Παρασκευή 28 Μαρτίου 2014

Γερμανοί αντιφασίστες στις τάξεις του ΕΛΑΣ (μέρος Α)

Το παρακάτω προέρχεται από το βιβλίο του Erik Eberhard 

Η ανυπακοή, η αντίσταση και η αυτομόληση δεν ήταν άγνωστα φαινόμενα στη Βέρμαχτ, τον γερμανικό στρατό του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ανάμεσα στο 1939 και το 1945 λειτούργησαν στη Βέρμαχτ 1.000 με 1.200 στρατοδικεία, τα οποία εκδίκασαν περίπου τρία εκατομμύρια υποθέσεις υπονόμευσης της αμυντικής ισχύος, ανυπακοής, εσχάτης προδοσίας.

Στις δίκες αυτές καταδικάσθηκαν περίπου 1,3 εκατομμύρια στρατιωτικοί, από τους οποίους οι 370.000 σε «βαριές ποινές», δηλαδή σε φυλάκιση άνω των έξι μηνών. Σε αυτές τις καταδίκες συμπεριλαμβάνονται περίπου 30.000 θανατικές, από τις οποίες εκτελέσθηκαν περισσότερες από 20.000. Επιπλέον, υπήρξε ένας μεγάλος αριθμός εκτελέσεων στρατιωτών της Βέρμαχτ που διατάχθηκαν από έκτακτα στρατοδικεία ή διαπράχθηκαν από τη στρατονομία και τα SS χωρίς να έχει προηγηθεί δίκη. Ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια των τελευταίων μηνών του πολέμου χιλιάδες στρατιώτες απρόθυμοι να πολεμήσουν έπεσαν θύματα αυτών των συνοπτικών διαδικασιών. Συνολικά η στρατιωτική δικαιοσύνη είχε περισσότερα θύματα απ’ ό,τι τα περιβόητα έκτακτα δικαστήρια και το Ανώτατο Λαϊκό Δικαστήριο, στο οποίο προήδρευε ο Ρόλαντ Άισλερ.


Οι περισσότεροι απ’ τους εκτελεσθέντες στρατιώτες είχαν καταδικασθεί για το αδίκημα της λιποταξίας. Από τους 35.000 στρατιώτες της Βέρμαχτ που βρέθηκαν ένοχοι για λιποταξία, το 65% καταδικάσθηκε σε θάνατο. Από αυτές τις περίπου 23.000 θανατικές καταδίκες εκτελέστηκαν πάνω από 15.000. Ο αριθμός των καταδικαστικών αποφάσεων αποτελεί, όμως, μόνον την κορυφή του παγόβουνου του φαινομένου των λιποταξιών, γιατί πολλοί λιποτάκτες διέφυγαν ιη σύλληψη. Οι υπολογισμοί των λιποτακτών ανεβάζουν τον αριθμό τους σε πάνω από 100.000 περιπτώσεις. Στην τελική φάση του πολέμου η λιποταξία από τη Βέρμαχτ αποτελούσε μαζικό φαινόμενο. Την κατεύθυνση για τη σκληρή τιμωρία των λιποτακτών την είχε δείξει ο ίδιος ο Χίτλερ στο βιβλίο του Ο Αγών μου: «Στο μέτωπο μπορεί κανένας να πεθάνει, ως .λιποτάκτης πρέπει  να πεθάνει». Μετά την καταστροφή στο Στάλινγκραντ και την αύξηση του αριθμού των λιποταξιών, η ναζιστική στρατιωτική δικαιοσύνη σκλήρυνε ακόμη περισσότερο τη στάση της. Όλες οι οδοί διαφυγής ήταν γεμάτες θανάσιμους κινδύνους. Στην πατρίδα ή στις κατεχόμενες ο λιποτάκτης κινδύνευε να πέσει πάνω σε ένα από τα πολλά σημεία έλεγχου. Τα σύνορα με τις ουδέτερες χώρες φυλάσσονταν αυστηρά, ενώ ορισμένες, όπως η Ελβετία, απέλαυναν τους πρόσφυγες. Υπήρχαν βέβαια και περιπτώσεις, σε γερμανικές εργατικές συνοικίες, όπου το πλήθος, κυρίως γυναίκες, παρεμπόδισαν με επιτυχία τη σύλληψη λιποτακτών.

Κατά τις τελευταίες εβδομάδες του πολέμου ο αριθμός των λιποταξιών εκτινάχθηκε στα ύψη. Μαζί του, όμως, μεγάλωσε και ο αριθμός των λιποτακτών που απαγχονίστηκαν με συνοπτικές διαδικασίες από το πιο κοντινό δένδρο ή τουφεκίστηκαν μπροστά στον πρώτο τοίχο. Ακόμη και μετά τη συνθηκολόγηση του ναζιστικού καθεστώτος, οι στρατoδίκες συνέχισαν το αιματηρό τους έργο και εκτελέσεις πραγματοποιήθηκαν και μετά τις 8 Μαΐου 1945. Παραδείγματος χάριν, οι ναύτες Μπρούνο Ντέρφερ και Ράινερ Μπεκ, οι ο ποίοι είχαν προσχωρήσει στην ολλανδική Αντίσταση μετά την απελευθέρωση της Ολλανδίας από τους Συμμάχους, κλείστηκαν σε ένα στρατόπεδο αιχμαλώτων κοντά στο Άμστερνταμ, όπου και καταδικάσθηκαν από ένα στρατοδικείο που έστησαν Ναζί αξιωματικοί. Οι αξιωματικοί που ήταν αφοπλισμένοι ζήτησαν και έλαβαν καραμπίνες από τους Καναδούς φρουρούς τους για να εκτελέσουν την απόφαση στις 13 Μαΐου 1945.

Για υπονόμευση της αμυντικής ισχύος καταδικάσθηκαν πάνω από 30.000 στρατιώτες της Βέρμαχτ. Συχνά είχαν καταδοθεί από άλλους στρατιωτικούς εξαιτίας προσωπικών αντιζηλιών, καιροσκοπισμού ή πολιτικού φανατισμού. Σε αυτούς θα πρέπει να προσθέσει κανείς δεκάδες, αν όχι εκατοντάδες χιλιάδες άλλους «υπονομευτές της αμυντικής ισχύος» , των οποίων οι αντιπολεμικές και αντικαθεστωτικές εκδηλώσεις δεν έγιναν αντιληπτές ή δεν καταδόθηκαν.

Η αυτομόληση στον εχθρό ή στην Αντίσταση στις κατεχόμενες χώρες αποτελούσε τη ριζικότερη μορφή ρήξης με τη Βέρμαχτ. Η πλειονότητα αυτών που αυτομόλησαν υπήρξαν μέλη και συμπαθούντες του εργατικού κινήματος. ΟΙ περισσότεροι αυτομόλησαν στον Κόκκινο Στρατό ή σε Σοβιετικούς παρτιζάνους. Ορισμένοι υπολογισμοί ανεβάζουν τον αριθμό των αυτομολησάντων Γερμανών στρατιωτικών στο ανατολικό μέτωπο σε 100.000, αν και πιο ρεαλιστικές φαίνονται οι εκτιμήσεις που τους υπολογίζουν σε αρκετές δεκάδες χιλιάδες. Από το καλοκαίρι του 1943 ο αριθμός των αυτομόλων αυξήθηκε. Στην Κριμαία εκατοντάδες στρατιώτες εγκατέλειψαν τις θέσεις τους και αυτομόλησαν με τον οπλισμό τους στα σοβιετικά στρατεύματα. Τον Απρίλιο του 1944, βόρεια από τη Συμφερούπολη, αυτομόλησαν δύο διμοιρίες ενός πειθαρχικού τάγματος. Στην περιοχή των Λευκορώσων παρτιζάνων υπήρχαν περί τους 100 Γερμανούς στρατιώτες που μάχονταν στο πλευρό τους. Τον Δεκέμβριο του 1944 στην Ουγγαρία αυτομόλησαν 480 Γερμανοί στρατιώτες. Η αυτομόληση αποτελούσε ένα αποτελούσε ένα εξαιρετικά επικίνδυνο διάβημα, γιατί υπήρχε ο κίνδυνος να συλληφθεί κανείς από τη στρατονομία και να εκτελεσθεί πάραυτα. Σε αρκετές περιπτώσεις οι αυτομολούντες ήρθαν σε σύρραξη με τους νομιμόφρονες στο καθεστώς στρατιώτες. Συχνά έπρεπε να συλλάβουν ή να εξουδετερώσουν τους αξιωματικούς. Τέλος, οι στρατιώτες του εχθρού δεν αντιλαμβάνονταν πάντοτε την πρόθεση των Γερμανών στρατιωτών να αυτομολήσουν. με αποτέλεσμα αυτοί να βρίσκονται ανάμεσα σε δύο πυρά.

Στη Γαλλία, μετά την απόβαση των Συμμάχων στη Νορμανδία, σημαντικός αριθμός Γερμανών στρατιωτών προσχώρησε στη γαλλική Αντίσταση. Στις προσχωρήσεις αυτές συνέβαλαν Γερμανοί εμιγκρέδες-μέλη του εργατικού κινήματος, οι οποίοι διενεργούσαν προπαγάνδα ανάμεσα στους Γερμανούς στρατιώτες σε συνεργασία με τη γαλλική Αντίσταση. Στην Ιταλία ο αριθμός των Γερμανών που αυτομόλησαν στην Αντίσταση ήταν πολύ μικρότερος, αλλά σε όλα τα μεγάλα σώματα ήταν ενταγμένοι πρώην στρατιώτες της Βέρμαχτ. Στη Γιουγκοσλαβία, πάνω από 2.000 στρατιωτικοί της Βέρμαχτ αυτομόλησαν στις σοβιετικές δυνάμεις κατά την απελευθέρωση του Βελιγραδίου. Αλλά και στη γιουγκοσλαβική Αντίσταση προσχώρησαν μικρότερες ή μεγαλύτερες ομάδες Γερμανών στρατιωτών, ιδίως στην περιοχή του Σαράγεβο. Στο αντάρτικο του Τίτο συγκροτήθηκε το Τάγμα Τέλμαν, από το όνομα του ηγέτη του ΚΚ Γερμανίας, με 90 αυτομολήσαντες Γερμανούς και 110 Γερμανούς μέλη της γερμανικής μειονότητας στη Γιουγκοσλαβία. Τον Νοέμβριο του 1943 το τάγμα υπέστη μεγάλες απώλειες οε σύγκρουση με γερμανικά τανκς, έτσι ώστε το 1944 χρειάσθηκε να ανασυγκροτηθεί. Στη νέα μεραρχία πεζικού των Γιουγκοσλάβων παρτιζάνων συμπεριλαμβάνονταν 369 Γερμανοί.

Στην Ελλάδα, η αντίσταση των Γερμανών στρατιωτών στο ναζισμό ήταν ισχυρότερη στις τάξεις των «πειθαρχικών ταγμάτων 999» (Bewährungsbataillone). Τα τάγματα αυτά, τριάντα τον αριθμό, συγκροτήθηκαν στα μέσα του 1942 και επανδρώθηκαν με 28.000 στρατιώτες που είχαν κριθεί παλαιότερα «ανάξιοι να υπηρετήσουν », κυρίως για πολιτικούς λόγους. Αντίθετα, στο «αναμορφωτικό σώμα 500» δύναμης 27.000 ανδρών υπερείχαν οι καταδικασμένοι για ποινικά και στρατιωτικά αδικήματα. Η μαχητική ικανότητα αυτού του σώματος ελάχιστα υπολειπόταν από εκείνη των κανονικών μονάδων.  Μετά, όμως, τις αρνητικές εμπειρίες κατά την εκστρατεία της Βόρειας Αφρικής, η διοίκηση της Βέρμαχτ ενσωμάτωσε σε κάθε τάγμα 999 έναν σημαντικό αριθμό ποινικών καταδίκων για να ελέγχει τους πολιτικούς. Οι κατάδικοι του κοινού ποινικού δικαίου είχαν την ευκαιρία να αποκατασταθούν με την επίδειξη καλής διαγωγής και ανδρείας. ΟΙ πολιτικοί στα τάγματα 999 ανέρχονταν συνολικά σε 11000, αντιπροσώπευαν δηλαδή περίπου το 30% της δύναμής τους. Για να δυσχεραίνονται οι επαφές μεταξύ των πολιτικών, η διοίκηση μετέβαλλε κατά τακτά διαστήματα τη σύνθεση των διμοιριών.

Από την άνοιξη του 1943 άρχισαν να σταθμεύουν πειθαρχικά τάγματα 999 στην Ελλάδα (Πελοπόννησος, νησιά Ανατ. Αιγαίου, Θεσσαλία και για κάποιο διάστημα και στα Ιόνια). Χρησιμοποιούνταν για τη φύλαξη των ακτών και τοποθετούνταν ανάμεσα σε κανονικές μονάδες του στρατού και των SS. Παρ’ όλο που ως αξιωματικοί και υπαξιωματικοί υπηρετούσαν στα 999 κυρίως φανατικοί Ναζί, η στρατιωτική ηγεσία δεν είχε εμπιστοσύνη στις μονάδες αυτές και δεν τις χρησιμοποιούσε σε δύσκολες επιχειρήσεις. Τις αντιμετώπιζε σαν “τροφή για τα κανόνια” και στην Ελλάδα τις χρησιμοποιούσε για τη φύλαξη ήδη εκκαθαρισμένων περιοχών. Αυτό, όμως, επέτρεπε την επαφή με τον ντόπιο πληθυσμό και την αυτομόληση στρατιωτών με τον οπλισμό τους στον ΕΛΑΣ. Στην Πελοπόννησο η Βέρμαχτ τοποθέτησε τα τάγματα 999 στο εκτεθειμένο στην ελονοσία βορειοδυτικό τμήμα της χερσονήσου, γύρω απ6 την Αμαλιάδα.

Ήδη τον Ιούλιο του 1943 στρατιώτες από τις μονάδες αυτές είχαν συνδεθεί με ιταλικές μονάδες και σχεδίαζαν να αυτομολήσουν ομαδικά στον ΕΛΑΣ. Το σχέδιο προδόθηκε και ο επικεφαλής κομμουνιστής Φραντς Τσέρνυ, που ανέλαβε την αποκλειστική ευθύνη για την απόπειρα, εκτελέστηκε στην Άνω Μανωλάδα. Οι στρατιώτες των ταγμάτων 999 στην περιοχή της Αμαλιάδας συνέχισαν να έχουν επαφή με το ΕΑΜ/ΕΛΑΣ μέσω μιας παράνομης ομάδας με ηγέτες τον Βερολινέζο κομμουνιστή Βέρνερ Ίλμερ και τον πρώην αθλητή Φραντς Σάιντερ από το Μόναχο. Η ομάδα έδρευε στο 40 Τάγμα Φρουράς Οχυρών Πεζικού 999 στην Αμαλιάδα, αλλά επηρέαζε και άλλα τάγματα. Η ελληνική Αντίσταση , ενημερωμένη για τη φύση των γερμανικών μονάδων, ανέγραφε στους τοίχους της Αμαλιάδας συνθήματα που απευθύνονταν στους Γερμανούς κομμουνιστές στρατιώτες, οι οποίοι, κατά τη μαρτυρία του Κουρτ Νέτμπαλ, αντιλαμβάνονταν το περιεχόμενό τους παρ ‘ όλο που ήταν γραμμένα στα ελληνικά. Στα ταβερνάκια της περιοχής γινόταν η ανταλλαγή των πληροφοριών:  «Από μας οι αντάρτες έπαιρναν κάθε πληροφορία που επιθυμούσαν, δύναμη των μονάδων, είδος του οπλισμού, ονόματα των αξιωματικών, σχέδια ενεργειών καθώς και ονόματα Ελλήνων που είχαν κοινωνικές επαφές με τους αξιωματικούς, για να προλάβουμε έγκαιρα τους καταδότες»


Χάρη σε αυτές τις πληροφορίες, τον Ιούλιο του Ι943 διέφυγαν τη σύλληψη οι άνδρες του χωριού Γεράκι, στη διάρκεια μιας επιχείρησης τιμωρίας της Βέρμαχτ. Το ΕΑΜ, με τη σειρά του, αναλάμβανε την εκτύπωση προκηρύξεων που συνέτασσαν οι Γερμανοί αντιφασίστες και ρίχνονταν στις γερμανικές μονάδες. Όταν η δραστηριότητα του Ίλμερ κινδύνευε να γίνει αντιληπτή απ’ τους αξιωματικούς του, αυτός διέφυγε με δύο συνεργάτες του. τον Φεβρουάριο του 1944, και αυτομόλησε στον ΕΛΑΣ. απ’ όπου συντόνιζε την προπαγάνδα που απευθυνόταν στις γερμανικές μονάδες. H τοπική διοίκηση της Βέρμαχτ δεν είχε ψευδαισθήσεις για τη μαχητική αξία των μονάδων αυτών και σε έκθεση της, τον Μάιο του 1944, τις θεωρούσε έτοιμες να αυτομολήσουν.


«Γερμανοί στρατιώτες υπάρχει ακόμα καιρός!» Προκήρυξη του ΕΛΑΣ, με έκκληση προς τους Γερμανούς στρατιώτες να προσχωρήσουν στις τάξεις του

Γερμανοί αντιφασίστες με αντάρτες του ΕΛΑΣ. Στην πρώτη σειρά (δεύτερος με το όπλο στο χέρι) ο Λούντβιχ Γκεμ


3 σχόλια:

  1. Μπράβο πολύ καλώ κείμενο, δεν θα έπρεπε να διδάσκονται στα σχολεία?
    Ικαριος

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Στην γειτονία μου την Κοκκινιά οι παλιοί μιλούσαν για ένα αντιφασίστα Γερμανό που είχε προσχωρήσει στις τάξεις της Αντίστασης, λέγανε ότι εκεί στα Κιλικιανά, οδούς Καισαρείας, Ταρσού, Ιωνίας (γειτονιά της Κοκκινιάς) έτρεχε με ένα αυτόματο στα χέρια από δρόμο σε δρόμο και πολεμούσε. Πόσο αλήθεια είναι δεν ξέρω, σε όλα αυτά πάντα υπάρχει και μια μυθολογία.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Είδα κάτι για στρατοδικείο στην Βέρμαχτ ...

    Λοιπόν υπάρχει και ένα στρατοδικείο για SS αξιωματικό γιατί εκτέλεσε Εβραίους!

    http://pluton22.blogspot.gr/2013/10/ss-ss.html

    ΑπάντησηΔιαγραφή