Σάββατο 25 Σεπτεμβρίου 2010

Αριστερά και Διανόηση

Στο σημείο αυτό θα αναφερθούμε στα πολλά πρόσωπα του κόσμου των τεχνών και των γραμμάτων που στελέχωσαν τις γραμμές του ΕΛΑΣ, του ΕΑΜ, της Εθνικής Αντίστασης αλλά και της αριστεράς συνολικά. Σκοπός του thread αυτού είναι όχι μόνο να τους αποτήσουμε έναν ύστατο φόρο τιμής αλλά και να καταδείξουμε την άρρηκτη σχέση της καλλιτεχνικής πρωτοπορίας με την ιδεολογική και πολιτική πρωτοπορία.


Γιάννης Ρίτσος


Είναι πρακτικά αδύνατο να χωρέσω σε τόσες λίγες γραμμές το εύρος της προσωπικότητας που αποτέλεσε ο Γιάννης Ρίτσος και να σκιαγραφήσω το έργο του. Θα προσπαθήσω λοιπόν να δώσω ένα μικρό βιογραφικό του που έτσι κι αλλιώς γνωρίζω οτι θα είναι ελλειπές..Γενήθηκε το 1909 στην Μονεμβασιά την 1η Μαίου. Πάντα ο Ρίτσος χαίρονταν που γενήθηκε την ημέρα της γιορτής του παγκόσμιου εργατικού κινήματος και σε αυτό αφιέρωσε το γιγάντιο έργο του "Επιτάφιος". Δημοσίευσε πάνω από εκατό ποιητικές συλλογές και συνθέσεις, εννέα μυθιστορήματα, τέσσερα θεατρικά έργα και πολλές μελέτες. Το έργο του συμπληρώνεται με πολλές μεταφράσεις και δημοσιεύσεις. Το 1921 ξεκίνησε να συνεργάζεται με την Διάπλαση των Παίδων και το 1934 άρχιζε να αρθρογραφεί στον Ριζοσπάστη ενώ εκδίδει και την πρώτη του συλλογή με τίτλο "Το Τρακτέρ". Την ίδια χρονιά γίνεται και μέλος του ΚΚΕ. Έλαβε ενεργό μέρος στην εθνική αντίσταση, ενώ κατά το χρονικό διάστημα 1948- 1952 εξορίστηκε σε διάφορα νησιά. Συγκεκριμένα συλλαμβάνεται τον Ιούλιο του 1948 και εξορίζεται στη Λήμνο, κατοπιν στη Μακρόνησο (Μάης 1949) και το 1950 στον Άι Στράτη. Μετά την απελευθέρωση του τον Αύγουστο του 1952 έρχεται στην Αθήνα και προσχωρεί στην ΕΔΑ. Το 1954 παντρεύεται με την παιδίατρο Γαρυφαλιά Γεωργιάδη κι ένα χρόνο αργότερα γεννιέται η -μοναδική- κόρη τους Ελευθερία. Το 1956, τον ίδιο χρόνο δηλαδή, τιμήθηκε με το Α΄Κρατικό Βραβείο ΄Ποίησης για τη «Σονάτα του Σεληνόφωτος». Το 1968 προτάθηκε για το βραβείο Νόμπελ το οποίο όμως δεν κέρδισε για πολιτικούς λόγους. Το 1975 αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτορας του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και το 1977 τιμήθηκε με το Βραβείο Λένιν για την ειρήνη.



Κώστας Βάρναλης


Ο λαικός ποιητής της αριστεράς, ένα γνήσιο παιδί του λαού, που η ποιήσή του αγκάλιασε την απλή, γνήσια ψυχή του. Γεννήθηκε στο Μπουργκάς της Βουλγαρίας τo 1884. Το 1907 συμμετείχε στην ίδρυση του ποιητικού περιοδικού Ηγησώ, το οποίο κυκλοφόρησε δέκα τεύχη. Το1 908 πήρε το πτυχίο του από τοΠανεπιστήμιο Αθηνών και άρχισε να εργάζεται στην εκπαίδευση στην αρχή στο ελληνικό διδασκαλείο του Πύργου (Μπουργκάς) σε ηλικία δεκαοχτώ ετών και στη συνέχεια στην Ελλάδα (στην Αμαλιάδα) και μεταξύ άλλων στην Ανωτάτη Παιδαγωγική Ακαδημία Αθηνών. Διετέλεσε για πολλά χρόνια καθηγητής μέσης εκπαίδευσης ενώ εργάστηκε για βιοποριστικούς λόγους και ως δημοσιογράφος Από το 1910 άρχισε να ασχολείται με τη λογοτεχνική μετάφραση και ως το 1916 ολοκλήρωσε τους Ηρακλείδες του Ευριπίδη, τον Αίαντα του Σοφοκλή, τα Απομνημονεύματα του Ξενοφώντα και τον Πειρασμό του Αγίου Αντωνίου του Φλωμπέρ. Μετά το δεύτερο Βαλκανικό Πόλεμο, στον οποίο πήρε μέρος, φοίτησε στο Διδασκαλείο Μέσης Εκπαίδευσης του Γληνού.
Το 1919 πήγε στο Παρίσι με υποτροφία και παρακολούθησε μαθήματα φιλοσοφίας, φιλολογίας και αισθητικής. Τότε προσχώρησε στο ΚΚΕ και αναθεώρησε τις προηγούμενες απόψεις του για την ποίηση, τόσο σε θεωρητικό, όσο και σε πρακτικό επίπεδο. Καρπός αυτής της στροφής στάθηκε το ποίημα Προσκυνητής. Το καλοκαίρι του 1921 έγραψε στην Αίγινα Το Φως που καίει, που εξέδωσε ένα χρόνο αργότερα στην Αλεξάνδρεια με το ψευδώνυμο Δήμος Τανάλιας. Το 1922 δημοσίευσε επίσης τους Μοιραίους στο περιοδικό Νεολαία και τη Λευτεριά στο περιοδικό Μούσα. Το 1924 δίδαξε νεοελληνική λογοτεχνία στην Παιδαγωγική Ακαδημία υπό τη διεύθυνση του Γληνού. Το 1926 παύτηκε από τη θέση του ως καθηγητή της Παιδαγωγικής Ακαδημίας, με αφορμή ένα δημοσίευμα της Εστίας που δημοσίευσε ένα απόσπασμα από Το φως που καίει. Ο Βάρναλης στράφηκε στη δημοσιογραφία και έφυγε για τη Γαλλία ως ανταποκριτής της Προόδου. Το 1927 τύπωσε τους Σκλάβους Πολιορκημένους. Το 1929 παντρεύτηκε την ποιήτρια Δώρα Μοάτσου. Το 1932 εξέδωσε την Αληθινή απολογία του Σωκράτη. Το 1935 πήρε μέρος ως αντιπρόσωπος των Ελλήνων συγγραφέων στο Συνέδριο Σοβιετικών Συγγραφέων στη Μόσχα και μετά εξορίστηκε στη Μυτιλήνη και τον Άγιο Ευστράτιο. Tο 1956 τιμήθηκε από την Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών και το 1959 τιμήθηκε με το βραβείο Λένιν. Είχαν προηγηθεί μεταξύ άλλων εκδόσεις των έργων του Ζωντανοί άνθρωποι, Το Ημερολόγιο της Πηνελόπης, Ποιητικά, Διχτάτορες, Αισθητικά- Κριτικά (δύο τόμοι). Το 1965 εκδόθηκε η τελευταία ποιητική συλλογή του με τίτλο Ελεύθερος κόσμος και το 1972 το θεατρικό έργο Άτταλος ο Γ΄. Υπήρξε συνεργάτης σε πολλά περιοδικά και εγκυκλοπαίδειες μεταξύ των οποίων και στη Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια. Πέθανε στις 16 Δεκεμβρίου 1974.



Μίκης Θεοδωράκης



Ο Μίκης Θεοδωράκης, κρητικός στην καταγωγή, γεννήθηκε στις 29 Ιουλίου 1925 στη Χίο. Τα παιδικά του χρόνια τα πέρασε σε διάφορες πόλεις της ελληνικής επαρχίας όπως στη Μυτιλήνη ,Γιάννενα , Κεφαλλονιά  και κυρίως στην Τρίπολη. Από τότε φάνηκε καθαρά, ότι η ζωή του θα μοιραζόταν ανάμεσα στη μουσική και σε αγώνες για ανθρωπιστικές αξίες. Στην Τρίπολη, μόλις 17 ετών, δίνει την πρώτη του συναυλία παρουσιάζοντας το έργο του Κασσιανή και παίρνει μέρος στην αντίσταση κατά των κατακτητών. Στη μεγάλη διαδήλωση της 25ης Μαρτίου 1943 συλλαμβάνεται για πρώτη φορά από τους Ιταλούς και βασανίζεται. Διαφεύγει στην Αθήνα, όπου οργανώνεται στο ΕΑΜ και αγωνίζεται κατά των Γερμανών κατακτητών. Συγχρόνως σπουδάζει στο Ωδείο Αθηνών  με καθηγητή τον Φ. Οικονομίδη. Μετά την απελευθέρωση ξεσπά ο Εμφύλιος. Ο Θεοδωράκης λόγω των ιδεών του και των σχέσεών του με το ΚΚΕ καταδιώκεται από τις αστυνομικές αρχές. Για ένα διάστημα ζει παράνομος στην Αθήνα χωρίς να σταματήσει την επαναστατική του δράση. Τελικά συλλαμβάνεται και στέλνεται εξορία στην αρχή στην Ικαρία και στη συνέχεια στο επονομαζόμενο στρατόπεδο θανάτου, τη Μακρόνησο. Τελικά αποφοιτά από το Ωδείο το 1950. Εκτοτε γίνεται πρόεδρος της νεολαίας Λαμπράκη και βουλευτής της ΕΔΑ. Η Χούντα τον περνάει ξανά απο πυρός και σιδήρου, τον φυλακίζουν με βασανιστήρια στην Μπουμπουλίνας, τις φυλακές Αβέρωφ και τέλος στις φυλακές του Ωροπού. Κατά την διάρκειά της ο Μ. Θεοδωράκης συνιδρύει το ΠΑΜ και εκλέγεται προεδρός του. Παρά την απόσταση που πήρε αργότερα απο τις θέσεις του ΚΚΕ ο Μ. Θεοδωράκης είναι ο μεγαλύτερος συνθέτης της εποχής μας και τα τραγούδια του παραμένου άρρηκτα δεμένα με την αντίσταση και την αριστερά.

Έργα του:
  • Κύκλοι τραγουδιών: Τα παιδικά, Επιτάφιος, Επιφάνια, Πολιτεία Α΄, Β΄, Γ΄ και Δ΄, Λιποτάκτες, Μικρές Κυκλάδες, Μαουτχάουζεν, Romancero Gitano, Θαλασσινά φεγγάρια, Ο ήλιος και ο χρόνος, Δώδεκα λαϊκά, Νύχτα θανάτου, Αρκαδίες, Τα τραγούδια του Αγώνα, Τα τραγούδια του Ανδρέα, Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα, Μπαλάντες, Στην Ανατολή, Τα λυρικά, Χαιρετισμοί, Επιβάτης, Ραντάρ, Διόνυσος, Φαίδρα, Καρυωτάκης, Τα πρόσωπα του ήλιου, Μνήμη της πέτρας, Ως αρχαίος άνεμος, Μήπως ζούμε σ' άλλη χώρα;, Μια θάλασσα γεμάτη μουσική, Η Βεατρίκη στην οδό Μηδέν, Ασίκικο Πουλάκη, Λυρικώτερα, Λυρικώτατα, Σερενάτες.
  • Μουσική για θέατρο: Το τραγούδι του νεκρού αδελφού, Ένας όμηρος, Εχθρός Λαός, Προδομένος Λαός, Καποδίστριας, Χριστόφορος Κολόμβος, Περικλής, Αυτό το δέντρο δεν το λέγανε υπομονή, Το θεριό του Ταύρου, Μάκβεθ.
  • Μουσική για αρχαίο δράμα: Ορέστεια (Αγαμέμνων, Χοηφόροι, Ευμενίδες), Αντιγόνη, Ιππής, Λυσιστράτη, Προμηθεύς Δεσμώτης, Οιδίπους Τύραννος, Εκάβη, Ικέτιδες, Τρωάδες, Φοίνισσες, Αίας.
  • Μουσική για κινηματογράφο: Ζορμπάς, Ζ, Σέρπικο, Ιφιγένεια, Ηλέκτρα, Το πλόκο Όταν τα ψάρια βγήκαν στη στεριά, Σουτιέσκα (Τίτο), Μπιριμπί, Φαίδρα, Κατάσταση πολιορκίας, Actas de Marusia.
  • Ορατόρια: Άξιον εστί, Μαργαρίτα, Επιφάνια Αβέρωφ, Κατάσταση πολιορκίας, Πνευματικό εμβατήριο, Requiem, Canto General, Θεία Λειτουργία, Λειτουργία για τα παιδιά που σκοτώνονται στον πόλεμο.
  • Συμφωνικά έργα και Μουσική Δωματίου: 1η, 2η, 3η 4η, 7η Συμφωνία, Κατά Σαδδουκαίων, Canto Olympico, Τρίο, Σεξτέτο, Το Πανηγύρι της Αση-Γωνιάς, Ελληνική Αποκριά, Κύκλος, Σονατίνα για πιάνο, Σουίτα αρ. 1, 2 και 3, Σονατίνα αρ. 1 και αρ. 2 για βιολί και πιάνο, Οιδίπους Τύραννος, Κοντσέρτο για πιάνο, Ραψωδία για τσέλλο και ορχήστρα, Sinfonietta, Adagio.
  • Μπαλέτα: Οι Εραστές του Τερουέλ, Αντιγόνη, Ζορμπάς.
  • Όπερες: Καρυωτάκης (Οι μεταμορφώσεις του Διονύσου), Μήδεια, Ηλέκτρα, Αντιγόνη, Λυσιστράτη.
Μάνος Λοίζος 





Ο Μάνος Λοίζος ήταν συνθέτης, στοιχουργός, μουσικός και τραγουδιστής. Γεννήθηκε το 1937 στην Αλεξάνδρεια και πέθανε το 1982 σε νοσοκομείο της Μόσχας. Υπήρξε μέλος του ΚΚΕ και συνδέθηκε έντονα με τον αντιδικτατορικό αγώνα, ενώ αγωνίζονταν πάντα για τα διακιώματα της εργατικής τάξης. Ακολούθησε το παράδειγμα της μουσικής ποιότητας που χάραξε ο Μίκης Θεοδωράκης και συνεργάσθηκε με πολλούς καλλιτέχνες. Τελευταίος δίσκος του ήταν τα "Γράμματα στην Αγαπημένη", σε στίχους του Ναζίμ Χικμέτ και απόδοση στα ελληνικά του Γιάννη Ρίτσου.
 
 





Πάνος Τζαβέλας



Ο Πάνος Τζαβέλας γεννήθηκε το 1925 στην Κοζάνη. Με την κήρυξη του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου εντάσσεται στην ΕΠΟΝ και τον επόμενο χρόνο βγαίνει στο βουνό με τον ΕΛΑΣ. Ξαναβγαίνει στο βουνό με το Δημοκρατικό Στρατό, τραυματίζεται, συλλαμβάνεται και ακρωτηριάζεται το δεξί του πόδι. Ακολουθεί φυσικά η γνωστή καταδίωξη που επιφύλασσε σε όλους τους αριστερούς το τότε δεξιό καθεστώς. Έχοντας ήδη καταδικαστεί τρεις φορές σε θάνατο προσβάλλεται από τη νόσο του Burgen και το 1959 αναγκάζεται να πάει στην τότε Σοβιετική Ένωση για να θεραπευτεί. Παρέμεινε όμως εκεί και μετά την αποθεραπεία του για να σπουδάσει μουσική και τότε ήταν που γνώρισε τον μεγάλο συνθέτη Ντμίτρι Σοστακόβιτς. Επέστρεψε στην Ελλάδα το ʼ65 αλλά το ʼ68 η χούντα τον συνέλαβε για «παράνομη δράση» εναντίον της και βρέθηκε και πάλι στη φυλακή. Αποφυλακίστηκε το ʼ71 λόγω «ανηκέστου βλάβης» της υγείας του και άρχισε να τραγουδά σε μπουάτ της Πλάκας μέσα σε ένα σχεδόν «συνωμοτικό» κλίμα. Έστω όμως και υπό αυτές τις συνθήκες καταφέρνει να μεταδώσει έναν αέρα και βέβαια την αγάπη του για την ελευθερία στο κοινό – κυρίως φοιτητές – που τον παρακολουθούσε φανατικά. Μετά τη μεταπολίτευση και δίχως φόβο πλέον συνεχίζει να ερμηνεύει τα αγαπημένα του αντάρτικα τραγούδια, τη μουσική επένδυση της Εθνικής Αντίστασης, μαζί με την τότε σύντροφο του Νατάσα Παπαδοπούλου. Στα «μαγαζιά» της Πλάκας όπου εμφανιζόταν γινόταν κυριολεκτικά «λαϊκό προσκύνημα» από ένα πλήθος το οποίο ανάπνεε επιτέλους ελεύθερα μετά από επτά χρόνια δικτατορίας και ήθελε να γνωρίσει αλλά και να επικοινωνήσει με τα τραγούδια μιας άλλης εποχής, ήδη μακρινής μεν αλλά όχι και ξεχασμένης, κατά την οποία ο αγώνας για αυτή την ελευθερία δεν ήταν μόνον ανάγκη αλλά και καθημερινή πραγματικότητα και πρακτική. Ο Τζαβέλας υπήρξε πάντα συνεπής με τον εαυτό του, την ιδεολογία και τις απόψεις του και αυτό ήταν φανερό τόσο στις επιλογές του τραγουδιών άλλων τα οποία ερμήνευε με τον μοναδικό, «επαναστατικό» του τρόπο όσο και στα όχι και τόσα πολλά που έγραψε ο ίδιος. Πιο χαρακτηριστικό από τα τελευταία το "Εντιμε Άνθρωπε κυρ Παντελή".


Βασίλης Ρώτας


Ο Βασίλης Ρώτας γεννήθηκε το 1889. Σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και θέατρο στη Δραματική Σχολή. Το 1910 φοίτησε στη Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών Κέρκυρας. Πολέμησε στους Βαλκανικούς Πολέμους (1912-1913) σαν ανθυπολοχαγός. Στη διάρκαι του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου πιάστηκε αιχμάλωτος και κλείστηκε σε στρατόπεδα αιχμαλώτων στο Γκαίρλιτς και στο Βέρλ. Αποστρατεύτηκε με το βαθμό του συνταγματάρχη και από τότε αφοσιώθηκε στη λογοτεχνία και το θέατρο. Στη διάρκεια της κατοχής εντάχθηκε στο ΕΑΜ και πήρε μέρος στην εθνική αντίσταση. Υπήρξε επίσης ιδρυτής του Λαϊκού Θεάτρου Αθηνών (1930-1937) που όμως έκλεισε με την επιβολή της δικτατορίας του Μεταξά. Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής οργάνωσε το Θεατρικό Σπουδαστήριο με συνεργάτες τον Μάρκο Αυγέρη, τη Σοφία Μαυροειδή-Παπαδάκη, τον Γιάννη Τσαρούχη και άλλους. και το Θέατρο στο Βουνό (1944, με τη συνεργασία μελών της ΕΠΟΝ) και έδωσε θεατρικές παραστάσεις στο βουνό. Δίδαξε επίσης στην Επαγγελματική Σχολή Θεάτρου και στη Δραματική Σχολή του Ωδείου Πειραιώς. Πέθανε το 1977.

Έργα του: Το τραγούδι των σκοτωμένων, Να ζει το Μεσολόγγι, Παλιές ιστορίες, Οδηγός για σχολικές παραστάσεις, Θέατρο1 




Θέμος Κορνάρος


Θέμος Κορνάρος (1906-1970). Ο Θέμος Κορνάρος γεννήθηκε στη Σίββα της Μεσσαράς στην Κρήτη. Λόγω της φτώχειας της οικογένειάς του μπήκε από μικρός στη βιοπάλη και ταξίδεψε ανά την Ελλάδα ασκώντας διάφορα χειρωνακτικά κυρίως επαγγέλματα. Όταν έφτασε στην Αθήνα προσπάθησε να παρακολουθήσει μαθήματα στο Πανεπιστήμιο, δεν τα κατάφερε όμως γιατί παράλληλα δούλευε εργάτης στο χτίσιμο του Εθνικού Θεάτρου. Εκεί γνωρίστηκε με τον Κωστή Μπαστιά και μέσω αυτού με τον Φώτο Πολίτη, που δέχτηκε με ενθουσιώδεις κριτικές τα πεζογραφήματά του Το Άγιον Όρος και Σπιναλόγκα (1933). Με την Κατοχή εντάχθηκε στις τάξεις του ΕΑΜ και συνέχισε να δουλεύει ως εργάτης ως το 1944, οπότε συνελήφθη από τα S.S. και κλείστηκε στο στρατόπεδο Χαϊδαρίου ως την Απελευθέρωση. Οι κακουχίες του είχαν και συνέχεια: καταδικάστηκε σε φυλάκιση δύο χρόνων με αφορμή το κείμενό του Αγύρτες και κλέφτες στην εξουσία (στραμμένο εναντίον αρχιεπισκόπου συνεργάτη των Γερμανών), συνελήφθη το 1947 για την πολιτική του δράση και εξορίστηκε ως το 1952. Την εκδοτική του δραστηριότητα ξανάρχισε μετά το 1955 και ως το 1960 κυκλοφόρησε τέσσερα πεζογραφήματα και δύο τόμους ταξιδιωτικών εντυπώσεων και επιμελήθηκε δυο ανθολογιών αντιστασιακής λογοτεχνίας με τίτλους "Θυσίες και δάφνες του ελληνικού λαού" και "Αρματωμένη Ελλάδα". Συνεργάστηκε με τα περιοδικά Νέοι Πρωτοπόροι, Ελεύθερα Γράμματα, Επιθεώρηση Τέχνης και την εφημερίδα Η Αυγή. Ταξίδεψε στην Ιταλία, την Ελβετία, τη Σοβιετική Ένωση και σε χώρες των βαλκανίων. Πέθανε στην Αθήνα κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του Παπαδόπουλου.



Στρατής Τσίρκας



Ο Στρατής Τσίρκας (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Γιάννη Χατζηαντρέα από παρατσούκλι του πατέρα του), γιος του Κώστα Χατζηαντρέα και της Περσεφόνης το γένος Σταμαράτη, γεννήθηκε και πέρασε τα παιδικά και νεανικά του χρόνια στο Κάιρο. Είχε τρία μικρότερα αδέρφια. Γύρω στο 1917 γράφτηκε στην Αμπέτειο Σχολή, στο εμπορικό τμήμα, από όπου αποφοίτησε το 1928. Μετά την αποφοίτησή του εργάστηκε στην Εθνική Τράπεζα της Αιγύπτου για ένα χρόνο και από το 1929 ως το 1939 σε μια εταιρεία βάμβακος στην Άνω Αίγυπτο, αρχικά ως λογιστής και στη συνέχεια ως διευθυντής των εκκοκιστηρίων. Το 1933 πέθανε ο πατέρας του από φυματίωση. Το 1935 εντάχτηκε στην αντιφασιστική οργάνωση Ligue Pacifiste και ίδρυσε μαζί με τον Θεοδόση Πιερίδη την Αντιφασιστική Πρωτοπορία. Το 1937 παντρεύτηκε την Αντιγόνη Κερασσώτη, με την οποία ταξίδεψε στην Αυστρία, την Ιταλία, τη Γιουγκοσλαβία, τη Γαλλία και την Ελλάδα και απέκτησε ένα γιο τον Κώστα (γενν.1957). Το καλοκαίρι του ίδιου χρόνου πήρε μέρος (ανάμεσα στους Μπέρτολντ Μπρεχτ, Λουί Αραγκόν, Πάμπλο Νερούντα και άλλους) στο Β’ Διεθνές Συνέδριο των Συγγραφέων για την Υπεράσπιση της Κουλτούρας εναντίον του Πολέμου και του Φασισμού στο Παρίσι και έγραψε μαζί με τον Χιούς τον όρκο στον Λόρκα, που προωθήθηκε από τον Λουί Αραγκόν και υπογράφτηκε από σαράντα συγγραφείς. Από το 1939 ως το 1963 έζησε στην Αλεξάνδρεια και εργάστηκε ως διευθυντής βυρσοδεψείου (έφυγε για λίγους μήνες το 1942 όταν ο Ρόμμελ απείλησε την πόλη). Το 1943 έγινε καθοδηγητικό στέλεχος του Ελληνικού Απελευθερωτικού Συνδέσμου του ΚΚΕ . Στην περίοδο αυτή τοποθετείται η γνωριμία του με το Γιώργο Σεφέρη. Το 1961 διαγράφτηκε από το Κ.Κ.Ε., καθώς αρνήθηκε να αποκηρύξει το έργο του Η Λέσχη, που είχε εκδοθεί λίγο νωρίτερα. Το 1963 έφυγε για την Αθήνα, όπου έζησε ως το θάνατό του. Μετά την κήρυξη της δικτατορίας του Παπαδόπουλου έγινε μέλος του Πατριωτικού Αντιδικτατορικού Μετώπου. Το 1969 εντάχθηκε στο Κ.Κ.Ε. εσωτερικού και ένα χρόνο αργότερα πήρε μέρος στη σύνταξη του αντιδικτατορικού τόμου 18 Κείμενα με το διήγημα Αλλαξοκαιριά. Συμμετείχε επίσης στον τόμο Νέα Κείμενα (1970) και στα Νέα Κείμενα2. Πέθανε στο Ιπποκράτειο νοσοκομείο σε ηλικία 69 χρόνων.



Σωτήρης Πατατζής


Ο Σωτήρης Πατατζής ( 1917- 1991) ήταν λογοτέχνης, με καταγωγή από την Μεσσήνη Μεσσηνίας. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας . Εργάστηκε ως δημοσιογράφος και ανταποκριτής σε εφημερίδες και περιοδικά. Το λογοτεχνικό του έργο περιλαμβάνει μυθιστορήματα, διηγήματα και θεατρικά έργα. Το μυθιστόρημά του «Μεθυσμένη Πολιτεία» μεταφέρθηκε στην τηλεόραση στο τέλος της δεκαετίας του 70, σε σκηνοθεσία του Αρη Λυχναρά απο την ΕΡΤ, και με πολλούς γνωστούς πρωταγωνιστές. Ουσιαστικά, αυτό το έργο αποτελεί γόνιμη σύνθεση της φαντασίας του συγγραφέα και προσωπικών του βιωμάτων από την γενέτειρα του, Μεσσήνη της Μεταξικής περιόδου. Κατά την Κατοχή εντάχθηκε στους κόλπους του ΕΑΜ και ήρθε σε επαφή με πολλά πρόσωπα της διανόησης της εποχής που ανοίκαν στην αριστερά. Απο την βιοματική του εμπειρία του πολέμου εξέδωσε τις συλλογές διηγημάτων "Πένθημο Εμβατήριο" και "Ματωμένα Χρόνια". Για την δράση του στην αριστερά υπέστη διώξεις μέχρι και την δικατορία. Απο την θεατρική του δουλειά γνωστότερο έργο είναι "Ο Δον Καμίλλο".


       Έργα του Πατατζή

  • Ματωμένα χρόνια (1946)
  • Νεράιδα του Βυθού (1952)
  • Χαμένος Παράδεισος (1966)
  • Μεθυσμένη Πολιτεία (1948)
  • Πένθιμο Εμβατήριο (1978)

  • Επιστροφή από το Μπούχεμβαλντ (1948)
  • Καλός στρατιώτης Σβέικ (1956)
  • Δον Καμίλο (1958)
  • Χρυσή φυλακή (1959)
  • Διάκος (1961)




Θανάσης Βέγγος


Ο Θανάσης Βέγγος γεννήθηκε το 1926 στο Νέο Φάληρο του Πειραιά. Δεν έχει κάνει σπουδές υποκριτικής. Στα ταραγμένα χρόνια του εμφύλιου και όντας ενταγμένος στο καλλιτεχνικό σκέλος του ΕΑΜ στέλνεται στο κολαστήριο της Μακρονήσου μαζί με χιλιάδες άλλους πολίτες με αριστερές ιδέες. Όταν απολύεται κάνει διάφορες δουλειές του ποδαριού για να ζήσει. Ανάμεσα σε αυτές και διάφορες βοηθητικές δουλείες σε γυρίσματα ταινιών, που είναι το πραγματικό του πάθος. Το 1953 ο Κούνδουρος, που τον γνώριζε από τη Μακρόνησο, του δίνει ένα ρόλο στη Μαγική πόλη. Αυτό ήταν το ξεκίνημα του στον χώρο της υποκριτικής. Χωρίς προϋπηρεσία στο θέατρο, χωρίς σπουδές, δουλεύοντας ταυτόχρονα σαν φροντιστής, στις ταινίες που παίζει , ο Θανάσης Βέγγος καταφέρνει να μετατραπεί σιγά σιγά στον ηθοποιό που είναι σήμερα. Παίρνει άδεια ασκήσεως επαγγέλματος, και το ξεκίνημα του σημαδεύεται από την συμμετοχή του σε μερικές από τις πιο σημαντικές ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου όπως "Η Μαγική πόλη", "Ο Δράκος", "Ποτέ την Κυριακή" ,"Το κορίτσι με τα μαύρα" και το μνημειώδες "Τι έκανες στον πόλεμο Θανάση". Προταγωνίστησε επίσης στο "Όλα είναι δρόμος" του Παντελή Βούλγαρη και στην πιο πρόσφατη ταινία του "Ψυχή Βαθιά".



Μάνος Κατράκης


Ο Μάνος Κατράκης, κορυφαίος πρωταγωνιστής του ελληνικού θεάτρου, γεννήθηκε στις 14 Αυγούστου του 1909 στο Καστέλι των Χανίων Κρήτης. Ήταν το μικρότερο από τα πέντε παιδιά του εμπόρου Χαράλαμπου Κατράκη και της Ειρήνης. Έκανε το ντεμπούτο του σε ηλικία μόλις 18 ετών, με το θίασο «Οι νέοι» στο έργο «Για την αγάπη της». Η σκηνική του παρουσία του και το μεγάλο του ταλέντο ενθουσιάζουν τον σκηνοθλετη Κώστα Λέλουδα και με την συμβολή του αργότερα έπαιξε στην πρώτη βουβή ταινία «Το λάβαρο του '21». Το 1930 συνεργάστηκε με το «Λαϊκό Θέατρο» του Βασίλη Ρώτα και το 1932 προσλήφθηκε ως μόνημος στο Εθνικό Θέατρο, όπου ερμήνευσε μεταξύ άλλων τον Κορυφαίο στον «Αγαμέμνονα» και τον Κρητικό στη «Βαβυλωνία». Το 1934 συνεργάστηκε με τον Β. Αργυρόπουλο και το 1935 με τη Μ. Κοτοπούλη. Αργότερα εντάσσεται στο ΚΚΕ και το 1943 αναλαμβάνει πρόεδρος του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών.  Από τη θέση αυτή συνέβαλε στην ίδρυση του Κρατικού Θεάτρου Θεσσαλονίκης όπου και έπαιξε μέχρι το 1946, οπότε επέστρεψε στο Εθνικό. Κατά την διάρκεια της Κατοχής, εντάσσεται και σε πολλούς καλλιτεχνικούς κύκλους του ΕΑΜ, όπως και στο ΕΑΜ ηθοποιών. Το 1947 διώκεται για τις πολιτικές του πεποιθήσεις και αρνούμενος πεισματικά να υπογράψει «δήλωση μετανοίας», εξορίζεται στην Ικαρία, στη Μακρόνησο και τον Αϊ-Στράτη όπου υφίσταται κακουχίες και βασανιστήρια.  Το 1952 επιστρέφει στην Αθήνα και συνεργάζεται με το θέατρο Μουσούρη και το 1955 ιδρύει το «Ελληνικό Λαϊκό Θέατρο». Στο θέατρό του παίζει και σκηνοθετεί με μεγάλη συμμετοχή κοινού και καλλιτεχνική επιτυχία ως το 1967. Βάση δίνει στο ελληνικό θεατρικό έργο του οποίου υπήρξε μεγάλος θαυμαστής. Το 1968 του γίνεται έξωση απο την δικτατορία και ο ίδιος συνεχίζει κάτω απο βαρύ κλίμα την πρωταγωνιστική του πορεία, πότε με το θίασό του, πότε με άλλους πρωταγωνιστές. Ο Κατράκης έπαιξε και σε πολλές ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου. Αξιόλογες είναι οι ερμηνείες του στην ταινία «Μαρίνος Κοντάρας» του Γιώργου Τζαβέλα (1948), στη «Συνοικία το όνειρο» του Αλέκου Αλεξανδράκη  (1961) καθώς και στην «Ηλέκτρα» του Μιχάλη Κακογιάννη (1962). Κατά τα γυρίσματα της τελευταίας του ταινίας «Ταξίδι στα Κύθηρα», με σκηνοθέτη το Θόδωρο Αγγελόπουλο και αφού η ταινία είχε μόλις ολοκληρωθεί, ο Μάνος Κατράκης αφήνει την τελευταία του πνοή στις 2 Σεπτέμβρη του 1984 χτυπημένος απο καρκίνο στους πνεύμονες.



Ο Μάνος Κατράκης ως Προμηθέας Δεσμότης





Ο Μάνος Κατράκης (δεξιά) στην εξορία με τον Γ. Ρίτσο




Αναστάσιος Αλεβίζος (Τάσσος)


Ο Αναστάσιος Αλεβίζος γεννιέται στις 25 Μαρτίου 1914 στο χωριό Λευκοχώρα της Μεσσηνίας. Ο πατέρας του ο Αντώνης Αλεβίζος, είναι φτωχός αγρότης της περιοχής και η μητέρα του, Σταυρούλα Πετρούλια, κατάγεται και αυτή από αγροτική οικογένεια.
Το 1919, με τη μητέρα και τον μεγαλύτερο αδελφό του Πάτροκλο, μετακομίζουν στην Αθήνα, όπου ήδη βρίσκεται ο πατέρας σε αναζήτηση εργασίας. Η οικογένεια εγκαθίσταται σε μια φτωχή, λαϊκή συνοικία, στις παρυφές της πόλης, πίσω από το εργοστάσιο του Φιξ, στο σημερινό Νέο Κόσμο. Τα πρώτα χρόνια της εφηβείας του σημαδεύονται από την εμπειρία της προσφυγιάς. Η γειτονιά του πλημμυρίζει από έναν κόσμο «περίεργο, ξενόφερτο, πολύ ταραγμένο, πολύ ανήσυχο, φοβισμένο και ταλαιπωρημένο». Είναι οι ξεριζωμένοι Μικρασιάτες. Στο Δημοτικό, το μάθημα της ιχνογραφίας είναι το μόνο στο οποίο διαπρέπει. Στα 11 συναντά τον Γιάννη Σιδέρη, φιλόλογο και αργότερα σημαντικό ιστορικό του ελληνικού θεάτρου, που τον ξεχωρίζει. Η απόφασή του να ασχοληθεί με την τέχνη μέρα με τη μέρα ωριμάζει. Κοντά στον αριστερό ζωγράφο Γεώργιο Κωτσάκη αρχίζει να προετοιμάζεται για την Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών. Το 1932 εγγράφεται από τους πρώτους στο εργαστήρι χαρακτηκής  με καθηγητή τον Γιάννη Κεφαλληνό. Η δράση του στους κόλπους του παράνομου τότε ΚΚΕ, είναι η αιτία σύλληψής του το 1938 από το καθεστώς Μεταξά. Ακολουθούν διώξεις. Το 1939 καταφέρνει και αποφοιτά τελικά από τη σχολή του και συνεργάζεται με τη «Νέα Εστία», αναλαμβάνοντας εικονογραφήσεις. Τα χρόνια της Κατοχής γίνεται ιδρυτικό στέλεχος του ΕΑΜ Καλλιτεχνών, παίρνει μέρος στην Αντίσταση, χαράσσει παράνομες αφίσες και τελικά συλλαμβάνεται από τους Ιταλούς και φυλακίζεται. Μετά τον εμφύλιο ακολουθούν εκθέσεις του σε Ελλάδα και εξωτερικό, αλλά και πολλές βραβεύσεις. Το 1965, σε δική του έκδοση, με οκτώ ασπρόμαυρες ξυλογραφίες, κυκλοφορεί το «Άσμα Ασμάτων» του Σολομώντα, σε μετάφραση Γιώργου Σεφέρη. Το 1979, με έξι ασπρόμαυρες ξυλογραφίες του σε πλάγιο ξύλο, κυκλοφορεί από τον «Κέδρο» ο «Επιτάφιος» του Γιάννη Ρίτσου, σε πανηγυρική τριακοστή έκδοση. Το 1980 εκθέτει στο Μέγαρο Τέχνης της ΕΣΣΔ, στη Μόσχα με μεγάλη επιτυχία. Το 1985 παρουσιάζονται 50 έργα του, της περιόδου 1967 – 1974, στο Ανατολικό Βερολίνο. Πεθαίνει στις 13 Οκτωβρίου στο Νοσοκομείο Ευαγγελισμός αιφνιδίως, αλλά πλήρης έργου και προσφοράς τόσο στην τέχνη όσο και στους λαικούς αγώνες. Το 1987 πραγματοποιείται η μεγάλη αναδρομική έκθεση έργων του στην Εθνική Πινακοθήκη που προσελκύει εκτοντάδες θαυμαστές και φίλους του έργου του.



Kώστας Καζάκος


Γεννήθηκε το 1935 στον Πύργο Ηλείας, την ίδια χρονιά η οικογένειά του μετακομίζει στον Πειραιά. Σπούδασε στην Ανώτερη Σχολή Κινηματογράφου, στο Τμήμα Σκηνοθεσίας και αργότερα με δάσκαλο τον Κάρολο Κούν, στη Δραματική Σχολή του.  Έχει λάβει μέρος σε περισσότερες από 50 κινηματογραφικές ταινίες και 30 θεατρικά έργα. Σκηνοθέτησε 12 θεατρικά έργα ενώ γύρισε δύο ταινίες ως σκηνοθέτης και παραγωγός. Μέλος του ΚΚΕ και βουλευτής του απο την αρχή της καριέρας του. Υπήρξε αντιπρόεδρος του Ελληνικού Κέντρου του Διεθνούς Ινστιτούτου Θεάτρου, γενικός γραμματέας της Πανελλήνιας Ένωσης Ελεύθερου Θεάτρου και μέλος της Πανελλήνιας Πολιτιστικής Κίνησης. Ιδρυτικό μέλος του Ελληνοαραβικού Συνδέσμου και μέλος της Επιτροπής Αδείας Άσκησης του Επαγγέλματος του Ηθοποιού. Τιμήθηκε με τον "Χρυσό Απόλλωνα", βραβείο ηθοποιού Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου Αθηνών. Ήταν απο τους πρώτους μεγάλους ηθοποιούς της μεταπολιτευσης με το μεγάλο έργο του Καμπανέλλη "Μεγάλο μας τσίρκο" σε μουσική Ξυλούρη.


Βασίλης Κολοβός


 Βασίλης Κολοβός γεννήθηκε το 1946 στο ορεινό χωριό της Φθιώτιδας Πετρωτό της επαρχίας Δομοκού. Από τα δώδεκά του χρόνια εργάστηκε σε βιβλιοπωλείο, κουρείο, ραφτάδικο, μπακάλικο, καφενείο, σε διάφορα εργοστάσια και οικοδομές. Πήγε στο νυχτερινό Γυμνάσιο και αποφοίτησε από τη Δραματική Σχολή του Ωδείου Αθηνών το 1967. Άρχισε να ασκεί το επάγγελμα του ηθοποιού το 1972. Έπαιξε σε πάρα πολλούς θιάσους κλασικό και σύγχρονο ρεπερτόριο. Πήρε μέρος σε δέκα κινηματογραφικές ταινίες και δεκαπέντε τηλεοπτικά σίριαλ. Παράλληλα με την επαγγελματική του δραστηριότητα ασχολήθηκε και με τα συνδικαλιστικά προβλήματα των ηθοποιών. Εκλέγεται συνεχώς επί είκοσι οχτώ χρόνια και σήμερα είναι πρόεδρος της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Θεάματος - Ακροάματος και του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών. Η επαφή του με το λαϊκό κίνημα άρχισε όταν έκανε τα πρώτα του μεροκάματα και συνεχίζεται ακόμα. Το πρώτο του μυθιστόρημα ("Θυμάσαι, πατέρα;") κυκλοφόρησε το Νοέμβριο του 1995. Το δεύτερο με τίτλο "Η αυλή με τα σπασμένα όνειρα", κυκλοφόρησε το 1998 ενώ το τρίτο του, "Οι Αγίες των ημερών τους", το 2001· όλα από τις εκδόσεις Καστανιώτη. Το "Θυμάσαι, πατέρα;" επιλέχθηκε το 1998 να είναι για δύο χρόνια η βασική διδακτέα ύλη στο Πανεπιστήμιο του Σίδνεϊ, στο Τμήμα Νεοελληνικής Φιλολογίας, μαζί με τον "Επιτάφιο" του Ρίτσου, την "Αυλή των θαυμάτων" του Καμπανέλλη και τη "Σαρκοφάγο" του Ιωάννου.




Νίκος Καζαντζάκης



Γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης και σπούδασε Νομικά στην Αθήνα. Συμπλήρωσε τις σπουδές του στο Παρίσι και ήταν από τους πιο πολυταξιδεμένους 'Ελληνες της εποχής του. Ταξίδεψε στην Αυστρία και ήρθε σε επαφή με την ψυχολογία του Φρόυντ και τον Βουδισμό, στην Ισπανία όπου πήρε συνέντευξη απο τον δικτάτορα Πρίμο Ντε Ριβέρα και στην Ιταλία όπου μίλησε με τον Μπενίτο Μουσολίνι. Επισκεύθηκε και έμεινε στην Σοβιετική Ενωση και πήρε μέρος και στον εορτασμό για τα δεκάχρονα της Οκτωβριανής Επανάστασης. Εκεί γνωρίζεται με τον Ελληνορουμάνο λογοτέχνη Παναΐτ Ιστράτι, μαζί με τον οποίον επέστρεψε στην Ελλάδα. Τον Ιανουάριο του 1928 στο θέατρο «Αλάμπρα», στην Αθήνα, μιλάνε μαζί  εξυμνώντας τη Σοβιετική Ένωση. Στο τέλος της ομιλίας έγινε και διαδήλωση με μαζική συμμετοχή κόσμου. Τόσο ο Καζαντζάκης όσο και ο συνδιοργανωτής της εκδήλωσης ο Δημήτρης Γληνός διώχθηκαν δικαστικά. Η δίκη ορίζεται στις 3 Απριλίου και αναβάλλεται μερικές φορές χωρίς ποτέ να γίνει. Τον Απρίλιο, ο Καζαντζάκης, ξαναβρέθηκε στη ΕΣΣΔ όπου ολοκλήρωσε ένα κινηματογραφικό του σενάριο με θέμα τη Σοβιετική Επανάσταση. Το 1924 δικάζεται και φυλακίζεται για την ηγετική του θέση σε κομμουνιστική οργάνωση προσφύγων, ενώ το 1930 ξαναπερνά απο δίκη για "αθεισμό". Το έργο του είναι πλούσιο και απλώνεται σε πολλούς τομείς: θέατρο, ποίηση, δοκίμιο, ταξιδιωτικά, μυθιστόρημα, μεταφράσεις, φιλοσοφία. Ανέπτυξε πλούσια πνευματική δράση και απέκτησε φήμη. Τα κυριότερα έργα του: Αναφορά στον Γκρέκο, Ασκητική, Οδύσσεια (έπος, αποτελούμενο από 33333 στίχους), Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά, Ο Καπετάν Μιχάλης, Ο Φτωχούλης του Θεού, Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται, Ο Τελευταίος Πειρασμός, Ταξιδεύοντας κ.ά. Επίσης μετέφρασε τη Θεία Κωμωδία του Δάντη και σε συνεργασία με τον Ι. Θ. Κακριδή την Ιλιάδα και την Οδύσσεια του Ομήρου.


Ιακωβος Καμπανέλλης


Γεννήθηκε τον Δεκέμβριο του 1922 στην Νάξο απο οικογένεια της μεσαίας τάξης και σύντομα μετακόμισε μαζί τους στην Αθήνα. Εργάσθηκε ως δημοσιογράφος σε πολλές αθηναικές εφημερίδες ενω απο νωρις έδειξε το ενδιαφερον του για το θέατρο. Στην διάρκεια της κατοχής έρχεται σε επαφή με το ΕΑΜ και το ΚΚΕ και το 1945 συλλαμβανεται απο τους Γερμανούς και φυλακίζεται στο στρατόπεδο Μαουτχάουζεν, όπου και παραμένει μέχρι την απελευθέρωσή του το Μάιο του ίδιου χρόνου. 'Οταν γυρίζει στην Αθήνα, οι παραστάσεις του Θεάτρου Τέχνης του Κουν ,το χειμώνα του 1945-46. Αν και οι σπουδές του δεν έχουν ολοκληρωθεί το γράψιμο τον συνεπαίρνει και εκείνος του αφοσιώνεται. Το πρώτο θεατρικό έργο του ήταν " Ο Χορός πάνω στα στάχυα" που παρουσιάστηκε την θερινή θεατρική περίοδο 1950 στο Θέατρο «Διονύσια» της Καλλιθέας. Οι πολιτικές του θέσεις παραμένουν στην αριστερά και το πολιτικό του κριτήριο παραμένει οξύτατο, πράγμα που διαφαίνεται σε πολλά του έργα. Απο τα πιο γνωστά έργα του είναι τα "Οδυσσέα γύρισε σπίτι", "Αποικία των τιμωρημένων", "Εχθρός Λαός" και το "Μεγάλο μας Τσίρκο" που στην πρεμιέρα του μετά την πτώση της Χούντας έκανε πάταγο σε μουσική ένδυση του Νίκου Ξυλούρη.




Το μεγαλύτερο ίσως μεταπολιτευτικό έργο του Καμπανέλλη σε μουσική Ξυλούρη




Γιώργος Φαρσακίδης


Γεννήθηκε στην Οδυσσό της ΕΣΣΔ. Στην περίοδο της Κατοχής εντάσσεται στην ΕΠΟΝ και τραυματίζεται δύο φορές σε μάχη με τους Γερμανούς. Αργότερα το εμφυλιακό κράτος τον στέλνει στην εξορία στο κολαστήριο της Μακρονήσου, του Αι-Στράτη, της Γυάρου και της Λέρου όπου υφίσταται βασανιστήρια που τον αφήνουν σχεδόν σε 100% ποσοστό ανάπηρο στα χέρια. Εκεί έρχεται σε επαφή με το βαθύ ταλέντο του στην ζωγραφική και την χαρακτική και ζωγραφίζει θέματα με περιεχόμενο από τη ζωή εκεί. Μετά τα χρόνια την πτώση της Χούντας, ο Γ. Φαρσακίδης δημοσιεύει εργασίες του σ' εφημερίδες, εκθέτει τα έργα του και εκδίδει τα βιβλία του. Έχει εκδώσει πάνω από 17 βιβλία και λευκώματα και έχει τιμηθεί για την αγωνιστική και καλλιτεχνική του δράση με το χρυσό μετάλλιο της Σοβιετικής Επιτροπής Ειρήνης. 





Ο Γιώργος Φαρσακίδης προσπαθεί να σώσει μέρος της σκηνής του θεάτρου του Αι-Στράτη μετά απο πλημμύρα






Πυρογραφία του Φαρσακίδη με τίτλο "Ζευγάρι"



Νίκος Ξυλούρης


Ο Νίκος Ξυλούρης γεννήθηκε στα Ανώγεια Ηρακλείου στις 7 Ιουλίου του 1929. Η ημερομηνία γέννησης του δεν είναι ακριβής γιατί το φθινόπωρο του 1941 το χωριό Ανώγεια καταστράφηκε και μαζί του καταστράφηκαν και τα χαρτιά όλων των κατοίκων του χωριού. Η οικογένεια του Ξυλούρη ήταν φτωχή και πάλευε καθημερινά για το μεροκάματο. Σε νεαρή ηλικία , στην τρίτη μόλις τάξη, παρακαλεί τους γονείς του να του πάρουν μια λύρα και να τον αφήσουν να συνεχίσει την δουλειά του παππού του. Αλλά ο πατέρας του, Γιώργος Ξυλούρης, είναι ανένδοτος, θέλει ο γιος του να μάθει γράμματα και να σπουδάσει. Τελικά όμως ο Νίκος, με τη βοήθεια του δασκάλου του, ο οποίος πίστεψε στο ταλέντο του, καταφέρνει να πείσει τον πατέρα του. Ετσι ένα πρωινό αγοράζει από το Ηράκλειο μια φθηνή λύρα. Τα όνειρά του για την μουσική αρχίζουν να βλασταίνουν και να βγάζουν δειλα δειλά τους πρώτους τους άγουρους ακόμα καρπούς. Αργότερα και ναήλικος ακόμα κατεβαίνει στο Ηράκλειο για να εργαστεί σε νυχτερινό κέντρο και να κερδίσει το πρώτο του λιγοστό ακόμα ψωμί. Τα οικονομικά του δεν πήγαιναν καλά, οι καλοί φίλοι όμως που είχε αποκτήσει στο Ηράκλειο τον βοηθούν συστήνοντάς τον για εορτασμούς και γλέντια. Σιγά σιγα αποκτά ένα μικρό κοινό. Το 1958 παντρευεται την  Ουρανία Μελαμπιανάκη, τον μεγάλο έρωτα της ζωής του. Έχουν κλεφτεί απειδή οι δικοί της δεν τον θέλουν. Αρότερα ο Ξυλούρης θα κάνει την είσοδό του στην δισκογραφία με τον δίσκο "Μια μαυροφόρα που περνά" απο την Οντεόν. Τα τραγούδια και η μουσική του πηγάζουν απο την βαθειά ευαισθησία του για την λαική παράδοση και τον καθημερινό λαικό κάματο για το ψωμί. Ο δίσκος είχε επιτυχία και έτσι η εταιρία του τον βοηθάει να κάνει κι άλλους δίσκους. Το 1967, επί δικτατορίας, ανοίγει στο Ηράκλειο το πρώτο κρητικό κέντρο με το όνομα Ερωτόκριτος. Η δικτατορία τον πνίγει και προσπαθεί να εκφράσει την αγανάκτησή του μέσα απο την τέχνη του. Τον Απρίλη του 1969 κάνει την πρώτη του επίσημη δοκιμαστική εμφάνιση του στην Αθήνα. Ο κόσμος τον αγαπά βαθειά και εκείνος αποφασίζει να μετακινηθεί εκεί. Τα κέντρα που τον φιλοξενούν γεμίζουν φοιτητές και νέους, τα τραγούδια του γεμίζουν τον αέρα με πάθος για δικαιοσύνη, δημοκρατία και ελευθερία. Στην εξέγερση του Πολυτεχνείου είναι εκεί κοντά στον κόσμο που του δίνει τον παλμό και τον εμπνέει. Αργότερα με την μεταπολίτευση διαλέγει να πλαισιώσει με την τέχνη του την παράσταση "Το μεγάλο μας τσίρκο" με τον Καζάκο και την Καρέζη. Η επιτυχία είναι τεράστια. Το έργο και η μουσική αποδίνουν τέλεια το κλίμα του έργου και το πάθος του λαού για ελευθερία. Η παράσταση μένει ορόσημο για τον ίδιο και το θέατρο. Ο σεμνός, γλυκός άνθρωπος που λέγεται Νίκος Ξυλούρης όμως αργοπεθαίνει απο καρκίνο. Δεν διαθέτει χρήματα για θεραπεία και τον βοηθούν οι πολλοί φίλοι του. Χάνει την μάχη με τον καρκίνο το Φλεβάρη του 1980 αφήνοντας το κοινό ερωτευμένο ακόμα μαζί του.




Ρίτα Μπούμη Παππά


Γεννήθηκε στην Ερμούπολη της Σύρου το 1906. Σπούδασε ιταλική και γαλλική φιλολογία και παιδαγωγικά. Στα 1930 ανέλαβε τη διεύθυνση του Βρεφοκομείου και Νηπιαγωγείου Σύρου. Στα 1936 παντρεύτηκε τον ποιητή Νίκο Παππά. Ανοίκει στους ποιητές του μεσοπολέμου. Αν και δεν μπορούμε νε την κατατάξουμε πολιτικά στην αριστερά, το σπουδαίο ποιητικό της έργο διαπνέεται απο μια ευαισθησία για τους αγώνες και τις θυσίες της αριστεράς, αλλά και όλου του ελληνικού λαού κατά την περίοδο της Κατοχής και του Εμφυλίου. Χαρακτιριστικότατο το ποίημά της "Αν βγω περίπατο με τις νεκρές μου φίλες".

Έργα: «Τραγούδια στην αγάπη», «Οι σφυγμοί της σιγής μου», «Το πάθος των σειρήνων», «Αθήνα – Δεκέμβρης 1944», «Καινούρια Χλόη», «Ριτόρνο ιν Ορτίτζια», «Ο παράνομος λύχνος», «Το ρόδο της Υπαπαντής», «Λαμπρό Φθινόπωρο», «Ανθοφορία στην έρημο» , "Χίλια σκοτωμένα κορίτσια"



Θεόδωρος Πολιτόπουλος


Γεννήθηκε το 1924 στο Ζελίχοβο Αιτωλίας και μεγάλωσε στο Αγρίνιο όπου και τελείωσε το Γυμνάσιο. Ο πατέρας του ήταν δάσκαλος. Με την Κατοχή κατατάσσεται στον ΕΛΑΣ αμέσως αφού τελείωσε το Γυμνάσιο. Μετά την απελευθέρωση οδηγείται σε τόπους εξορίας στην Μακρόνησο και την Γυάρο. Με την απελευθέρωσή του απο την εξορία καταφέρνει να εισαχθεί και να τελειώσει την Πάντειο Σχολή Πολιτικών Επιστημών. Είναι ιδρυτής της Ένωσης Αιτωλοακαρνών Λογοτεχνών. Τα ποιήματά του πρωτοεκδίδονται το 1974 ενώ βιβλία του έχουν εκδοθεί και απο την Σύγχρονη Εποχή.  Έργα: Αιτωλικά Γράμματα, Ρουμελιώτικο Ημερολόγιο, Δρόμοι της Ειρήνης, Ρίζα των Αγρινιωτών, Εμβόλιμο, Ο Ανταίος και οι Ανταίοι, Το τελευταίο σιωπητήριο.







Βάσω Κατράκη (αυτοβιογραφικό σημείωμα)




Γεννήθηκα στο Αιτωλικό του Μεσολογγίου. Το Αιτωλικό είναι ένα μικρό νησάκι, που το συνδέουνε με τη στεριά δυο μακρυά πέτρινα γεφύρια με πολλές μικρές τοξοτές καμάρες. Το σπίτι μας ήτανε σχεδόν όλο μέσα στη θάλασσα και στη γειτονιά καθότανε όλο ψαράδες. ‘Ενα ξυπόλυτο μελισσολόι τριγύριζε ολοήμερα, με τις γυναίκες τους συνέχεια γκαστρωμένες και τα παιδιά , μπακανιασμένα από την ελονοσία. Ο πατέρας μου λεγότανε Γιώργης Λεονάρδος κι ήτανε κτηματίας μα περισσότερο τραγουδούσε κι έψελνε στην εκκλησία με μια σπάνια ωραία, ζεστή φωνή. Όταν τραγουδούσε μαζευόντανε κόσμος και κοσμάκης σπίτι μας για να τον ακούσει. Η μανούλα μου ύφαινε ολοκέντητα λεπτά μεταξωτά και μπαμπακερά και πολύχρωμα μάλλινα κιλίμια. Είχε πάρει κι ένα χρυσό βραβείο σε μια Διεθνή Έκθεση στο Παρίσι. Τα δυο μου αδέρφια, ήτανε μεγαλύτερα από μας τα κορίτσια. Ο μεγάλος, φοιτητής τότε της φιλολογίας μας έφερνε από την Αθήνα ένα μαγικό για μας κόσμο. Παληά βιβλία με χρωματιστές χαλκογραφίες και ξυλογραφίες, χρωματιστές εικόνες και χαλκομανίες, μπογιές και πινέλα και δεν άφηνε παλιατζίδικο της Αθήνας αγύριστο. Ο μικρότερος, ό,τι έβλεπε το μάτι του τόκαναν τα χέρια του και μαζί με όλα, ζωγραφίζανε κιόλας και οι δυό τους. Γύρω-γύρω από τη μικρή μας θάλασσα ήτανε η έξοχή, γεμάτη ελιές, χωράφια καρπερά, μποστάνια, καπνοτόπια, σιτηρά. Μια ζωή στη στεργιά και στη θάλασσα, γεμάτη ιδρώτα και μόχθο. Μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον μεγάλωσα. Διάβαζα βιβλία και βιβλία πούχε ο αδερφός μου κι οι φίλοι μας. Μ’ άρεσε πολύ το διάβασμα και πιο πολύ ή ποίηση. Κοντά στ’ αδέρφια μου ζωγράφιζα κι εγώ. Κρυφά, ονειρευόμουνα να γίνω ζωγράφος, μα μου φαινόντανε τόσο απίστευτα μεγάλο που δεν μπορούσε λογικά να χωρέσει στο μυαλό μου. Ό, τι έβλεπα, έλεγα:

— Εγώ αυτό μπορώ να το κάνω.

Και πολλές φορές έβαζα τον εαυτό μου σε δοκιμασία. Δεν ήξερα ακόμα ότι, άλλο πράμα είναι η Τέχνη. Και μια μέρα, σφηνώθηκε ξαφνικά στο μυαλό μου ένα ερώτημα. Κι’ αν γίνω ζωγράφος; Πώς έγινε έτσι άξαφνα αυτό, δεν το κατάλαβα. Χίλιες καμπάνες χτυπήσανε μέσα μου, κι έχασα τον κόσμο. Από τότε, δεν είχα τίποτε άλλό στο μυαλό μου νύχτα και μέρα. Μα, χίλιες δυο αναποδιές ξεφυτρώσανε, και ξαφνικά, ο πατέρας μου αρρώστησε βαριά κι έπεσε πολύ πίκρα και θλίψη στο σπίτι μας, πού κράτησε εφτά ολόκληρα χρόνια. Και κάποια μέρα, αφού πέθανε ο πατέρας μου, ξεκίνησα για την Αθήνα μην ξέροντας ακριβώς τι θα κάνω.  Πήγα στη Σχολή Καλών Τεχνών, κι έμαθα πώς σε λίγες μέρες θ’ αρχίζανε οι εξετάσεις. Αμέσως έτρεξα και γράφτηκα στη Σχολή. Έδωσα εξετάσεις.  Στη Σχολή Καλών Τεχνών είχα Καθηγητές τον Παρθένη στη Ζωγραφική και τον Κεφαλληνό στη Χαρακτική. Πήρα το Δίπλωμα της Σχολής το 1940 με μια τρίμηνη υποτροφία στη Ζωγραφική για τα νησιά και ένα βραβείο και δυό επαίνους στη Χαρακτική. Μετά αμέσως πόλεμος, κατοχή, πείνα, αντίσταση, και μετά πάλι εμφύλιος πόλεμος, πάλι σκοτωμοί άδικοι κι ακατονόμαστοι, εξορίες, φυλακές, όλα τα δεινά της Πατρίδας περάσανε από της δικής μου γενιάς τις πλάτες. Έκανα πολλά ταξίδια σε πολλές Ευρωπαϊκές πόλεις, είδα πολλά Μουσεία και Πινακοθήκες.

Το 1955 έκαμα την πρώτη μου έκθεση.
Η Βάσω Κατράκη πήρε μέρος στο ΕΑΜ καλλιτεχνών και τύπωσε για την αντίσταση δεκάδες αφίσσες και προκυρήξεις βγαλμένες απο την χαρακτική της τέχνη. Εξορίσθηκε τόσο επι εμφυλίου όσο και επι Χούντας . Μ ετον θάνατό της όλα της τα έργα τα δώρησε στην πόλη του Αιτωλικού όπου τώρα λειτουργεί μουσείο, απουσία της πολιτείας με την εθελοντική εργασία κάποιον φίλων ...


Ίκαρος



'Αλκη Ζέη


Η Άλκη Ζέη γεννήθηκε στην Αθήνα και πέρασε τα παιδικά της χρόνια στη Σάμο, απ’ όπου καταγόταν η μητέρα της.  Όταν άρχισε το σχολείο, η οικογένειά της εγκαταστάθηκε στο Μαρούσι και στη συνέχεια στην Αθήνα.  Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, στη Δραματική Σχολή του Ωδείου Αθηνών και στο Κινηματογραφικό Ινστιτούτο της Μόσχας. Η σχέση της με το γράψιμο ξεκίνησε από τα γυμνασιακά της χρόνια, γράφοντας έργα για το κουκλοθέατρο, διηγήματα και νουβέλες, που δημοσιεύονταν σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά. Παράλληλα με το γράψιμο, αγωνίστηκε στις ταξεις του ΕΑΜ για την ελευθερία και την κοινωνική δικαιοσύνη.  Η συμμετοχή της σ’ αυτό τον αγώνα πλαι στο ΚΚΕ καθόρισε σημαντικά και την προσωπική ζωή της.  Από το 1952 μέχρι το 1964 έζησαν μαζί με τον άντρα της, το θεατρικό συγγραφέα Γιώργο Σεβαστίκογλου, σαν πολιτικοί πρόσφυγες στη Σοβιετική Ένωση, αρχικά στην Τασκένδη και ύστερα στη Μόσχα, όπου γεννήθηκαν και τα δυο παιδιά τους.  Επέστρεψαν στην Ελλάδα το ’64 για να ξαναφύγουν το ’67 στο Παρίσι, όπου παρέμειναν μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του '70 λόγω της δικτατορίας. Σήμερα ζεί στην Αθήνα.

Έργα: Το καπλάνι της βιτρίνας, Δίπλα στις ράγες, η Μωβ ομπρέλα, Ο μεγάλος περίπατος του Πέτρου κ.α.



Χρήστος Κατσιγιάννης

Ο Χρήστος Ε. Κατσιγιάννης  γεννήθηκε το 1930 και ως εκ' τούτου δεν ήταν, ακόμη ηθοποιός- εντάχθηκε στο ΕΑΜ το 1942. Πήρε μέρος -όπως και τα περισσότερα παιδιά τότε- σε μικρής κλίμακας δολιοφθορές κατά των Γερμανών, κυρίως κλοπές τροφίμων από γερμανικά φορτηγά... Το 1943 συνελήφθη για συμμετοχή (ως τσιλιαδόρος) στην ομάδα Γιούρα Ιβάνωφ που πραγματοποίησε το μεγαλύτερο σαμποτάζ που έλαβε χώρα στην περιοχή των Αθηνών (τοποθέτηση άμμου στους κινητήρες γερμανικών αεροσκαφών που "συντηρούνταν" στο καλυκοποιείο Μουλτσινιώτη). Σύμφωνα με τον Βασίλη Μπαρτζιώτα ("Η Εθνική Αντίσταση στην αδούλωτη Αθήνα"), αφέθηκε ελεύθερος λόγω του νεαρού της ηλικίας... Ως ηθοποιός εμφανίστηκε το 1952 με άδεια επαγγέλματος που πήρε από επιτροπή ταλέντων καθώς εκδιωχθεί από τη δραματική σχολή του Βασιλικού Θεάτρου ως κομμουνιστής...



Φώτης Αγγουλές


Ο Φώτης Αγγουλές γεννήθηκε το 1911 στον Τσεσμέ, στα παράλια της Μικράς Ασίας, απέναντι από τη Χίο. Ψαράς ο πατέρας του, Αγγουλές το παρατσούκλι του, που ο Φώτης προτίμησε από το Χονδρουδάκης, το πραγματικό τους επώνυμο. Με τον πόλεμο του 1914-18 και το διωγμό των χριστιανών της Τουρκίας, η οικογένεια πέρασε στη Χίο, όπου κι εκεί ο πατέρας ασχολήθηκε με την ψαρομαναβική. Καλός στα γράμματα ο Φώτης, αλλά άτακτος. Εβγαλε δεν έβγαλε τη Β' Δημοτικού. Προτίμησε, για την ώρα, να βοηθάει τον πατέρα του. Σε ηλικια 14-15 χρόνων διάβασε κάποιο ποίημα σε εφημερίδα, εντυπωσιάστηκε κι άρχισε να σκαρώνει στίχους. Αφησε τον πατέρα του και τα ψάρια και πήγε μαθητευόμενος τυπογράφος στην τοπική εφημερίδα «Ελευθερία», όπου γνωρίστηκε και με νέους διανοούμενους της περιοχής. Και κάποια στιγμή, ενώ η Ελλάδα δοκιμαζόταν από πολιτικές και πολεμικές αναταραχές, αρχίζει να δημοσιεύει τα δικά του ποιήματα. Ενα σατιρικό του ποίημα κατά του δικτάτορα Μουσολίνι στην εφημερίδα «Αλήθεια» τον οδηγεί από την ντόπια εξουσία στο δικαστήριο. Αθωώνεται, αλλά είναι πια σημαδεμένος αριστερός και «επικίνδυνος» ώς το θάνατό του.
Ακολουθεί μια περιπετειώδης ζωή: στράτευση, Μέση Ανατολή, βοηθητικός λόγω φρονημάτων, σαλπιστής, ασυρματιστής, αποσπασμένος στην Ιερουσαλήμ, να τυπώνει στο τυπογραφείο του Πατριαρχείου το στρατιωτικό ψυχαγωγικό περιοδικό «Ελλάς».
Στη συνέχεια μετάθεση στο Κάιρο, στο κυβερνητικό γραφείο Τύπου - προϊστάμενος τότε ο Γιώργος Σεφέρης. Εκεί παντρεύτηκε μια Αιγυπτιώτισσα Ελληνίδα, δημοκράτισσα δασκάλα των γαλλικών, την Ελλη Κυριαζή, αλλά δεν έζησαν μαζί παρά μόνο 4 μήνες.
Δεν ήταν μόνο οι ξένοι ο αντίπαλος, ήταν και οι πολιτικές συγκρούσεις μεταξύ των Ελλήνων και των προσφύγων που βρέθηκαν στη Μ. Ανατολή. Εγιναν και συλλήψεις, εγκλεισμοί των δημοκρατικών αξιωματικών και αριστερών φαντάρων σε στρατόπεδα και φυλακές - μαζί τους και ο Φώτης. Η γυναίκα του τον φρόντιζε από μακριά, όταν όμως ο Φώτης επαναπατρίστηκε το 1945, δεν της επέτρεψαν να τον ακολουθήσει. Εμεινε για λίγο στην Αθήνα, αλλά η πείνα τον ξανάφερε στη Χίο, όπου τον περίμεναν νέες διώξεις. Το 1948, καθώς τύπωνε μια παράνομη εφημερίδα, πιάνεται και γραμμή στα Γιούρα. Μεταφέρεται για να δικαστεί στην Αθήνα και καταδικάζεται σε 12 χρόνια  γνωρίζοντας έτσι αλλεπάλληλες φυλακές. Αποφυλακίζεται το 1956 από την Κέρκυρα, έχοντας συμπληρώσει τα 2/3 της ποινής του. Για λίγο επιστρέφει στην Αθήνα, και ξανά στη Χίο. Αλλά κι εκεί, καθώς δεν έχει υπογράψει την περίφημη «δήλωση μετανοίας», τον παρακολουθεί διαρκώς η Ασφάλεια. Είχε όμως τη συμπαράσταση και την αγάπη των απλών ανθρώπων που τον γνωρίζαν απο την δράση και την δουλειά του. Τον κερνούσαν, τον χαρτζιλίκωναν, του έδιναν ψάρια να τα μεταπουλήσει. Επιασε δουλειά στην εφημερίδα «Χιακός λαός», όπου και τύπωσε τη συλλογή του "Πορεία στη νύχτα".Ακολούθησαν αρρώστιες και μια πρόωρη σύνταξη από το σωματείο τυπογράφων. Οι κακουχίες όμως τον οδήγησαν στο θάνατο. Εσβησε σ' ένα πλοίο, σ' ένα ταξίδι από τη Χίο στον Πειραιά με 20 δραχμές μονάχα στην τσέπη του...



Γιώργος Κατράκης


Συγγραφέας με μεγάλη δράση τόσο στον χώρο των γραμμάτων όσο και στο απελευθερωτικό κίνημα της Κατοχής. Υπήρξε άνδρας της Βάσως Κατράκη και μέλος του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ Καλλιτεχνών και του ΚΚΕ.  Το 1948 εξορίζεται στην Λήμνο σοβαρά τραυματισμένος και μετά στην Μακρόνησο. Κατά την δικτατορία εξορίζεται ξανά στην Γυάρο με την γυναίκα του. Πέθανε το 1994. 



Nίκος Κούνδουρος


Ο Νίκος Κούνδουρος, ένας απο τους μεγαλύτερους εν ζωή, Έλληνες σκηνοθέτες, γεννηθηκε το 1926 στον Άγιο Νικόλαο της Κρήτης. Είναι γιός του πολιτικού της εποχής Ιωσήφ Κούνδουρου. Μετά την περάτωση των σχολικών του σπουδών έρχεται στην Αθήνα όπου εισάγεται και φοιτά στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, στον τομέα της γλυπτικής και της ζωγραφικής. Στην περίοδο της Κατοχής εντάσσεται στην ΕΠΟΝ Σπουδαστών και στο ΕΑΜ Καλλιτεχνών. Με τον εμφύλιο μέσα σε κλίμα τρομοκρατίας και διώξεων καταφέρνει να αποφοιτήσει το 1948. Αργότερα συλλαμβάνεται απο τις αρχές λόγω των πολιτικών του πεποιθήσεων και στέλνεται στην Μακρόνησο, όπου ξεκινά για αυτόν νέος κύκλος δεινών και βασανιστηρίων. Στα 28 του χρόνια αποφάσισε να ασχοληθεί με τον κινηματογράφο. Ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του ως σκηνοθέτης με τη ταινία Πόλη Μαγική, όπου συνδύασε τις επιρροές του από τον νεορεαλισμό με την δική του εικαστική ματιά. Με το σύνθετο και πρωτοποριακό έργο Ο Δράκος (1956), ο Νίκος Κούνδουρος καθιερώνεται. Ακολούθησαν "Οι παράνομοι" (1958), "Το ποτάμι" (1959), "Μικρές Αφροδίτες" (1963), "Το πρόσωπο της Μέδουσας" (1967), "Τα τραγούδια της φωτιάς" (1974), "1922" (1978) κ.ά. 



Τάσος Λειβαδίτης


O Tάσος Λειβαδίτης γεννήθηκε στις 20 Aπριλίου του 1922. Eζησε 66 χρόνια και έφυγε από κοντά μας απροσδόκητα, ξημερώματα Kυριακής στις 30 Oκτωβρίου του 1988. Πέρασε τα παιδικά του χρόνια στο Mεταξουργείο. O πατέρας του καταγόταν απο την Aρκαδία, ήταν  εύπορος μεγαλέμπορος που πτώχευσε λόγω του πολέμου. H μητέρα του, Bασιλική Kοντοπούλου, ήταν Aθηναία. Aπο τα τέσσερα αδέρφια του, τα δύο ήταν καλλιτέχνες. O Mίμης μουσικός της Λυρικής, ο Aλέκος, επιτυχημένος ηθοποιός του θεάτρου και κινηματογράφου Aλέκο Λειβαδίτη, που πέθανε το 1980 κι αυτός απο την ίδια πάθηση με τον ποιητή, ανεύρισμα κοιλιακής αορτής.

Tο 1934 εγγράφεται στο 9ο Γυμνάσιο στην πλατεία Kουμουνδούρου), κοντά στο πατρικό του σπίτι που ήταν στην οδό Λεωνίδου.

Tο 1940 εγγράφεται στη Nομική Σχολή του Πανεπιστήμιου της Aθήνας. Δεν θα τελειώσει όμως ποτέ, καθώς τον κερδίζει η Aντίσταση, οργανώνεται στην EΠON.  Στην καρδιά της Kατοχής το 1943, χάνει τον πατέρα του, ενώ αργότερα, όντας στην Mακρόνησο (1951), χάνει και τη μητέρα του.

Tο 1946 παντρεύεται τη Mαρία, δευτερότοκη κόρη του Γεωργίου Στούπα και της Aλεξάνδρας Λογοθέτη, Tου στάθηκε στήριγμα όχι μόνο στα σκληρά χρόνια της εξορίας του ποιητή, συντηρώντας και την μητέρα του αλλά και φύλακας - άγγελος σε όλη του τη ζωή. O ποιητής την έχει ηρωίδα του στο "Aυτό το αστέρι είναι για όλους μας" που της το αφιερώνει.

Tην ίδια χρονιά κάνει και την πρώτη του λογοτεχνική εμφάνιση δημοσιεύοντας το ποίημα "Tο τραγούδι του Xατζηδημήτρη" στο περιοδικό "Eλεύθερα Γράμματα" του Δημήτρη Φωτιάδη.

Tο 1947 δημοσιεύεται στη "Nέα Eστία", το εκτενές ποιήμα του "H κυρά της Oστριας". Eκδίδει μαζί με άλλους νέους, το λογοτεχνικό περιοδικό "Θεμέλιο".

Tην τετραετία 1948 - 1952, εξόριστος για τις πολιτικές του ιδέες στον Mούδρο, τον Aη-Στράτη και την Mακρόνησσο, μαζί με άλλους πνευματικούς ανθρώπους της αριστεράς (Kατράκης, Pίτσος, Δεσποτόπουλος, Aλεξάνδρου, Πατρίκιος, Kαρούσος, κ.α.).

Tο 1952 - Eκδίδει τα πρώτα του βιβλία "Mάχη στην άκρη της νύχτας" και "Aυτό το αστέρι είναι για όλους μας" και το 1953 δημοσιεύει το "Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου", για το οποίο του απονέμεται το πρώτο βραβείο Ποίησης στο Παγκόσμιο Φεστιβάλ Nεολαίας στη Bαρσοβία. Tο βιβλίο κατασχέθηκε αργότερα κι ο ποιητής θα συρθεί στο εδώλιο του κατηγορουμένου. Aιτία το φιλειρηνικό του περιεχόμενο. Bρισκόμαστε στην καρδιά του ψυχρού πολέμου.

1955 -στις 10 Φεβρουαρίου, ο ποιητής δικάζεται στο Πενταμελές Eφετείο για το "Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου". Πλήθος κόσμου και ανάμεσά τους πολλές προσωπικότητες των γραμμάτων θα παρακολουθήσουν αυτή τη πνευματική δίκη όπου ο ποιητής θα μετατρέψει το εδώλιο σε βήμα και όπου θα διατυπώσει την ουσία και τον σκοπό της τέχνης του. Θα συγκινήσει όχι μόνο το ακροατήριο αλλά και τους δικαστές που τελικά θα τον αθωώσουν πανηγυρικά. 1956 - Δημοσιεύει τον "Aνθρωπο με το ταμπούρλο" και το 1957 - Eκδίδει το ποιητικό βιβλίο "Συμφωνία αρ. 1", για το οποίο ο Δήμος Aθηναίων τον βραβεύει με το Πρώτο βραβείο Ποίησης.

Hδη απο το 1954 εργάζεται ως δημοσιογράφος στην εφημερίδα H AYΓH όπου και κρατάει τη στήλη της κριτικής του βιβλίου μέχρι το 1980, με εξαίρεση τα έτη 1967-74 που η εφημερίδα έχει κλείσει λόγω δικτατορίας. Σε αυτό το διάστημα αλλά και αργότερα ο ποιητής για βιοποριστικούς λόγους μεταφράζει ή διασκευάζει λογοτεχνικά έργα για λαϊκά περιοδικά ποικίλης ύλης με το ψευδώνυμο Pόκκος.

Aκολουθούν τα βιβλία, το 1958  "Oι γυναίκες με τα αλογίσια μάτια" , το 1960 -  η "Kαντάτα" . Tο 1961 τον Oκτώβριο, περιοδεύει με τον Mίκυ Θεοδωράκη την επαρχία, Kαβάλα, Δράμα, Σέρρες, Λάρισα, Nάουσα, Bέροια, όπου ανάμεσα στα μουσικά διαλείμματα των συναυλιών απαγγέλει ή συνομιλεί με το κοινό.

Tην ίδια χρονιά γράφει το σενάριο της ταινίας "Συνοικία το Oνειρο"¨με τους Kατράκη, Aλεξανδράκη, Γεωργούλη, κ.α.  όπου ακούγονται τα τραγούδια "Bρέχει στη φτωχογειτονιά", "Σαββατόβραδο" κ.λ.π. όλα σε στίχους Λειβαδίτη και που με άλλα τραγούδια επίσης σε στίχους Λειβαδίτη θα συμπεριλάβει αργότερα ο Θεοδωράκης στο δίσκο του "Πολιτεία".

Tο 1965, εκδίδονται σε τόμο με τίτλο "Ποίηση 1952-65" όλες οι μέχρι τότε ποιητικές του συλλογές.

1967 - 72 - O ποιητής βυθίζεται στην σιωπή. Mένει άνεργος. Για λόγους επιβίωσης διασκευάζει ή μεταφράζει με το ψευδώνυμο Pόκκος, έργα λογοτεχνικά για περιοδικά ποικίλης ύλης. Tο 1972, εκδίδει το βιβλίο "Nυχτερινός επισκέπτης, που οι  κριτικοί το θεωρούν έναρξη της β' φάσης του έργου του. Παράλληλα αποστασιοποιείται απο την πολιτική δράση και κάνει μιά βαθειά στροφή ενδοσκόπισης, αναδεικνύοντας το μεγάλο φιλοσοφικό βάθος του έργο του, ακολουθώντας έναν μοναχικό δύσβατο και πρωτοποριακό δρόμο στην μεγάλη του τέχνη.

1976 και 1979 - Tου απονέμεται το B' και A' Kρατικό Bραβείο Ποίησης για τα βιβλία του "Bιολί για μονόχειρα" και "Eγχειρίδιο ευθανασίας" αντίστοιχα. Γράφει την "Δραπετσώνα" κ.α. τραγούδια σε μουσική M. Θεοδωράκη.

1978 - Γράφει τους στίχους των δίσκων "Tα λυρικά", "Oκτώβρης '78" και "Λειτουργία για τα παιδιά που σκοτώνονται στον πόλεμο", όλα σε μουσική M. Θεοδωράκη. Tραγούδια με στίχους του έχει μελοποιήσει και ο Mάνος Λοΐζος.

1982  - Aύγουστος: Aντιμετωπίζει έντονα προβλήματα υγείας. Nοσηλεύεται με καρδιακό έμφραγμα σε νοσοκομείο. Iδρυτικό μέλος της Eταιρείας Συγγραφέων.

1985 - Eκδίδονται η συλλογή "Bιολέττες για μια εποχή" και το 1987 ο δεύτερος τόμος με τα μέχρι τότε έργα του, με τον τίτλο Ποίηση B.

1988 - Oκτώβρης: O ποιητής εισάγεται στο Γενικό Kρατικό Nοσοκομείο και υποβάλλεται σε δύο αλλεπάλληλες εγχειρήσεις για ανεύρυσμα κοιλιακής αορτής, διάρκειας 5 ωρών η καθεμία, που όμως δεν μπόρεσαν να αποτρέψουν το μοιραίο.

Tο 1990 ολοκληρώνεται και ο τρίτος τόμος των Aπάντων του, με τίτλο Ποίηση Γ. Tην ίδια χρονιά εκδίδεται το έργο που άφησε στο συρτάρι του πρίν πεθάνει, "Tα χειρόγραφα του Φθινοπώρου". 1989
- Στις 17 Oκτωβρίου οργανώνεται συμπόσιο από το Πνευματικό Kέντρο του Δήμου Iωαννίνων και τη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Iωαννίνων , όπως και δεκάδες εκδηλώσεις που οργανώθηκαν απο πνευματικά κέντρα Δήμων (Aθήνας, Kαλλιθέας κ.α.)και άλλους φορείς.

Το βιογραφικό είναι απο το περιοδικό "Οδός Πανός"


Τάκης Σινόπουλος



Τάκης Σινόπουλος (1917-1981). Ο Τάκης Σινόπουλος γεννήθηκε στην Αγουλινίτσα Ηλείας, πρωτότοκος γιος του φιλολόγου Γιώργου Σινόπουλου και της Ρούσας - Βενέτας το γένος Αργυροπούλου. Το 1920 η οικογένεια Σινόπουλου εγκαταστάθηκε στον Πύργο Ηλείας. Εκεί γεννήθηκαν ο αδερφός του ποιητή Νούλης (Αθανάσιος) και οι δίδυμοι Παύλος και Μαρία. Στον Πύργο ο Σινόπουλος πέρασε τα μαθητικά του χρόνια και το 1934 έφυγε για την Αθήνα για να σπουδάσει ιατρική. Κατά τη διάρκεια των σπουδών του δημοσίευσε ποιήματα, πεζά, κριτικά σημειώματα και μεταφράσεις σε λογοτεχνικά περιοδικά της Αθήνας και της επαρχίας. Το 1941 επιστρατεύτηκε ως λοχίας υγειονομικού. Με την κατάρρευση του μετώπου επιστρέφει στην Αθήνα όπου συμμετέχει στην πλατειά συσπείρωση του ΕΑΜ.  Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής πήρε μέρος σε ερασιτεχνικές θεατρικές παραστάσεις του ΕΑΜ, ενώ συνέχισε να γράφει και να δημοσιεύει μεταφράσεις και ποιήματα, φυλακίστηκε από τους ιταλούς ως αντιστασιακός (1942) και πήρε το πτυχίο του από την Ιατρική Σχολή (1944). Στον Εμφύλιο πήρε μέρος ως γιατρός του πεζικού και παρέμεινε για δυο χρόνια (1946-1947) με το τάγμα του σ' ένα χωριό έξω από την Καλαμπάκα. Στην Aθήνα επέστρεψε το 1948 και από το 1949 άσκησε για πολλά χρόνια το ιατρικό επάγγελμα. Πέθανε στο Πύργο Ηλείας.




Μιχάλης Κατσαρός



Ο Μιχάλης Κατσαρός γεννήθηκε στην Κυπαρισσία το 1920. Εκανε την πρώτη του εμφάνιση στα Γράμματα μέσα από το περιοδικό «Διάπλαση των Παίδων», το 1929. Στη διαδήλωση του 1935 στην Κυπαρισσία για τα «Σταφιδικά» συμπορεύτηκε με τους σταφιδοπαραγωγούς, κρατώντας το κόκκινο λάβαρο του ΚΚΕ, ενώ έγραψε και ποίημα αφιερωμένο στα γεγονότα αυτά.
Ελαβε μέρος στο Αλβανικό Επος, ως αεροπόρος, ενώ στη διάρκεια της φασιστικής Κατοχής πάλεψε μέσα από τις γραμμές της ΕΠΟΝ, του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ. Πιάστηκε από συνεργάτες των Γερμανών και βασανίστηκε άγρια στα κολαστήρια της Γκεστάπο και των φυλακών Χατζηκώστα. Ελαβε μέρος στο Μεγάλο Δεκέμβρη του 1944, πολεμώντας κατά των Εγγλέζων ιμπεριαλιστών.
Το καλοκαίρι του 1945, έγινε μέλος του ΚΚΕ και ο «Ριζοσπάστης» δημοσίευσε ποίημά του με τίτλο «Σήμερα έγινα σύντροφος». Τον Αύγουστο του 1945, και πάλι ο «Ριζοσπάστης» δημοσίευσε το ποίημα «Χιροσίμα» με αντιιμπεριαλιστικό περιεχόμενο.
Στις 26 Μαΐου 1947 ο «Ριζοσπάστης» με αφορμή το θάνατο του Γιώργη Σιάντου, μιας θρυλικής προσωπικότητας του ΚΚΕ που πέθανε στις 20 Μαΐου, δημοσίευσε το ποίημα του Μιχάλη Κατσαρού «Στον τάφο του Γ. Σιάντου», δεκαπεντασύλλαβος με δημώδες άρωμα θρήνου.
Ο Μιχάλης Κατσαρός εργάστηκε ως δημοσιογράφος σε εφημερίδες και ραδιοφωνικούς σταθμούς, εξέδωσε 14 ποιητικές συλλογές, πέντε φιλοσοφικά κείμενα και το μυθιστόρημα «Οι Συλλέκται της Μονόχρα».
Το 1953 εκδόθηκε η δεύτερη ποιητική του συλλογή «Κατά Σαδδουκαίων», όπου υπάρχει και το περίφημο «Η Διαθήκη μου», ένα ποίημα πραγματικά «φλεγομένη βάτος», στο οποίο κυριαρχεί η λέξη «Αντισταθείτε», ένα ποίημα ύμνος στην Ελευθερία, της οποίας ήταν πάντοτε «αχθοφόρος».
Τα έργα του Μιχάλη Κατσαρού έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες και ποιήματά του μελοποιήθηκαν από τους Μίκη Θεοδωράκη, Γιάννη Μαρκόπουλο και Αργύρη Κουνάδη.




'Αρης Αλεξάνδρου


Γιος του Βασίλη Βασιλειάδη, Έλληνα από την Τραπεζούντα και της Πολίνας Άντοβνα Βίλγκεμσον, Ρωσίδας εσθονικής καταγωγής, ο Αριστείδης Βασιλειάδης, που αργότερα αυτοονομάστηκε Άρης Αλεξάνδρου, γεννημένος το 1922 στο Λένινγκραντ, ήρθε με τους γονείς του το 1928 και εγκαταστάθηκε αρχικά στη Θεσσαλονίκη, και λίγο αργότερα στην Αθήνα.  Με μητρική κυριολεκτικά και μεταφορικά, γλώσσα τα ρωσικά, δυσκολεύτηκε τον πρώτο καιρό να προσγειωθεί στην ελληνική γλωσσική πραγματικότητα, αλλά, με την πραγματική ιδιοφυία που επέδειξε στην εκμάθηση των ξένων γλωσσών, γρήγορα προσαρμόστηκε και έφτασε σ' εκείνη την αίσθηση της γλώσσας που διαπιστώνεται στο σύνολο του έργου του, προσωπικού και μεταφραστικού. 

Τέλειωσε τις γυμνασιακές του σπουδές στο Βαρβάκειο το 1940 και έδωσε εξετάσεις για το Πολυτεχνείο κατά την επιθυμία του πατέρα του, αλλά με πολλούς δικούς του ενδοιασμούς γι αυτό και, επειδή δεν είχε προετοιμαστεί ικανοποιητικά, απέτυχε. Το 1942 αποφάσισε να παρατήσει τις σπουδές που δεν τον ενθουσίαζαν και να εργαστεί ως μεταφραστής. Συγχρόνως από τις πρώτες μέρες της Κατοχής, μαζί με άλλους φίλους και γνωστούς (Ανδρέα Φραγκιά κ.α) δημιούργησαν μια αντιστασιακή ομάδα (τυπογραφείο). Αργότερα τα μέλη της μικρής αυτής ομάδας, προσχώρησαν στην αναγεννημένη οργάνωση της κομμουνιστικής νεολαίας και στις τάξεις του ΕΑΜ - ΕΛΑΣ. 

Ωστόσο αυτός ο από χαρακτήρα και νοοτροπία φιλελεύθερος στοχαστής δεν μπόρεσε να προσαρμοστεί στους πειθαρχικούς κανόνες ενός "οργανωμένου", σε περίοδο μάλιστα παρανομίας. Γι αυτό και σε λίγους μήνες, με την πρώτη εμφανή κρίση, αποχώρησε.  Η απομάκρυνσή του από την ενεργό κομματική δράση και η μη συμμετοχή του στις δραστηριότητες της Αριστεράς και εδώ ειδικά στα γεγονότα του Δεκεμβρίου του 1944, δεν εμπόδισαν τις αγγλικές στρατιωτικές αρχές, που είχαν έρθει στην Ελλάδα, να τον συλλάβουν και να τον στείλουν στο στρατόπεδο Ελ Ντάμπα, όπου έμεινε έως τον Απρίλιο του '45. Επίσης, παρόλο που δεν έχει ανάμειξη στον εμφύλιο πόλεμο συλλαμβάνεται το 1948 και, επειδή αρνείται να αποκηρύξει τις ιδέες του, στέλνεται και παραμένει διαδοχικά στα στρατόπεδα Μούδρου, Μακρονήσου και Άγιου Ευστράτιου, από τον Ιούλιο του 1948 έως τον Οκτώβριο του 1951. 

Μετά ένα χρόνο, το Νοέμβριο του 1952, και ενώ είχε μείνει ελεύθερος δικάζεται από το Στρατοδικείο Αθηνών ως ανυπότακτος (κατά την εποχή που ήταν εξόριστος). Καταδικάστηκε πρωτοδίκως σε 10 χρόνια ειρκτή και έμεινε διαδοχικά στις φυλακές Αβέρωφ, Αίγινας και Γυάρου. Στην αναθεώρηση της δίκης η ποινή του περιορίστηκε στα 7 χρόνια και απολύθηκε τον Αύγουστο του 1958 με τη χάρη του ενός τρίτου.  Μετά την αποφυλάκισή του παντρεύεται την Καίτη Δρόσου και εγκαθίσταται στο σπίτι της. Το 1967 έφυγαν μαζί στο Παρίσι από το φόβο μιας νέας σύλληψης από τη δικτατορία. Πέθανε στο Παρίσι στις 2 Ιουλίου 1978 από καρδιακή προσβολή, μόλις έχοντας προφτάσει την έκδοση από τον οίκο Gallimard της γαλλικής μετάφρασης του Κιβωτίου.




Γιάννης Δάλλας


Γεννήθηκε το 1924 στην Φιλιπιάδα Ηπείρου. Σπουδαστής βρέθηκε στην Αθήνα της Κατοχής όπου συμμετέχει ενεργά στον αντιστασιακό τύπο του ΕΑΜ. Το 1949 εκδίδει την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο "Φρεντερίκο Γκαρθία Λόρκα". Την ίδια χχρονιά θα συλληφθεί και θα μεταφερθεί στην Μπουμπουλίνας για ανάκριση. Ορίζεται η εξορία του στην Λίμνο. Τελικά φυλακίζεται για 2 μήνες και τελικά αποφυλακίζεται με περιοριστικούς όρους. Το έργο του θα διευρυνθεί και θα εμπλουτισθεί με ερεθίσματα απο όλους τους λογοτεχνικούς κύκλους της Αθήνας στους οποίους συμμετέχει ενεργά. Το ποιητικό του έργο παραμένει ευρύ και βαθύ μέχρι το τέλος της ζωής του. Το χαρακτηρίζει μιά έντονη προοδευτική πνοή και μιά ευαισθησία για την ανθρώπινη ζωή και τα πάθη της.




Πίσω απ' τους στίχους μου


Αυτή η ιδέα μου ποτέ δεν συμβιβάστηκε
δεν συμμορφώθηκε να γίνει κατανάλωση
να πέσει από τα στόμια των κομπιούτερς
να πατηθεί και να κυκλοφορήσει
αγνώριστη, στην πρέσσα της λεωφόρου

Μια ιδέα απ' τις παλιές, αντικαπιταλίστρια
σας περιμένει στη στροφή της ιστορίας
πίσω απ' τους στίχους μου αθέατη ελλοχεύει
κι είν' έτοιμη να βγει και να επιπέσει
να 'ρθει από κει που δεν την περιμένατε
ακόμη κι άπ' τη γη των καννιβάλων



Βικτωρία Θεοδώρου


Η Βικτωρία Θεοδώρου, γεννήθηκε στα Χανιά το 1926. Είναι απόφοιτος του τμήματος κλασσικής φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Αν και χαρακτηριστική εκπρόσωπος της Α΄Μεταπολεμικής Γενιάς, προέκτεινε την ποίησή της πέρα από τον απόηχο της ήττας του ακριβού οράματος της γενιάς της για κοινωνική δικαιοσύνη, ατενίζοντας λυρικά τον αγωνιζόμενο άνθρωπο της Ιστορίας μέσα από τό δέος του και τη μοναξιά του απέναντι στο χρόνο και το σύμπαν. Το 1942 οργανώθηκε στην τοπική οργάνωση της ΕΠΟΝ στα Χανιά ως μαθήτρια γυμνασίου, συμμετείχε ενεργά στην Εθνική Αντίσταση και συνέχισε τη δράση της στην Αθήνα ως φοιτήτρια, με αποτέλεσμα να εξοριστεί στις αρχές του 1948 διαδοχικά στη Χίο, το Τρίκερι και την Μακρόνησο. Τον Δεκέμβρη του 1952 αφέθηκε ελεύθερη ως «αδειούχος εξόριστη» μετά από ενέργειες του συμπατριώτη της Χαρίδημου Σπανουδάκη, με τον οποίο παντρεύτηκε αργότερα, και ολοκλήρωσε τις σπουδές της στο πανεπιστήμιο, τις οποίες είχε αναγκαστικά διακόψει. Το 1956 απέκτησε τις δίδυμες κόρες της Ειρήνη και Μαρία.
Εμφανίστηκε στα γράμματα το 1957 με ποιήματά της που δημοσιεύτηκαν στην «Επιθεώρηση Τέχνης». Έκτοτε δημοσίευσε 12 ποιητικές συλλογές και 4 πεζά.



Έγγραφο της μετεκτόπισης της Β. Θεοδώρου "Η Θεοδώρου Βικτωρία... τυγχάνει εκτοπισμένη, διατελούσα ενταύθα εν αδεία. Η άδειά της, κατόπιν Αποφάσεως του Υπουργείου Εσωτερικών, έχει παραταθή επ' αόριστον"...Υπηρεσιακό Σημείωμα της Ασφάλειας Αθηνών.
Η ποιήτρια Βικτωρία Θεοδώρου έπρεπε να παρουσιάζεται στη Διεύθυνση Ασφαλείας, κάθε φορά που σκόπευε να ταξιδέψει εντός της χώρας για να παίρνει γραπτή άδεια. Όταν έφθανε στον προορισμό της και όταν επρόκειτο να επιστρέψει, έπρεπε να παίρνει ανάλογη άδεια από τη Χωροφυλακή. Σε αυτό το Σημείωμα, με τις επάλληλες συμπληρώσεις, καταγράφονται οι κινήσεις της Β. Θεοδώρου κατά τα έτη 1954, 1955 και 1956.






Βάλιας Σεμερτζίδης



Ο Βάλιας Σεμερτζίδης γεννήθηκε το Φλεβάρη του 1911 στο Κρασνοντάρ του Καυκάσου, από πατέρα Ελληνα - Πόντιο και μητέρα Ρωσίδα - Καυκασιανή. Το 1923 η οικογένειά του έρχεται στην Ελλάδα. Στη Σχολή Καλών Τεχνών εισάγεται το 1928, στο εργαστήριο του Κ. Παρθένη. Επαγγελματικά πρωτοεμφανίζεται το 1935, στη Διεθνή Εκθεση Θεσσαλονίκης και την επόμενη χρονιά γίνεται μέλος της ομάδας «Ελεύθεροι Καλλιτέχνες». Από το 1937 έως το 1940, παρουσιάζει έργα του σε σημαντικές εικαστικές διοργανώσεις (Πανελλήνιες 1938, 1940 κλπ.). Από την πρώτη μέρα της Εθνικής Αντίστασης, ο Β. Σεμερτζίδης βρίσκεται στις γραμμές της. Με το χρωστήρα του αποτυπώνει τις σκληρές μα συνάμα ηρωικές στιγμές του αγώνα. Ζωγραφίζει μια σειρά συνθέσεων με θέματα την πείνα και τον αγώνα του λαού της Αθήνας. «Στη σειρά για συσσίτιο», «Ορθιος», «Κοιτάζοντας μπροστά», «Σαλταδόρος», «Παιδιά της πείνας», είναι μερικές από τις δημιουργίες του αυτήν την περίοδο. «Η περίοδος της Κατοχής αποφασιστικά διαμόρφωσε το νόημα της δημιουργικής προσπάθειας της δικής μου και μιας σειράς καλλιτεχνών. Το νόημα αυτό είναι: γυρισμός στις παραδόσεις του λαού μας. Αντληση μορφής από την πάλη του για λευτεριά, για δημοκρατία. Εντονα χαράχτηκαν μέσα στη δουλιά μου και τη ζωή μου τα περιστατικά που εξέφραζαν το μεγάλο λαό μας», σημείωνε ο καλλιτέχνης. Στις αρχές του 1944, ο Β. Σεμερτζίδης, μαζί με το μεγάλο φωτογράφο Σπύρο Μελετζή, ανεβαίνει στη Βίνιανη Ευρυτανίας και αργότερα στ' Αγραφα. Στα βουνά, μαζί με τους Παρτιζάνους, αρχίζει μια σειρά από μεγάλα έργα αφιερωμένα στη ζωή και τους αγώνες του λαού. Τα θέματα των έργων αυτών είναι σημαντικότατα: «Συνεδρίαση αυτοδιοίκησης», «Λαϊκό δικαστήριο», «Φλογέρα του τσοπάνη», «Διαδήλωση» κ.ά. «Χορωδιακά έργα», όπως χαρακτηρίστηκαν, στα οποία οι συμμετέχοντες στα γεγονότα ζουν και δρουν σαν ένας άνθρωπος. Μέχρι το τέλος του πολέμου μελετάει, ζωγραφίζοντας, τη σκληρή ζωή του βουνού και τον αγώνα των ανταρτών.

Στις παραπάνω σειρές, ο Β. Σεμερτζίδης, επανέρχεται για πολλά χρόνια. Οι διαρκείς εικαστικοί προβληματισμοί με θέμα το λαό, τον αγώνα για την ελευθερία, θα δημιουργήσουν νέες εννοιολογικές αναζητήσεις. Αμέσως μετά τον πόλεμο αρχίζει να χαράζει σε ξύλο και λινόλεουμ. Φτιάχνει χαρακτικές μονοτυπίες και τελικά δημιουργεί δική του τεχνική, οξειδώνοντας τσίγκο και χαλκό. «Στην οξειδωμένη χαρακτική σε μέταλλο», σημείωνε το 1961 ο ιστορικός της Τέχνης Β. Μ. Πολεβόι, «στα χαρακτικά του έργα, ο καλλιτέχνης προεκτείνεται σε παραλλαγές, θέματα και μορφές που κιόλας έχει ζωγραφίσει... Η τεχνική του, του επιτρέπει να πετυχαίνει πλαστικότητα και ζωγραφικότητα γραμμής και τόνου, χωρίς να αφαιρείται τίποτα από την απόλυτα χαρακτική μορφή που έχει η τεχνική αυτή. Η καλλιτεχνική και κοινωνική προσωπικότητα αυτού του δυνατού ακούραστου ανθρώπου είναι κοχλάζουσα και σπάνια πολύμορφη... Στον Σεμερτζίδη ζει ο μεγάλος μάστορας των μνημειακών μορφών, που δεν αποκάλυψε ακόμα ολότελα τη δύναμή του να φτιάχνει εκείνες τις μορφές που δημιουργούν στις τεράστιες τοιχογραφίες, είτε τις πολιτικές αφίσες, οι Μεξικάνοι καλλιτέχνες». «Ζωγράφος μαζί και χαράκτης - έγραφε το 1959 στην «Επιθεώρηση Τέχνης» ο Γ. Πετρής - δουλεύει ακούραστα και τα έργα του, μεγάλες πολυπρόσωπες συνθέσεις, τοπία, πορτρέτα, φιγούρες, καμωμένα με λάδι, παστέλ, είτε μ' έναν τρόπο μεικτό, χρωματιστά είτε σε άσπρο - μαύρο... είναι μνημειώδη έργα, που δικαιώνουν τον τεράστιο μόχθο του και αποδίδουν πλαστικά τον κόσμο της δουλιάς. Σκηνές από την καθημερινή ζωή, αγρότες, εργάτες, τύποι βουνίσιοι εικόνες από την Αντίσταση, είναι ο θεματικός κύκλος που ζει ο καλλιτέχνης. Ο ζωγράφος είναι ρεαλιστής και μάλιστα ορθόδοξος και ασυμβίβαστος». Τα χρόνια που ακολουθούν είναι χρόνια πλούσια σε εκθέσεις: «Παρνασσός» 1957, Μπιενάλε Αλεξανδρείας και Διεθνής Εκθεση Χαρακτικής Λιψίας (1963), Μόσχα και «Ερμιτάζ» 1967 (στην ΕΣΣΔ πραγματοποίησε 25 συνολικά εκθέσεις σε διάφορες πόλεις), Φεράρα 1974, Εθνική Πινακοθήκη 1977 κ.ά. Το 1962 κυκλοφόρησε λεύκωμα για τη Σκύρο με 8 χαρακτικά και στις αρχές του 1967 λεύκωμα για τη Ρόδο, το νησί που μέχρι το θάνατό του έγινε χώρος μελέτης και δημιουργίας.
Η επαφή με τη ζωή και το περιβάλλον της Ρόδου ξεκίνησε για τον Β. Σεμερτζίδη το 1964. Από τότε και μέχρι το τέλος της ζωής του, το νησί αυτό έγινε για το δημιουργό, χώρος μελέτης ζωγραφικών προβλημάτων και εφαρμογής νέων τεχνικών. Οπως σημείωνε στο ημερολόγιό του το 1975: «... Δούλεψα και πάλι γύρω από τον Ατάβυρο. Είναι ανεξάντλητη πηγή για δουλειά. Αναρίθμητα προβλήματα μπαίνουν μπροστά στο ζωγράφο κάθε φορά που πλησιάζει μια τόσο δυνατή και πλούσια φύση, ένα όργιο σχημάτων και χρωμάτων. Το μυαλό στομώνει στην προσπάθεια να το ρυθμίση, να το συνθέση... Ξεκίνησα να μελετήσω τον κίτρινο θάμνο, αυτό το αγκάθι που την Ανοιξη στη Ρόδο ντύνει τα βουνά με ατέλειωτα χαλιά από φεγγερό χρυσάφι... Χτες δούλεψα στην Αμαρτο και τους Νάνους. Μαγεύομαι από τα χρώματα, από τον πλούτο των συνθέσεων. Προσπαθώ να οργανώσω τις εντυπώσεις μου...».

Την ενδιαφέρουσα αυτή έκθεση, που θα διαρκέσει έως τις 20 Νοέμβρη, συνοδεύει καλαίσθητο λεύκωμα με δοκίμια και κριτικές από διακεκριμένους μελετητές καθώς και πλούσιο φωτογραφικό υλικό. Σημειώνουμε ότι τα παρουσιαζόμενα έργα ανήκουν στην οικογένεια Σεμερτζίδη, σε ιδιωτικές συλλογές, Μουσεία και Πινακοθήκες.




Πείνα - χαρακτικό του Σεμερτζίδη



Αγρότισσα- Σεμερτζίδης



Φίλιππος Μαυρογιώργης



Ο Φίλιππος Μαυρογιώργης γεννήθηκε το 1924 στο μικρό χωριό Δρούτσουλας της κοινότητας Ευδήλου Ικαρίας. Σπούδασε πολιτικές επιστήμες και νομικά στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη επίσης σκηνοθεσία κινηματογράφου αλλά δεν ασχολήθηκε. Είναι δικηγόρος στην Αθήνα. Μαχητής της Εθνικής Αντίστασης και αντιστασιακός συγγραφέας, ποιητής, δημοσιογράφος, κριτικός. Δραστήριος μέλος του ελληνικού Κινήματος Ειρήνης - μέλος της Επιτροπής Ειρήνης Λογοτεχνών. Διευθύνει το περιοδικό «Ικαριακά», όργανο της Πανικαριακής Αδελφότητας Αθηνών που τιμήθηκε το 1987 με το βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών και την εφημερίδα «Νέα Ικαρία». Συνεργάζεται με ημερήσιες εφημερίδες και περιοδικά της Αθήνας. Εχει εκδώσει, μέχρι σήμερα, εννιά ποιητικές συλλογές: «Νικαριά» 1965, «Πορεία Ειρήνης» 1967, «Της φωτιάς και της δροσιάς» 1977, «Αιγαιοπελαγίτικα» 1979 (τιμητική διάκριση του βραβείου Ειρήνης «Ιπεκτσί»), «Καλημέρα αυγή» 1980, «Μνημόσυνα» 1981, «Η Μπαλάντα της Ειρήνης» 1984 (πρώτο βραβείο Ειρήνης Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών, τιμητική διάκριση του βραβείου Ειρήνης «Ιπεκτσί»), «Φύλλα Δάφνης» 1985. Δημοσίευσε κριτικά δοκίμια σε εφημερίδες και περιοδικά (Κάλβος, Παλαμάς, Σεφέρης, Βάρναλης, Δημοτικό Τραγούδι) και έχει κάνει ανακοινώσεις στα Διεθνή Συμπόσια του Αιγαίου (Νικαριώτες ριβατζήδες - λαϊκοί ποιητάρηδες, Ιωάννης Τσελεπής ο μαθηματικότατος - Ικάριος εθνομάρτυρας και διαφωτιστής του Γένους, Δυο δημώδη Ικαριακά άσματα της μετ' Ακριτικής περιόδου. Τα Ικαριακά έγγραφα και ο Σταυρινός Ζολώτας). Εχει ανέκδοτη πεζογραφική και άλλη εργασία. Είναι μέλος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών.



Γιάννης Στεφανίδης



Ο Γιάννης Στεφανίδης γεννήθηκε το 1919 στην ΕΣΣΔ και ήρθε στην Ελλάδα με τη Μικρασιατική καταστροφή. Σπούδασε στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών.

Είναι περισσότερο γνωστός σαν ο ζωγράφος της Αντίστασης, καθώς σχεδίασε το σήμα της ΕΠΟΝ και πολλά από τα πιο διαδεδομένα χαρακτικά της περιόδου.

Ως μέλος της ΕΠΟΝ και στη συνέχεια του ΚΚΕ πήρε ενεργό μέρος στην Εθνική Αντίσταση με συμμετοχή στην ομάδα σχεδιασμού των χαρακτικών που εξυπηρετούσαν την παράνομη διαφωτιστική και προπαγανδιστική δουλειά του λαϊκού κινήματος. Ταυτόχρονα υπήρξε ένας από τους βασικούς συνεργάτες του ΕΠΟΝίτικου περιοδικού «Νέα Γενιά». Αργότερα εργάστηκε στην «Ελεύθερη Ελλάδα» και άλλες εφημερίδες ως σκιτσογράφος. Για την πολιτική του δραστηριότητα οδηγήθηκε σε μακρόχρονη εξορία στη Μακρόνησο και άλλους τόπους βασανισμού, όπου ξεκίνησε την ενασχόλησή του με τη ζωγραφική, εμπνεόμενος από θέματα της εξορίας. Μετά την απελευθέρωσή του παράλληλα με τη ζωγραφική ασχολήθηκε με τις γραφικές τέχνες καθώς και με εικονογραφήσεις πολλών και σημαντικών βιβλίων, κυρίως παιδικών. Κορυφαίο έργο του η πολύτομος (18τομη σειρά) «Ελληνική Μυθολογία» (εκδόσεις «Σίγμα»). Παράλληλα, αναζητώντας κι άλλους τρόπους έκφρασης, ασχολήθηκε με τη μουσική (κλασική κιθάρα με τον Δ. Φάμπα) και το γράψιμο. Βιβλία του: «Η αγάπη πάει σχολείο» αφήγημα, «Πέτρα κυλισάμενη» μυθιστόρημα, «Ελιξίριο του έρωτα» «...Αγαπάω», διηγήματα (εκδόσεις «Σίγμα») και «Ζωγραφική στην εξορία» λεύκωμα («Σύγχρονη Εποχή»). Πολλά από τα διηγήματά του δημοσιεύθηκαν στον «Ριζοσπάστη».
Συμμετείχε σε πολλές ατομικές και ομαδικές εκθέσεις εικαστικών, καθώς και στις Μπιενάλε χαρακτικής Qingdao (Κίνα, 2000), AcquiTerme (Ιταλία, 2003) και Beizing (Κίνα, 2003), στην Α' Βαλκανική Μπιενάλε ExLibris του Βελιγραδίου (2002), και στις Διεθνείς Εκθέσεις Ex Libris Chamaliers (Γαλλία, 2003), Saint Niklaas (Βέλγιο, 2003) και Αθήνας (εκδόσεις «Αγκυρα», έκθεση - διαγωνισμός, 2003).

Για την καλλιτεχνική του εργασία τιμήθηκε και βραβεύθηκε πολλές φορές από διεθνείς οργανισμούς: Τιμήθηκε με διάκριση εικονογράφησης (Mencione) από την πανευρωπαϊκή οργάνωση Pier Paolo Vergerio για το βιβλίο του «Αργοναύτες» της σειράς «Ελληνική Μυθολογία», στην Πάδοβα της Ιταλίας, το 1989, με Α' βραβείο Εικονογράφησης του Κύκλου Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου (IBBY) για τα χαρακτικά του μυθιστορήματός του «Πέτρα κυλισάμενη», το 1999, με διάκριση στην Μπιενάλε χαρακτικής Qingdao, Κίνα, το 2000, και με Α' Βραβείο διηγήματος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών, το 2003.



Ριζόπουλος Γρηγόρης


Αγωνιστής του ΕΑΜ - ΕΛΑΣ στην κατοχή και στέλεχος του ΚΚΕ, ο Γρηγόρης Ριζόπουλος, εκτοπίσθηκε στην Μακρόνησο μαζί με τόσους χιλιάδες δημοκρατικούς και αριστερούς πολίτες της εποχής. Η Μακρόνησος στιγμάτισε το έργο και την ψυχή του καλλιτέχνη και της έδωσε μια γνήσια οπτική του αγώνα του ανθρώπου για την πρόοδο και την ζωή. Ο δημιουργικός τομέας του Γρηγόρη Ριζόπουλου είναι η γλυπτική αλλά και η αρχιτεκτονική τις οποίες σπούδασε σε συνθήκες δύσκολες μετά την εξορία. Σήμερα παραμένει δημιουργικότατος αλλά και πολιτικά ενεργός αφού βρίσκεται επί σειράς ετών στον ΔΣ του ΠΕΚΑΜ. Το άγαλμα που βρίσκεται σήμερα στο νησί της Μακρονήσου είναι έργο του και πρόπλασμά του βρίσκεται και στο Μουσείο Μακρονήσου.


Έργο σε ορείχαλκο του Γρηγόρη Ριζόπουλου


Μέντης Μποσταντζόγλου (Μποστ)


Ο Χρύσανθος (Μέντης) Μποσταντζόγλου, γνωστός ως Μποστ, γεννήθηκε το 1918 στην Κωνσταντινούπολη. Έπειτα από ένα πέρασμα στη Ρουμανία, η οικογένειά του ήρθε στην Ελλάδα.
Το 1939 εισάγεται στη Σχολή Καλών Τεχνών, εγκαταλείπει όμως τις σπουδές του έξι μήνες αργότερα. Το 1942 μπαίνει στο ΕΑΜ και το 1945 εκδίδει με δικά του έξοδα το πρώτο του βιβλίο: «Ο Άγιος Φανούριος. Βοήθημα δια την κατανόησιν των Κινέζων κλασσικών Γκα-τσου και Βου-Σβου-Νι».
Το 1952 αρχίζει να εργάζεται στην «Καθημερινή» ως ταμίας και βιβλιοθηκάριος. Το ταλέντο του το ανακαλύπτουν μετά από δυο χρόνια στις «Εικόνες» κι αργότερα στον «Ταχυδρόμο», όπου και αρχίζει να εργάζεται ως εικονογράφος. Εν τω μεταξύ, το 1953 έχει ήδη εικονογραφήσει και το πρώτο του κόμικ «Κωνσταντίνος Παλαιολόγος» για τις εκδόσεις «Ατλαντίς» σε κείμενα της Ειρήνης Φωτεινού.
Το 1958 στη στήλη του το «Μποστάνι του Μποστ» εμφανίζονται και οι τρεις θρυλικοί σούπερ αντιήρωές του: η Μαμά Ελλάς, ο Πειναλέων και η Ανεργίτσα. Αποκαλυπτικές φιγούρες των κοινωνικοπολιτικών και πολιτισμικών μεταλλάξεων και αντιφάσεων μιας ολόκληρης εποχής. Ακολουθούν συνεργασίες με τα περιοδικά «Ομάδα», «Θεατής», «Ελευθερία» και μετά από αρκετές ανατροπές, δημοσιογραφικούς διωγμούς και μηνύσεις, καταλήγει στην «Αυγή».
Το 1966, κουρασμένος από το καθημερινό γράψιμο, ανοίγει το μαγαζί του «Λαϊκαί Εικόναι» και αρχίζει να διακοσμεί ποτήρια, πιάτα και διάφορα αντικείμενα, να πουλάει αντίκες και να ζωγραφίζει. Παράλληλα, ξεκλέβει χρόνο για να σκαρώνει τα δεκαπεντασύλλαβα θεατρικά του. Τα σκίτσα και τα χρονογραφήματα, αν και ουσιαστικά τα έχει σταματήσει, επιστρέφει για μικρές περιόδους σε αυτά, συνεργαζόμενος με τον «Ταχυδρόμο», το «Αντί», τον «Θούριο», το «Mens Look», την «Πρωινή» και την «Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία». Η ζωγραφική δίνει σιγά-σιγά την ευκαιρία στα πινέλα του ν' αφηγηθούν με αλληγορίες και συμβολισμούς, όλα αυτά που δεν μπορούσαν να πουν μέχρι τώρα οι πένες. Ήρωες της αρχαιότητας και της ελληνικής επανάστασης, αλλά και ιστορικά ζευγάρια όπως ο Ερωτόκριτος με την Αρετούσα, ο «Ρομέος και η Ιουλιέτα», η Ασπασία και ο Περικλής, ποζάρουν στα κάδρα του αυτοδίδακτου Μποσταντζόγλου, μπολιασμένοι από τη λαϊκή ζωγραφική, την εικονογραφία του Καραγκιόζη, την υπερεαλιστική ματιά του Εγγονόπουλου και πάνω απ' όλα, την απλότητα του Θεόφιλου.
Με τον δικό του ανορθόδοξο τρόπο, καταπιάνεται και με το Θέατρο. Γράφει, λοιπόν, εκτός από τα αριστουργήματα «Φαύστα» και «Μήδεια», τον δικό του «Δον Κιχώτη», την «Όμορφη πόλη», τη «Μαρία Πενταγιώτισσα», το «40 χρόνια Μποστ». Το κύκνειο άσμα του «Ρωμαίος και Ιουλιέτα» είχε την τιμή και τη χαρά να το δει, καταχειροκροτούμενος, να παίζεται στο Ηρώδειο, λίγους μήνες πριν φύγει από τη ζωή, στις 13 Δεκεμβρίου του 1995.



Τάσος Χαλκιάς


Ο Τάσος Χαλκιάς με αντάρτες και το κλαρίνο του
Παιδί της ξακουστής ηπειρώτικης μουσικής οικογένειας των Χαλκιάδων (γεννήθηκε το 1914 στη Γρανιτσοπούλα της Ηπείρου), ο Τάσος Χαλκιάς από πολύ νωρίς έδεσε τη ζωή του, την ίδια του την ύπαρξη, με το κλαρίνο. Εχοντας χάσει πολύ μικρός την αδελφή και τον πατέρα του, έμαθε τα ηπειρώτικα μοιρολόγια από τη μητέρα του. Εφηβος ακολουθεί στα πανηγύρια άλλους οργανοπαίχτες, ενώ το 1930 δημιουργεί μαζί με τα αδέλφια του το συγκρότημα «Τα μαύρα πουλιά». Την επόμενη χρονιά, γράφει το πρώτο του τραγούδι, ενώ το 1935 αρχίζει να διδάσκει κλαρίνο. Ενα μεγάλο χτύπημα της μοίρας θα δεχτεί το 1941, όταν βομβαρδίζεται το χωριό του και σκοτώνονται η γυναίκα και τα δυο παιδιά τους. Ο ίδιος τραυματισμένος μεταφέρεται για νοσηλεία στην Αθήνα, στο 401. Την επόμενη χρονιά με την επιστροφή του στα Γιάννενα, κατατάσσεται στον ΕΛΑΣ και τοποθετείται στο εφεδρικό. Το '43 ξαναπαντρεύεται και γίνεται και πάλι πατέρας: Του Λάκη και αργότερα της Νίκης και του Χρήστου. Το 1951 επισκέπτεται για πρώτη φορά την «Κολούμπια» και αρχίζει τις ηχογραφήσεις. Στη συνέχεια ηχογραφεί 80 τραγούδια για το Λαογραφικό Αρχείο της Ακαδημίας Αθηνών, ενώ ακολουθούν ταξίδια του σε Αίγυπτο και Αμερική και ηχογραφήσεις. Στην Αμερική, όπου παραμένει για μεγάλα διαστήματα, το κλαρίνο του συγκινεί όχι μόνον το ελληνικό και ξένο κοινό, αλλά και τον μεγάλο τζαζίστα Μπένι Γκούντμαν, που όχι μόνο εντυπωσιάστηκε από το παίξιμο του Ελληνα μουσικού, αλλά και δεν μπορούσε να διανοηθεί ότι μπορούσε να παίζει άψογα χωρίς να ξέρει να διαβάζει νότες. Εκεί ηχογραφεί 100 περίπου τραγούδια, ενώ ένα μοιρολόι του χρησιμοποιείται στην ταινία «Αντι» του Σεραφιάν.

Με την επιστροφή του στην Ελλάδα, το 1966, στήνει τη δική του δισκογραφική εταιρία «Σπέσιαλ Μιούζικ», η οποία θα λειτουργήσει μόνο για μια δεκαετία. Συνεχιστής, αλλά και εμπνευστής μιας μεγάλης λαϊκής παράδοσης, ο Τ. Χαλκιάς υπήρξε όχι μόνον ένας κορυφαίος οργανοπαίχτης, αλλά και συνθέτης. Ανάμεσα στα πολλά τραγούδια που έγραψε περιλαμβάνονται ο «Ηπειρώτικος γάμος», το «Δεν μπορώ μανούλα δεν μπορώ», το «Βορειοηπειρώτικο μοιρολόι», το «Μη με κοιτάς που γέρασα» κ.ά. Συνεργάστηκε με τους συνθέτες Δ. Σαββόπουλο, Γ. Μαρκόπουλο, Χρ. Λεοντή, το Θέατρο Τέχνης, το ΚΘΒΕ κ.ά. Η εξαίρετη μουσική του για την παράσταση του ΚΘΒΕ με τον «Αίαντα» του Σοφοκλή, το 1972, οδηγεί τον σκηνοθέτη Γ. Μιχαηλίδη να πει: «Αν το θέατρο δεν ήταν κρατικό, θα άφηνα μόνο τη μουσική του Τάσου Χαλκιά. Κλαρίνο μόνο, χωρίς κανένα όργανο». Την ίδια χρονιά εκπροσωπεί την Ελλάδα στο Α` Διεθνές Φεστιβάλ Τεχνών στη Γαλλία, ενώ το 1979 παίρνει μέρος στο διεθνές συνέδριο του Ζάγκρεμπ. Μετέφερε τη μαγεία της τέχνης του σε διάφορα φεστιβάλ, στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, ενώ δεκάδες σύλλογοι - ανάμεσά τους η Πανηπειρωτική Συνομοσπονδία - τον τίμησαν για την προσφορά του. Αξέχαστη παραμένει στο κοινό που τον λάτρεψε η συναυλία - γιορτή για τα 125 χρόνια της μουσικής οικογένειας των Χαλκιάδων, το 1982, στο θέατρο του Λυκαβηττού.

Οταν κατατάχτηκε στον ΕΛΑΣ, γλένταγε τους αντάρτες, αλλά τους έραβε και τα άρβυλα. «Ημουνα και καλός τσαγκάρης. Πόδεσα λόχους ολόκληρους», μας είπε τότε ο Τ. Χαλκιάς. Ο μπαρμπα - Τάσος λάλησε το κλαρίνο του σε συγκεντρώσεις του ΚΚΕ και Φεστιβάλ της ΚΝΕ. Αλησμόνητη ήταν η συμμετοχή του μαζί με το γιο του Λάκη στην προεκλογική συγκέντρωση του ΚΚΕ στα Γιάννενα στις 2 Οκτώβρη 1981 με κεντρικό ομιλητή το Χ. Φλωράκη. «Πήγαμαν στα Γιάννινα» έλεγε αργότερα. «Λαός πολύς. Μίλησε ο Χαρίλαος. Ωραία τα 'πε. Μετά τραγούδησε ο Λάκης. Επαιξα κι εγώ το κλαρίνο».



10 σχόλια:

  1. ΠΡΟΣΒΟΛΗ!!!

    Αποτελεί προσβολή της μνήμης του σύντροφου Θέμου Κορνάρου να μπαίνει αντί της πραγματικής φωτογραφίας του η φωτογραφία του Δημήτρη Σαραντάκου που είχε τόση σχέση με τις ιδέες και τους αγώνες του Κορνάρου όσο ο φάντης με το ρετσινόλαδο.

    Ντροπή πια, ντροπή!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. ΝΤΡΟΠΗ!

    Αποτελεί προσβολή στη μνήμη του σύντροφου Θέμου Κορνάρου αντί της πραγματικής του φωτογραφίας να μοστράρει η φωτογραφία του Δημήτρη Σαραντάκου που είχε τόση σχέση με τις ιδέες και τους αγώνες του Κορνάρου όσο ο φάντης με το ρετσινόλαδο.

    Αυτό είναι το δεύτερο σχόλιο μέσα σε μια μέρα. Το πρώτο γιατί «πνίχτηκε»; Και πότε θα γίνει επανόρθωση;

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Τα σχόλια αγαπητέ φίλε/φίλη περνάνε από φίλτρο γιατί το μπλογκ έχει δεχθεί τις φραστικές επιθέσεις διαφόρων φασιστοειδών της Χρυσής Αυγής και του ΛΑΟΣ. Δεν πνίγουμε σχόλια παρά μόνο όσα χυδαιολογούν. Η φωτογραφία είναι ειλικρινές λάθος μας και θα αλλαχθεί πάραυτα. Η καθυστέρηση των σχολίων συμβαίνει λόγω εργασίας...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Ο Θέμος Κορνάρος με συντρόφευε σε όλα τα φοιτητικά μου χρόνια ως ανάγνωσμα... Μην ανησυχείτε δεν κινδυνεύει ο Μπάρμπας από εμάς.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. ΚΑΤΑΝΟΗΣΗ

      Φίλε Oberon,

      Ζητώ κατανόηση γιατί παραφέρθηκα λεκτικά στα δυο προηγούμενά μου σχόλια, υπήρξα αδικαιολόγητος.

      Ο «Κουμπάρος» —αυτό ήταν το προσωνύμιο του αείμνηστου Θέμου Κορνάρου, «Μπάρμπας» ήταν το ψευδώνυμο του αθάνατου Νίκου Πλουμπίδη— με συντρόφεψε κι εμένα στα δίσεχτα χρόνια της απριλιανής δικτατορίας, ο πατέρας μου ήταν μαζί του στην εξορία.

      «Τα πήρα στο κρανίο» γιατί είδα στην θέση του «Κουμπάρου» την φωτογραφία του μακαρίτη σήμερα Δημήτρη Σαραντάκου (τον έχω γνωρίσει προσωπικά) κι αναλογίστηκα τον οχετό που εξέμεσε λίγο πριν πεθάνει εναντίον του Νίκου Ζαχαριάδη γράφοντας σε πρώην αριστερή εφημερίδα της Λέσβου —πριν από κάποια χρόνια δεν είχε διστάσει να προχωρήσει σε λογοκλοπή τίτλου βιβλίου της επίσης αείμνηστης Μέλπως Αξιώτη—, οχετό που αναπαράγαγε πρόθυμα στην ιστοσελίδα του ο γιος του Νίκος Σαραντάκος —υψηλοθεσίτης μεταφραστής στην ΕΕ και μεταλλαγμένος «πρώην» που το παίζει ελέω αφελών και ανίδεων γλωσσολόγος— προσθέτοντας τις δικές του «γλωσσολογικές» αμπελοφιλοσοφίες.

      Και πάλι ζητώ κατανόηση για την εν θερμώ γλωσσική μου εκτροπή.

      Διαγραφή
  5. Κανένα πρόβλημα, όλα είναι κατανοητά και ευχαριστούμε για το σχόλιο διόρθωσης

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. Ο Χρήστος Ε. Κατσιγιάννης -που γεννήθηκε το 1930 και ως εκ' τούτου δεν ήταν, ακόμη ηθοποιός- εντάχθηκε στο ΕΑΜ το 1942. Πήρε μέρος -όπως και τα περισσότερα παιδιά τότε- σε μικρής κλίμακας δολιοφθορές κατά των Γερμανών, κυρίως κλοπές τροφίμων από γερμανικά φορτηγά... Το 1943 συνελήφθη για συμμετοχή (ως τσιλιαδόρος) στην ομάδα Γιούρα Ιβάνωφ που πραγματοποίησε το μεγαλύτερο σαμποτάζ που έλαβε χώρα στην περιοχή των Αθηνών (τοποθέτηση άμμου στους κινητήρες γερμανικών αεροσκαφών που "συντηρούνταν" στο καλυκοποιείο Μουλτσινιώτη). Σύμφωνα με τον Βασίλη Μπαρτζιώτα ("Η Εθνική Αντίσταση στην αδούλωτη Αθήνα"), αφέθηκε ελεύθερος λόγω του νεαρού της ηλικίας... Ως ηθοποιός εμφανίστηκε το 1952 με άδεια επαγγέλματος που πήρε από επιτροπή ταλέντων καθώς εκδιωχθεί από τη δραματική σχολή του Βασιλικού Θεάτρου ως κομμουνιστής...

    Με εκτίμηση,

    Βαγγέλης Κατσιγιάννης

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  7. Με συμπαθάς Βαγγέλη τόσα ήξερα για τον θείο και τόσα έγραψα. Από όσα θα είδες το διόρθωσα όπως λες

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  8. τη μουσικη στο μεγαλο μας τσιρκο την εγραψε ο ξαρχακος και οχι ο ξυλουρης.

    ΑπάντησηΔιαγραφή