Τρίτη 18 Ιανουαρίου 2011

H μάχη της Πρέβεζας


Όπως η κυρία Άννα, αγωνίστρια της ΕΠΟΝ, τα είπε στην κόρη της...



“..Όταν ήρθε η ώρα να λευτερωθούμε, την Πρέβεζα την λευτέρωσε ο ΕΛΑΣ. Ήρθαν οι αντάρτες στο λιμάνι.. απ’ το Άκτιο,.. απ’ τον ελαιώνα.., απ’ τον Αηθωμά…. Λαοπροσκύνημα……. Μας είπανε πως θα γιορτάσουμε την απελευθέρωση την Κυριακή 18/9/44. Τότε έγινε η μεγάλη γιορτή . Μεγάλο γλέντι. Ομιλίες χοροί . Πράμματα.Θάμματα. Σαν ζουρλοι ήμασταν όλοι απ’ τη χαρά μας. Όμως εκεί που γλεντάγαμε, μέσα στο πλήθος ακούστηκε πως οι Ζερβικοί θα επιτεθούν στον ΕΛΑΣ και στους δικούς μας . Νομίζω εκείνη την ώρα ,δεν ξέρω από ποιό σοφό κεφάλι ,ήρθε η διαταγή να παραδώσει ο ΕΛΑΣ την πόλη στον ΕΔΕΣ.Αλλά δεν προλαβαν να φύγουν και τους επιτέθηκαν οι Ζερβικοί γιά να τους ξεκάνουν. Μέχρι να πολωθούνε τα πράμματα και να αρχινήσει ο εμφύλιος πέρασαν καναδυό μέρες. Πάντως οι δικοί μας, μόλις κατάλαβαν τί πάει να γίνει, έπιασαν το κάστρο του Αγιαντρέα με δυό λόχους και διοικητή τον Νούτσο.
Την Εθνική την έπιασε ο καπετάνιος ο Γιαννούλης απ τη Λευκάδα με το ΕΛΑΝ (το ναυτικό σκέλος του ΕΛΑΣ), μέχρι τη τη Βάση. Απ’ τα Σφαγεία ως τον Αγιώργη, όλη η ακτογραμμή ηταν πιασμένη απ’ τους αντάρτες. Κι από πάνω , το Γυμνάσιο. Μόνο στο κάστρο του Παντοκράτoρα μπόρεσαν και μπήκαν αυτοί . Και τούτο ,γιατί τους είχαν αφήσει οι δικοί μας να μπούν στη πόλη από κείνη τη μεριά τότε που θα γιορτάζαμε την απελευθέρωση όλοι μαζί. Οχυρώθηκαν εκεί,και άρχισαν να χτυπάν τους Ελασίτες.
Αρχίζει ο πόλεμος.

Απ’ τον Παντοκρατoρα χτύπαγαν αυτοί. Απ’ το κάστρο του Αγιώργη οι δικοί μας. Οι οβίδες πέρναγαν απάνω απ’ τα κεφάλια μας σταυρωτά και δεν είχαμε κατά που να κάνουμε γιά να γλυτώσουμε.(η Κοκκινιά είναι ανάμεσα στο κάστρο του Αγιώργη και το γυμνάσιο). Πρώτα έφυγε το ΕΛΑΝ και ο καπετάνιος ο Γιαννούλης απ’ την Εθνική τράπεζα και τη Βάση.Μάζεψε όσους είχε και έκανε έξοδο. Ήτανε η λεγόμενη εξόρμηση. Μπήκανε άλλοι στα πριάρια (μακρόστενες βάρκες χωρίς καρίνα)και άλλοι κολυμπώντας, περάσανε απέναντι στη Λασκάρα , μετά στο Άκτιο και εν μέσω πυρών και κανονιοβολισμών πέρασαν στο Ξηρόμερο(Αιτωλοακαρνανία) . Η Εθνική τράπεζα έπεσε σχετικά γρήγορα αφου έφυγαν οι υπερασπιστές της . Οι άλλοι που έμειναν στο κάστρο του Αγιώργη είχαν και τους τραυματίες συγκεντρωμένους εκεί,τα κατάφεραν κουτσά στραβά και έφυγαν κι αυτοί. Έμειναν αυτοί του Γυμνασίου.

Ειδικά στο Γυμνάσιο , επειδή έπρεπε να κρατηθεί ο δρόμος προς τα περιβόλια και τον ελαιώνα(η έξοδος της πόλης) ανοιχτός,τοποθετήθηκε μετά απο διαταγή της πολιτικής ηγεσίας του ΕΛΑΣ της περιοχής , η υποδειγματική διμοιρία της ΕΠΟΝ. Όμως εγώ ξέρω, πως ο μπάρμπας σου ο Μιχάλης και ο Νούτσος διαφώνησαν . Ο Αραχναίος ήταν που επέμενε . Η υποδειγματική είχε τα πιο γενναία επονιτόπουλα. Με το σκεπτικό πως αυτά τα παλληκαράκια θα πολεμήσουν μέχρι το τέλος και δεν θα περάσει εύκολα κανένας, τους ανάθεσαν να υπερασπιστούν το γυμνάσιο.
Ααααχ!Δεν ξέρω πιά άν έκανε καλά ή όχι.
Ποιό το όφελος;
Κι αυτοί που γλύτωσαν τους περίλαβαν μετά στα βουνά και στις εξορίες. Αλλοίμονο στα παιδάκια μας που πήγαν να λες!

Η Εθνική είπαμε έπεσε σχετικά γρήγορα στα χέρια του στρατού -είχε έρθει και στρατός στο μεταξύ γιά να βοηθήσει το Ζέρβα, γιατί αυτοί, πέντε ψύλλοι ήταν όλοι κιόλοι κακή τους ώρα. Κι ήθελαν να κάνουν και κατοχή στην πόλη… Έπρεπε όμως οπωσδήποτε να καταλάβουν και το Γυμνάσιο, επειδή ήταν απάνω στο σταυροδρόμι σε ύψωμα, και εμπόδιζε τους Εδεσίτες της πόλης να επικοινωνήσουν με αυτούς του Παντοκράτoρα.
Το Γυμνάσιο δεν έπεφτε. Τι έγινε ομως. Ο γυμνασιάρχης ο Κοντός -καλή του ώρα εκεί που είναι μαζί με τα παιδιά-που ήταν κάτι σαν δήμαρχος επειδή τον είχαν βάλει οι Πρεβεζάνοι Άρχοντα της πόλης μέχρι να βγει δήμαρχος με εκλογές κανονικές ,είχε μαζέψει τους χωροφύλακες της περιοχής γιά να μη τους σκοτώσουν οι Ελασίτες . Αφού, οι πιο πολλοί απ’ αυτά τα μούτρα τάχανε κάνει πλακάκια και με τους Γερμανούς και με το Ζέρβα και είχανε φάει πολύ κοσμάκη ,ειδικά στα χωριά. Τους είχε μαζέψει λοιπόν και τους είχε βάλει όλους στο λιοτριβιό του Θεοφύλαχτου απέναντι απ το γυμνάσιο. Δεν είχε σκοπό να τους πειράξει.
Να φανταστείς ήτανε με τον οπλισμό τους, και έβαλε να τους φυλάνε μη τους σφάξει κανένας και τα ρίξουνε στον ΕΛΑΣ μετά. Αυτοί λοιπόν , καθώς δεν ηταν αφοπλισμένοι βγήκαν και πήγαν απέναντι στο τζαμί και πυροβολούσαν από κει τα παιδιά. Τα παιδιά σκότωσαν πάρα πολλούς απο δαύτους .Τους ρήμαξαν. Βλέποντας οι χωροφύλακες πως αποδεκατίστηκαν ζήτησαν ενισχύσεις απ’ τους Ζερβικούς που ήρθαν με αρχηγό τον περιβόητο Γαλάνη, αυτόν απο το τάγμα των Κρητικών.
Λέγανε πως είχε έναν ανηψό που σκοτώθηκε, εκεί μπροστά ,στο Γυμνασιο. Γιαυτό , αυτός ο Γαλάνης, μετά μας κολύμπησε στο αίμα.
Αλήθεια είναι ; Ψέμματα είναι ; Και το είπανε έτσι για να δικαιολογήσουνε τα φονικά που έκανε; Δεν ξέρω .

Ήρθε απ’ τη μεριά που είναι τώρα το καφενείο του λαού , περικύκλωσαν το Γυμνάσιο και το βάραγαν από όλες τις μπάντες. Μέσα ήταν τα 14 παιδιά και καμμιά 40αριά μεγάλοι. Ο Λώλος, με την υποδειγματική , μπήκε στο Γυμνάσιο μαζί με τους αντάρτες όταν ξεκίνησαν οι υποψίες και κατάλαβαν πως θα γίνει μακελειό. Ο Νούτσος όμως, (Κ.Νούτσος διοικητής του 1ου λόχου του ΕΛΑΣ που απελευθέρωσε την Πρεβεζα) τον ειδοποίησε τον κουνιάδο που ήταν στην ηλικία του Λώλου να μην κλειστεί μέσα γιατί τάξερε από πρώτο χέρι.
Και τον γλύτωσε.
-
Τον βρήκα όταν ήρθε στην Πρέβεζα και του τάπα.
- Έκανε πως δεν ήξερε, και σκώθηκα κι έφυγα-.
Το καταλάβαμε και μεις πως θα πολεμήσουν μέχρι το τέλος, γιατί το ίδιο πρωΐ που άρχισε ο πόλεμος, ήρθε κατά τις 11 η ώρα ο Θοδωράκης .
-Θεία ,ήρθα με αφορμή πως θα πάρω το νερό για να σας το πω.
-Θα γίνει μεγάλος πόλεμος.
Ζήτησε και του φέραμε στο σπίτι τη μάννα του να τη δει και να τη χαιρετήσει. Γιατί σε μας ήρθε μέσα απ’ τα περιβόλια ενώ στο δικό του το σπίτι δεν μπορούσε να πάει. Ήταν μαζί με το φίλο του τον Περικλή. Ήταν η τελευταία φορά που είδα το Λώλο ζωντανό. Ένα μαυροτσούκαλο λιανό με το τσουλούφι το σγουρό να πετάει.

Τα παιδιά κλείστηκαν λοιπόν στο γυμνάσιο και πολέμησαν μέχρι που τελείωσαν τα πυρομαχικά.Τους φώναζαν να παραδοθούν. Όλα τα ακούγαμε Και τις βρισιές που τους γάβγιζαν τις ακούγαμε.
Δεν παραδίνονταν αυτά. Βλέπεις τους είχανε διατάξει να κρατήσουν ως το τέλος. Ο Αραχναίος τη δουλειά του έκανε, και γιά το σκοπό του πολέμου,σωστά έκρινε. Τι να πεις ! Έδωσαν τόσες μέρες καιρό στους αντάρτες να απαγκιστρωθουν απ’ τα κάστρα και να φύγουν άλλοι στο Ξερόμερο, κιάλλοι στο βουνό . Σάμπως άμα ήμουνα εγώ ξέρω τι θα νάκανα;

 
Όταν τους τέλειωσαν τα πυρομαχικά, έπεσε μιά ησυχία. Μιά νέκρα , που παγώσαμε σύγκορμοι.
Εγώ έβαλα τα κλάμματα και έπεσα κάτω και μαδιόμουνα, γιατί ήξερα τι θα πάθουν. Η μάννα μου είχε πιαστεί με την αδερφή της και έκλαιγαν ήσυχα- ήσυχα βάχ μάννα μου , βάχ μάννα μου ,σαν να μην περίμεναν τίποτα. Μετά αρχίνησαν τα ουρλιαχτά. Τα βρισίδια για τις μαννάδες τους και τις αδερφές τους. Μπήκαν όλοι μαζί απ’ όλες τις πόρτες του γυμνασίου.Κι όπως ήτανε οι υπερασπιστές άϋπνοι, πεινασμένοι και με χωρίς πυρομαχικά,τους ξέκαναν με τις ξιφολόγχες. Τα πήραν και τα κλείσανε στα μπουντρούμια στο κάστρο του Παντοκράτoρα. Πιάσανε καμμιά 800αριά πολίτες τότε. Ήταν και ο πατέρας μου μαζί , γιατί τον κατέδωσαν γιά αριστερό αυτοί που τους έδινε τις πληροφορίες γιά το λιμάνι και έπαιρναν τις λίρες απ’ τους Εγγλέζους. Το Λώλο τον είχανε μαχαιρώσει στα πλευρά και τον πήρανε τραυματισμένο όπως και πολλούς άλλους. Πήγαινε η μάννα του η κακομοίρα και του άφηνε φαί και ρούχα να αλλάζει και να ζεσταθεί. Σάμπως ήξερε ; Ζεί; Πέθανε; Του τάδιναν; Δεν του τάδιναν; Πάντως αυτή πήγαινε κάθε μέρα το φαί. Ούτε που την άφησαν να το δεί το έρμο καθόλου.Τα κορμόσκυλα.


Πρέπει να τους εκτέλεσαν μιά δυο μέρες πριν τη συμφωνία της Καζέρτας. Νομίζω μάλιστα πως μιά ομάδα την εκτέλεσαν και μετά τη συμφωνία. Τα παιδιά, είτε επειδή ήταν ζωηρά και προσπαθούσαν φαίνεται να το σκάσουν,είτε γιατί τα είχαν μεγάλη μανία γιατί σκότωσαν πολλούς από δαύτους,τα είχαν δεμένα δυό -δυό με καλώδια απ τα πόδια.Ετσι τα πήραν. Έτσι τα εκτέλεσαν. Τους εκτέλεσαν στην Παργινόσκαλα. Δυό – δυό. Το Λώλο τον εκτέλεσαν με τον Περικλή μαζί .
Δεμένα τα βρήκαμε ,και όπως είχαν σαπίσει τα κρέατά τους, τα καλώδια είχαν ακουμπήσει στα κοκκαλάκια τους τρομάραμ’.

Εμείς στην Κοκκινιά το μάθαμε αμέσως πως τα εκτέλεσαν. Ήρθαν δυό -τρεις δικοί μας απ’ τον Παντοκράτoρα και μας τάπανε. Αλλά δεν μπορούσαμε να πάμε.Δε μας άφηναν τα τσακάλια ,ούτε στο θάνατο να πάμε ανθρωπινά. Μεγάλος θρήνος. Όλη η Πρέβεζα θρηνούσε. Θρηνούσαμε για το Λώλο. Θρηνούσαμε γιά τους άλλους. Θρηνούσαμε γιατί δεν ξέραμε τι μας περίμενε και μας. Σαν ζουρλοί κλαίγαμε. Τότε ήταν που ο παππούς ο Νικολής που είχε πολλες ενοχές επειδή κλώτσησε τον Ηρακλή εκεί απάνω στην ώρα που χτύπαγε τα κρόταλα και θα σκότωνε τις στυμφαλίδες όρνιθες,έκλαιγε με αγκομαχητά και φώναζε τον Ηρακλή του.
Αλλά ήταν αργά πιά.


Μας άφησαν να πάμε να πάρουμε τους νεκρούς και να τους θάψουμε μέρες μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας. Ήρθαν κι οι Παντοκρατoρίτες οι δικοί μας μαζί , λίγοι ήταν,- οι πιό πολλοί ήταν ζερβικοί και δεξιοί-, και μας έδειξαν που τους είχανε παραχώσει. Άλλοι ήτανε στα ορύγματα που μείνανε απ’ τους Ιταλούς , απ’ τον πόλεμο, σκαμμένα κατα μήκος της παραλίας.Οι άλλοι , με το Θοδωράκη ,ήταν πιό προς τα μέσα. Σε ένα μεγάλο τετράγωνο λάκκο. Τους είχανε παραχώσει πρόχειρα πρόχειρα ,με τη σειρά και κατά στρώσεις. Μία στρώση άνθρωποι.Μιά στρώση χώμα. Μια στρώση άνθρωποι ,μιά στρώση χώμα. Κορμιά και χώματα σε στρώσεις. Πρέπει νάτανε πολλοί. Έμαθα πολύ αργότερα ,πως ήτανε καμμιά εκατοστή όλοι μαζί. Τα παιδιά ήταν δεκατέσερα .Εμείς, οι συγγενείς τους ανοίξαμε . Αναμεράγαμε τα χώματα και τους βγάζαμε έναν- έναν. Έρχονταν οι αλλολοΐσμένοι να ιδούν μην είναι ο δικός τους. Που να δεις τη μάννα του Περικλή. Έτρεχε κιαυτή σαν ζουρλή, όλη της η οικογένεια βλέπεις ήταν στο αντάρτικο. Μέχρι και το μικρό- μικρό ο Πύρρος. Μόνο αυτή έμεινε πίσω για να ψάχνει στους σκοτωμένους.

Εκεί να δεις θρήνος και απελπισία.


Ακόμα το θυμάμαι. Ακόμα θυμάμαι εκείνη τη μυρωδιά.Εκεί να δεις. Να μαδιώμαστε και να μη μπορούμε να ζυγώσουμε απ τη βρώμα. Δεν μπόραες να πας να μαζέψεις στην αγκαλιά τον ανθρωπό σου.Σαν εγκληματίας ένοιωθες που ενώ σπάραζε το φυλλοκάρδι σου να τον πάρεις απάνω στο κορμί σου και να τονέ χαϊδέψεις, δε σάφηνε αυτή η βρώμα, και τον απόδιωχνες τον αγαπημένο σου.
Όρμαγαν οι γυναίκες και οι άντρες με απόφαση να πάρουν τα πτώματα αγκαλιά έτσι οπως τα βγάζαμε, και εκεί έπεφταν και ξέρναγαν απ τη σαπίλα. Βρώμαε το τόπος σου λέω. Βρώμαε.
Βρώμαε το χώμα όπου και να το πάταγες. Πάταγες στο χώμα και νόμιζες πως σκύλευες τα κορμιά που δεν έπρεπε να τα πατάς. Απελπισία Ο κόσμος οδύρονταν και ξέρναγε μαζί. Άστα να πάνε.
Ακόμα μόρχονται όμως μπροστά στα μάτια μου κάθε φορά που βλέπω τους καταδότες και τους εγγλεζόφιλους που καλοζήσανε και πλουτίσανε και ακόμα δεν ψόφησαν όλοι όπως θάπρεπε!




 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου