Μια σπουδαία μορφή, ένας εξαιρετικός άνθρωπος, ο Αργύρης Σφουντούρης επιζών του Διστόμου.
Ομιλία του Γιώργου Κόκκινου κατά την τελετή αναγόρευσης του Αργύρη Σφουντούρη σε επίτιμο διδάκτορα του Παιδαγωγικού Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου Αιγαίου (Ρόδος, 22 Ιουνίου 2016)
Η επίσημη στρατηγική μνήμης της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν είναι άλλη, όπως άλλωστε θα αναμενόταν, από την υπέρβαση του διχαστικού, επίμαχου και τραυματικού παρελθόντος των δυο παγκόσμιων πολέμων. Συνοψίζεται εμβληματικά στην φράση-σλόγκαν «Ποτέ πια πόλεμος!».
Πρόκειται για ένα πολιτικό όραμα καταδίκης των πολέμων στην ευρωπαϊκή ήπειρο, που πλέον εκλαμβάνονται ως διαδοχικές φάσεις ενός ευρωπαϊκού εμφυλίου πολέμου, καθώς η Ευρωπαϊκή Ένωση βιώνει -τηρουμένων των αναλογιών- μια διαδικασία οιονεί εθνογένεσης εκ των άνω, με μακρές όμως πολιτισμικές ρίζες. Προβάλλει τις προσδοκίες της στο κάτοπτρο του παρελθόντος και θύει στον βωμό της καντιανής «αιώνιας ειρήνης». Οι παλιοί εθνικοί αντίπαλοι αντιμετωπίζονται πλέον σαν ομογάλακτοι αδελφοί.
Παράλληλα, πρόκειται για ένα συναφές πολιτικό όραμα καταδίκης των ολοκληρωτισμών, τα δεινά των οποίων συμψηφίζονται άκριτα με σκοπό την εξίσωση των πολιτικών καθεστώτων και ιδεολογιών και με γνώμονα την από κοινού ηθική τους καταδίκη στη σύγχρονη ιστορική συνείδηση.
Η προδήλως ηθικολογική και ανιστορική επίσημη μνήμη που κατασκευάζεται από αυτό το «ιδιότυπο εργαστήριο ιστορίας» -γιατί κάθε μνήμη είναι κατασκευή, λιγότερο ή περισσότερο πιστή προς την ιστορική πραγματικότητα- έχει ήδη διαποτίσει τη συντακτική λογική του νέου υπό διαμόρφωση Μουσείου της Ευρώπης τείνοντας εκ των πραγμάτων -σε επίπεδο πολιτικού σχεδιασμού τουλάχιστον- να καταστεί δομικό συστατικό της ταυτότητας των λαών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ο λεγόμενος «χιτλεροκεντρισμός» κυρίως, δηλαδή η ηθικολογική εμμονή στα ναζιστικά μαζικά εγκλήματα, η απαξίωση των ιδεών της «εφαρμοσμένης βιολογίας» και του «ζωτικού χώρου», γίνεται βαθμιαία η «οντολογική πυξίδα» του σύγχρονου Ευρωπαίου πολίτη σηματοδοτώντας το «απόλυτο κακό». Ωστόσο, παρά τους ευσεβείς πόθους της Ευρωπαϊκής Ένωσης κα του Συμβουλίου της Ευρώπης και παρά τις γενναίες αλλά σποραδικές πρωτοβουλίες που έχουν αναληφθεί από την ίδια τη Γερμανία, τόσο στο επίπεδο της κοινωνίας των πολιτών όσο και του κράτους, δεν έχει επιτευχθεί ακόμη η κάθαρση από το άγος του ναζιστικού παρελθόντος. Όπως μάλιστα έχουν δείξει παραστατικά ο Χάγκεν Φλάισερ, η Άννα-Μαρία Δρουμπούκη και ο υποφαινόμενος σε βιβλία τους, οι σκελετοί και οι σκιές του εθνικοσοσιαλισμού και του δωσιλογισμού μπορεί να είναι κρυμμένοι, αλλά παρόλα αυτά ζουν μια «δεύτερη ζωή», στοιχειώνοντας τον «ακηλίδωτο» δημοκρατικό μας βίο σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της ευρωπαϊκής πατρίδας.
Σε αυτό το πλαίσιο, όπου οι μνημονικοί πόλεμοι πολλαπλασιάζονται, μια μορφή απώθησης του πρόσφατου τραυματικού παρελθόντος αποκτά ισχυρά ερεθίσματα. Πολλοί βλέπουν στο παρελθόν μόνο καταστροφές, γενοκτονίες, εφιάλτες, την ίδια τη δυστοπία στην πιο φρικτή μορφή της. Τρέφουν, ταυτόχρονα, την εσφαλμένη πεποίθηση ότι η λήθη είναι το μοναδικό φάρμακο και, στον αντίποδα, η μνήμη, ιδίως η τραυματική, δηλητήριο, φαρμάκι. Μας καλούν σαν τον Νίτσε να ξεχάσουμε για να ζήσουμε! Η δυναμική αυτής της απώθησης στο δημόσιο λόγο, ειδικά στη Δυτική Ευρώπη, γίνεται έντονη μετά την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού και την εσπευσμένη διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς ανατολάς. Από την άλλη πλευρά, τα σημαντικά αυτά ιστορικά γεγονότα διευκόλυναν αφάνταστα κράτη, όπως πρωτίστως η Ουγγαρία, η Τσεχία, η Σλοβακία και η Πολωνία (αλλά όχι μόνο), να εδραιώσουν τον βολικό μύθο των αθώων θυμάτων και ειδικότερα το ιδεολόγημα της διπλής θυματοποίησης ώστε να απαλλαγούν από την ενοχή και την ευθύνη για τη συμμετοχή τους -θεσμική ή όχι- στα ναζιστικά εγκλήματα, στα πογκρόμ εναντίον του εβραϊκού στοιχείου του πληθυσμού τους και, κατά περίπτωση βεβαίως, στην βιομηχανοποιημένη γενοκτονία (1941-1945).
Στο θέατρο των πολέμων της μνήμης οι αντινομίες και οι συγκρούσεις -είτε σε διεθνές και διακρατικό είτε σε ενδοκρατικό επίπεδο- περισσεύουν. Επειδή η Γερμανία αποτελεί εκ των πραγμάτων ενδεικτική περίπτωση, αξίζει να επισημανθεί ότι δίπλα στην κατευναστική και συμφιλιωτική δράση της οργάνωσης «Ενάντια στη Λήθη – Για την Υπεράσπιση της Δημοκρατίας» (Gegen Vergessen – Für Demokratie) ανθεί και ενδυναμώνεται η αναθεωρητική στρατηγική και η διάβρωση του πολιτικού προσωπικού από ομάδες πίεσης, όπως οι Σύνδεσμοι των Γερμανών, οι οποίοι εκδιώχθηκαν μεταπολεμικά από την Πολωνία και την πρώην Τσεχοσλοβακία. Οι Σύνδεσμοι αυτοί διεκδικούν την αναγωγή του διωγμού τους από τις πατρογονικές τους εστίες στο μνημονικό και νομικό καθεστώς της εθνοκάθαρσης, παρασιωπώντας τα ιστορικά συμφραζόμενα που κατέστησαν αναγκαίο κακό τη μετανάστευση 11.000.000 ατόμων γερμανικής καταγωγής από την ανατολική Ευρώπη.
Γενικότερα, αξίζει αναφοράς το γεγονός ότι η υπεροχή της νομικής οδού, σε συνδυασμό με τη λειτουργία της τραυματικής μνήμης για τη συγκρότηση πολιτικών ταυτότητας, αποτελούν ειδοποιά γνωρίσματα του νέου τρόπου νοηματοδότησης της ιστορικής μνήμης στον μετανεωτερικό κόσμο.
Όλα όσα προαναφέρθηκαν συμβαίνουν στους κόλπους ενός υπερεθνικού θεσμικού οικοδομήματος, οι πολιτικοί ταγοί και οι θεσμικοί κλειδοκράτορες του οποίου είτε νίπτουν τας χείρας τους ως Πόντιοι Πιλάτοι για τις χαίνουσες ακόμα πληγές της Ιστορίας είτε χαράζουν καιροσκοπικές διαδρομές στα δύσβατα τοπία της είτε αρκούνται στην επίκληση της μαγικής και δήθεν άσηπτης λέξης «συμφιλίωση» χρηματοδοτώντας προγράμματα που παραμένουν ως εκ θαύματος στον αφρό των κυμάτων!
Ενάντια στις τρεις αυτές εναλλακτικές προοπτικές αγωνίζεται ο τιμώμενος Αργύρης Σφουντούρης. Ο ακτιβισμός του δεν εξυπηρετεί πολιτικές σκοπιμότητες, δεν κραδαίνει σημαίες ευκαιρίας ούτε εργαλειοποιεί το δικό του τραυματικό βίωμα. Αντίθετα, διαπνέεται από την ηθική φιλοσοφία και από τα ιδεώδη του ριζοσπαστικού ανθρωπισμού. Η ιδιομορφία του έγκειται ακριβώς στην πίστη ότι υπάρχει ακατάλυτος δεσμός μεταξύ ιστορικής αλήθειας και ιστορικής δικαιοσύνης. Η καταγραφή της ιστορικής πραγματικότητας πρέπει να οδηγεί απαραίτητα, κατά τη γνώμη του Σφουντούρη, στη μεταμέλεια των θυτών και στην επώδυνη αναγνώριση της ατομικής ενοχής και της συλλογικής ευθύνης, για να θυμηθούμε και τον Karl Jaspers. Χωρίς τις διεργασίες αυτές καθίσταται μάταιο κάθε αίτημα αυτογνωσίας, εξιλασμού και συμφιλίωσης. Και ίσως -το χειρότερο- η ευρωπαϊκή πατρίδα κατακερματίζεται σε ένα σύνολο από αυτοαναφορικές, περίκλειστες, φοβικές και, ταυτόχρονα, ανταγωνιστικές κυψέλες.
Ο Αργύρης Σφουντούρης, ο ερευνητής, ο ακτιβιστής, ο εκπαιδευτικός, ο συγγραφέας, ο Έλληνας διανοούμενος που έχει να παρουσιάσει τα γνωρίσματα ενός σύγχρονου homo universalis, δεδομένου ότι θεωρεί αναγκαία την πρόσβαση σε όλο το φάσμα της γνώσης γεφυρώνοντας τις θετικές επιστήμες με τις ανθρωπιστικές και τις κοινωνικές και καλλιεργώντας το γνωστικό ιδεώδες της σφαιρικότητας και της πολυπρισματικότητας, γεννήθηκε στο Δίστομο στις 6 Σεπτεμβρίου 1940. Έγινε ευρύτερα γνωστός στο ελληνικό και ευρωπαϊκό κοινό από το ντοκιμαντέρ του Ελβετού σκηνοθέτη Stefan Haupt «Ένα τραγούδι για τον Σφουντούρη» (2006), το οποίο βραβεύτηκε στην Θεσσαλονίκη και στο Los Angeles με το «βραβείο κοινού» παρουσιάζοντας με εμβληματικό τρόπο την ιστορικά φορτισμένη ζωή και τον πολύχρονο και δύσκολο αγώνα του Αργύρη Σφουντούρη για ιστορική δικαιοσύνη. Ειδικότερα, η ταινία του Haupt φώτισε μια επίμαχη πτυχή της ναζιστικής κατοχής στην Ελλάδα βοηθώντας τόσο την ελληνική όσο και τη γερμανική και γενικότερα τη διεθνή κοινή γνώμη να κατανοήσει τον ιδιαίτερο χαρακτήρα των ναζιστικών εγκλημάτων στη χώρα μας και πιέζοντας τη γερμανική κοινωνία και τη γερμανική πολιτική ηγεσία να αναλάβουν τις νομικές, ιστορικές και ηθικές τους ευθύνες για το τραυματικό παρελθόν, επειδή, όπως είναι πεπεισμένος ο Αργύρης Σφουντούρης, οι δείκτες «του ηθικού ρολογιού» του ευρωπαϊκού πολιτισμού είναι εξακολουθητικά καθηλωμένοι στην περίοδο 1939-1945.
Στη σφαγή της 10ης Ιουνίου 1944 ο Αργύρης Σφουντούρης έχασε τους γονείς του και το σπίτι του. Ο ίδιος επέζησε τυχαία ή μάλλον από την καλή πρόθεση ενός Γερμανού στρατιώτη, μαζί με τις τρεις αδελφές του. Από το Ζάννειο ορφανοτροφείο όπου παρέμεινε από το 1946 έως το 1949, εστάλη το 1949 στην Ελβετία και συγκεκριμένα στο Ίδρυμα Pestalozzi. Η Ελβετία στάθηκε γι’ αυτόν η στοργική θετή πατρίδα. Σώζοντας τον Αργύρη, και άλλα παιδιά στην ίδια τραγική κατάσταση, η Ελβετία ξεπλήρωσε ένα μικρό μέρος του τιμήματος που πρέπει να καταβάλει για τη χρησιμοθηρική «ουδετερότητά» της στη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου.
Μετά τις εγκύκλιες σπουδές του, ο Α. Σφουντούρης φοίτησε στο Ομοσπονδιακό Ινστιτούτο Τεχνολογίας της Ζυρίχης (ΕΤΗ) επικεντρώνοντας το επιστημονικό του ενδιαφέρον στα γνωστικά πεδία της Πυρηνικής Φυσικής, των Μαθηματικών, της Αστρονομίας και της Αστροφυσικής, όπως επίσης της Φιλοσοφίας, της Παιδαγωγικής και της Ειδικής Διδακτικής/Διδακτικής Μεθοδολογίας, επιστημονικά εχέγγυα που του έδωσαν τη δυνατότητα να εργαστεί ως καθηγητής στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση. Κατά το χρονικό διάστημα 1965-1970 συνέχισε τις σπουδές του στο ίδιο πανεπιστήμιο παρακολουθώντας τώρα τις εξελίξεις στα πεδία της οικονομίας και των κοινωνικών επιστημών. Στο ίδιο πανεπιστήμιο πραγματοποίησε και τις μεταπτυχιακές του σπουδές που αφορούσαν πλέον την επιστημονική εξειδίκευση αναφορικά με τα προβλήματα των αναπτυσσόμενων χωρών και του Τρίτου Κόσμου. Μεταξύ των ετών 1973 και 1980 εργάστηκε ως λέκτορας Αστρονομίας, Αστροφυσικής και Ιστορίας των Επιστημών στο Λαϊκό Πανεπιστήμιο της Ζυρίχης, ενώ, παράλληλα, συμμετείχε στις ανθρωπιστικές δράσεις που οργάνωνε το Ελβετικό Σώμα Παροχής Βοήθειας σε περιπτώσεις καταστροφών. Αμέσως μετά και εξοπλισμένος από τις γνώσεις που είχε αποκτήσει κατά τις προπτυχιακές και μεταπτυχιακές του σπουδές, ο Αργύρης Σφουντούρης συνέχισε την ανθρωπιστική ακτιβιστική του δραστηριότητα, κατ’ αρχάς στη Σομαλία το 1981 στο πλαίσιο του έργου του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών και ειδικότερα της Επιτροπής για τους Πρόσφυγες (UNHCR), στη συνέχεια το 1982 στο Νεπάλ και, τέλος, στην Ινδονησία από το 1985 έως το 1989, με σκοπό την υλοποίηση προγραμμάτων που δεν απέβλεπαν μόνο στην αντιμετώπιση δεινών από φυσικές καταστροφές και πολεμικές συρράξεις ή εμφύλιες συγκρούσεις, όπως επίσης στην πρόληψη των ανθρωπιστικών κρίσεων, αλλά και στην εκπαίδευση του πληθυσμού και τη δημιουργία αναπτυξιακών υποδομών και θεσμών, που θα μπορούσαν να συντελέσουν στην επούλωση ιστορικών τραυμάτων και στην κάλυψη βασικών αναγκών που είχαν προκύψει από φυσικές καταστροφές.
Στη διάρκεια της επταετούς δικτατορίας στην Ελλάδα, ανέλαβε πρωταγωνιστικό ρόλο στην οργάνωση αντιστασιακών πυρήνων στον κεντροευρωπαϊκό χώρο, στη συσπείρωση των Ελλήνων του γερμανόφωνου χώρου και στην ενημέρωση της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης. Συγκεκριμένα, διετέλεσε πρόεδρος του Συνδέσμου των Ελλήνων Φοιτητών της Ελβετίας, πρόεδρος του Ελβετο-Ελληνικού Συνδέσμου, αλλά και ιδρυτής, διευθυντής και αρθρογράφος του περιοδικού «Προπύλαια», πολλές σελίδες του οποίου αφιερώθηκαν στη μετάφραση κορυφαίων έργων της ελληνικής λογοτεχνίας στη γερμανική γλώσσα. Έργο στο οποίο πρωταγωνίστησε ο ίδιος ο Αργύρης Σφουντούρης. Ο αγώνας για ελευθερία και γλώσσα στάθηκε καθοριστικός στη ζωή του. Ο Σφουντούρης υπήρξε συνδετικός κρίκος στην πολιτισμική επικοινωνία μεταξύ της Ελλάδας και του γερμανόφωνου δημοκρατικού κόσμου.
Κατά το χρονικό διάστημα 1979-1985, ενεργοποιήθηκε στο πλαίσιο της Επιτροπής για την υποβοήθηση της σχολικής ενσωμάτωσης μεταναστών δεύτερης γενιάς που είχε συσταθεί στη Ζυρίχη, δραστηριότητα την οποία συνέχισε έως το 1991 ως μέλος πλέον της Συμβουλευτικής Επιτροπής της πόλης για το πρόβλημα της μετανάστευσης και της κοινωνικής ένταξης των μεταναστών.
Μετά το 1994 ασχολήθηκε εντατικά με τις ελληνο-γερμανικές σχέσεις με σημείο αιχμής τη διατήρηση της ιστορικής μνήμης στην Ελλάδα και τη Γερμανία, αλλά και την αναγνώριση και αποζημίωση για τα ναζιστικά εγκλήματα στην Ελλάδα. Επιδίωξε την ισότιμη προσέγγιση που θα είναι θεμελιωμένη στην ιστορική αλήθεια και θα στρώσει τον δρόμο για την ιστορική αυτογνωσία, την υπέρβαση των αρνητικών στερεοτύπων και της εχθροπάθειας, αλλά και για τη συμφιλίωση των δύο λαών. Η ιστορική αλήθεια είναι για τον Αργύρη Σφουντούρη προϋπόθεση της ιστορικής δικαιοσύνης.
Ο Α. Σφουντούρης έχει να επιδείξει πολύπλευρο συγγραφικό έργο τόσο στην ελληνική όσο και στη γερμανική γλώσσα, στα πεδία της λογοτεχνίας (ποίησης και πεζογραφίας), του δοκιμίου, της παιδαγωγικής, της αστρονομίας και της αστροφυσικής, της μελέτης του Τρίτου Κόσμου, της θρησκειολογίας και της πολιτισμικής ανθρωπολογίας. Στο ελληνόγλωσσο συγγραφικό του έργο, που είναι επικεντρωμένο στην προβληματική αναφορικά με την τραυματική μνήμη, το ηθικό αίτημα της μεταμέλειας του θύτη, την οικονομική και συμβολική επανόρθωση ως μορφή ιστορικής δικαιοσύνης και βεβαίως τη συμφιλίωση των λαών και την ειρήνη, συγκαταλέγονται η ποιητική συλλογή Τα Διστομίτικα (1994), το βιβλίο Λογοκρισίες 166. «Αντι-βοιωτικές» ασκήσεις (2014) και κυρίως το συγκλονιστικό Πενθώ για τη Γερμανία. Το παράδειγμα του Διστόμου (2015), το οποίο προσφάτως εκδόθηκε και στη γερμανική γλώσσα. Βεβαίως δημοσίευσε επίσης πλήθος κειμένων σε ελληνικά και γερμανόφωνα περιοδικά, καθώς και βιβλία με αστρονομικά θέματα, αποσπάσματα από τα ημερολόγιά του και φωτογραφικά λευκώματα με φωτογραφίες από τα ταξίδια του στην Αφρική και την Ασία, όπου, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, εργάστηκε σε διεθνή προγράμματα αναπτυξιακής συνεργασίας κατά τη δεκαετία του 1980. Αξίζει να αναφερθεί ότι εκθέσεις φωτογραφιών του με θέμα το ανθρώπινο πρόσωπο, τη φύση και τον έναστρο ουρανό οργανώθηκαν στο Winterthur, στη Ζυρίχη και στη Bandung της Ινδονησίας, εκεί όπου το 1955 γεννήθηκε, ως γνωστόν, το κίνημα των Αδεσμεύτων.
Ο Αργύρης Σφουντούρης έχει συγκροτήσει ένα πολυδιάστατο ιστορικό αρχείο, μέρος του οποίου ή και ολόκληρο έχει ο ίδιος εκδηλώσει την επιθυμία να δωρίσει στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου, εάν βεβαίως δημιουργηθούν οι αρμόζουσες αρχειακές δομές. Το αρχείο αυτό περιλαμβάνει:
α) Το αρχείο του περιοδικού «Προπύλαια», εκδόσεις, αλληλογραφία του Α. Σφουντούρη με σημαντικούς Έλληνες λογοτέχνες, όπως ο Γιάννης Ρίτσος, ο Νικηφόρος Βρεττάκος και ο Αντώνης Σαμαράκης, καθώς και πλούσιο υλικό από πρωτοβουλίες εναντίον της δικτατορίας των συνταγματαρχών, που προέρχεται από όλο τον κόσμο.
β) Το προσωπικό αρχείο του Α. Σφουντούρη , όπως και όλα τα εκδομένα και ανέκδοτα έργα του.
γ) Φωτογραφικό αρχείο που απαρτίζεται από φωτογραφίες για τη μεταπολεμική Ελλάδα των πρώτων δεκαετιών, για τις αποστολές του στις χώρες του Τρίτου Κόσμου, όπως επίσης φωτογραφίες που αφορούν τα ιδιαίτερα επιστημονικά ενδιαφέροντά του στο πεδίο της αστροφυσικής και της αστρονομίας.
δ) Το αρχειακό υλικό που αφορά τη δικαστική ιστορία της διεκδίκησης των γερμανικών αποζημιώσεων από το 1995 έως σήμερα, την οργάνωση και διεξαγωγή αλλά και τα αποτελέσματα των δύο συνεδρίων που οργανώθηκαν με δική του πρωτοβουλία στους Δελφούς το 1994 και το 1998, καθώς και το σύνολο των σχετικών πρωτοβουλιών ευαισθητοποίησης, ενημέρωσης και κοινωνικής κινητοποίησης που αναλήφθηκαν στη γερμανική επικράτεια από το 1996 έως το 2005.
Τέλος, ε) το αρχείο του ντοκιμαντέρ «Ένα τραγούδι για τον Αργύρη» (προετοιμασία, αλληλογραφία, συμμετοχή σε φεστιβάλ, δεξίωση από το κοινό κ.ά.).
Αξίζει καταληκτικά να επισημανθεί ότι μεγάλο γνωστικό και ερευνητικό ενδιαφέρον παρουσιάζει και η ογκωδέστατη βιβλιοθήκη του Α. Σφουντούρη.
Σε μία ιστορική περίοδο κατά την οποία δοκιμάζονται οι οικουμενικές αξίες, καθώς αφενός μεν συναντούν το μένος των οπαδών κάθε είδους φονταμενταλισμού, μνησικακίας και ιδεολογικού φανατισμού, αφετέρου δε υπονομεύονται όλο και συχνότερα από τους ίδιους τους θεσμούς – διεθνείς, διακρατικούς, κρατικούς- που δημιουργήθηκαν ακριβώς για να τις προασπίζουν χωρίς επιλεκτικές εξαιρέσεις, ο Αργύρης Σφουντούρης αποτελεί το πρότυπο του αγωνιζόμενου ανθρωπιστή, το πρότυπο του μαχόμενου για τις ιδέες του ανθρώπου. Γι’ αυτόν, η σφαιρική, πολυπρισματική και απροκατάληπτη γνώση διαμορφώνει τους όρους μιας νέας πολιτικής ηθικής. Τα τρομερά δεινά της παιδικής του ηλικίας δεν μπόρεσαν να ανακόψουν την ορμή του για την κατάκτηση της επιστημονικής γνώσης, τον ζήλο του για κοινωνική προσφορά, επιστημονική αναγνώριση και συγγραφική διάκριση, την πίστη του στο εκπαιδευτικό και επιμορφωτικό έργο.
Ο Αργύρης Σφουντούρης αγωνίζεται για την ιστορική δικαιοσύνη την οποία εκλαμβάνει ως προϋπόθεση της ειρήνης και της συνεργασίας των λαών. Με τον αγώνα του επιδιώκει πρωτίστως την αυτεπίγνωση των θυτών, που από ιδεολογική τύφλωση, φόβο, κομφορμισμό ή καταναγκασμό αδρανοποίησαν την ηθική και πολιτική τους συνείδηση και με τις αποτρόπαιες πράξεις τους επισώρευσαν τόσα δεινά στην ανθρωπότητα και την Ευρώπη στη διάρκεια του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου. Καίρια πτυχή αυτού του ηθικοπολιτικού αιτήματος της αυτεπίγνωσης, είναι η σθεναρή διεκδίκηση της έμπρακτης μεταμέλειας των θυτών, τόσο στο επίπεδο των ατόμων όσο και στο επίπεδο των κοινωνιών και των κρατών. Ο Σφουντούρης επιδιώκει όμως, παράλληλα, και την αυτεπίγνωση και την ιστορική και πολιτική εγρήγορση και των θυμάτων, με παραδειγματική περίπτωση την αυτό-οργάνωση των μαρτυρικών ελληνικών τόπων και ειδικότερα του Διστόμου. Στην κοινωνία του Διστόμου, με δική του κυρίως πρωτοβουλία, η αυτό-οργάνωση αυτή πήρε από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 τη μορφή της νομικής διεκδίκησης από την ενωμένη και κραταιά πλέον Γερμανία συμβολικών επανορθώσεων και οικονομικών αποζημιώσεων, με σκοπό την ιστορική δικαίωση των θυμάτων και την κάθαρση και τον εξιλασμό του ναζιστικού άγους.
Στην περίπτωση του Αργύρη Σφουντούρη παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον η διαχείριση της τραυματικής εμπειρίας και μνήμης, καθώς και η μετουσίωσή τους. Όπως ο Paul Celan, γόνος θυμάτων της βιομηχανοποιημένης γενοκτονίας, εκλέπτυνε με την ερμητική ποίησή του -σχεδόν στην εντέλεια- τη γλώσσα των θυτών, τη γερμανική γλώσσα, διαμορφώνοντας έναν απαράμιλλο ποιητικό κώδικα -σαν μια μορφή συμβολικής εκδίκησης και καθυπόταξης του ιστορικού Κακού- κατ’ ανάλογο τρόπο και ο Αργύρης Σφουντούρης ανήγαγε σε πρωταρχικό σκοπό της ζωής του την ενημέρωση του γερμανόφωνου κόσμου, με το έργο και τη δράση του, για τα αποτρόπαια ναζιστικά εγκλήματα στην Ελλάδα, απαιτώντας ιστορική δικαιοσύνη και ιστορική αυτογνωσία.
Όμως η περίπτωση του Αργύρη Σφουντούρη είναι και για ένα ακόμα λόγο ξεχωριστή. Ενσαρκώνει με τον πιο κρυστάλλινο τρόπο την αναγκαιότητα της μετάβασης από την κυριολεκτική στην παραδειγματική μνήμη, όπως μας έμαθε ο Τσβετάν Τοντόρωφ. Ο Αργύρης Σφουντούρης δεν εγκλωβίστηκε, δηλαδή, στη δική του τραυματική εμεπιρία ζώντας μια κατάσταση διαρκούς μνησικακίας, μελαγχολίας και απουσίας νοήματος, όπως συχνά συμβαίνει με τα επιζώντα θύματα αποτρόπαιων γεγονότων ή με τους μάρτυρες δεινών. Αντιθέτως, ανέπτυξε ή συμμετείχε σε συστηματικές δράσεις σε όλο σχεδόν τον κόσμο για την αποτροπή τέτοιων ή παρόμοιων δεινών στο μέλλον ή για την πρόληψη ανθρωπιστικών κρίσεων. Αυτό τον χαρακτήρα είχε η μακρόχρονη ανθρωπιστική του δράση σε χώρες του Τρίτου Κόσμου όπου έλαβε μέρος σε προγράμματα βοήθειας, ενημέρωσης και εκπαίδευσης του πληθυσμού. Αυτό τον χαρακτήρα είχε η διοργάνωση του 1994 στους Δελφούς, στο συμβολικό αρχέτυπο του αρχαιοελληνικού και δυτικού πολιτισμού, πενήντα χρόνια μετά τη Σφαγή του Διστόμου, πρωτοποριακού διεθνούς συνεδρίου με θέμα «Μνήμη-Θρήνος-Ελπίδα», στο οποίο συμμετείχαν Έλληνες και Γερμανοί διανοητές, εμπειρογνώμονες και ακτιβιστές, για να συζητήσουν αναφορικά με τη σχέση τραυματικής μνήμης, ηθικής και Ιστορίας, το οποίο προκάλεσε την αντίδραση των τότε γερμανικών διπλωματικών αρχών, ακριβώς επειδή έσπαζε το βολικό φράγμα της ένοχης απώθησης και της αιδήμονος σιωπής.
Αυτό τον χαρακτήρα είχε η συμβολή του στην κινητοποίηση μικρής αλλά εξαιρετικά ενεργητικής ομάδας γερμανών δικηγόρων του Αμβούργου, οι οποίοι υπεραμύνονται της αναψηλάφησης του ρόλου της Γερμανίας στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο καταβάλλοντας συντονισμένες προσπάθειες για την ενημέρωση της γερμανικής κοινής γνώμης: ειδικότερα, στο θέμα της ηθικής αναγκαιότητας καταβολής αποζημιώσεων, που, κατά τη γνώμη τους, θα πιστοποιήσει de facto και de jure την αναγνώριση εκ μέρους του γερμανικού κράτους των ιστορικών ευθυνών του για τα αδιανόητα μαζικά εγκλήματα που διέπραξαν Γερμανοί. Αυτό τον χαρακτήρα έχει και η καθιερωμένη, πλέον, πρωτοβουλία του Αργύρη Σφουντούρη που αφορά την ετήσια συνάντηση μαθητών ελληνικής, ελληνογερμανικής ή γερμανικής καταγωγής στο Δίστομο και την Αθήνα με στόχο την έρευνα και την ανταλλαγή απόψεων σχετικά με τη Σφαγή του Διστόμου και τις ηθικοπολιτικές και νομικές διαστάσεις της, ώστε να διευκολύνεται η πολύπλευρη ιστορική κατανόηση και να αποτρέπεται η μνησικακία, η αδιαφορία, η απώθηση, η έλλειψη ιστορικής ενσυναίσθησης και η αναπαραγωγή προκαταλήψεων και στερεότυπων.
Αν ο ρόλος του Αργύρη Σφουντούρη στην ιστορική εξιχνίαση, στην αναγνώριση εκ μέρους της ενωμένης Γερμανίας και στον εξιλασμό των μαζικών ναζιστικών εγκλημάτων στην Ελλάδα είναι καίριος και αποφασιστικός, καθώς αντανακλά στην ιστορική αυτογνωσία των ευρωπαϊκών λαών και -εμμέσως πλην σαφώς- στη σφυρηλάτηση της ευρωπαϊκής ιδέας, ταυτότητας και ιστορικής συνείδησης, δεν είναι διόλου αμελητέος και ο ρόλος του σε άλλα πεδία. Ενδεικτικά αξίζει να αναφερθεί η στράτευσή του στον αντιδικτατορικό αγώνα της ελληνικής διανόησης στον γερμανόφωνο χώρο, οι κατά καιρούς μεταφράσεις του έργων ελλήνων λογοτεχνών στη γερμανική γλώσσα (Καβάφης, Καζαντζάκης, Σικελιανός, Σεφέρης, Ρίτσος, Βρεττάκος, Ελύτης, Σαμαράκης και Βασιλικός) και ιδιαιτέρως το ανθρωπιστικό έργο του στην Αφρική και την Ασία.
Αργύρη Σφουντούρη, αναγνωρίζουμε την πολύτιμη προσφορά σου και σε τιμούμε για τους αγώνες σου. Σε ευχαριστούμε ειδικότερα για τη συμβολή σου σε ερευνητικές δράσεις του Τμήματός μας. Η πιο σπουδαία από αυτές μέχρι στιγμής ήταν η διδακτορική διατριβή της Ζέτας Παπανδρέου, που ελπίζουμε σύντομα να γίνει βιβλίο με δικό σου πρόλογο. Σου υποσχόμαστε, με τη σειρά μας, ότι η σπορά σου θα καρπίσει. Καρπίζει ήδη στο μυαλό και την καρδιά των μελλοντικών δασκάλων που εκπαιδεύουμε.
Γιώργος Κόκκινος