιταλικής καραμπινιερίας. 

Από εκεί φορτώθηκε σε φορτηγά μαζί με άλλους κρατούμενους αντιστασιακούς και κομμουνιστές και μεταφέρθηκε στο Μεσολόγγι. Στο Μεσολόγγι τους παρέλαβε ένα ιταλικό πλοίο που τους μετέφερε στην Πάτρα, στις Φυλακές Μαργαρίτη  και στις 17/12/1942, φορτώθηκαν όλοι μαζί σε κάποιο άλλο ιταλικό πλοίο και μεταφέρθηκαν στο Μπάρι. Από εκεί και μέσω φορτηγών, οι κρατούμενοι έφτασαν στις 20/12/1942, στο στρατόπεδο Φεραμόντι της Καλαβρίας, στα ιταλικά γνωστό ως "Internato Civile di Guerra - Ferramonti Calabria".


Το στρατόπεδο του Φεραμόντι.

Πρόκειται για ένα αρκετά μεγάλο στρατόπεδο συγκέντρωσης των Ιταλών φασιστών, με 2350 κρατουμένους πολλών εθνικοτήτων, εκ των οποίων 850 περίπου ήταν γυναίκες και παιδιά. 

Στους 2350 κρατουμένους:

53 ήταν Έλληνες από όλα τα μήκη και τα πλάτη της Ελλάδας.
100 ήταν Γιουγκοσλάβοι, κυρίως αντάρτες και κομμουνιστές.
50 ήταν Κινέζοι, συλληφθέντες σε πλοία του κινεζικού εμπορικού και πολεμικού στόλου.

Ο Μιλτιάδης Αλεξανδρής δίνει εκτενή στοιχεία για τους 50 από τους 53 Έλληνες του Φεραμόντι:

1) Χ. Ντεγιάννης, γιατρός. Καταγωγή από την Εύβοια.
2) Β. Κουτσογιαννόπουλος, γιατρός. Καταγωγή από τη Μάνη.
3) Μ. Τσίρλης, γιατρός. Καταγωγή από την Καστοριά. Χρησιμοποιήθηκε σε ιατρικά πειράματα στο Νταχάου, από τα οποία και πέθανε.
4) Κ. Πηχεών, γυμνασιάρχης και θεολόγος από την Καστοριά.
5) Σωτήρης Σουκαράς, ακροναυπλιώτης κομμουνιστής και μέλος του ΠΓ του ΚΚΕ προπολεμικά. Ακαδημαϊκός.
6) Β. Καμπίτσης. Δάσκαλος από τον Αστακό.
7) Κ. Αργυρίου. Δάσκαλος από τη Μακεδονία.
8) Γ. Τσουκαλάς. Δάσκαλος από την Ήπειρο. Πέθανε στο Φεραμόντι.
9) Θ. Καποδίστριας. Δικηγόρος από την Πάτρα. 
10) Σωκράτης Νάος. Δικηγόρος από τη Λάρισα.
11) Αλέξανδρος Κατσιμπίρης. Δικηγόρος από την Πάτρα. Πέθανε στο Μαουτχάουζεν.
12) Γιάννης Μανδανίσης. Δικηγόρος από τον Αστακό. Πέθανε στο Μαουτχάουζεν.
13) Κ. Παπαδόπουλος. Ανθυπασπιστής της Χωροφυλακής από τα Καλάβρυτα. Πέθανε στο Έμπενζεε.
14) Σπύρος Λιούρδης. Ανθυπολοχαγός της Χωροφυλακής από τον Πύργο.
15) Γ. Δρακούσης. Ανθυπολοχαγός του στρατού από το Μεσολόγγι. Πέθανε στο στρατόπεδο εργασίας Τσιβέχατ της Αυστρίας.
16) Χαράλαμπος Νικολάου. Ανθυπολοχαγός του στρατού από τη Θήβα.
17) Θανάσης Μπότσης. Δημοσιογράφος.
18) Περικλής Στενημαχίτης. Λογιστής από τη Μακεδονία.
19) Ευάγγελος Κουτσόπουλος. Λογιστής από τον Βόλο.
20) Σπύρος Κωνσταντίνου. Μαθητής από τα Γιάννενα.
21) Γιάννης Τσοκώνας. Μαθητής από τα Γιάννενα. Σκοτώθηκε στον Εμφύλιο.
22) Γιάννης Παπαδόπουλος. Μαθητής από τα Γιάννενα.
23) Τάκης Σωτηριάδης. Μαθητής από τα Γιάννενα.
24) Άρης Σαμοθρακίτης. Μαθητής από τα Γιάννενα.
25) Ι. Χριστογιώργος. Ιδιωτικός υπάλληλος από τα Γιάννενα.
26) Γ. Τσάμπας. Δημόσιος υπάλληλος από την Άρτα. Εκτελέστηκε το 1944 από τα SS κατά την υποχώρηση, γιατί δεν μπορούσε πια να βαδίσει.
27) Κ. Αλεξόπουλος. Συνταξιούχος χωροφύλακας από το Μεσολόγγι. Πέθανε στο στρατόπεδο εργασίας Τσιβέχατ της Αυστρίας.
28) Τάσος Ζέρβας. Τσαγκάρης από την Άρτα.
29) Ν. Χονδρός. Τσαγκάρης από τη Ναύπακτο. Πέθανε στο Έμπενζεε.
30) Γιάννης Μπαρμπετάκης. Γεωργός από το Μεσολόγγι.
31) Πάνος Ανδρεόπουλος. Εργοδηγός από τη Ναύπακτο. 
32) Αλέκος Ιωαννίδης. Επαγγελματικό στέλεχος του ΚΚΕ από την Αθήνα.
33) Χριστόφορος Καπέλλας, κτηματίας από το Αγρίνιο. Πέθανε στο στρατόπεδο εργασίας Τσιβέχατ της Αυστρίας.
34) Σωτήρης Καπέλλας, κτηματίας από το Αγρίνιο.Πέθανε στο στρατόπεδο εργασίας Τσιβέχατ της Αυστρίας.
35) Δ. Καρίτσας. Ράφτης από το Αγρίνιο.
36) Μίμης Γαλάνης. Φοιτητής από την Ναύπακτο. Μέλος του ΚΚΕ. Εκτελέστηκε στον Εμφύλιο κατόπιν απόφασης στρατοδικείου.
37) Γ. Μπακρέτσας. Σωφέρ από τα Γιάννενα.
38) Γ. Ζαβέρδας. Σωφέρ από το Μεσολόγγι. Εκτελέστηκε το 1944 από τα SS κατά την υποχώρηση, γιατί δεν μπορούσε πια να βαδίσει.
39) Ν. Κωνσταντινόπουλος. Κουρέας από το Μποχώρι Μεσολογγίου.
40) Ανδρέας Νταβέλης. Κουρέας από τον Αστακό.
41) Ι. Λιαπάκης. Ναυτεργάτης από τον Αστακό. Πέθανε στο Έμπενζεε.
42) Γ. Χατζόπουλος. Αρχιμανδρίτης από την Κόρινθο. Ιερατικό όνομα: Δαμασκηνός.
43)  Λεωνίδας Παπαλεξανδρόπουλος. Επιπλοποιός από την Κέρκυρα.
44) Σωτήρης Ντεγιάννης.
45) Γιάννης Ντεγιάννης.
46) Κ. Ντεγιάννης.
47) Σωτήρης Κουτσογιαννόπουλος. 
48) Γιώργος Κουτσογιαννόπουλος. Πέθανε στην Κρεμόνα Ιταλίας.
49) Κώστας Σωκαράς. Συνελήφθη από τους Ιταλούς καθώς δεν μπόρεσαν να βρουν τον αδερφό του Ζέρβα Σωκαρά που ήταν καταζητούμενος αντιστασιακός.
50) Κ. Αλεξόπουλος. Συνελήφθη από τους Ιταλούς καθώς δεν μπόρεσαν να βρουν τον αδερφό του Χρήστο Αλεξόπουλο που ήταν καταζητούμενος αντιστασιακός.

Ορισμένοι από τους Έλληνες του Φεραμόντι.

Οι Έλληνες του Φεραμόντι ζούσαν, απομονωμένοι από τον υπόλοιπο πληθυσμό, όπως και οι άλλοι κρατούμενοι του στρατοπέδου. Μόνο αρκετό καιρό μετά, τους επιτρεπόταν η είσοδος και η έξοδος από το στρατόπεδο. Το ημερήσιο εισόδημα του κάθε κρατούμενου ήταν 8 λιρέτες, που αντιστοιχούσαν περίπου σε μισό καρβέλι ψωμί, με αποτέλεσμα οι κρατούμενοι να εμπλέκονται με κάθε είδος μαύρης αγοράς και μικροεργασιών για να κερδίσουν περισσότερα χρήματα για φαγητό. Οι Έλληνες κρατούμενοι είχαν την "τύχη" να λαμβάνουν και κάποια δέματα του Ερυθρού Σταυρού, τα οποία πουλούσαν για να εξασφαλίζουν λίγο περισσότερο φαγητό. 

Στο στρατόπεδο Φεραμόντι, οι πολιτικές ταυτότητες έπαιζαν κι αυτές τον ρόλο τους. Οι Έλληνες και ξένοι κομμουνιστές, είχαν μικροομάδες ενημέρωσης, ενώ συχνοί ήταν και φραστικοί διαπληκτισμοί αριστερών και δεξιών κρατουμένων. To 1943, η ομάδα των κομμουνιστών ζήτησαν από τη διοίκηση να πάψουν οι κρατούμενοι να χαιρετάνε φασιστικά τους Ιταλούς αξιωματικούς και κατόπιν συζήτησης, το αίτημά τους έγινε δεκτό. Οι Έλληνες διέμεναν όλοι μαζί σε δύο μεγάλους θαλάμους και ανέπτυξαν, όπως και άλλοι κρατούμενοι κάποιες φιλικές σχέσεις με τους Ιταλούς καραμπινιέρους που στην πλειοψηφία τους δεν ήταν φασίστες. 

Στο στρατόπεδο, λειτουργούσαν υποτυπώδη μικρομάγαζα, όπως κουρεία, φαρμακεία, ζαχαροπλαστεία και μια μικρή "ταβέρνα" που την είχε φτιάξει κάποιος Τσέχος Εβραίος ονόματι Λεόνε. Κάποιοι Έλληνες ξεκίνησαν να μαθαίνουν ιταλικά εντός του στρατοπέδου, από έναν Γερμανό κρατούμενο, καθηγητή γαλλικών και ιταλικών, ονόματι Γιόζεφ Χάλπερν. 

Ο Αλεξανδρής θυμάται πως οι σχέσεις των Ελλήνων με τους Γιουγκοσλάβους ήταν σχετικά καλές, ενώ οι Κινέζοι, που σιχαίνονταν τους Γιουγκοσλάβους, συμπαθούσαν ανεξήγητα πολύ τους Έλληνες. 

Στο στρατόπεδο Φεραμόντε δεν έλειψε και ο έρωτας. Ο Ανδρέας Νταβέλης ερωτεύτηκε κάποια Ιταλίδα από το παρακείμενο χωριό, που πουλούσε κουλούρια στο στρατόπεδο. Κάποια μέρα, με τα λίγα ιταλικά που ήξερε της είπε: "Io lavorare, tu manjare" (εγώ θα δουλεύω κι εσύ θα τρως). Ο κρατούμενος Κώστας Σωκαράς ερωτεύτηκε μια Γερμανίδα η οποία εργαζόταν στο στρατόπεδο σαν ιερόδουλη, ενώ ο κρατούμενος Βαγγέλης Κουτσόπουλος, ήταν ερωτευμένος με μια Εβραία που την έλεγαν Μαργαρίτα. 

Κατά το ορθόδοξο Πάσχα του 1943, ο νούντσιος του Πάπα επισκέφθηκε τους κρατούμενους του Φεραμόντι. Μια εβραϊκή χορωδία του τραγούδησε το Ρέκβιεμ του Ζαν Ζιλ και τον προσφώνησε στα ιταλικά. Παρά τις άθλιες συνθήκες ζωής του στρατοπέδου, ο νούντσιος απευθύνθηκε στους κρατούμενους μόνο για να μιλήσει για την ομορφιά της βυζαντινής μουσικής. 


Η Εβραϊκή χορωδία του Φεραμόντι.


Από το Φεραμόντι στο Νταχάου


Στις 10/03/1943, ορισμένοι κρατούμενοι Έλληνες του Φεραμόντι μεταφέρθηκαν στην ιταλική λουτρόπολη Μπάνι ντι Κασσιάνα, κοντά στην Πίζα, και από εκεί τους παρέλαβε ο γερμανικός στρατός στις 01/10/1943. Άλλοι δέκα είχαν νωρίτερα μεταφερθεί στην Κρεμόνα. Ο Μιλτιάδης Αλεξανδρής αναφέρει:

"Καημένο Φεραμόντι και καημένοι Ιταλοί γενικά... Αν φεύγοντας από εκεί επιστρέφαμε κατ' ευθείαν στην πατρίδα μας, πόσα κακά θα σας ανακαλύπταμε ίσως. Μεσολαβήσανε όμως τα Νταχάου και τα Μαουτχάουζεν κι έτσι θυμόμαστε τώρα όσοι- ελάχιστοι- ζούμε με ... νοσταλγία και σας βλέπουμε σαν μια ... εύθυμη νότα."

Ο γερμανικός στρατός μετέφερε τους περίπου 40 Έλληνες του Φεραμόντι στη Φλωρεντία, όπου τους κρατούσαν για δυο-τρεις μέρες στο κτήριο μιας στρατιωτικής σχολής. Από εκεί, στις 03/10/1943 τους φόρτωσαν σε φορτηγά, επενδυμένα με αγκαθωτό συρματόπλεγμα και τους μετέφεραν στο στρατόπεδο Μαρκτ- Πονκάου, στην Καρίνθια της Αυστρίας. Κατά τη μεταφορά, οι συνθήκες ήταν ανυπόφορες. Δεν υπήρχε τροφή ή νερό και ασφαλώς δεν γίνονταν στάσεις για τις σωματικές ανάγκες των κρατουμένων.

Το στρατόπεδο Μαρκτ- Πονκάου ήταν στρατόπεδο εργασίας. Ένα τελεφερίκ συνέδεε τα διάφορα "commando" εργασίας με το παρακείμενο ορεινό δάσος, στο οποίο οι κρατούμενοι έκοβαν ξύλα. 

Στο στρατόπεδο, οι Έλληνες δέχτηκαν αρχικά τη φροντίδα διαφόρων Γάλλων, Αλγερινών και Βρετανών αιχμαλώτων πολέμου, που τους έδωσαν ρούχα και συσσίτιο, που αποτελούταν από μια αλευρόσουπα, την οποία ονόμαζαν "Σκήλυ" και λίγες πατάτες. Λίγο αργότερα, οι Γερμανοί μετέφεραν στο στρατόπεδο χιλιάδες Ιταλών πολιτών και στρατιωτών, καθώς η Ιταλία είχε συνθηκολογήσει. Στην αρχή τους ζητούνταν να καταταγούν στο γερμανικό στρατό και εάν δεν δέχονταν στέλνονταν αμέσως για καταναγκαστική εργασία. Ορισμένους αξιωματικούς του ιταλικού στρατού τους εκτελούσαν αμέσως. 


To στρατόπεδο Μαρκτ-Πόνκαου.

Κρατούμενοι στο στρατόπεδο Μαρκτ-Πόνκαου.


Στις 02/12/1943, δόθηκε εντολή από τη διοίκηση του στρατοπέδου, οι Έλληνες κρατούμενοι και ορισμένοι άλλοι, άλλων εθνοτήτων να παρουσιαστούν στο σιδηροδρομικό σταθμό. Εκεί φορτώθηκαν σε τραίνο και μέσω Μονάχου στάλθηκαν στην κόλαση του Νταχάου. 

Ο Αλεξανδρής γράφει για τη ζωή στο Νταχάου:

"Όταν γύρισα στην Ελλάδα διάβασα δύο "Σπάρτακους". Έναν του Παναγή Λεκατσά, ντοκουμενταρισμένο με βιβλιογραφία κι έναν άλλο του Αμερικανού Χάουαρντ Φαστ. Κι οι δυο ιστορούν τη ζωή των δούλων των αρχαίων Ρωμαίων. Αν έχετε διαβάσει τους δύο αυτούς "Σπάρτακους", δεν θα βρείτε και τόσες πολλές ομοιότητες στην εφιαλτική ζωή των δούλων αυτών και στην ζωή της κόλασης των διαφόρων γερμανικών στρατοπέδων εξόντωσης. Η κόλασή μας ήταν ανώτερη σε τραγικότητα."

Μόλις έφθασαν στο Νταχάου, οι Έλληνες κρατούμενοι πέρασαν τη διαδικασία εισαγωγής στο στρατόπεδο. Τους κούρεψαν μια λωρίδα μαλλιών στο κέντρο του κεφαλιού, έτσι ώστε αν δραπετεύσουν να είναι εύκολα εντοπίσιμοι, τους αφαίρεσαν όλα τα προσωπικά είδη και τον ρουχισμό και τους έδωσαν ένα πουκάμισο και παντελόνι του στρατοπέδου, μαζί με ένα ριγωτό σακάκι. Για παπούτσια τους δόθηκαν ξύλινα τσόκαρα. Η εργασία στο Νταχάου διαρκούσε 12 με 14 ώρες τη μέρα με μόνη αργία την Πρωτοχρονιά. Το ξύλο με τους συρμάτινους βούρδουλες ήταν καθημερινό και επιβαλλόταν σε 25, 50 ή 100 βουρδουλιές, από τον κανονισμό του στρατοπέδου. Η φρουρά του στρατοπέδου σταματούσε τους ξυλοδαρμούς μόνο αν ο κρατούμενος λιποθυμούσε ή κατουριόταν. Το ξύλο με τον βούρδουλα από σύρμα δημιουργούσε πολλές φορές συρίγγια που γρήγορα οδηγούσαν σε γάγγραινες και σηψαιμία και φυσικά στο θάνατο. Καθημερινό φαινόμενο ήταν και οι αυτοκτονίες κρατουμένων που έπεφταν πάνω στα ηλεκτροφόρα σύρματα.


Κρατούμενος που αυτοκτόνησε στα ηλεκτροφόρα σύρματα. Νταχάου 1943.

Η τροφή στο στρατόπεδο ήταν άθλια. Το πρωί ένα καφέ ρόφημα, που ονομαζόταν "καφέ ερζάτς", το μεσημέρι σούπα από νερό και λίγες πατάτες και το βράδυ σκέτο ψωμί. Οι Έλληνες κρατούμενοι τοποθετήθηκαν για εργασία σε άνοιγμα ορυγμάτων, μέσα στο χιόνι ανεξάρτητα από τις καιρικές συνθήκες. Ορισμένοι "τυχεροί", όπως ο Μιλτιάδης Αλεξανδρής ονομάστηκαν "σλόσερ" (εφαρμοστής) και στάλθηκαν στο παρακείμενο εργοστάσιο αεροσκαφών, στο οποίο κατασκεύαζαν ανταλλακτικά για αεροπλάνα. Οι κρατούμενοι δεν εκπαιδεύονταν στη δουλειά αλλά έπρεπε από την αρχή να μάθουν μόνοι τους να λιμάρουν το σίδερο στο σχήμα των μοντέλων που τους δίνονταν. Ένα λάθος ή η χαμηλή παραγωγικότητα οδηγούσε στο μαστίγωμα ή στην άμεση εκτέλεση. 

Σιγά-σιγά, οι Έλληνες του Φεραμόντι άρχισαν να μετατρέπονται σε ζώντες σκελετούς. Ορισμένοι ξεκίνησαν να μασάνε την στρωμένη πίσσα των δρόμων μόνο και μόνο για να έχουν κάτι ζεστό στο στόμα τους. Ξεκίνησαν τα εκτεταμένα πρηξίματα στα μάτια και στις αρθρώσεις από την σοβαρή αβιταμίνωση. Συνήθως, όταν ένας κρατούμενος τυφλωνόταν και από τα δύο μάτια λόγω αυτής, στελνόταν αμέσως στους θαλάμους αερίων. 


Κρατούμενος του Νταχάου τυφλός από την αβιταμίνωση.


Ένα άλλο πολύ συχνό φαινόμενο στο Νταχάου ήταν ο ξυλοδαρμός από τους κάπο (επικεφαλής μπλοκ εργασίας ή στάλαγκ διαμονής), οι οποίοι ήταν κατά κανόνα ποινικοί κρατούμενοι. Σε άλλες περιπτώσεις οι κρατούμενοι αντάλλασσαν τσιγάρα με τους κάπο ή τους έφτιαχναν ρούχα και μικροαντικείμενα, για λίγο φαγητό. Ορισμένες φορές, η συναναστροφές αυτές κατέληγαν σε παρεξηγήσεις και πολλοί κρατούμενοι δάρθηκαν μέχρι θανάτου από τους κάπο τους ή λιντσάρονταν στα κελιά τους. 

Λιντσαρισμένος κρατούμενος του Νταχάου.

Ο Νίκος Ζαχαριάδης


Ο Μιλτιάδης Αλεξανδρής συνάντησε το Νίκο Ζαχαριάδη στο Νταχάου. Ο Ζαχαριάδης επισκέφθηκε τους Έλληνες του Φεραμόντι, την πρώτη μέρα που έφτασαν στο στρατόπεδο.

"Πρωί-πρωί μας ξυπνήσανε. Ήρθε και κάποιος κρατούμενος μιλώντας Ελληνικά, μας καλημέρισε ευθύς και αμέσως μας ρώτησε αν γνωρίζαμε τον Νίκο Ζαχαριάδη. Ήταν ο ίδιος. Μας είπε: Εδώ μέσα είναι κόλαση, ατσαλωθείτε και μην τα χάσετε! (...)

Καθημερινά σχεδόν ερχότανε στο θάλαμό μας ο Νίκος Ζαχαριάδης, εγκαρδιώνοντάς μας και συνήθως μας διάβαζε γερμανικές εφημερίδες και κυρίως τα πολεμικά ανακοινωθέντα. Προσπαθούσε να ψαρέψει μέσα σε αυτά ελπίδες. Τον ρώτησα και μ' απάντησε πως καταγόταν από την Αδριανούπολη, ότι είχε τελειώσει τη δεύτερη τάξη του Γυμνασίου και το μαρξιστικό Πανεπιστήμιο στη Μόσχα. Μου είπε ότι η οικογένειά του βρισκόταν στη Μόσχα και ότι ο Μανιαδάκης τον παρέδωσε στους Γερμανούς. 

Μας ρωτούσε τακτικά και για διάφορα ελληνικά θέματα. Γινότανε καιρό συζήτηση μεταξύ των Ελλήνων του Νταχάου για το βορειο-ηπειρωτικό. Οι Βορειοηπειρώτες Έλληνες που είχαν πιαστεί απ' τους Γερμανούς στην Αλβανία. μεταξύ των οποίων και οι γιατροί Οικονόμου και Κωτούλας, καθώς κι ένας επιπλοποιός, υποστήριζαν ότι μετά την αισία έκβαση του πολέμου, η Βόρειος Ήπειρος θα έπρεπε να προσαρτηθεί στην Ελλάδα, χωρίς προηγουμένως να γίνει δημοψήφισμα, κι αυτό γιατί ο αμιγής σχεδόν ελληνικός της πληθυσμός, που από το 1912 είχε πάθει πολλές απογοητεύσεις σχετικά με το ζήτημα της ένωσης, μπορεί να μην ψήφιζε, ίσως κι από φόβο, υπέρ της ένωσης.

Ανακοίνωσα τις απόψεις των Βορειοηπειρωτών στο Ζαχαριάδη και του επέστησα την προσοχή στο θέμα της συζήτησης. Εκείνος κηρύχθηκε αμέσως υπέρ ενός δημοψηφίσματος."


(Συνεχίζεται)


Αποσπάσματα από το βιβλίο: Μιλτιάδης Αλεξανδρής, Απ' την κόλαση των Νταχάου Μακρονησιών, Αυτοέκδοση, Αθήνα 1977.

Διαμάντης Θεόφιλος.