Ηταν Δεκέμβρης του 1948. Ο εμφύλιος στο φόρτε του. Ολες οι ομάδες του Δημοκρατικού Στρατού είχαμε συγκεντρωθεί στ' Αμμούδια, ελέγχοντας το δημόσιο δρόμο Ραχών - Αγίου Κηρύκου. Είμαστε περίπου διακόσιοι αντάρτες απ' όλη την Ικαρία. Είχαμε συγκεντρωθεί εκεί ν' αποφασίσουμε την παραπέρα πορεία μας. Δηλαδή να μείνουμε συγκεντρωμένοι ή να χωριστούμε σε μικρές ομάδες κατά τόπους καταγωγής. Η παρουσία μας στ' Αμμούδια ήταν εμφανής κι ασκούσαμε και έλεγχο στους περαστικούς προς τον Αγιο Κήρυκο. Ομως, γρήγορα τα πράγματα άλλαξαν.
Αλλά πριν θ' αναφερθώ σ' ένα περιστατικό, πολύ ζωντανό στη μνήμη μου. Η ατμόσφαιρα της εποχής ήταν ακόμη ελπιδοφόρα, γιατί δεν είχαμε γενικότερη πληροφόρηση. Ετσι την παραμονή της Πρωτοχρονιάς του 1948 μια ομάδα, που πήρα μέρος κι εγώ, πήρε εντολή να πάμε στον Μαγγανίτη, ένα συντηρητικό χωριό - καραβοκύρηδες - να πούμε τον Αη Βασίλη και να τους μιλήσουμε για τον αγώνα μας και τη συμφιλίωση του ελληνικού λαού. Είμαστε επιφυλακτικοί για το πώς θα μας δέχονταν. Μας δέχτηκαν με μεγάλη αγάπη. Κι εμείς τους την ανταποδώσαμε με τον Αη Βασίλη και με έκκληση για ειρήνη και συμφιλίωση, όπως ήταν το σύνθημα του Δημοκρατικού Στρατού. Τα καλούδια έπεφταν βροχή στα φυλάκιά μας από κάθε σπίτι, μαζί με τις ευχές τους. Λουκουμάδες, φοινίκια, ξεροτήγανα, μπακλαβάδες, που είχαν φτιάξει με μεράκι οι νοικοκυρές. Οταν φεύγαμε, αφού γυρίσαμε όλα τα σπίτια, ένας καραβοκύρης, ο Τριαντάφυλλος Κουτούφαρης, μας ξεπροβόδησε έξω από το χωριό, προτείνοντάς μας να μας φέρνουν οι χωριανοί τα τρόφιμα. Τον ευχαριστήσαμε και φύγαμε ευχαριστημένοι για την υποδοχή που μας έγινε και για τα καλούδια που μας έδωσαν. Οταν μπήκαμε στο χωριό, για ευνόητους λόγους, πήγαμε στο τηλεφωνείο και κόψαμε τα σύρματα.
Οταν γυρίσαμε στη βάση μας, μετά τη χαρά που πήραμε από την επίσκεψή μας στο Μαγγανίτη, μάθαμε ότι ισχυρή δύναμη καταδιωκτικών αποσπασμάτων είχε φτάσει στη Νικαριά. Καταλάβαμε ότι η κατάσταση θα χειροτέρευε. Το ίδιο βράδυ, η ομάδα μου αναχώρησε για το Δρούτσουλα. Μείναμε το βράδυ κάτω από το χωριό σε μια ανοιχτή καμάρα, με θέα προς το λιμάνι του Ευδήλου. Εκανε τρομερό κρύο και δεν μπορούσαμε να κοιμηθούμε. Ετσι ακούσαμε τις απελπισμένες φωνές των ναυτικών, που καλούσαν σε βοήθεια. Το πρωί είδαμε ή μάλλον δεν είδαμε κανένα καΐκι στο λιμάνι. Τα βούλιαξε όλα η τρικυμία. Το βράδυ αναχωρήσαμε για τη σωτήρια σπηλιά του Κεραμέ.
Ομως οι φωνές των ναυτικών που πνίγονταν στον Εύδηλο από τα άγρια στοιχεία της φύσης, ίσως ήταν μια προειδοποίηση για την πολιτική και κοινωνική καταστροφή, που ερχόταν. Κι εμείς από κείνη τη νύχτα της Πρωτοχρονιάς που είπαμε τον Αη Βασίλη στους ανθρώπους του Μαγγανίτη ένοπλοι, κάτι που ύστερα μας φαινόταν σαν παραμύθι κι όλο γύριζε ο νους μας σ' εκείνη τη βραδιά, που αναγάλλιασε η ψυχή μας και πήραμε αγάπη και δύναμη για τον αγώνα μας. Γιατί είχαμε βρεθεί εκείνη την εποχή μέσα σε μια φοβερή κοινωνική θύελλα, που υποδαύλιζε ο ιμπεριαλισμός. Κι έπρεπε να είμαστε σκληροί, χωρίς να χάνουμε την ανθρωπιά μας. Κι εκείνη τη νύχτα την ξαναβρήκαμε στους ανθρώπους του Μαγγανίτη. «Ελάτε να τα πείτε και σ' εμάς, καλή χρονιά». Εκείνο το παραμυθένιο βράδυ, η αγάπη των απλών ανθρώπων, που μας τύλιξε και μας ζέσταινε, μας λύτρωσε προσωρινά από τους φόβους μας για το ειρηνικό μέλλον του λαού μας. Οι καταραμένοι ξένοι μας είχαν βάλει στο στόχαστρο. Ομως δεν τα κατάφερε. Εκείνο το βράδυ το κατάλαβα. Οπως το κατάλαβα λίγα χρόνια αργότερα, αφού είχε λήξει ο εμφύλιος, στις μεγάλες διαδηλώσεις για την Κύπρο. Κατάλαβα ότι ο ελληνικός λαός δεν υποτάσσεται. Εκείνο το βράδυ, την παραμονή της Πρωτοχρονιάς κι ενώ μαίνονταν ο εμφύλιος, ο απλός λαός μου έδωσε τη λύση. Οσο κι αν οι ανθρωποφάγες δυνάμεις του κέρδους θέλουν να υποδουλώσουν τους λαούς, δεν θα τα καταφέρουν. Γιατί η ειρήνη είναι πιο δυνατή από τον Αρη.
Αφήγηση του Φίλιππου Μαυρογιώργη στον Ρ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου