Δευτέρα 7 Μαρτίου 2016

Κώστας Σαραντίδης- Ο Έλληνας Βιετκόγκ- Μέρος 1ο


Ο Κώστας Σαραντίδης (Νγκουιέν Βαν Λαπ) αφηγείται την προσωπική του ιστορία: Πώς βρέθηκε στο Βιετνάμ και πολέμησε για 19 χρόνια στο πλευρό των ανταρτών



Στη Λεγεώνα των Ξένων


«Οταν εντάχθηκα στη Λεγεώνα των Ξένων ήταν Αύγουστος του 1945. Στρατεύτηκα στην Ιταλία, στη Ρώμη. Από εκεί, με στείλανε στην Αλγερία. Στην Μπελαμπές. Είναι μια μεγάλη πόλη, που ήταν η έδρα της Λεγεώνας των Ξένων. Εκεί γίνονταν οι ανακατατάξεις. Ποιοι θα μείνουν, ποιοι θα πάνε. Περάσαμε γιατρούς, ενέσεις. Μετά μας έστειλαν να πάμε στην τότε λεγόμενη Ινδοκίνα. Σκοπός ήταν, μας είπαν, να πάμε να αφοπλίσουμε τους Γιαπωνέζους. Αυτή τη δικαιολογία μάς είπαν οι Γάλλοι. Ιανουάριο του '46, μπαρκάραμε σ' ένα μεγάλο βαπόρι, και κάναμε τη διαδρομή από τ' Αλγέρι ως τη Σαϊγκόν. Είκοσι τόσες μέρες. Φθάσαμε στις 4 του Φλεβάρη 1946 στη Σαϊγκόν...».


Σαϊγκόν: Γιαπωνέζοι, Άγγλοι και αντάρτες

«Εμείς φθάσαμε στη Σαϊγκόν για να αφοπλίσουμε τους Γιαπωνέζους. Αλλά όταν ήρθαμε στη Σαϊγκόν, Γιαπωνέζους δεν είδαμε. Δεν υπήρχαν Γιαπωνέζοι. Οι πιο πολλοί Γιαπωνέζοι είχαν επαναπατριστεί, από τους Αμερικάνους κι από τους Αγγλους. Κάτι λίγοι, που τους είχαν ακόμη αιχμάλωτους, έκαναν διάφορα έργα, ήταν του Μηχανικού. Μόλις πήγαμε, την πρώτη μέρα κιόλας, δεχτήκαμε τα πρώτα πυρά. Από τους αντάρτες. Πήγαμε σαν Δούρειος Ιππος. Ντυμένοι με αγγλικές στολές, με αγγλικό εξοπλισμό. Απαγορευόταν να μιλάμε γαλλικά. Οταν φθάσαμε στη Σαϊγκόν, το μεσημέρι, φύγαμε με το τρενάκι για να πάμε στη Φουλούκ, είναι μια πόλη δεκαεφτά χιλιόμετρα. Ομως, στο στρατόπεδο που ήταν να πάμε, ο αξιωματικός του ινδοκινεζικού στρατού δε μας δέχτηκε. Γιατί ήξερε τις συνέπειες: Θα φιλοξενούσε τον εχθρό, όχι έναν σύμμαχο. Οι Αγγλοι ήταν σύμμαχοι των Ινδοκινέζων στο Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Και οι Αμερικάνοι ήταν στο λεγόμενο μέτωπο Βιετ Μινχ, Βιετναμέζων και συμμάχων. Εμείς όμως, ήμασταν εκτός παιχνιδιού. Μείναμε, λοιπόν, στα προάστια. Την ίδια νύχτα, δεχτήκαμε πυρά και χάσαμε δύο λεγεωνάριους. Ηταν το πρώτο βάπτισμα πυρός. Που άρχισε να μας προβληματίζει. Να μας βάζει σε σκέψεις».


«Τι κάνουμε εδώ;»

«Εγώ δεν είχα παιδεία, πολιτική σκέψη και μορφωτικό επίπεδο, για να κάνω μια ανάλυση στα γεγονότα. Ημουν 18 χρονών. Αλλά κατάλαβα ότι γινόμουν κατακτητής. Αντικαθιστούσα το Γερμανό, τον Βούλγαρο και τον Ιταλό στην πατρίδα μου. Διερωτήθηκα, μαζί με τον άλλον Ελληνα, τον Κώστα τον Φιτσιτσόγλου, που είναι τώρα στην Κέρκυρα, κι ήμασταν στο ίδιο τάγμα, αλλά σε ξεχωριστό λόχο: Τι κάνουμε εδώ; Τι δουλιά έχουμε εμείς στο Βιετνάμ; Τότε πήρα την απόφασή μου: Να ψάξω να βρω. Εψαχνα, λοιπόν, να βρω. Για τέσσερις μήνες, έψαχνα να μάθω, συγκεκριμένα, τι συνέβαινε, ποιοι είναι οι Βιετ Μινχ. Οι Γάλλοι βγαίνανε περιπόλους, καίγανε, σφάζανε, ρημάζανε τα πάντα. Μας λέγανε όταν ρωτάτε "Τι είσαι εσύ;", αν σας απαντάει είναι του Βιετνάμ, αφήστε τον να φύγει, αν σας απαντήσει ότι είναι Βιετ Μινχ, τσακώστε τον. Αλλά ποιος θα έλεγε ότι ήταν αντάρτης; Ολοι έλεγαν ότι ήταν του Βιετνάμ. Τους αφήναμε. Υστερα, καταλάβαμε τι ήταν οι Βιετ Μινχ. Σιγά σιγά, έψαχνα τρόπο να βρω σύνδεση. Είχα πει και στους άλλους. Και στον Φιτσιτσόγλου είχα γράψει γράμμα, και στον Παναγιώτη Π., τον άλλο λεγεωνάριο. Τους έλεγα, δεν κάθομαι. Θα φύγω. Ημασταν τέσσερις Ελληνες λεγεωνάριοι. Ο ένας μάθαμε ότι τραυματίστηκε και επέστρεψε επειγόντως στη Γαλλία. Από τότε, δεν τον ξαναείδαμε. Από τους άλλους δύο, ο ένας, ο Φιτσιτσόγλου, λιποτάκτησε, βγήκε κι αυτός μαζί μου στο βουνό. Τον άλλο, τον Παναγιώτη Π., όταν επιστρέψαμε στην Ελλάδα, τον ανταμώσαμε εδώ».

«Μετά από τέσσερις μήνες, πλιάτσικου, κλεψιών, πυρπολήσεων, επιδρομών, που με είχαν κάνει να βγω έξω από τα ρούχα μου, βρήκαμε μια σύνδεση. Ημουν έξω από τη Φαν Τιεχ οκτώ χιλιόμετρα, σε μια εκκλησία μέσα, στο φυλάκιό μου. Εκεί ο λοχαγός μου παντρεύτηκε μια Βιετναμέζα, την έφερε στο φυλάκιο. Εγώ ήμουν μικρό παιδί, ζωηρό λιγάκι, σαν Ελληνας, και την πείραζα. Μαζί μου ήταν κι ένας Ισπανός. Στην ίδια ομάδα. Λεγόταν Σάντο Μερίνος. Ηταν στο Δημοκρατικό Στρατό της Ισπανίας. Δεν μπόρεσε να μείνει εκεί, μετά τη νίκη του Φράνκο. Με αυτόν συζητούσαμε, με ερέθισε, με ξύπνησε πιο πολύ, το παραδέχομαι, δεν έχω τίποτα να ντραπώ, έμαθα πολλά από αυτόν. Με δίδασκε περί ηθικής του ανθρώπου. Τον θεωρούσα αδερφό. Για κάθε τι που έκανα, τον συμβουλευόμουν. Του λέω, με συγχωρείτε για τη φράση μου, θα βάλω χέρι στη γυναίκα του λοχαγού. Μου λέει, στα ισπανικά, calma, πρόσεξε. Του λέω, κάτσε, ρε Μερίνος. Αυτή πήγε με το λοχαγό για να γίνει γυναίκα του, ή για λεφτά; Τη βλέπαμε για πόρνη. Πήγα να της δώσω ένα ποσό διακόσια - τρακόσια φράγκα γαλλικά, μεγάλο ποσό, και τα δέχτηκε. Του το λέω του Ισπανού, τα δέχτηκε. Μου λέει και πάλι, πρόσεχε. Την επόμενη μέρα, μου τα επιστρέφει. Εκεί μπήκε το ερωτηματικό.

Γιατί να μου τα επιστρέψει; Με δοκίμαζε; Μια ευκαιρία μου παρουσιάστηκε όταν έλειπε ο λοχαγός. Είχα την απόλυτη εμπιστοσύνη του, οι περισσότεροι άλλοι ήταν Γερμαναράδες, μου άφησε τη φύλαξη του φυλακίου. Βρήκα, λοιπόν, την ευκαιρία να την ενοχλήσω, κατά τη δικιά μου γνώμη στην αρχή. Αλλά όταν είδα ότι η κοπέλα δεν ήταν αυτό που νόμιζα, τότε κατάλαβα ότι εδώ βρισκόταν αυτό που ήθελα εγώ. Μια επαφή. Την άλλη μέρα, ήρθε ο λοχαγός από την υπηρεσία, πέρασαν τρεις - τέσσερις ημέρες, όλα μέλι γάλα, δε δόθηκε καμία αφορμή στο λοχαγό να με ενοχλήσει, εκείνη φυσικά δεν ανέφερε τίποτα. Λέω, όλα εντάξει. Κάνω μια αίτηση να πάω στην πόλη. 24 ώρες άδεια. Ο λοχαγός μου λέει, για σένα δεν έχει τίποτα στην πόλη. Εννοούσε ότι δεν ήμουν μεγάλος, ήμουν νέος, αλλά εγώ ήθελα να ξεσκάσω. Η κοπέλα την αίτηση που έκανα εγώ στα γαλλικά τη διάβασε. Ενώ με μένα δε μιλούσε γαλλικά. Εκανε την ανήξερη. 

Μεσάνυχτα, με καλεί ο λοχαγός. Ταράχτηκα, μεσάνυχτα, λέω του Μερίνος, τι να συμβαίνει. Μου λέει, αφού στο είπα, να προσέξεις... Μπαίνουμε στου λοχαγού το γραφείο, μου λέει θα πάρεις μια άδεια, και θα πας με τη γυναίκα μου να ψωνίσει ζαρζαβατικά. Δεν είχαμε στο φυλάκιο. Μην τα πολυλογώ, πήγα την επόμενη μέρα μαζί της, σαν ιπποκόμος, σαν ορντινάτσα της. Μπαίνει εδώ, μπαίνει εκεί, σε κάθε μαγαζί, βγαίνει άπρακτη. Τι συμβαίνει; Μου απαντά δεν έχουν, θα φέρουν την άλλη μέρα. Ψυλλιάστηκα. Δεν αγόραζε τίποτα, ενώ η λαϊκή αγορά ήταν δίπλα. Μπορούσε να πάρει ζαρζαβατικά, λάδι, ψάρια, ό,τι ήθελε. Είχε το ψευδώνυμο Λιλί, από τη Λιλί Μαρλέν. Της λέω, Λιλί, δεν πάμε, να προλάβεις; Λέει θα δούμε. Το μεσημέρι, μου λέει πάμε στη μαμά μου να φάμε. Πήγαμε έξω από την πόλη, προς το νοσοκομείο, σε μια παραγκούλα. Μπήκαμε μέσα, μας φίλεψε η γριούλα. Το μεσημέρι, αφού αποφάγαμε, πήγαμε να πλαγιάσουμε. Εγώ πήγα, πλάγιασα, έριξα και την κουνουπιέρα, και σε δυο λεπτά τη βλέπω, έρχεται στο κρεβάτι μου. Μου λέει, ξέρω γιατί ήρθες. Της απαντάω, εγώ ήρθα για να δω τους άλλους Ελληνες, τους φίλους μου. 

Μου λέει όχι, ο φίλος σου είναι στη Νιαν Τραν, 60 χιλιόμετρα μακριά, μη λες ψέματα, ξέρω γιατί ήρθες. Ηθελε να δοθεί. Εγώ το απόκλεισα. Τελείωσε αυτό, γυρίσαμε πίσω. Τα διηγούμαι στο Μερίνος, έτσι κι έτσι. Μου λέει, "στο είπα, πρόσεχε. Στην Ισπανία είχαμε πάρα πολλές κοπέλες που δούλευαν για το Δημοκρατικό Στρατό. Αυτές οι γυναίκες είναι επικίνδυνες". Με ρωτάει, κοιμήθηκες μαζί της; Λέω, όχι, δεν ήθελα, με κανέναν τρόπο. Μου λέει, "καλά έκανες, γιατί αύριο πώς θα την αντιμετωπίσεις;" Και πράγματι, από την άλλη μέρα, η κοπέλα αυτή είχε απόλυτη εμπιστοσύνη σ' εμένα. Καταστρώνουμε σχέδιο για να φύγουμε. Δυστυχώς δεν προλάβαμε, γιατί ήρθε νέα εντολή, μετακινείται ο λοχαγός, φεύγει μαζί με τη γυναίκα του. Την ίδια μέρα, έρχεται ένα άλλο απόσπασμα, μας αντικαθιστά κι εμείς πάμε βόρεια, σε άλλη πόλη. Χάσαμε την κοπέλα».


Ο τροφοδότης


«Στην άλλη πόλη, πιάσαμε έναν τροφοδότη, που εφοδίαζε το αντάρτικο. Είχε πολλά χρήματα μαζί του. Του αρχιλοχία, ενός Γερμανού φασίστα, θάμπωσαν τα μάτια του. Τον πήρε αιχμάλωτο. Τον ταλαιπώρησαν, υπέφερε πολλά. Μην τα πολυλογώ, του ανοίχτηκα εγώ, ήξερα πια την κατάσταση. Του λέω, αυτός είμαι εγώ, είμαι Ελληνας, θέλω να αυτομολήσω. Ανοίγεται κι αυτός και λέει, μαζί σου. Και οργανώνουμε εγώ με τον Ισπανό, τον Μερίνος, ο Βιετναμέζος, ο Λιε Του Μπιεν, ο τροφοδότης του αντάρτικου, κάνει εράνους και τροφοδοτεί με τρόφιμα, και αφήνουμε και είκοσι πέντε αιχμάλωτους πολίτες ελεύθερους. Οι Γάλλοι τους μάζευαν αυτούς πιο πολύ για αγγαρείες. Και χρέωναν ότι οι εργάτες πληρώθηκαν τόσα ντονγκ στην ημέρα, και τα έπαιρναν οι αξιωματικοί».


Αντάρτης

«Πήραμε ένα οπλοπολυβόλο, δύο όπλα, δύο κιβώτια χειροβομβίδες, και φύγαμε στο βουνό. Δύο τα χαράματα, 4 Ιούνη του 1946. Για να φτάσουμε στο αντάρτικο, πέρασαν δυο μέρες ταλαιπωρία. Χάσαμε και το δρόμο. Ο Μπιεν, από τις πληγές που είχε από τα βασανιστήρια, είχε χάσει τον προσανατολισμό του. Εν τω μεταξύ, αποβραδίς είχε βρέξει, η άμμος είχε καθίσει. Και τη νύχτα που περάσαμε αφήσαμε ίχνη. Και βγήκαν και μας κυνηγούσαν, μέσα στα μεσάνυχτα. Αλλά μόλις έφτασαν στη ζούγκλα, γύρισαν πίσω. Μετά από δύο μέρες, ανταμώσαμε ένα τάγμα, στρατιώτες. Αλλά μόλις τους ανταμώσαμε, λέω στον Μερίνος, πόσα χρόνια βάσταξε ο πόλεμος στην Ισπανία; Μου λέει, από το '36 μέχρι το '39. Του λέω, εδώ θα φτάσουν τα γένια μας στα γόνατα. Δε βλέπεις; Ολοι είχαν γιαταγάνια, σπαθιά, ή μαχαίρια κρεμασμένα. Σε όλο το τάγμα, το λεγόμενο Κι Ντόι Μοτ, είχαν δυο όπλα! Κι οι αξιωματικοί, από ένα ρεβόλβερ. Εμείς φέραμε αυτά, μας είχαν σα θεούς. Σφάξανε ένα μοσχάρι, δύο ημέρες περάσαμε πολύ ωραία.


Δεν ξέραμε πού θα πηγαίναμε. Αλλά μας είχε ενημερώσει η Λιλί. Μας είπε ότι επρόκειτο για μια οργάνωση σαν το FFI στη Γαλλία, τους μακί, σαν το ΕΑΜ στην Ελλάδα. Κι εγώ ησύχασα. Δεν προσπάθησα ποτέ πια να σηκώσω χέρι επάνω της, ενώ πριν προσπαθούσα να της αποσπάσω κανένα φιλάκι, μετά την είχα σα θεά».

Το βάπτισμα


«Την τρίτη ημέρα, περάσαμε το βάπτισμα. Δοκιμασία εμπιστοσύνης. Χτυπάει συναγερμός. Ερχεται ένας οπλίτης. Μας παίρνει και βγαίνουμε στο βουνό να κρυφτούμε. Εγώ με τον Μερίνος μιλάγαμε, και σαν Ευρωπαίοι, μιλάγαμε κάπως δυνατά. Μας λέει ο οπλίτης, silence, silence! Στο δρόμο είναι οι Γάλλοι! Μόλις το άκουσα αυτό, τα έχασα. Θα έρθουν οι Γάλλοι, και δίχως όπλο του λέω; Του κάνω νόημα, θα τους αντιμετωπίσουμε εμείς, εγώ με τον Ισπανό, που είχαμε όπλα, τους Γάλλους, εσύ να φύγεις. Να γλιτώσει αυτός και ο φίλος του, να μην πέσουν στα χέρια των Γάλλων. Ε, αυτό ήταν. Σε πέντε λεπτά, τελειώνει ο συναγερμός, έκανε την αναφορά του, ως φαίνεται, κι είπε ποια ήταν η συμπεριφορά μας, κι έρχεται ο ταγματάρχης, μας παίρνει αγκαλιά και μας βάπτισε, μας έδωσε το όνομα Νγκουιέν Βαν Λαπ [Nguyen Van Lap] εμένα, Νγκουιέν Βαν Ντουί τον άλλο».

Συνεχίζεται...


Φωτογραφίες

Φωτογραφία με Βιετναμέζο αξιωματικό


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου