Δευτέρα 13 Φεβρουαρίου 2017

Ο Περικλής Ροδάκης αφηγείται την απόδραση από τα Βούρλα - Μέρος 4o



(συνέχεια)


"Η κοπελίτσα που με είχε σταματήσει στην έξοδο του εργοστασίου ήταν η κόρη του φύλακα που είχα κλείσει στον καμπινέ. Όταν με είδε να ανεβαίνω στο λεωφορείο, έτρεξε βρήκε τον πατέρα της και τον απελευθέρωσε. Αυτός τη συμβούλεψε να τρέξει να ειδοποιήσει τις αρχές. Η κοπέλα κατευθύνθηκε γρήγορα προς το χωροφύλακα-σκοπό και ξετυλίχθηκε το ακόλουθο απίθανο επεισόδιο:

- Φύγανε τι κάθεσαι;
- Ποιοι;
- Οι κρατούμενοι
- Κι εγώ τι φυλάω εδώ;
- Σου λέω αλήθεια, φύγανε

Ο χωροφύλακας δεν την πιστεύει και επειδή αυτή επιμένει γυρίζει το όπλο του σ' αυτήν και τη διατάζει να φύγει. Η κοπέλα προχωρά τώρα προς τη διεύθυνση των φυλακών που βρίσκεται όμως σε αρκετή απόσταση από το σημείο της σκοπιάς. Φτάνει στο αρχιφυλακείο και βρίσκει τον αρχιφύλακα Μπραϊμη. Με τα πρώτα της λόγια αυτός καταλαβαίνει, τρέχει έξω και φωνάζει τον υπαρχιφύλακα και τους φύλακες. Αρχίζουν όλοι να σφυρίζουν, σημαίνοντας συναγερμό. Είχε περάσει σχεδόν μισή ώρα απ' τη στιγμή της φυγής μου. Οι φύλακες μαζεύουν τους κρατούμενους από τα μαγειρεία και τους διατάζουν να μπουν στις ακτίνες τους. Επικρατεί ατμόσφαιρα χάους, και οι ίδιοι οι φυλακισμένοι δεν ξέρουν τι συμβαίνει. Ένας από αυτούς, ο Αλεπάκος, δίνει τη δική του εκδοχή: Πρέπει να έγινε δικτατορία. 

Μετά αρχίζει η καταμέτρηση στην 3η ακτίνα. Σε πολλά κελιά, ο αριθμός δε συμπληρώνεται. Ψάχνουν τώρα από δω κι από κει, ζαλισμένοι, κλειδώνουν- ξεκλειδώνουν, μετρούν, ξαναμετρούν και δεν ξέρουν τι να κάνουν. Φτάνουν στα κελιά 13, 14 και 15, δεν βρίσκουν κανέναν και μπερδεύονται τελείως. Οι πρώτες καταμετρήσεις τους καταλήγουν στο ότι λείπουν 37 κρατούμενοι... Τη γκάφα τους αυτή θα τη δικαιολογήσουν αργότερα ισχυριζόμενοι ότι υπήρχαν και άλλοι 10 υποψήφιοι δραπέτες που αναγκάστηκαν να γυρίσουν πίσω από τη σήραγγα. 

Τα κελιά κλειδώνονται και σε λίγο φτάνει η Ασφάλεια της Αθήνας και του Πειραιά που διενεργεί αυτοψία. Οι πολιτικοί κρατούμενοι θα μεταφερθούν τελικά σε άλλες φυλακές. Ξαναπιάστηκα το Δεκέμβριο του 1955 και στάλθηκα στις φυλακές Αβέρωφ. Το Μάρτιο του 1956 μαζί με τους Παπούλια, Μυριανθόπουλο και Δουκάκη, σταλθήκαμε στο Πλημμελειοδικείο για να δικαστούμε. Οι κατηγορίες ήταν: 1) Απόδραση και 2) φθορά ξένης περιουσίας. Ανάμεσα στους μάρτυρες ήταν και η κόρη του φύλακα. 

Όλη την ώρα γυρόφερνε κοντά στο εδώλιο, με φανερή πρόθεση να μας μιλήσει. Λέω στον Παπούλια:

- Μας γνώρισε
- Δε βαριέσαι.
- Κάτι θέλει έτσι που στριφογυρίζει
- Καλύτερα να μην της μιλήσουμε.

Έτσι κι έγινε. Αργά τη νύχτα, μετά την κατάθεση του επιθεωρητή των φυλακών, ήρθε η σειρά του κοριτσιού. Τη ρωτάει ο πρόεδρος:

- Το γνωρίζεις, δραπέτευσαν;
- Εμένα ρωτάτε κύριε πρόεδρε; Για να τους έχετε εδώ πρέπει να δραπέτευσαν.
- Εσύ τι ξέρεις; Τι είδες;
- Τι να ξέρω εγώ κύριε πρόεδρε; Εγώ είδα κάτι ανθρώπους να βγαίνουν από το εργοστάσιο και τρόμαξα τόσο πολύ που τα έχασα τελείως.
- Δε θυμάσαι ποιοι ήταν;
- Τι να θυμηθώ με την τρομάρα που πήρα;
- Για κοίταξε καλά μήπως τους θυμηθείς.

Η κοπέλα του απαντά με δυνατή φωνή:

- Ε λοιπόν, όχι. Δε θυμάμαι κανέναν!

Μετά γυρίζει και μας λέει με φιλικότατο ύφος: Καληνύχτα παιδιά.

Το είπε τόσο δυνατά που όλοι, ακόμα και οι δικαστές έσκασαν στα γέλια. Φαίνεται πως είχε μετανιώσει για την καταγγελία της."
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου