Κυριακή 3 Μαρτίου 2013

Ο αγώνας για τη χειραφέτηση των γυναικών στοιχείο της ταξικής πάλης - Μικρό ιστορικό


Από το Ριζοσπάστη

Η 8η Μάρτη είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με το εργατικό κίνημα, με τους αγώνες των εργατριών και την ιστορία τους. Στις 8 Μαρτίου 1857, οι εργαζόμενες στα ραφτάδικα της Νέας Υόρκης κατέβηκαν σε απεργία και πραγματοποίησαν μεγάλη διαδήλωση. Διεκδικούσαν ανθρώπινες συνθήκες δουλειάς και μείωση των ωρών εργασίας. Οι γυναίκες εκείνη την εποχή δούλευαν στα εργοστάσια ακόμα και 16 ώρες τη μέρα, ενώ οι μισθοί τους ήταν σημαντικά μικρότεροι από τους μισθούς των ανδρών. Ετσι, στα αιτήματα των εργατριών της Νέας Υόρκης περιλαμβανόταν η μείωση των ωρών εργασίας στις 10 αλλά και η εξίσωση των μισθών ανδρών και γυναικών. Η απεργία και οι μεγάλες μαχητικές διαδηλώσεις αντιμετωπίστηκαν από τους καπιταλιστές και την κυβέρνηση με την αστυνομία και τα όπλα και τελικά βάφτηκαν στο αίμα των εργατριών.

Η απεργία της 8ης του Μάρτη 1857 αναδείχθηκε σε μια από τις πιο σημαντικές στιγμές του παγκόσμιου εργατικού κινήματος. Η μεγάλη σημασία της έγκειται στο γεγονός ότι έθεσε στην πρώτη γραμμή το ζήτημα της πάλης για τα εργασιακά δικαιώματα και κατά της ανισοτιμίας ανδρών και γυναικών. Γι' αυτό και το 1910 η Κλάρα Τσέτκιν πρότεινε στη Β' Διεθνή Συνδιάσκεψη των σοσιαλιστριών γυναικών, δηλαδή γυναικών από κόμματα της εργατικής τάξης, την καθιέρωση της 8ης Μάρτη ως Παγκόσμιας Μέρας της Γυναίκας, προς τιμήν της μεγάλης διαδήλωσης των απεργών εργατριών της Νέας Υόρκης το 1857, πρόταση που έγινε αποδεκτή.

Η επικράτηση του καπιταλιστικού συστήματος έναντι της φεουδαρχίας σηματοδότησε μεγάλες αλλαγές όσον αφορά τη θέση της γυναίκας στην κοινωνία. Και αυτό γιατί ο καπιταλισμός, βάζοντας μαζικά τις γυναίκες στην παραγωγή, δημιούργησε τις προϋποθέσεις για να αναπτυχθούν και η πάλη και οι αγώνες τους. Ωστόσο, οι συνθήκες ζωής και δουλειάς που επιφύλαξε για τις εργάτριες ο καπιταλισμός ήταν άθλιες.
Ο 19ος αιώνας, που συνδέεται με την ανάπτυξη της βιομηχανίας στις ανεπτυγμένες τότε καπιταλιστικές χώρες, σχετίζεται άμεσα και στενά με τις απάνθρωπες συνθήκες εργασίας των γυναικών.

Στην Ευρώπη και την Αμερική, γυναίκες της εργατικής τάξης δούλευαν μαζί με ανήλικα παιδιά σε εργοστάσια και ορυχεία. Από τα χαράματα μέχρι το βράδυ, χωρίς καμία ώρα ξεκούρασης. Οποια τολμούσε να καθίσει το πλήρωνε κυριολεκτικά με αίμα. Δε διαχωρίζονταν από τους άντρες συναδέλφους τους, παρά μόνο στο μεροκάματο.
Η πρώτη γυναικεία απεργία έγινε στην αγγλική πόλη Ουόρτσεστερ το 1804 από τις εργάτριες που κατασκεύαζαν γάντια. Στις ΗΠΑ, η πρώτη αποκλειστικά γυναικεία απεργία έγινε το 1820 στις βιοτεχνίες ενδυμάτων του Νιού Ινγκλαντ, με αιτήματα για καλύτερες συνθήκες δουλειάς, αξιοπρεπείς μισθούς και μικρότερα ωράρια εργασίας. Το 1828 απήργησαν οι υφάντριες στο Ντόβερ, με επιτυχία 100%. Το 1831 τις ακολούθησαν οι Γαλλίδες καπελούδες. Το 1834 και το 1836 έγιναν δύο ακόμη μεγάλες απεργίες από τις βαμβακεργάτριες της βιομηχανίας Λόουελ στη Μασαχουσέτη, επίσης πετυχημένες. Το 1844, οι εργάτριες της συγκεκριμένης βαμβακοβιομηχανίας ίδρυσαν το πρώτο γυναικείο εργατικό σωματείο. Η έντονη δραστηριότητά του είχε ως αποτέλεσμα τις πρώτες μεταρρυθμίσεις στις συνθήκες εργασίας στην κλωστοϋφαντουργία.

Το 1900 οι εργαζόμενες στις βιομηχανίες ενδυμάτων συγκρότησαν μερικά από τα πιο σημαντικά σωματεία στην ιστορία των ΗΠΑ. Οι συνθήκες εργασίας στα κέντρα του εμπορίου ενδυμάτων στις μεγάλες πόλεις, όπως η Νέα Υόρκη, ήταν εκείνη την εποχή μεσαιωνικές. Συχνά εκδηλώνονταν πυρκαγιές που έθεταν σε κίνδυνο τη ζωή των εργατριών και των εργατών, ο φωτισμός κάτω από το οποίο έπρεπε να δουλεύουν ήταν ανεπαρκής, ο ήχος των μηχανημάτων εκκωφαντικός και το περιβάλλον ανθυγιεινό. Στις εργάτριες επιβάλλονταν πρόστιμα για οτιδήποτε βάζει ο νους: Επειδή μιλούσαν, επειδή γελούσαν ή τραγουδούσαν, για τους λεκέδες από τα λάδια των μηχανών πάνω στα υφάσματα, για τα γαζιά που ήταν πολύ σφιχτά ή πολύ χαλαρά.

Το Φλεβάρη του 1910 έγινε στη Νέα Υόρκη μια μεγάλη απεργιακή κινητοποίηση, στην οποία πήραν μέρος πάνω από 20.000 εργάτριες. Για 13 βδομάδες, μέσα στο καταχείμωνο, γυναίκες μεταξύ 16 και 25 ετών διοργάνωσαν και συμμετείχαν σε πικετοφορίες σε καθημερινή βάση. Σε αυτές δέχονταν συχνά την επίθεση των αστυνομικών. Τα δικαστήρια ήταν, φυσικά, προκατειλημμένα υπέρ των εργοδοτών. Ωστόσο, η απεργία δε διαλύθηκε, παρά μόνο όταν έγιναν συμβιβασμοί στις περισσότερες επιχειρήσεις. Ο ενθουσιασμός και το πείσμα των γυναικών υπήρξαν πρωτοφανείς. Ενα χρόνο αργότερα, στις 25 Μαρτίου του 1911, σε πυρκαγιά που ξέσπασε σε βιομηχανία έχασαν τη ζωή τους 146 εργάτες, ανάμεσά τους και πολλές γυναίκες, ηλικίας μεταξύ 13 και 25 ετών, που είχαν πρόσφατα μεταναστεύσει στις ΗΠΑ.

Το Μάρτη του 1911, ένα χρόνο μετά την καθιέρωση της 8ης Μάρτη ως Παγκόσμιας Μέρας της Γυναίκες, 1.000.000 άντρες και γυναίκες τίμησαν αγωνιστικά με μαζικές συγκεντρώσεις την επέτειο. Ακολούθησαν πολλές διαδηλώσεις γυναικών στις 8 του Μάρτη, διεκδικητικές και τιμητικές ταυτόχρονα.

Στις 8 Μάρτη 1912, 23.000 εργάτριες στην κλωστοϋφαντουργία της Νέας Υόρκης απήργησαν και ζήτησαν για μια κόμη φορά 10ωρο, καλύτερες συνθήκες, ίσο μισθό με τους άντρες, κατάργηση της παιδικής εργασίας και δικαίωμα ψήφου. Το σύνθημα «ψωμί και τριαντάφυλλα» κατέκλυσε τους δρόμους της Νέας Υόρκης και η αστυνομία έδωσε, ξανά, ένα άσχημο τέλος.

Στις 8 Μάρτη 1914 διαδήλωσαν χιλιάδες γυναίκες στη Γερμανία, διεκδικώντας δικαίωμα ψήφου, το οποίο κατέκτησαν ύστερα από 4 χρόνια.

Στις 8 Μάρτη 1917 (με το νέο ημερολόγιο) η απεργία γυναικών στον τομέα κλωστοϋφαντουργίας στη Ρωσία συνοδεύτηκε από μια τεράστια διαδήλωση στην Πετρούπολη.

Οι προσπάθειες αυτών των γυναικών σηματοδότησαν το ξεκίνημα ενός οργανωμένου γυναικείου κινήματος. Ήταν  όπως έγραψε η Κλάρα Τσέτκιν, σαν το χελιδόνι που προαναγγέλλει τον ερχομό της άνοιξης.

Στην Ελλάδα, η πρώτη απεργία εργατριών έγινε στις 13 Απρίλη 1892, από τις υφάντριες του εργοστασίου των Αδελφών Ρετσίνα, στον Πειραιά. Εκείνη τη χρονιά, οι εργοδότες αποφάσισαν να μειώσουν την αμοιβή των εργατριών, από 80 σε 65 λεπτά το τόπι υφάσματος.

Τα επόμενα χρόνια, οι γυναίκες της εργατικής τάξης έλαβαν μέρος σε πολλές κινητοποιήσεις, δίνοντας και θύματα στον αγώνα για την κατάκτηση των εργασιακών τους δικαιωμάτων, κάνοντας το πρώτο ουσιαστικό βήμα για τη χειραφέτηση και την ισοτιμία τους.

Το 1924 οι καπνεργάτες κατεβαίνουν σε απεργία. Οι συνθήκες εργασίας τους ήταν άσχημες, τα μεροκάματά τους μικρά ενώ η εφεύρεση και η αξιοποίηση των μηχανών έφερναν ανεργία. Στην απεργία των καπνεργατών της Καβάλας σκοτώθηκε η καπνεργάτρια Μαρία Χουσιάδου.

Το 1926 στην απεργία στο εργοστάσιο «Παπαστράτος» στο Αγρίνιο, στην ομάδα των εργατών που περιφρουρούν την απεργία και τις συγκεντρώσεις συμμετείχε και η εργάτρια Βασιλική Γεωργαντζέλη, μητέρα 2 παιδιών και 6 μηνών έγκυος. Σκοτώθηκε στις 8 Αυγούστου 1926, κατά τη διάρκεια πορείας των απεργών, από τα πυρά της αστυνομίας. Το 1927 σκοτώθηκε η καπνεργάτρια Κωνσταντέλλη, επίσης από το Αγρίνιο. Αλλά και η Αναστασία Καρανικόλα, στις μεγάλες εργατικές κινητοποιήσεις των καπνεργατών της Θεσσαλονίκης, στις 9 Μάη 1936.

Μέρα των γυναικών του καθημερινού μόχθου

Η 8η Μάρτη ως επέτειος, φέρνει στη μνήμη τον αγώνα των εργατριών της Νέας Υόρκης. Αποτελεί μέρα τιμής για τους αγώνες αυτούς, απολογισμού της πάλης για την ισοτιμία των γυναικών της εργατικής τάξης και των άλλων φτωχών λαϊκών στρωμάτων ως αναπόσπαστο τμήμα του εργατικού, λαϊκού κινήματος, μέρα που το εργατικό και το γυναικείο κίνημα σχεδιάζουν τα επόμενα βήματα και τη συνέχεια της δράσης τους. Αυτό βάζει τη σφραγίδα του στην επέτειο. Αυτό πρέπει να βάζει τη σφραγίδα του και στην ανάδειξή του ως ιδιαίτερο σταθμό της πάλης του εργατικού, του γυναικείου και γενικότερα του λαϊκού κινήματος. Από κει απορρέουν καθήκοντα για τράβηγμα των εργαζομένων γυναικών, των γυναικών των φτωχών λαϊκών στρωμάτων στην πάλη, δοσμένης με την ταξική, πραγματική διάσταση, και μέσα από την ιδιαίτερη πτυχή του φυλετικού ζητήματος. Οι εργάτριες της Νέας Υόρκης πάλευαν για ισοτιμία. Η ίδια η συμμετοχή στην παραγωγή αναδεικνύει με οξύτητα τα ιδιαίτερα ζητήματα της ανισοτιμίας λόγω φύλου.

Το γυναικείο ζήτημα ως ιστορικό κοινωνικό φαινόμενο είναι ένα σύμπλεγμα οικονομικών, πολιτικών, πολιτιστικών ανισοτιμιών και διακρίσεων που εκδηλώνονται σε όλες τις κοινωνικές σχέσεις, συμπεριλαμβανομένων και των σχέσεων των δύο φύλων και πηγάζει από τις ταξικές σχέσεις εκμετάλλευσης.
Απ' αυτή τη σκοπιά προσεγγίζουμε το περιεχόμενο της ειδικής δουλειάς με τις γυναίκες του λαού, αυτή είναι και η ρίζα της ανισοτιμίας που στις ταξικές κοινωνίες και ιδιαίτερα στον καπιταλισμό έχει συγκεκριμένο περιεχόμενο. Που αφ' ενός δυσκολεύει το τράβηγμά τους στους αγώνες, αφ' ετέρου αποτελεί κρίκο για το τράβηγμά τους στους αγώνες.
Το γυναικείο ζήτημα, η αστική πολιτική και ιδεολογία, αλλά και οι οπορτουνιστές, το εμφανίζουν ως πρόβλημα μεταξύ των σχέσεων των δύο φύλων, στην πραγματικότητα όμως αυτό το φυλετικό ζήτημα είναι αναπόσπαστο στοιχείο της ταξικής εκμεταλλευτικής κοινωνίας.

Επομένως, η 8η Μάρτη είναι μέρα ανάμνησης του πρώτου βήματος αφύπνισης της εργατικής τάξης και των ίδιων των εργατριών γυναικών και στην πορεία σηματοδότησε και την αγωνιστική αφύπνιση των γυναικών από τα άλλα φτωχά λαϊκά στρώματα, (αυτοαπασχολούμενες, αγροτιά) πάνω στο πρόβλημα των διακρίσεων σε βάρος των γυναικών και της έλλειψης ισοτιμίας των δύο φύλων.

Ο όρος «ισοτιμία» αναγνωρίζει τις ιδιαιτερότητες των φύλων. Λαμβάνει υπόψη τις ιδιαίτερες ανάγκες που προκύπτουν από την αναπαραγωγική λειτουργία, τα κοινωνικά προβλήματα που βιώνουν οι γυναίκες, ώστε αυτά να μη λειτουργούν ως εμπόδια στην ανάπτυξη της συνείδησης και της δράσης τους.

Η 8η Μάρτη δεν είναι μέρα αφιερωμένη γενικά στις γυναίκες, αλλά συγκεκριμένα στις γυναίκες που βιώνουν την ταξική εκμετάλλευση, την κοινωνική καταπίεση και τη φυλετική ανισοτιμία. Είναι, δηλαδή, η μέρα των γυναικών της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων, των γυναικών του μεροκάματου και του καθημερινού μόχθου και όχι η μέρα των αστών γυναικών, των επιχειρηματιών. Δεν είναι μια τυχαία μέρα, μια ακόμα μέσα στις πολλές «Παγκόσμιες Μέρες» που το καπιταλιστικό σύστημα έχει καθιερώσει για μια σειρά θέματα, αλλά φέρει τη σφραγίδα των αγώνων ενάντια στην εκμετάλλευση και την ανισοτιμία.

Η 8η Μάρτη σημαδεύεται με ηρωικές θυσίες των γυναικών. Ο πραγματικός χαρακτήρας της 8ης Μάρτη, η ιστορία της επετείου και της καθιέρωσής της δεν είναι γνωστός σε πολλές από τις γυναίκες της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων. Η άγνοια αυτή είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας της αστικής τάξης να συσκοτίσει την πραγματική αιτία της ανισοτιμίας που είναι η ταξική εκμετάλλευση, ακόμα και να διαστρεβλώσει τα φυλετικά της χαρακτηριστικά, φτάνοντας στον εκχυδαϊσμό τους. Ετσι κατάφερε να αλλοιώσει το νόημά της, τον αγωνιστικό και διεκδικητικό χαρακτήρα της επετείου. Να τη μετατρέψει από σύμβολο ταξικού λαϊκού αγώνα για όλα τα κοινωνικά δικαιώματα των γυναικών του λαού, την ίδια τη ζωή τους, σε μια ανούσια μέρα που οι γυναίκες «γιορτάζουν» και «διασκεδάζουν» μεταξύ τους. Η επιχείρηση διαστρέβλωσης δεν περιορίζεται μόνο στη συγκεκριμένη μέρα αλλά είναι μέρος της συνολικότερης προσπάθειας της αστικής τάξης και των πολιτικών της εκφραστών να δώσουν στην «ισότητα», όπως λένε, νόημα και περιεχόμενο κομμένο και ραμμένο στα δικά τους μέτρα και συμφέροντα.

Μέσα από τη συστηματική της παρέμβαση η αστική τάξη επιδιώκει να συσκοτίσει και να θολώσει τις αιτίες του προβλήματος της ανισοτιμίας, να χειραγωγήσει τις γυναίκες των λαϊκών στρωμάτων, να τις στοιχίσει πίσω από πρότυπα και αξίες ξένα από την ταξική, λαϊκή τους καταγωγή και τα συμφέροντά τους, που προσβάλλουν την προσωπικότητα και εχθρεύονται τα δικαιώματά τους, να τις εγκλωβίσει τελικά στα όρια του καπιταλιστικού συστήματος.

Στον καπιταλισμό, οι προοδευτικές ιδέες στην πολιτική των αστικών κομμάτων χάνουν κάθε νόημα και κάθε σημασία. Είναι γνωστές οι προσπάθειες διαφόρων φορέων αλλά και θεσμών του αστικού κράτους να αφιερώνουν την 8η Μάρτη στη γυναικεία ομορφιά. Για παράδειγμα, πριν από μερικά χρόνια, ο Δήμος Θεσσαλονίκης καλούσε τις γυναίκες στην πλατεία Αριστοτέλους, για μαθήματα μακιγιάζ. Επίσης, πριν από μερικά χρόνια αποφασίστηκε στις 8 Μάρτη να μετακινούνται οι γυναίκες χωρίς εισιτήριο στις αστικές συγκοινωνίες, ξεχνώντας πόσα πληρώνουν τις υπόλοιπες μέρες.

Δε σημαίνει κατ' ανάγκη ότι όλα αυτά είναι αρνητικά. Αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι στον πυρήνα του προβλήματος βρίσκονται οι ίδιες οι εργάτριες, οι υπάλληλοι στην παραγωγική διαδικασία και γενικότερα η εργατική οικογένεια. Η μέρα αυτή είναι μέρα του εργατικού κινήματος για τη γυναίκα και πρέπει να γιορτάζεται με το πραγματικό της νόημα. Δεν πρέπει να επιτρέψουμε η 8 του Μάρτη να αλλοιωθεί, να χάσει το χαρακτήρα της, να γίνει μια βαρετή μέρα για τις γυναίκες ή μια μέρα που οι γυναίκες πρέπει να ξεχάσουν τα προβλήματά τους. Αλλωστε, η γυναίκα δεν πέρασε σε δεύτερη μοίρα, δεν υποτάχθηκε στο ανδρικό φύλο, γιατί κάποιοι άνδρες άρχισαν να σκέφτονται υποτιμητικά σε βάρος των γυναικών, αλλά γιατί υπάρχει ταξική εκμετάλλευση.

Το καπιταλιστικό σύστημα έδωσε τη δυνατότητα στην πιο πλατιά χρησιμοποίηση της γυναικείας μισθωτής εργασίας, ως φτηνότερης βέβαια εργατικής δύναμης, σε σχέση με τον άντρα. Η εργασία των γυναικών και των παιδιών έγινε αντικείμενο της πιο σκληρής εκμετάλλευσης από το κεφάλαιο. Ο καπιταλισμός στην πορεία εξέλιξής του προσπάθησε να αντιμετωπίσει ζητήματα που αφορούν την ιδιαίτερη πτυχή του προβλήματος της ανισοτιμίας λόγω φύλου. Αναγκάστηκε να δώσει ορισμένα εφόδια στις γυναίκες (μόρφωση, κάποιες κοινωνικές παροχές, δικαίωμα ψήφου, οικογενειακό δίκαιο, κ.ά.), για να μπορεί να τις εκμεταλλευτεί περισσότερο. Εκανε παραχωρήσεις χωρίς όμως να χάσει το ταξικό προνόμιο να εκμεταλλεύεται το γυναικείο φύλο. Η ίδια η ταξική πάλη και οι κατακτήσεις των γυναικών στις σοσιαλιστικές χώρες βοήθησαν να υπάρχουν ορισμένες κατακτήσεις.

Αρκετές γυναίκες που ανήκαν σε αστικά και σοσιαλδημοκρατικά κόμματα μέσω των «φεμινιστικών» φορέων τους είχαν μια ορισμένη προσφορά σε αγώνες για την ψήφο των γυναικών, για την κατάργηση αναχρονιστικών νόμων. Στη διάρκεια του 20ού αιώνα, αστικά και οπορτουνιστικά κόμματα υιοθέτησαν στα προγράμματα, και κυρίως στις διακηρύξεις τους, θέσεις για την ισότητα της γυναίκας. Ταυτόχρονα, τα κόμματα αυτά την ισοτιμία των γυναικών τη βλέπουν στα χαρτιά και όχι στη ζωή, τη βλέπουν σε αντιπαράθεση με τους άντρες και την «εξουσία» που κατέχουν, εξ ου και η «πατριαρχική κοινωνία» που επικαλούνται. Βλέπουν την ισοτιμία να σταματά εκεί που απειλείται η κερδοφορία του κεφαλαίου και η σταθερότητα του αστικού πολιτικού συστήματος. Δε θέλουν και δεν μπορούν να χτυπήσουν την ανισότητα στη ρίζα, γιατί αυτό το χτύπημα έρχεται σε αντίθεση με τον εκμεταλλευτικό χαρακτήρα του καπιταλιστικού συστήματος που υπηρετούν.

Η θέση της γυναίκας στο σύγχρονο καπιταλιστικό κόσμο παραμένει ανισότιμη, παρά τη θεσμική εξίσωση που δεν έχει αναιρέσει ολοκληρωτικά τις κοινωνικές προκαταλήψεις και τις γενικότερες διακρίσεις σε βάρος των γυναικών της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων.

Τα καπιταλιστικά κράτη της Δυτικής Ευρώπης μπορεί να έκαναν ορισμένες παραχωρήσεις, αστικούς εκσυγχρονισμούς σε τομείς που αφορούν τις γυναίκες, όμως ο ιδεολογικός και πολιτικός πυρήνας του καπιταλισμού, δηλαδή η άρνηση της ταξικότητας της ανισοτιμίας των γυναικών, όχι μόνο παραμένει, αλλά ανάλογα με τις εκάστοτε συνθήκες, οικονομικές και πολιτικές, προσαρμόζεται σε αντιδραστική κατεύθυνση.

Η αστική αρχή της «ισότητας» στο πλαίσιο του εκμεταλλευτικού συστήματος, της ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής στο όνομα των «ίσων ευκαιριών», στην πράξη παίρνει το περιεχόμενο της περικοπής ή και κατάργησης ιδιαίτερων κατακτήσεων, θετικών ρυθμίσεων υπέρ των εργαζόμενων γυναικών. Π.χ. η απαγόρευση της νυχτερινής εργασίας των γυναικών στη βιομηχανία, η διαφορά στα ηλικιακά όρια συνταξιοδότησης με αυτά των αντρών κ.λπ.

Στις σημερινές συνθήκες διεύρυνσης της καπιταλιστικής αγοράς, η σύγχρονη στρατηγική της ΕΕ, του κεφαλαίου γενικότερα για τις γυναίκες έχει βασικό στοιχείο την παράταση του εργάσιμου βίου και ταυτόχρονα τη συμπίεση της τιμής της εργατικής δύναμης για αύξηση της παραγωγής ή ιδιοποίηση της υπεραξίας, του κέρδους του καπιταλιστή.
Οι ελαστικές εργασιακές σχέσεις, η μερική απασχόληση, η εργασία με «μπλοκάκι» υπηρετούν αυτόν το στόχο του κεφαλαίου. Πρώτα εφαρμόστηκαν στις εργαζόμενες γυναίκες και τους νέους στο όνομα των ψευδεπίγραφων «ιδιαίτερων» αναγκών τους για περισσότερο ελεύθερο χρόνο για τη φροντίδα της οικογένειας, το «συνδυασμό οικογενειακών και επαγγελματικών υποχρεώσεων» ή για τη μελέτη των σπουδαστών και στη συνέχεια γενικεύτηκαν κυρίως στους εργαζόμενους στον τομέα των υπηρεσιών.
Γενικότερα, η γυναικεία εργασία χρησιμοποιείται για να χτυπηθούν οι εργασιακές σχέσεις, οι μισθοί, τα μεροκάματα, να μειωθεί το εργατικό εισόδημα χωρίς να μειωθεί ο γενικός εργάσιμος χρόνος, μάλιστα ανατρέπεται και ο σταθερός ημερήσιος χρόνος εργασίας, το 8ωρο και 7ωρο που υπήρχε μέχρι σήμερα.

Αξιοποιείται αντιδραστικά η σχέση της γυναίκας με τη μητρότητα και γενικότερα με την οικογένεια, χρησιμοποιώντας τη γυναικεία εργασία στις πιο κακοπληρωμένες δουλειές, ασταθείς και στερημένες από τα συλλογικά κατοχυρωμένα εργασιακά δικαιώματα, ως συμπληρωματική στο οικογενειακό εισόδημα σε υποβαθμισμένες υπηρεσίες κοινωνικής φροντίδας της Τοπικής Διοίκησης ή σε διάφορες ΜΚΟ και «κοινωνικούς συνεταιρισμούς» (άτυπη μέριμνα την ονομάζει η ΕΕ), σε ληξιπρόθεσμα ανάλογα προγράμματα της ΕΕ ή σε αυτά της «επιχειρηματικότητας», της «κατάρτισης» και της «διά βίου εκπαίδευσης».
Τα μέτρα που παίρνονται από ΕΕ και αστικές κυβερνήσεις για «το συνδυασμό της επαγγελματικής με την ιδιωτική και οικογενειακή ζωή», επενδυμένα με τον προοδευτικό μανδύα της συμμετοχής και των αντρών στην οικογενειακή φροντίδα, κυρίως αποσκοπούν στο χτύπημα εργασιακών δικαιωμάτων και των δύο φύλων μιας και συνδέονται με την προώθηση της «ευελφάλειας». Στοχεύουν στο να μη γίνεται η μητρότητα ασύμφορη για την εργοδοσία. Συμβάλλουν στη διαμόρφωση συνείδησης ότι το μεγάλωμα των παιδιών και γενικότερα η φροντίδα των μελών της οικογένειας είναι ατομική - οικογενειακή υπόθεση και όχι ευθύνη του κράτους για παροχή ανάλογων υποδομών και υπηρεσιών.

Σε συνθήκες βαθιάς, παρατεταμένης και γενικευμένης οικονομικής καπιταλιστικής κρίσης αξιοποιούνται οι συνθήκες εργασίας που δημιουργήθηκαν τα προηγούμενα χρόνια στο όνομα των ιδιαίτερων αναγκών των γυναικών, για ένα εργασιακό περιβάλλον με ελάχιστα έως ανύπαρκτα εργασιακά και κοινωνικά δικαιώματα, που θυμίζει εργασιακό μεσαίωνα. Η μεγαλύτερη ανεργία των γυναικών έναντι των αντρών (31,1% έναντι 24% το Νοέμβρη του 2012) δεν αναιρεί την τάση μεγαλύτερης αύξησης της ανεργίας των αντρών έναντι αυτής των γυναικών (από το 2008 μέχρι το 2012 η ανεργία στους άντρες αυξήθηκε κατά 17,1 και στις γυναίκες κατά 16,7 ποσοστιαίες μονάδες). Το γεγονός αυτό έχει οδηγήσει στις μέρες μας, ο γυναικείος από παλιά πετσοκομμένος μισθός να είναι το μοναδικό οικογενειακό εισόδημα φτωχών λαϊκών οικογενειών. Οι ανάγκες αυτών των οικογενειών δεν μπορούν να καλυφθούν ούτε για τα στοιχειώδη, εάν συνυπολογίσουμε τις δραστικές περικοπές σε κοινωνικές παροχές, τις αυξημένες πληρωμές που απαιτούνται για υπηρεσίες Παιδείας, Υγείας, Πρόνοιας, που ξεκίνησαν να εφαρμόζονται στο όνομα του «συγκερασμού οικογενειακών και επαγγελματικών υποχρεώσεων» των γυναικών και τώρα λόγω δημοσιονομικών ελλειμμάτων. Η αστική τάξη, για να ικανοποιήσει την ανάγκη του κεφαλαίου για αύξηση της γυναικείας μισθωτής εργασίας, διαχειρίζεται τις σύγχρονες λαϊκές ανάγκες για υπηρεσίες πρόνοιας με παροχή υποβαθμισμένων και εμπορευματοποιημένων ανάλογων υπηρεσιών της Τοπικής Διοίκησης όπως προγράμματα λειτουργίας βρεφονηπιακών σταθμών, «Βοήθεια στο Σπίτι», Κέντρα Δημιουργικής Απασχόλησης Παιδιών και ΑμεΑ κ.λπ. ή με υπηρεσίες του ιδιωτικού επιχειρηματικού τομέα και τελευταία με την ενσωμάτωση των «δικτύων κοινωνικής αλληλεγγύης» διαφόρων φορέων και της Τοπικής Διοίκησης στην επίσημη κρατική προνοιακή πολιτική.
Στη θέση των συλλογικών εργατικών και κοινωνικών δικαιωμάτων ανακηρύσσεται ως μέγιστο δημοκρατικό δικαίωμα η ατομική ικανότητα και η ατομική ή οικογενειακή υποχρέωση και ευθύνη. Στην ταξική κοινωνία των άνισων ταξικών δικαιωμάτων μόνο με άνισο τρόπο μπορεί να αναπτυχθεί οποιαδήποτε ικανότητα. Δηλαδή, είναι απαραίτητες οι θετικές διακρίσεις - ρυθμίσεις υπέρ των γυναικών ως μέτρο για την άμβλυνση των συνεπειών που πηγάζουν από την ανισότιμη θέση τους στο καπιταλιστικό σύστημα.
Τα καπιταλιστικά κράτη και οι διακρατικές ενώσεις (ΕΕ, ΝΑΤΟ, ΔΝΤ κ.λπ.) με την πολιτική τους καθόρισαν και καθορίζουν τη σημερινή τραγική κατάσταση και για τη θέση των γυναικών σε μια σειρά από χώρες του κόσμου. Από τις ΗΠΑ και γενικά τις πιο αναπτυγμένες καπιταλιστικές κοινωνίες έως αυτές της Αφρικής, της Ασίας κ.λπ. ξεδιπλώνεται όλη η γκάμα της γυναικείας ανισοτιμίας και καπιταλιστικής βαρβαρότητας σε βάρος τους, ανάλογα με το επίπεδο ανάπτυξης του καπιταλισμού και τη θέση του κάθε κράτους στο ιμπεριαλιστικό σύστημα. Τα προβλήματα των γυναικών της Μέσης Ανατολής και της Ασίας είναι συνέπεια της πολιτικής του ιμπεριαλισμού στις χώρες αυτές και βεβαίως της κυριαρχίας της αστικής τάξης της κάθε χώρας.
Ποιος μπορεί να ξεχάσει ότι ο πόλεμος των Αμερικανών και των Ευρωπαίων συμμάχων τους στο Αφγανιστάν ξεκίνησε με το πρόσχημα του εκδημοκρατισμού, της κατάργησης της «μπούρκας» και της θανατικής ποινής με λιθοβολισμό στις Αφγανές. Ο φονταμενταλισμός ανακηρύχθηκε ως κύριος εχθρός όλης της ανθρωπότητας, για να συγκαλυφθεί η βάρβαρη, επιθετική πολιτική του ιμπεριαλισμού.

Μια σειρά λεγόμενες «Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις» και Διεθνείς Γυναικείες Οργανώσεις, κυρίως με την καθοδήγηση της σοσιαλδημοκρατίας, στο όνομα καταπάτησης των δικαιωμάτων των γυναικών και των υπαρκτών τους προβλημάτων αθωώνουν τον καπιταλισμό που είναι ο βασικός ένοχος. Βέβαια δεν παραγνωρίζουμε αναχρονιστικές και αντιδραστικές αντιλήψεις που αποτυπώνονται θεσμικά και έχουν την έκφρασή τους στον καθημερινό τρόπο ζωής των γυναικών. Ομως, όλες αυτές οι οργανώσεις προβάλλουν ως κύρια αιτία πολιτιστικές - θρησκευτικές και εθνικές διαφορές.
Φιλελεύθεροι και σοσιαλδημοκράτες, και μέσω των γυναικείων οργανώσεων που επηρεάζουν, προβάλλουν την αντιδραστική αντίληψη ότι το αστικό κράτος και οι διακρατικές ιμπεριαλιστικές ενώσεις μπορούν να μετατραπούν σε ουδέτερα - αταξικά όργανα συμφιλίωσης των αντιθέσεων της ταξικά διαιρεμένης κοινωνίας. Το επιχείρημα αυτό υπονομεύει την αναγκαιότητα της όξυνσης της ταξικής πάλης σε κάθε χώρα ξεχωριστά.

Η αστική προπαγάνδα και πολιτική για την «ισότητα» εχθρικά πρότυπα για τις γυναίκες του λαού

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον επιδεικνύουν η ΕΕ και οι κυβερνήσεις για τη συμμετοχή γυναικών στα λεγόμενα «Κέντρα Λήψης των Αποφάσεων», για την ανάδειξή τους δηλαδή στα όργανα της αστικής εξουσίας. Τελευταία το ενδιαφέρον τους στρέφεται και στην αύξηση της συμμετοχής των γυναικών στη διοίκηση των καπιταλιστικών επιχειρήσεων, που την εντάσσουν και αυτή στη «γυναικεία επιχειρηματικότητα». Το ενδιαφέρον τους στόχο έχει να εγκλωβίσει τις εργαζόμενες γυναίκες, να τις πείσει πως η πολιτική καθορίζεται από το φύλο και όχι από την τάξη αυτών που την ασκούν, να πολλαπλασιάσει τους μηχανισμούς χειραγώγησής τους. Ταυτόχρονα, ως επιδίωξη που ωθεί στην ισοτιμία, αποτελεί και πολιτική συμμαχιών της αστικής τάξης με τα μεσαία στρώματα αφού εκτός από τις γυναίκες της αστικής τάξης, μόνο γυναίκες από τα μεσαία στρώματα έχουν τη δυνατότητα τέτοιας συμμετοχής. Γιατί είναι φανερό πως η ανάδειξη εργαζόμενων γυναικών και γυναικών από τα φτωχά λαϊκά στρώματα είναι αδύνατη. Ποια γυναίκα του λαού έχει την οικονομική δυνατότητα και άνεση, αλλά και τον απαιτούμενο ελεύθερο χρόνο, αφού όλα τα βάρη του νοικοκυριού, της ανατροφής των παιδιών, της φροντίδας των ηλικιωμένων είναι φορτωμένα στην πλάτη της. Παρ' όλ' αυτά αποτελεί προπαγανδιστικό επιχείρημα και δόλωμα ενσωμάτωσης και χειραγώγησης, ιδιαίτερα για νέες κοπέλες με ανώτατη μόρφωση και την τάση που έχουν οι αστοί να τις αξιοποιούν. Βέβαια, η αξιοποίηση είναι για κάποιες και όχι για όλες, αυτό είναι ακατόρθωτο. Γι' αυτό το σκοπό καλλιεργείται ο ατομικός ανταγωνισμός. Δηλαδή, καλλιεργούνται τα πρότυπα και οι αξίες που ωθούν στην αναζήτηση της ανέλιξης στα πλαίσια του συστήματος για ατομική καταξίωση, που σημαίνει ευκαιρία να αλλάξουν τάξη και ταξικό στρατόπεδο για ίδιον όφελος. Ολα αυτά είναι εχθρικές αξίες και πρότυπα για τις γυναίκες και τις νέες γυναίκες των φτωχών λαϊκών στρωμάτων.

Μέσα από τη συζήτηση για τις ποσοστώσεις και τα αντίστοιχα μέτρα που αποφασίζουν, καλλιεργούν αυταπάτες πως η ανάδειξη γυναικών στα Κοινοβούλια, στις κυβερνήσεις και τα υπουργεία, στα όργανα δηλαδή και τους θεσμούς της αστικής εξουσίας, μπορεί να επιφέρει αλλαγές στην πολιτική που αυτά ασκούν, να τη βελτιώσει σε όφελος των γυναικών της εργατικής τάξης και των άλλων λαϊκών στρωμάτων. Από την προσπάθεια αυτή δε λείπουν και τα ακραία παραδείγματα αποπροσανατολισμού και διαστρέβλωσης της πραγματικότητας, με χαρακτηριστική την προσπάθεια να συγκαλυφθεί η φύση της καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης. Σε ψήφισμα που επεξεργάστηκε η Επιτροπή Δικαιωμάτων των Γυναικών και Ισότητας των Φύλων της ΕΕ και ενέκρινε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο το 2010, δε δίστασαν να υποστηρίξουν πως η οικονομική κρίση συνδέεται με τον τρόπο διοίκησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος, στο τιμόνι του οποίου βρίσκονται κατά κύριο λόγο άνδρες και ελάχιστες μόνο γυναίκες. Δε δίστασαν να ισχυριστούν πως για την οικονομική κρίση ευθύνεται το χαμηλό ποσοστό γυναικών στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων της ΕΕ και στις διοικήσεις των κεντρικών τραπεζών. Προκειμένου να αθωώσουν το καπιταλιστικό σύστημα και να κρατήσουν τις εργαζόμενες μακριά από την πάλη για την ανατροπή του, καλλιεργούν την αντίθεση ανάμεσα στα δύο φύλα και κρύβουν πίσω από το δίπολο άνδρας - γυναίκα τη βασική αντίθεση κεφαλαίου - εργασίας.
Οσον αφορά στη συμμετοχή των γυναικών στη διοίκηση των καπιταλιστικών επιχειρήσεων, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει υιοθετήσει το στόχο να ανέλθει το ελάχιστο ποσοστό συμμετοχής των γυναικών στα Διοικητικά Συμβούλια των εισηγμένων στο χρηματιστήριο εταιρειών στο 40% έως το 2020. Τον ίδιο στόχο με χρονικό όριο τα 2018 έχει θέσει όσον αφορά στις δημόσιες εισηγμένες στο χρηματιστήριο επιχειρήσεις. Ορισμένα κράτη - μέλη της ΕΕ έχουν νομοθετήσει σχετικές ρυθμίσεις, ενώ άλλα έχουν ορίσει μια περίοδο «εθελοντικής προσαρμογής» στους στόχους αυτούς για τις επιχειρήσεις, πριν προχωρήσουν στην υποχρέωσή τους με νόμο να προσαρμόσουν τη σύνθεση των Διοικητικών τους Συμβουλίων.

Μέσα από τη συζήτηση για τις ποσοστώσεις και την ανάδειξη γυναικών τόσο στα κυβερνητικά όργανα όσο και στη διοίκηση των επιχειρήσεων, βρίσκουν ιδανικό έδαφος για να προβάλλουν στις γυναίκες της εργατικής τάξης και των άλλων λαϊκών στρωμάτων πρότυπα που δεν είναι μόνο ξένα αλλά και εχθρικά ως προς τα δικά τους ταξικά συμφέροντα. Οι γυναίκες της εργατικής τάξης και των άλλων λαϊκών στρωμάτων δεν πρέπει να τρέφουν καμία αυταπάτη για το ρόλο των αστών γυναικών στους πολιτικούς θεσμούς, στα διάφορα αξιώματα και τις διοικητικές θέσεις. Εξάλλου, η ολομέτωπη επίθεση του κεφαλαίου πραγματοποιείται με τη συμβολή των γυναικών της αστικής τάξης στις κυβερνητικές και άλλες θεσμικές θέσεις, όπου εκπροσωπούν με συνέπεια και χωρίς καμία ταλάντευση την τάξη τους και τα συμφέροντά της.
Οι εργαζόμενες, οι άνεργες και οι νέες των λαϊκών στρωμάτων δεν πρέπει να υιοθετήσουν ως πρότυπα τις επιχειρηματίες, ιδιοκτήτριες, μεγαλομετόχους και ανώτερα στελέχη καπιταλιστικών επιχειρήσεων που τις προβάλλουν και καλλιεργούν αυταπάτες ότι και μια γυναίκα του μεροκάματου μπορεί να ακολουθήσει παρόμοιο δρόμο. Με τις ποσοστώσεις στόχο έχουν να ενισχύσουν τους μηχανισμούς χειραγώγησης της μεγάλης πλειοψηφίας των γυναικών, των γυναικών δηλαδή που δεν ανήκουν στην αστική τάξη, που δεν πρόκειται, στα πλαίσια του καπιταλισμού, να βρεθούν σε υπουργικές καρέκλες, ούτε στη θέση των ιδιοκτητριών ή μεγαλοστελεχών επιχειρήσεων, λόγω της κοινωνικής τους θέσης. Προσπαθούν όμως να σβήσουν από τα μάτια τους την ταξική διαφορά και κατ' επέκταση τα διαφορετικά, αντίθετα συμφέροντα που αντικειμενικά έχουν από τις γυναίκες της αστικής τάξης, να τις κάνουν να συνταχθούν και οι ίδιες πίσω από τα επιχειρήματα και τις απόψεις των εκμεταλλευτών τους.
Με στόχο να καλλιεργήσουν αυταπάτες και ψεύτικες ελπίδες, ΕΕ και κυβερνήσεις υλοποιούν και συγκεκριμένα προγράμματα για την ενίσχυση της «γυναικείας επιχειρηματικότητας». Την ίδια στιγμή, πίσω από τα προγράμματα αυτά και τις μικροεπιδοτήσεις που τα συνοδεύουν, βρίσκεται η πραγματικότητα που βιώνουν οι αυτοαπασχολούμενες. Η πραγματικότητα αυτή απέχει πολύ από την εικόνα της «γυναίκας επιχειρηματία», που έχει «τη δική της επιχείρηση», εργάζεται «χωρίς αφεντικό πάνω από το κεφάλι της» και ασχολείται με ένα αντικείμενο που ανταποκρίνεται στα ενδιαφέροντα, στις κλίσεις της και την επιστημονική της μόρφωση, όπως συμβαίνει με τα πρότυπα των γυναικών που προβάλλουν. Οι αυτοαπασχολούμενες μικροεμπόρισσες και επιστημόνισσες, στην πραγματικότητα παλεύουν να επιβιώσουν σε συνθήκες φορολεηλασίας και ανταγωνισμού με τις μεγάλες καπιταλιστικές επιχειρήσεις. Το δικαίωμά τους στη μητρότητα δεν υποστηρίζεται ούτε από στοιχειώδεις παροχές. Δεν έχουν δικαίωμα σε άδειες, επιδόματα ή άλλες κοινωνικές παροχές. Αντιμετωπίζουν τον κίνδυνο να βάλουν λουκέτο και να βρεθούν άνεργες ή να φυτοζωούν, πνιγμένες σε χρέη και οφειλές, πολλές φορές χωρίς εισόδημα και παροχές ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης.
Προβάλλοντας ως πρότυπα γυναίκες της αστικής τάξης, δεν αρκούνται μόνο στις αυταπάτες, αλλά θέλουν οι γυναίκες της λαϊκής οικογένειας να στηρίζουν ενεργά την πολιτική και τα μέτρα υπέρ των εκμεταλλευτών τους, να στοιχισθούν πίσω από επιχειρήματα και απόψεις με ενοποιητικό στοιχείο το φύλο, που είναι πέρα για πέρα εχθρικές για τα δικαιώματα και τη ζωή τους. Προτάσσουν, για παράδειγμα, το επιχείρημα πως η μείωση της φορολογίας του κεφαλαίου, ο περιορισμός του «εργατικού κόστους» και άλλα παρόμοια διευκολύνουν την ανάπτυξη της «γυναικείας επιχειρηματικότητας». Επιδιώκουν δηλαδή οι εργαζόμενες να διεκδικούν μείωση της φορολογίας για το κεφάλαιο, τη στιγμή μάλιστα που η φορολεηλασία πνίγει τις δικές τους οικογένειες. Να βάζουν θετικό πρόσημο στα λεγόμενα μέτρα τόνωσης της «ανταγωνιστικότητας», στα μέτρα δηλαδή αυτά που μειώνουν τους μισθούς και πετσοκόβουν τα εργασιακά και ασφαλιστικά τους δικαιώματα, προκειμένου να αυξηθεί η κερδοφορία των επιχειρήσεων.
Η «ισότητα» αξιοποιείται ακόμα από τις επιχειρήσεις και τους μονοπωλιακούς ομίλους σαν «βιτρίνα» πίσω από την οποία εκθέτουν την κοινωνική τους ευαισθησία και σαν εργαλείο για την προώθηση του «κοινωνικού εταιρισμού» και την υποταγή των εργαζομένων στα συμφέροντα και την κερδοφορία των επιχειρηματικών ομίλων. Στα πλαίσια της Εταιρικής Κοινωνικής Ευθύνης οι επιχειρήσεις εμφανίζονται πρόθυμες να εφαρμόσουν «πολιτικές ισότητας των φύλων». Τέτοιες πολιτικές είναι, για παράδειγμα, η διατήρηση υψηλής αναλογίας γυναικών στα ανώτερα κλιμάκια της διοίκησης των πολυεθνικών επιχειρήσεων και στις διευθυντικές θέσεις, η «συνεχής επαγγελματική κατάρτιση των γυναικών εργαζομένων με στόχο την ανάπτυξη δεξιοτήτων», η «εναρμόνιση επαγγελματικών και οικογενειακών υποχρεώσεων». Μέσα από αυτές καλλιεργούν την αυταπάτη ότι υπάρχουν κοινές λύσεις για το κεφάλαιο και τους εργαζόμενους, διαφημίζουν την «προσφορά» των μονοπωλίων στις γυναίκες και στην υπόθεση της «ισότητας». Με τον τρόπο αυτό προσπαθούν να παρουσιάσουν ως κοινά τα συμφέροντα των μονοπωλίων και των γυναικών, να εξωραΐσουν την επιχειρηματική δράση, να ανοίξουν το δρόμο στην ταξική συνεργασία, στη συναίνεση στην αντιλαϊκή πολιτική, στην αποδοχή της ως μονόδρομου.

Το εργατικό κίνημα, και πιο αποφασιστικά η επαναστατική πρωτοπορία του, το Κομμουνιστικό Κόμμα, υπερασπίζεται και ευνοεί τη συμμετοχή των γυναικών με ταξικά κριτήρια, πρώτ' απ' όλα των μισθωτών γυναικών, αλλά και των αυτοαπασχολούμενων, των γυναικών των φτωχών λαϊκών στρωμάτων, στην οργανωμένη ζωή και δράση και στα όργανα συνδικάτων, του ριζοσπαστικού γυναικείου κινήματος και γενικότερα στην ταξική πάλη, στην επαναστατική, στις γραμμές του Κόμματος.

Η συμμετοχή σ' αυτόν τον αγώνα μπορεί να φέρει καρπούς και για τις γυναίκες και για τους άνδρες της εργατικής τάξης και των σύμμαχων λαϊκών στρωμάτων.

Μπορεί να απελευθερώσει την εργατική τάξη και όλους «της Γης τους κολασμένους», να καταργήσει την ταξική εκμετάλλευση και να οδηγήσει στη γυναικεία ισοτιμία. Στο σοσιαλισμό αυτό έγινε πράξη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου