Δευτέρα 6 Φεβρουαρίου 2012

H μάχη της Νάουσσας μαρτυρία του Νίκου Κυτόπουλου

Το παρακάτω απόσπασμα προέρχεται από την ιστορική μαρτυρία του Νίκου Κυτόπουλου. Το βιβλίο με τίτλο " Η μάχη της Νάουσσας" διατίθεται από τις εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή.



 Πριν την μάχη

Η επίθεση θα ξεκινήσει το απόγευμα. Η ώρες περνούν κι ο ήλιος σιγά σιγά πέφτει. Οι πρώτες αποστολές φεύγουν μια μια. Η 108η Ταξιαρχία θα χτυπήσει από τον νότιο τομέα το Θεολόγο. Θα κατέβει από το ύψωμα και θα δημιουργήσει μια βάση πυρός για να φθάσει στην Αραπίτσα.. Η 18η Ταξιαρχία θα ενεργήσει στην Αι-Λιά. Οι δύο ταξιαρχίες θα σμίξουν στο κέντρο της πόλης που θα το χτυπήσουν από όλες τις μεριές. Η 14η Ταξιαρχία βρίσκεται σε εφεδρεία και ως τμήμα προκάλυψης. Ώρα επίθεσης 11:15 μμ.

Στις έντεκα ακριβώς το τάγμα Τζαβέλα φθάνει κοντά στον Αι-Λια και παίρνει θέσεις. Το τάγμα του Πέτσου στρίβει από τον Αι-Λιά και ξεκινά για αιφνιδιασμό μέσα στην πόλη. Μπροστά τους βρίσκεται ένα ποταμάκι. Το μέρος όλο βρίσκεται ζωσμένο με συρματόπλεγμα και καλά ναρκοθετημένο. Με το νερό ως το γόνατο περνούν το ποτάμι και κόβουν με κόφτες το σύρμα. Το δάχτυλο βρίσκεται στην σκανδάλη. Μπροστά τους βρίσκεται ένα πέρασμα σκαλισμένο στον βράχο από την εποχή της τουρκοκρατίας. Κι εδώ αγκαθωτό σύρμα και παγιδευμένες χειροβομβίδες. Η διείσδυση δύσκολη. Ο εχθρός όλη αυτή την ώρα γνωρίζει πως οι αντάρτες έρχονται. Μια ημέρα πριν ο ταγματάρχης Κατσουλίδης έλαβε ένα επείγον τηλεγράφημα. «Προσοχή φάλαγγα συμμοριτών αποτελούμενη από 2500 άτομα κινείται προς την Νάουσσαν». H στρατιωτική διοίκηση, του ΕΣ, το τι μέτρα έπαιρνε, παραμένει άγνωστο. Ο ΕΣ διέθετε μια διλοχία στην Κουτσούφλιανη , μια ακόμη στο παλιό Μπάτσι και έναν ενισχυμένο λόχο στο Σέλι. Αυτές οι δυνάμεις αποτελούσαν μονάχα την εμπροσθοφυλακή της πόλης και τις βίγλες της. Η Νάουσα δέσποζε τώρα μπροστά στους αντάρτες με δυο οχυρά, ναρκοπέδια με συρματόπλεγμα, πολυβολεία σε κάθε σταυροδρόμι και κάθε γέφυρα και γωνία. Όλα αυτά με κλιμάκωση προς το κέντρο. Έπειτα στο κέντρο, τα Καμένα, το νοσοκομείο, οι γέφυρες και τα εργοστάσια Λαναρά είχαν μετατραπεί όλα σε ισχυρά φρούρια.

Η επίθεση

Ώρα 11:15μμ. Οι γνώριμοι διπλοί κρότοι των πάντσερ δίνουν το σύνθημα. Το οχυρό του Αι-Λιά ανασκάπτεται από τις οβίδες. Αμέσως τα νέα της επίθεσης φθάνουν στην Σκύδρα και την Βέροια.  Όλα τα όπλα χτυπούν στα εξωτερικά φυλάκια. Βίκερς, τροχιοδεικτικές, πάντσερ, μπρέντ και όλμοι. Μια άγρια μπόρα λυσσομανά και στον ουρανό. Κάνει την ορατότητα μηδενική. Στον Αι-Λιά ο ΕΣ αποκρούει την πρώτη έφοδο. Στον Θεολόγο δύο φωτοβολίδες μια κόκκινη και μια πράσινη πέφτουν στον ουρανό. Από εκεί τα όπλα σιωπούν πια. Σε εφόρμησή του, ο λοχαγός Μπέλτσος χτυπά τον Θεολόγο με είκοσι πάντσερ. Ο Θεολόγος, ένα οχυρό με 10 πολυβολεία ανασκάπτεται και πέφτει. Οι υπερασπιστές του τον εγκαταλείπουν. Ο Μπέλτσος ρίχνει δύο φωτοβολίδες. «Ο Θεολόγος έπεσε» η ώρα είναι 11:30. Του φαίνεται απίστευτο πως πέρασε μονάχα ένα τέταρτο. Γίνεται καταμέτρηση. Λείπει μονάχα ο Χρήστος Ευαγγέλου  ο σκοπευτής. Τον βρίσκουν πεσμένο πάνω στο σύρμα με το τουφέκι παραμάσχαλα και μια χειροβομβίδα σφιγμένη στο χέρι. Μια ριπή του έχει σκίσει το στέρνο. Έτσι πάνω στην ορμή έπεσε ακόμα ένας ήρωας του ΔΣΕ.

Αι-Λιάς

Οι αντάρτες στον Αι-Λιά αναθαρρεύουν. Και η δεύτερη επίθεσή τους όμως ανακόπτεται. Ο Βάινας, ο διοικητής της 18ης Ταξιαρχίας μετρά τα λεπτά που περνούν. Οι φωτοβολίδες του Αι-Λιά ακόμα να φανούν. Μαζεύει τους άνδρες του και φθάνει στον Τζαβέλα. Το μέρος είναι χέρσο στον Αι-Λιά και θερίζονται και τα χορτάρια. Ο Βαινάς αποφασίζει την διπλή εξόρμηση από τα δύο πλάγια με έξι πάντσερ στην κάθε ομάδα. Ο διμοιρίτης Θωμάς  διστάζει. «Πίσω σύντροφε διοικητή». «Πίσω εσύ» του φωνάζουν οι στρατιώτες. Η έφοδος ξεκινά. Ο Στράτος Μπογδάνης εφορμεί μπροστά. Πέφτει νεκρός με μια ριπή.  Άξαφνα οι ριπές σταματούν. Ο Αι-Λιάς έχει εγκαταλειφθεί από τους υπερασπιστές του. Σαν φαντάσματα φαντάροι και εθνοφρουρίτες τρέχουν στο σκοτάδι. Έχουν παρατήσει ακόμα και τα όπλα τους.

Το ύψωμα του Αι-Λιά
Το εκκλησάκι του Αι-Λιά




Στο Κουκούλι

Το Κουκούλι είναι ένας βράχος γκρίζος και απόκρημνος που κρέμεται πάνω από το βόρειο τμήμα της πόλης. Εκεί ο ΕΣ έχει δυο πολυβολεία. Μερικές τροχιοδεικτικές πέφτουν και οι αντάρτες ετοιμάζουν τα παντσερ στο χέρι. Μια μικρή σιωπή πριν το μολυβένιο χαλάζι. Άξαφνα μια φωνή σκίζει το σκοτάδι

_ «Αδέλφια πόλεμο θέλετε ή ειρήνη;»

_ «Ειρήνη» απαντούν οι φαντάροι

_ «Εμείς ειρήνη σας φέρνουμε. Μην χτυπάτε»

Σιωπή

_ «Αδέρφια μην ρίχνετε. Μείς δεν σας χτυπάμε» 

Οι μαχητές του ΔΣΕ πλησιάζουν και μπαίνουν στα χαρακώματα. Είκοσι φαντάροι του περιμένουν. Μα δεν είναι τούτοι κτήνη και Βούλγαροι όπως τους λένε οι διοικητές τους. Είναι άνθρωποι σαν κι εκείνους. Αγκαλιάζονται και παίρνουν το δρόμο του βουνού. Από τότε κανείς φαντάρος δεν επανατοποθετήθηκε στο Κουκούλι.

Η περιοχή του βράχου που ονομάζεται Κουκούλι λίγο πιο έξω από την Νάουσα


Μέσα στην πόλη

Είναι από αυτόν τον βράχο που το τάγμα του Πέτσου σκαρφάλωσε και πέρασε μέσα στην πόλη χωρίς να πέσει ούτε μια τουφεκιά. Κανένας κλοιός όμως δεν είναι τόσο επικίνδυνος όσο αυτός μιας πόλης. Ο Πέτσος το σκέπτεται και χωρίζει την δύναμή του. Οι μισοί τοποθετούνται στον Αι-Γιώργη, οι άλλοι στην Αγία Φωτεινή και οι σαμποτέρ στο κέντρο. Ετοιμάζονται οδοφράγματα για να σταματήσουν τα τανκ. Τα πολυβολεία της πόλης δεν γνωρίζουν που βρίσκεται ο εχθρός και βάλουν στα τυφλά. Κοφτές και διάσπαρτες ριπές. Τα παντσερ των ανταρτών τους χτυπούν από τα πίσω. Ένα ένα τα πολυβολεία σιωπούν. Στο κέντρο της πόλης η Αγία Παρασκευή οχυρωμένη με τέσσερα πολυβολεία ρίχνει θερίζοντας τους δρόμους. Μια άλλη λύση πρέπει να βρεθεί. Ο ΕΠΟΝίτης Πρόδρομος δείχνει τον δρόμο.

«Κούκου επίτροπε!» Έχει σκαρφαλώσει σε μιαν μάντρα

«Τι έπαθες πάλι εσύ! Άρχισες ξανά τις τρέλες ?

« Να λέω να πάω από εδώ να τους κάνω κούκου.»

Οι αντάρτες δρασκελάνε τις μάντρες και έτσι μετ’ εμποδίων φθάνουν στην Αγία Παρασκευή. Ένα πάντσερ σκίζει την νύχτα και δύο κόκκινες φλόγες σκάζουν απότομα. Ένας φαντάρος βγαίνει από το διαλυμένο πολυβολείο. «Οχ μάνα πεθαίνω…» . Μέχρι να τον πιάσουν αγκαλιά οι αντάρτες εκείνος έχει ξεψυχήσει. Ο Πρόδρομος τον κοιτάει λυπημένα «Αχ ρε φαντάρε.. Γιατί δεν έρχεσαι μαζί μας να μην κλάψει νε η δική μου νε η δική μου μάνα…» Ένα επίμονο κουδούνισμα βγαίνει από το καταστρεμμένο φυλάκιο. Το τηλέφωνό του χτυπάει. Ο επίτροπος το σηκώνει

_ «Εμπρός! Εμπρός! Τι θέλετε ;»

_ «Τι είναι εκεί;» ρωτάει μια βραχνή φωνή

_ « Εδώ φυλάκιο της Αγίας Παρασκευής»

_ « Ωραία πες μας τι γίνεται. Τι κάνετε με τους κατσαπλιάδες;»

_ «   Εμείς καλά τους φάγαμε, εσείς;»

_ «Εδώ τάγμα. Κρατάτε καλά. Σκοτώστε αλύπητα. Σας στέλνουμε δύο κάριερς ενίσχυση»

_ «Τα τανκς φίλε μου έγιναν οδοφράγματα. Τα οχυρά σας σκόνη. Εδώ Δημοκρατικός Στρατός. Ερχόμαστε τώρα κι από εκεί.»

Η Αγία Παρασκευή στην Νάουσα. Δίπλα της περνά η οδός Ανταρτών


Δαλαμάρι και Μεσοβούνι

Το πρωί της 12ης Γενάρη ξεκινά η επίθεση του ΕΣ στο Δαλαμάρι και το Μεσοβούνι. Τεθωρακισμένα και πεζικό. Ο ΕΣ κάνει τρεις λυσσασμένες επιθέσεις. Όλες προσκρούουν πάνω στην άμυνα των μαχητών του ΔΣΕ. Ο ταγματάρχης Κατσουρίδης από την πολιορκημένη πόλη ζητά απεγνωσμένα βοήθεια. Την άμυνα κρατάει η ομάδα Βλεντόγλου. Ο ομαδάρχης βρίσκεται στο ίδιο πόστο με την πολυβολήτρια Ευανθία Ανδρέου και τον Γιάννη από την Αρδέα. Κοντά τους ο Κώστας Πασέτσας με την αραβίδα του και ο Πασχάλης Αραμπατζής. «Σήμερα σκέπτομαι ότι μπορεί να σκοτωθώ» λέει η Ευανθία ήσυχα σε μια στιγμή που τα όπλα σιωπούν. Η Ευανθία είχε χάσει τα παπούτσια της στην πρώτη επίθεση και δεν δέχονταν να πάει προς τα πίσω. Εννέα αεροπλάνα βομβαρδίζουν το Δαλαμάρι. Οι αντάρτες θάβονται κάτω από τις πέτρες.  Η νέα επίθεση του ΕΣ ξεκινά. Τα πολυβόλα αδειάζουν ξανά σφαίρες. Τελικά μονάχα είκοσι φαντάροι φθάνουν στα 15 μέτρα από τους αντάρτες. Ο ομαδάρχης του χτυπά με την Ευανθία όρθιος. Σε μια στιγμή εκείνη πέφτει. Μια σφαίρα την έχει βρει στο κούτελο.. Το Δαλαμάρι κρατά τρεις ημέρες. Όταν οι αντάρτες αποτραβιόνται ο στρατός έχει πάψει τις επιθέσεις του και περιμένει αγκιστρωμένος στις θέσεις του.



Βίλα Λαναρά

Η βίλα της οικογένειας Λαναρά ορθώνεται βαριά και οπλισμένη μέχρι τα δόντια. Εδώ ο στρατός κρατά τις τελευταίες του άμυνες. Εδώ και στα εργοστάσια των Λαναραίων. Εδώ έχει ζώσει τα κτίρια με πολυβόλα, σύρματα και νάρκες. Εδώ έχει κληθεί να προστατέψει τα πραγματικά του αφεντικά: Τους κεφαλαιοκράτες της Νάουσας. Οι αντάρτες σέρνουν με τις πλάτες το ορειβατικό πυροβόλο μέσα στα συντρίμμια. Η επίθεση ξεκινά. Κάθε παράθυρο ξερνάει φωτιά. Ενώ ουρλιάζουν οι οβίδες γίνεται έφοδος. Μια λευκή σημαία ανεμίζει σε λίγο στο κτίριο. Από μέσα του βγαίνουν κατάκοποι φαντάροι που πετάνε τα όπλα και πίσω τους τριάντα μεγαλόσχημα παράσιτα που τρύπωναν στα υπόγεια και τις ντουλάπες. Αυτά ρούφαγαν το εργατικό αίμα της Νάουσας…  



Στην ασφάλεια

Η μάχη φθάνει στην Ασφάλεια. Μετά από δύο εφόδους το κτίριο καταλαμβάνεται. Το τρίτο πάτωμα κρατάνε οι ΜΑΥδες. Έχουν ασπίδα τους τα γυναικόπαιδα. Ξεκινάνε οι διαπραγματεύσεις. «Αφήστε τους και πετάξτε τα όπλα. Αν δεν τους πειράξετε δεν θα πάθει κανείς τίποτα.» Οι ΜΑΥ παραδίδονται. Οι αντάρτες μένουν με ανοιχτό το στόμα. Ανάμεσα στους κατσαπλιάδες βρίσκονται και αξιωματικοί της χωροφυλακής με το πιστόλι στο χέρι… Ο Τάκης κατεβαίνει στο υπόγειο. Η πόρτα είναι ανοιχτή. Ένα πάντσερ έχει τρυπήσει τους μουχλιασμένους τοίχους. Ένα μπρεν είναι πεσμένο μπροστά στον μοναδικό φεγγίτη και ένας νεκρός χωροφύλακας σε μια λίμνη πηγμένο αίμα. Κοντά στον φεγγίτη ο Τάκης βρίσκει μια σκαλισμένη επιγραφή

«Με βασάνισαν 3 μέρες. Μου έβγαλαν τα νύχια. Με πέρασαν 5 φορές φάλαγγα για να μαρτυρήσω. Εγώ πεθαίνω. Εκδικηθείτε τον θάνατό μου, αδέλφια που θα ζήσετε. Αύριο με πάνε στο εκτελεστικό αν δεν με σκοτώσουν απόψε. Ζήτω ο ΔΣ! Νίκος»



Εργοστάσιο Λαναρά  

Εδώ στο σύμβολο της αστικής καταπίεσης της πόλης βρίσκεται η έδρα του ταξίαρχου Κατσουρίδη. Τα αεροπλάνα βομβαρδίζουν στα τυφλά τους γύρω συνοικισμούς. Ξέρουν ότι εκεί ζει η φτωχολογιά και δεν τους πειράζει. Τα εργοστάσια είναι ζωσμένα σύρμα και γεμάτα πολυβολεία. Η μεγάλη έφοδος της συμβολικής αυτής μάχης γίνεται στις 3 το μεσημέρι. Σε μια ώρα όλα έχουν τελειώσει. Ο Κατσουρίδης με το επιτελείο του το έχουν σκάσει κρυφά. Ο ασυρματιστής του πιάνεται την ώρα που μπαίνουν οι αντάρτες. Απορεί. Μα που είναι ο ταξίαρχος. Λαμβάνει το τελευταίο μήνυμα εκείνη την στιγμή. «Κρατάτε κρατάτε κρατάτε». Έξω μια γυανίκα βγάζει το κεφάλι στο παράθυρό της. «Κάψτε τα! Φωνάζει. Κάψτε τα! Αυτού μέσα έφαγα τα νιάτα μου! Αυτού άσπρισαν τα μαλλιά μου..»


Το εργοστάσιο Λαναρά

Άποψη του ιστορικού κέντρου της πόλης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου