O τίτλος της ταινίας "Ο πόλεμος είναι κόλαση", αποτελεί ίσως μια πολύ κοινότυπη διαπίστωση, είναι ωστόσο μια έκφραση που γίνεται κατανοητή καλύτερα μέσα από περιστατικά όπως αυτό που θα περιγράψουμε παρακάτω.
Η πείνα, οι κακουχίες και οι στερήσεις, αποτελούσαν μερικά σχεδόν καθημερινά προβλήματα του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας, που σε κάποια στιγμή, όλοι οι μαχητές και μαχήτριές του, αναγκάστηκαν να αντιμετωπίσουν. Λίγοι ωστόσο, αντιμετώπισαν τη φρίκη του πολέμου, όπως οι μαχητές της περιοχής του Τσαλ-Νταγ, το χειμώνα του 1947. Το απίστευτο περιστατικό ανθρωποφαγίας που εκτυλήχθηκε στην περιοχή αυτή, αποτελεί ίσως το μοναδικό τέτοιο περιστατικό που εντοπίζεται στον Ελληνικό Εμφύλιο και είναι σίγουρα πρωτοφανές στην ιστορία του, αλλά όχι ευρύτερα στην ιστορία των πολεμικών αναμετρήσεων. Ως περιστατικό τεκμηριώνεται από δύο διαφορετικές μαρτυρίες, η μια εκ των οποίων έχει ληφθεί το 1948, από το μαχητή του ΔΣΕ, Νίκο Μανωλίτσο και η δεύτερη, το 1952, από τον πρώην μαχητή, Αντώνη Μακεντούδη.
Μαρτυρία 1η (του αντάρτη "Αλιάτη", στον Νίκο Μανωλίτσο- 1948)
"Ο χειμώνας του 1946-1947 ήταν βαρύς. Το τμήμα μας, που αποτελούταν από καμιά εκατοσταριά άντρες ήταν το μοναδικό στην περιοχή. Οι μαχητές μας άπειροι ακόμα από πόλεμο και από δυσκολίες. Ο εχθρός με μεγάλη δύναμη είχε αρχίσει επιχειρήσεις και εμείς δεν μπορούσαμε να ξεμυτήσουμε πουθενά. Η εκστρατεία συνεχίστηκε αρκετές μέρες και όλες μας οι εφεδρείες από τρόφιμα είχαν τελειώσει. Άρχισε να μας δέρνει η πείνα. Τον ίδιο καιρό είχαμε πάρει διαταγή να κινηθούμε προς δυσμάς, στην περιοχή του Τσαλ Νταγ, όπου και θα συναντιόμασταν με άλλο τμήμα που θα ερχόταν από πέρα από το Στρυμόνα, για μια σοβαρή επιχείρηση. Ήταν Μάρτης και τότε η γή ήταν όπως και τώρα και ακόμα χειρότερα, δηλαδή μόλις άρχιζε να παρασινίζει στα χαμηλώματα. Το τμήμα προχωρούσε μόνο νύχτα για να μην γίνουμε αντιληπτοί. Οι μαχητές, εξαντλημένοι απ' την πείνα μόλις μπορούσαν να σέρνουν τα πόδια τους. Όπου έβρισκαν λίγη πρασινάδα έπεφταν κάτω και βοσκούσαν σαν τα πρόβατα.
Και ύστερα έγινε το πιο φοβερό: Οι μαχητές άρχισαν να πέφτουν. Οι πιο γεροί φρόντιζαν να τους βοηθήσουν, όμως κι αυτών οι δυνάμεις ήταν λίγες. Τότε έγινε το ανήκουστο, στην ιστορία των πολιτισμένων ανθρώπων. Οι ζωντανοί τρώγανε τους πεθαμένους συντρόφους. Πολλά παλικάρια χάσαμε τότε. Πέφτανε και πια δε σηκώνονταν. Είχαμε λιγοστέψει αρκετά. Την όγδοη ημέρα της πορείας φθάσαμε εδώ ακριβώς (αναφέρεται στο σημείο στους πρόποδες του Τσαλ Νταγ, όπου βρισκόταν το 1948, με το Μανωλίτσο). Κοίταξε εκεί αντίκρυ. Υπήρχαν τρία καλύβια που ζούσαν βλάχοι με τα κοπάδια τους. Αργότερα οι μπουραντάδες τα έκαψαν και τους νοικοκυραίους τους πήραν κάτω στον κάμπο. Οι άνθρωποι εκείνοι μας έσωσαν. Μας έδωσαν κρέας, γάλα και χωμί. Καθήσαμε δυο μέρες, ξεκουραστήκαμε και μετά συνεχίσαμε το δρόμο μας, όμως μας έλειπαν πολλοί."
Από την πρώτη μαρτυρία δεν γίνεται προφανές, ότι πολλοί από τους μαχητές έχασαν τη ζωή τους, λόγω κάποιων χόρτων που προφανώς ήταν δηλητηριώδη και έφαγαν σε κάποια στάση τους. Η δεύτερη μαρτυρία, είναι σχετικά σαφέστερη:
Μαρτυρία 2η (του αντάρτη Αντώνη Μακεντούδη στον Νίκο Μανωλίτσο- 1952)
Η μαρτυρία έγινε όταν ο Νίκος Μανωλίτσος συνάντησε τον Μακεντούδη, σε εργοστάσιο της Σόφιας όπου εργάζονταν μαζί, ως πολιτικοί πρόσφυγες του Εμφυλίου.
"Ήτανε Μάρτης του 1947. Το τμήμα μας πήγαινε προς δυσμάς. Περπατούσαμε στα χιονισμένα βουνά. Μέρες δεν είχαμε βάλει τίποτε στο στόμα μας. Όπου φαινόταν γης με πράσινα χόρτα, σκύβαμε και βοσκούσαμε. Μερικοί είχαν πέσει από την πείνα. Την όγδοη ημέρα είχαμε φτάσει σε κάτι σπιτάκια κοντά στο Νέστο. Εκεί μείναμε γιατί κανένας μας δεν ήταν σε θέση να κάνει έστω και λίγα βήματα. Ο εχθρός είχε βγει σε εκστρατεία και ήταν αδύνατο να εξασφαλίσουμε τροφή. Εδώ άρχισε το μακελειό. Οι σύντροφοί μας πέθαιναν ο ένας ύστερα από τον άλλο. Τότε έγινε το απίστευτο: Οι ζωνταντοί άρχισαν να τρώνε τους πεθαμένους τους συντρόφους. Τη νύχτα, ο θείος μου, που ήταν ξαπλωμένος δίπλα μου, αισθάνθηκε πόνους και άρχισε να βογκάει.
Είχε φάει κάτι ρίζες που έσκαψε από τη γη. "Αντώνη, πεθαίνω, καίγεται το στομάχι μου. Δώσε μου ένα κομματάκι ζάχαρη να σωθώ", με παρακαλούσε. Ύστερα από λίγη ώρα ξεψύχησε. Δεν ήθελα να βλέπω πως θα τον έτρωγαν κι αυτόν, γι' αυτό και καταναλώνοντας και τις τελευταίες μου δυνάμεις, τον έσυρα λίγο παρακάτω και τον σκέπασα με το χιόνι, με την ελπίδα ότι δεν θα τον έβρισκαν οι άλλοι. Το πρωί, όταν πήγα να δω τί έγινε, βρήκα μόνο τα κόκαλά του. Ήταν κι αυτός φαγωμένος.
Όποιος τόλμησε να φάει ανθρώπινο κρέας, έζησε. Έτσι έμεινα κι εγώ ζωντανός."
Επιπροσθέτως, ο Νίκος Μανωλίτσος αναφέρει ότι ο Αντώνης Μακεντούδης, δεκατέσσερα χρόνια μετά από το περιστατικό αυτό αρνούταν να φάει κρέας και η αναφορά του κρέατος του έφερνε αηδία, γεγονός που πιστοποιεί το βαθύ τραύμα, αυτής του της φρικτής εμπειρίας.
Το περιστατικό αυτό της ανθρωποφαγίας είναι πιθανότατα αληθινό, γεγονός που τεκμηριώνεται τόσο από την πολλαπλότητα των πηγών, όσο και από τη μεταξύ τους συνάφεια και αλληλοεπιβεβαίωση, αποτελώντας ίσως ένα από τα πιο τραγικά περιστατικά του Εμφυλίου.
Πηγή: Νίκος Μανωλίτσος, Δοκιμασία - Το Δεύτερο Αντάρτικο στη Θάσο, Εκδοτική Ομάδα, Θάσος 1986, σελίδες 93-94.