Με τον πατέρα μου
θυμάμαι λίγες στιγμές. Ήμουν το μικρότερο από τα τρία παιδιά, κι εκείνος μ’ όλα
όσα έγιναν την εποχή εκείνη, μπόρεσε να είναι κοντά μου μονάχα δέκα χρόνια, κι
αυτά διαμοιρασμένα ανάμεσα σε εξορίες και φυλακές. Σε αυτά τα δέκα χρόνια,
λίγες στιγμές τρυφερότητας βρήκα κοντά του. Δεν ήταν οξύθυμος, δεν μπορώ να πω
ότι έφταιγε αυτό. Αργότερα, ο μεγάλος μου αδερφός θα μου αποκάλυπτε ότι γύρισε
έτσι από τα βουνά. Κι όμως η γενική του εικόνα, δεν ήταν αυτή στο μυαλό μου. Σε
αυτό τον λίγο χρόνο, προλάβαμε να τρυπώσουμε μερικές στιγμές τρυφερότητας, κι
είναι αυτές που κράτησα στο μυαλό μου τώρα πια που τα περισσότερα από ‘κείνον
έχουν σβήσει.
Ήταν βράδυ φθινοπώρου
στο καφενείο. Εγώ έπαιζα με την γάτα κοντά στην σόμπα έχοντας ήδη πιεί την
πορτοκαλάδα μου και φάει τους μεζέδες από το ούζο του πατέρα μου. Εκείνος
μίλαγε ακόμα με έναν-δυο από τους εναπομείναντες θαμώνες. Η φυσική συνέχεια,
καλώς εχόντων των πραγμάτων, θα ήταν να με πάρει καβάλα στους ώμους του και να
ανέβουμε την ανηφόρα για το σπίτι, με εμένα να κοιμάμαι στο ενδιάμεσο.
Κατάλαβα το άνοιγμα της
πόρτας από το κρύο που έφερε ο ξένος με το τριμμένο παλτό. Κοίταξε με αγριεμένο
βλέμμα ένα γύρω. Ήταν αξύριστος και φανερά ταλαιπωρημένος. Το βλέμμα του
σταμάτησε στον πατέρα μου. Εκείνος, σαν να το αισθάνθηκε πάνω του, γύρισε, και
σηκώθηκε αμέσως μόλις τον είδε.
_ «Λάμπρο; Τι έπαθες;»
Ο ξένος κοίταζε αμήχανα
_ «Πρέπει να έρθεις,
σκοτώθηκε ο Πάνος»
Ο πατέρας μου πλήρωσε
αμέσως και γύρισε πάλι κοντά του.
_«Κάτσε να πάω το
παιδί»
_ «Πρέπει να φύγουμε
τώρα με την νύχτα, παρ’ το μαζί. Θα το αφήσουμε απ’ το σπίτι μου»
Με άφησε με
τον ξένο. Εκείνος με κοίταγε μαγκωμένος. Όταν επέστρεψε, φόραγε το παλτό του.
Έξω είχε κατεβάσει το άλογο. Ο ξένος είχε το σταχτί δικό του. Μ’ έβαλε να κάτσω
μπροστά και ξεκινήσαμε αμέσως για την Λευκάδα. Αγριότοπος ήταν τότε ο δρόμος,
καλντερίμι σωστό, γεμάτο βάτα και πλατάνια που φθάνανε κοντά στην ακτή. Πολλές
φορές ζαρκάδια κατέβαιναν απ’ τα ψηλά ν’ αρμυρίσουν κοντά στην θάλασσα, κι
έτρεχαν και χάνονταν ξανά στα μονοπάτια, αφού σε κοίταγαν λίγο, εξεταστικά με
τα μαύρα τους μάτια. Η υγρασία ήταν
βαριά και το κρύο με ξύλιαζε καθώς κρατιόμουν στην σέλα του πατέρα μου. Μπροστά
διέκρινα την αχνή σαν φάντασμα σιλουέτα του αλόγου που προπορεύονταν. Ο πατέρας
μου έκοψε λίγο, άνοιξε το παλτό, μ’ έβαλε μέσα και το ξανακούμπωσε. Με τύλιξε
ζέστη και νύσταξα. Μου φαίνεται κοιμήθηκα λίγο στα κλεφτά κρατώντας πάντα
σφιχτά την σέλα. Μεγαλύτερος, θα συνειδητοποιούσα τι έγινε εκείνο το βράδυ, την
αποκοτιά του πατέρα μου, καθώς και το τι ήταν εκείνο το σκληρό, βαρύ
αντικείμενο που καταλάβαινα να με πιέζει στην μέσα τσέπη του παλτού του.
Περάσαμε τα Βλυχά στην
κούρμπα του δρόμου, μια περιοχή άγρια τότε. Κλεφτά το κατάλαβα, καθώς χάζευα
μεσ’ απ’ το παλτό τον κόλπο με τα βράχια, που φαίνονταν ανάμεσα στις φυλλωσιές
και το λιγοστό φεγγαρόφως. Εκεί μένανε νεροχέλωνες. Για κάποιο ακαθόριστο λόγο
το θυμήθηκα. Τις φαντάστηκα να πλέουνε καφετιές, στον πάτο του βυθού ανάμεσα
στα φύκια, μ’ εκείνο το απόκοσμο, κατακόκκινο μάτι τους. Τα ζεστά καλοκαίρια
τις έβλεπα που και που, που βγαίνανε κοντά στο λιμανάκι να πάρουν ανάσα. Με
τρόμαζαν πάντα λίγο αν και το ‘ξερα το πόσο άκακες είναι.
Το πέρασμα από την
Βόνιτσα το κατάλαβα μονάχα όταν ξεπεζέψαμε για να πιούν νερό τα άλογα στην
βρύση. Έτριβα μανιακά το δεξί μου μάτι με την σφιγμένη μου χούφτα,
μουρμουρίζοντας κάποια διαμαρτυρία στον πατέρα μου για την κούραση και την
νύστα μου. Εκείνος ούτε που με πρόσεξε. Κοίταγε αλαφιασμένα ένα γύρω και ήπιε
πεταχτά δυο χούφτες νερό. Ο ξένος ούτε είχε αφήσει την σέλα. Σύντομα ξεκινήσαμε
ξανά, πιο γρήγορα τώρα, κι αναγκάστηκα να κλείσω τα μάτια μου που τσούζαν απ’
την νύστα και το κρύο.
Φθάσαμε στο έμπα της
Λευκάδας κοντά στο ξημέρωμα. Ξύπνησα απ’ τον χτύπο που κάνανε τα πέταλα του
αλόγου κάτω μου, στην μικρή ξύλινη γέφυρα που ένωνε το νησί με την στεριά. Ο
ξένος έδειξε βιαστικά με το χέρι δεξιά, θέλοντας ν’ αποφύγει τον κυρίως δρόμο
προς την πόλη. Πήραμε τον δρόμο προς τους μύλους. Η θάλασσα στο λυκόφως του
πρωινού είχε πάρει ένα μουντό γκρίζο χρώμα κι άφριζε ανταριασμένη. Σύννεφα
είχαν μαζευτεί κι ο ήλιος φαίνονταν να χάνει την μάχη με την βροχή που
έρχονταν. Την εικόνα συμπλήρωνε παράταιρα το κατάλευκο βότσαλο της ακτής που
λες και φώτιζε μονάχο του στο μισοσκόταδο. Μετά από λίγο φάνηκαν κι οι μύλοι με
τις τσακισμένες φτερωτές φαγωμένες από την αλμύρα, και στην στροφή οι λόφοι με
τα ξεραμένα αρμυρίκια, που μάδαγαν ένα γύρω στον άνεμο. Τα άλογα σταμάτησαν. Κάτω στον γιαλό, επάνω
στο λευκό βότσαλο, ένα κορμί λικνίζονταν μισοβουτηγμένο στην θάλασσα. Ήτανε
μπρούμυτα, τα ρούχα μουσκεμένα φαίνονταν μαύρα. Θυμάμαι τις μπότες. Φόραγε
μπότες ψηλές, από δέρμα, που οι φτέρνες τους γυάλιζαν μουσκεμένες ανάμεσα στο
κύμα. Ο πατέρας μου κι ο ξένος ξεκαβάλησαν και μ’ άφησαν στο λοφάκι με τα
γκέμια στο χέρι. Ήτανε κι άλλοι στην παραλία, δυο με τρεις φιγούρες. Σήκωσαν
τον νεκρό απ’ τις μασχάλες και τον τράβηξαν έξω ολόκληρο. Τα μαλλιά του στάζανε
στο μισάνοιχτο στόμα. Το πρόσωπο ήταν σκαμμένο, μαύρο, γεμάτο νερά. Ανατρίχιασα
ξαφνικά και το μυαλό μου πήγε στο κεφάλι της νεροχέλωνας με το κόκκινο μάτι.
Πήρε να ξημερώνει.
Δυο-τρεις αδύναμες αχτίδες πετάχτηκαν
απ’ τα κουρελιασμένα σύννεφα. Οι άνδρες εκεί, σ’ ένα κύκλο γύρω απ’ τον νεκρό
με τα κεφάλια σκυμμένα. Εγώ καθισμένος, με τ’ άλογα να βόσκουν αμολητά σ’ ένα
λόφο μ’ αρμυρίκια. Μια σειρά ανθρώπων ήρθαν από τον δρόμο. Ήταν γυναίκες στα
μαύρα. Φαίνονταν παράταιρες σαν Παναγίες, που ξεπήδησαν από τις εικόνες τους
αφήνοντας το βρέφος μετέωρο. Το πλήθος πλησίασε. Μερικές γυναίκες γονάτισαν ενώ
άλλες μείνανε όρθιες γύρω από τον νεκρό. Ο αέρος μου ‘φερνε στ’ αυτιά,
αποσπασματικά και μπερδεμένα το μοιρολόι. Εκείνος ο ήχος, ο ελάχιστα κατανοητός
στα αυτιά μου, μου θύμιζε στην ηχητική του, τον πρωτόγονο ήχο της έκφρασης της
λύπης, που στην βάση του είναι ίδιος σε όλα τα έμβια όντα. Έμεινα να κοιτάω σαν
χαμένος. Αριστερά μου τα λίγα φώτα της πόλης έσβηναν.
Οι γυναίκες ξετύλιξαν
ένα άσπρο σεντόνι και τύλιξαν μ’ αυτό το σώμα. Ο πατέρας μου κι ο ξένος
ξεμάκρυναν και με πλησίασαν. Είχαν τα σαγόνια σφιγμένα και τα μάτια κόκκινα.
Καβαλήσαμε ξανά κι ο πατέρας τράβηξε το άλογο για την πόλη. Οι γυναίκες
περπάταγαν εμπρός με το σεντόνι στα χέρια κι εμείς αργά από πίσω με τις πλάτες
κυρτές. Όταν πλησιάσαμε τα πρώτα σπίτια, ο πατέρας ξεπέζεψε και σήκωσε τα πέτα.
Με ορμήνεψε να μην μιλάω και να κρατιέμαι καλά στην σέλα. Στην πόλη φάνηκαν κι
άλλοι. Πρώτα κλεφτά στα παράθυρα, μετά, βγήκαν κι ενωθήκαν δειλά με τις
γυναίκες και τον νεκρό. Είδα κι έναν-δυο χωροφύλακες. Κοίταζαν απλά αμίλητοι.
Τι να ‘λεγε κανείς στις γυναίκες με τα μαύρα… Όταν φθάσαμε στο πεντοφάναρο, στην πλατεία, ο πατέρας
με κατέβασε και μ’ έδωσε σε δυο γυναίκες. «Με τις κυρίες θα κάτσεις τώρα ώσπου
να ξανάρθω», μου ‘πε μηχανικά. Την νεαρή την έλεγαν Ελένη, την γηραιότερη
ξεχνάω πια… Με μπάσανε σ’ ένα σπίτι, στενό, λευκαδίτικο, πολλά παράθυρα, λεπτοί
τοίχοι. Με ρώτησαν πως με λένε και με βάλανε να κάτσω. Εγώ δεν μίλαγα. «Αχού
μουσκεμένο είν’ τ’ έρμο» είπε η μεγαλύτερη και μου ‘βγαλε βιαστικά το πανωφόρι.
Η κοπέλα πλησίασε με χαμόγελο. «Πεινάς;» «Για δε μιλάς μωρέ;» ρώτησε η γριά
καθώς πήγαινε μέσα ν’ απλώσει το ρούχο. Η Ελένη έκατσε δίπλα μου και μου πιασε
το χέρι. «Έλα βρε ψυχούλα μου, πως σε λένε;» Γλυκάθηκα κι εγώ τότε. «Γιάννη με
λένε, όμως δεν κάνει να μιλάω». «Μπα και γιατί;» Της απάντησα θυμάμαι κάτι
μπερδεμένο σχετικά με τις ορμήνιες του πατέρα μου κι εκείνη γέλασε αχνά. «Σε
μας να μιλάς», είπε και μου ‘δωσε ένα τσίγκινο ποτήρι γάλα ζεστό, που το ‘πιασα
με τις παλάμες να ζεστάνω τα χέρια μου. Η κοπέλα πήρε να κάνει δουλειές κι η
γριά μου ‘φερε ένα κουβερλί μάλλινο και με τύλιξε. Κάναν για λίγο δουλειές
μηχανικά, σχεδόν αμίλητες κι εγώ τις έβλεπα ρουφώντας που και που το γάλα.
Καμιά φορά έριχναν και μια ματιά έξω απ’ τα παράθυρα. Τρίξαν σε λίγο τα
πατώματα στο μέσα σπίτι και πρόβαλλε ένας γέρος με τις μουστάκες του, σκυφτός
και νυσταγμένος. «Λένη καφέ» παράγγειλε καθώς κάθονταν με κόπο και μου ‘ριξε
μια πλάγια ματιά. «Τι ‘ν τούτο;» «Του Νίκου το παιδί», είπε η Ελένη και μου
χαμογέλασε ξανά. Ο γέρος έψαξε με το βλέμμα το δωμάτιο. «Ο Λάμπρος;» «Πήγε κάτω
στην αγορά» πέταξε η κοπέλα κι η γριά μουρμούρισε κάτι.
Κάτσαμε λίγο έτσι
αμίλητοι. Ο γέρος ρουφούσε με θόρυβο τον καφέ του, κι οι γυναίκες τριγύριζαν
απασχολημένες. Άξαφνα ακούστηκαν φωνές από τον δρόμο. Οι δύο γυναίκες πλησίασαν
τα παράθυρα, κι ο γέρος σηκώθηκε κι αυτός. «Παναγιά μου» φώναξε η γριά «Θα τους
σκοτώσουν». Η σκέψη μου πέταξε στον πατέρα μου και βούρκωσα. Το μυαλό μου τον
σχημάτισε πεσμένο στο πλευρό με αίματα να κυλάνε αργά στο έδαφος κόκκινα και
πηχτά, και φαντάστηκα σκαμμένο και μουσκεμένο το πρόσωπό του. Τα χέρια μου
άρχισαν να τρέμουν όπως και το κάτω χείλι μου. Οι γυναίκες είχαν μισανοίξει τα
στόρια κι ακούγονταν δυνατά τώρα οι φωνές από κάτω. Κάποιος φώναξε «Σέβας μωρέ
δεν έχετε για τον πεθαμένο;» κι εγώ κοίταζα χαμένος τις τρεις πλάτες που
θόλωναν μέσα στα δάκρυα. Το ποτήρι που έσκαζε στο πάτωμα τους τράβηξε την
προσοχή. Γυρίσανε κι οι τρεις. Η Ελένη ήρθε και μ’ έσφιξε στον κόρφο της που
μύριζε σαπούνι και με πήγε στα μέσα δωμάτια. «Ησύχασε, ησύχασε» μου ‘λεγε και
μου ξανάλεγε ψιθυριστά, κουνώντας με άγαρμπα, με τα χέρια της που δεν ήταν
ακόμα μαθημένα στο κράτημα παιδιού. Με απίθωσε σ’ ένα κρεβάτι κι έκλεισε πόρτες
και παντζούρια. «Που ‘ναι ο πατέρας μου;» την ρώταγα σχεδόν μηχανικά ξανά και
ξανά. Εκείνη μην ξέροντας τι να μου πει με κοίταζε σαν χαμένη. Μείναμε για λίγο
να κοιταζόμαστε αμίλητοι. Κατάλαβα πως κι εκείνη τα ‘χε χαμένα και το μυαλό της
πέταγε κι αυτής στον Λάμπρο. Άξαφνα η πόρτα άνοιξε και μπήκε μέσα η γριά. Μας
κοίταξε αυστηρά. «Μάζεψε εσύ το ποτήρι» της είπε, κι έκλεισε την πόρτα στο
πέρασμα της Ελένης που υπάκουσε αμίλητη. Έφερε μια καρέκλα δίπλα στο κρεβάτι
και με κοίταξε για λίγο επίμονα. «Ξάπλωσε εδωνά», τράβηξε ένα μαξιλάρι κι έβαλε
επάνω το κεφάλι μου που πόναγε λίγο τώρα από το κλάμα και το ξενύχτι. « Θα σου
πω τώρα για των Αντώνη τον Κατσαντώνη. Που του ‘λεγε η μάνα του κάτσε Αντώνη
μην πας κλέφτης μα ‘κείνος δεν άκουσε και πήγε». Άκουγα κι εγώ ακουμπισμένος στα
μαλακά, κι η φωνή της χαμήλωνε και χαμήλωνε μέχρι που ενώθηκε με την απόλυτη,
βαριά ησυχία του ύπνου.
Κάποια στιγμή μέσα στον
ύπνο θυμάμαι τινάχτηκα και μισάνοιξα τα μάτια. Η γριά είχε πια φύγει μα η πόρτα
ήταν μισάνοιχτη κι έμπαινε από την χαραμάδα της το φως μιας λάμπας. Φωνές
μουρμούριζαν από μακριά κι ο φόβος για την τύχη του πατέρα μου άρχισε να με
ξυπνάει. Δεν πρόλαβε όμως. Η σιλουέτα του μισοφάνηκε να με κοιτάει στο άνοιγμα
της πόρτας. Αναγνώρισα του κουρασμένο του πρόσωπο στο μισόφωτο. «Μπαμπά;»
ρώτησα νυσταγμένα. «Πέσε Γιάννο και σε λίγο θα φύγουμε.» απάντησε και τα
σεντόνια μου φάνηκαν άξαφνα πιο ζεστά. Η κούραση ξαναγύρισε κι ο Κατσαντώνης
εμφανίσθηκε πάλι με τα σπαθιά και τα καριοφίλια του.
Ήταν πάλι βράδυ όταν
ξεκινήσαμε με τον πατέρα μου το δρόμο του γυρισμού. Οι δυο γυναίκες μας χαιρέτισαν
χαμογελώντας αχνά, φιλεύοντάς μας πίτα για τον δρόμο. Η Ελένη μου φόρεσε το
στεγνό πια πανωφόρι και με φίλησε. Οι δυο άνδρες δεν ήταν εκεί πια μα είχα την
αίσθηση ότι δεν είχαν πάθει τίποτα. Ο πατέρας μου ήταν χλωμός και τα μάτια του
είχαν βαθουλώσει. Καλπάζαμε πιο αργά τώρα, στην ίδια θέση πάντα, μα εκείνο το
σκληρό πράγμα στην τσέπη του ήταν πια άφαντο. Είχε ολόγιομο φεγγάρι και χάζευα
με γουρλωμένα μάτια τους κρατήρες του. Αργότερα, έδυσε κι αυτό κι έμειναν οι
βράχοι γύρω, με τις μαύρες αυλακιές τους που βάθαιναν τώρα στο μισοσκόταδο. Οι
ρεματιές έφεραν κρύο πάλι. Κοίταγα τρομαγμένος τα βράχια. Ήταν αυλακωμένα σαν
εκείνο το πρόσωπο. Περίμενα να δω τίποτα μάτια να ανοίγουν ανάμεσά τους κι ένα
στόμα, πιο μαύρο απ’ αυτές, να χάσκει γεμάτο δόντια. Έσφιξα το χέρι πολύ πάνω
στο μανίκι του πατέρα μου. Εκείνος, χαμένος σε σκέψεις, σαν να ξύπνησε από
λήθαργο όταν το ‘νοιωσε.
_ «Τι ‘ναι;» με ρώτησε.
Δεν του απάντησα αμέσως. Μετά κοίταξε γύρω το σκοτάδι που πύκνωνε
_ «Φοβάσαι;» με ρώτησε.
Έγνεψα «ναι»
_ «Και τι φοβάσαι;»
_ «Τις χαρακιές στα
βράχια» Με κοίταξε με απορία και μετά τα βράχια ένα γύρω. Πήρα να του εξηγώ.
_ «Μοιάζουν πολύ με το
πρόσωπο του άντρα που έπλεε» του είπα σιγανά. «Του πεθαμένου». Με κοίταξε
σκεπτικός.
_ «Εκείνος ο άνθρωπος»
μου είπε, «ήταν καλός και τίμιος και γενναίος. Δεν πρέπει να τον φοβάσαι. Ήτανε
φίλος. Πάνο τον λέγανε, δεν το ‘θελε που σε τρόμαξε..» Μου φάνηκε πως βούρκωσε κι έφερε λίγο το χέρι
στα μάτια. Ο φόβος άρχισε να υποχωρεί μέσα μου και κοίταξα για λίγο το πρόσωπο
του όπως φαίνονταν από κάτω. Εκείνος σε λίγο κατέβασε πάλι το βλέμμα.
_ «Άκακος ήταν Γιάννο»
μου ξανάπε «δεν πείραξε κανέναν»
_ «Σαν την χελώνα; Που
βγαίνει αλλά δεν πειράζει κανέναν;» ρώτησα. Εκείνος με κοίταξε με απορία κι
ύστερα σκέφτηκε και μου αποκρίθηκε « Ναι παιδί μου, σαν και την χελώνα.»
Περάσαμε από τα Βλυχά
ξανά, μα εγώ ήμουν ήδη κοιμισμένος πια στον κόρφο του πατέρα μου και δεν είδα
την χελώνα, που έβγαλε το άκακο κόκκινο μάτι της απ’ τα νερά να αντικρίσει το
φεγγάρι.
Τι όμορφο διήγημα! Απ τα πιο όμορφα που έχω διαβάσει!Σαν τη χελώνα που βγαίνει αλλά δεν πειράζει κανέναν!Τι όμορφο!μπράβο μπράβο!χίλια μπράβο
ΑπάντησηΔιαγραφήΤον Γενναίο τον είχε κοντά του από κουτάβι. Κατάμαυρο έγινε και θέριεψε μεγαλώνοντας στο μπόι. Μα ήτανε φιλικός και αγάπαγε ο Γενναίος. Ίδιος άνθρωπος αφουγκραζότανε την ψυχή των ανθρώπων και τους καταλάβαινε σαν όμοιός τους. Και πρώτον απ’ όλους είχε εκείνονε, τον Δήμο, τον αφέντη του. Στην αρχή δεν ήξερε την όνομα να του βγάλει. Αργότερα όταν τον συνόδευε, κουτάβι ακόμα στην πλατεία, στο βραδινό του κρασί στον καφενέ, ο Γενναίος περπάταγε πάντα κοντά του και γάβγιζε στα γύρω σκυλιά και τις γάτες να μείνουν μακριά από τα πόδια του αφέντη του. Σαν θα κάθονταν αργότερα ο Δήμος στο τραπέζι , ο Γενναίος δεν ησύχαζε κοντά του. Στητός, με το βλέμμα άγρυπνο, κάθονταν παραπέρα, φύλακας του χεριού που τον ταΐζει.
ΑπάντησηΔιαγραφή