Σάββατο 28 Απριλίου 2018

Κωνσταντίνος Κουκίδης ο ανύπαρκτος ήρωας


Όταν η μνήμη ενός αστικού μύθου γιορτάζεται στην Ελλάδα.


Περπατώντας κάτω από την Ακρόπολη, κοντά στην περιοχή "Αναφιώτικα" ο περιηγητής θα συναντήσει μια μικρή αφιερωματική στήλη. Πρόκειται για το μνημείο του Κώστα Κουκίδη, που έστησε ο Δήμος Αθηναίων στο σημείο αυτό, το 2000 επί δημαρχίας Δημήτρη Αβραμόπουλου. Από τότε ο Δήμος Αθηναίων εορτάζει τακτικά τη μνήμη του Κώστα Κουκίδη.

Βασικό πρόβλημα σε ότι αφορά την υπόθεση Κουκίδη είναι ότι ούτε ο ίδιος, ούτε το περιστατικό αντίστασης για το οποίο έγινε γνωστό υπήρξαν ποτέ...

Σύμφωνα με το μύθο, ο Κώστας Κουκίδης ήταν εύζωνας κατά την περίοδο κατάρρευσης του μετώπου και την ναζιστική εισβολή και βρισκόταν στην φρουρά της Ακρόπολης τη στιγμή που η Αθήνα και η Ελλάδα παραδίδονταν στις γερμανικές αρχές κατοχής. Μέρος του θρύλου γύρω από τον Κουκίδη αναφέρει ότι ήταν 17 ετών και μέλος της μεταξικής ΕΟΝ. Όταν οι Γερμανοί κατέλαβαν τον Παρθενώνα, διέταξαν την υποστολή της ελληνικής σημαίας και ο Κουκίδης που δεν επιθυμούσε να την παραδώσει πήδηξε στο κενό μαζί της τερματίζοντας τη ζωή του. 



Η βασική αμφισβήτηση σχετικά με την ύπαρξη του Κώστα Κουκίδη προέρχεται από την έρευνα του Νίκου Σαραντάκου στη Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού. Ο Σαραντάκος δεν εντόπισε πουθενά στις λίστες του ΔΙΣ/ΓΕΣ το όνομα του Κώστα Κουκίδη στους στρατεύσιμους της εποχής, ενώ ο  ο τότε Διευθυντής του ΔΙΣ/ΓΕΣ Αντιστράτηγος Ιωάννης Κακουδάκης, σε συνέντευξή του στο περιοδικό Πόλεμος και Ιστορία, τεύχος 46, Νοέμβριος 2001, σελ. 42-43, ανέφερε: "Το θέμα αυτό παραμένει, δυστυχώς μέχρι σήμερα ως ένα εφτασφράγιστο μυστικό, ως ένας μύθος ή θρύλος, θα έλεγα.".

Άλλη σημαντική πηγή αμφισβήτησης της υπόθεσης Κουκίδη αποτελεί το γεγονός ότι πουθενά στις αναφορές των γερμανικών αρχών κατοχής της Ελλάδας δεν αναφέρεται κανένα τέτοιο περιστατικό, σχετικά με την αυτοκτονία κάποιου εύζωνα στην Ακρόπολη. Σαφώς, ένα τόσο τρανταχτό περιστατικό αντίστασης εναντίον τους θα έβρισκε χώρο έστω και σε κάποια απόρρητη αναφορά, μέσα στις εκατοντάδες άλλες που σήμερα βρίσκονται στα Γερμανικά Ομοσπονδιακά Αρχεία. 

Πέραν λοιπόν, της επίσημης ανυπαρξίας του Κώστα Κουκίδη σε οποιοδήποτε έγγραφο των δύο εμπλεκομένων χωρών, σημαντικό στοιχείο αμφισβήτησης αποτελεί και η παρακάτω φωτογραφία από την εφημερίδα "Ελεύθερο Βήμα" της εποχής, η οποία εικονίζει τόσο την ναζιστική, όσο και την ελληνική σημαία να κυματίζουν στον Παρθενώνα. Η φωτογραφία φέρει την ημερομηνία 28/04/1941, μια δηλαδή ημέρα μετά την κατάληψη της Αθήνας από τους ναζί κατακτητές. 



Ο Κόκκινος Φάκελος πραγματοποίησε σχετική έρευνα στις ελληνικές εφημερίδες της εποχής, σε καμιά από τις οποίες δεν αναφέρεται κάποιο σχετικό περιστατικό. 


Η ιστορική αλήθεια γύρω από τον Κώστα Κουκίδη


Όπως είναι απολύτως φυσικό, με την κατάληψη της Αθήνας και την αποσύνθεση των κρατικών αρχών, ένα πλήθος από φήμες ξεκίνησαν να κυκλοφορούν στον υποδουλωμένο λαό της πόλης. Μια από αυτές ήταν πως κάποιος εύζωνας αρνήθηκε να παραδώσει την ελληνική σημαία και πήδηξε από την Ακρόπολη στο θάνατό του. Η φήμη αυτή καταγράφηκε ως τέτοια  στο ημερολόγιό του αρχιεπισκόπου Αθηνών Χρύσανθου, αλλά την κατέγραψε και ο Βρετανός πράκτορας της ΜΙ6 και μετέπειτα γνωστός ιστορικός Νίκολας Χάμοντ. Φυσικά, η φήμη σχετικά με τον Κουκίδη δεν ήταν ούτε μοναδική, ούτε ανεπανάληπτη. Άλλες φήμες που πρότειναν την ύπαρξη αντίστασης στην Κατοχή, αφορούσαν κάποιο περιστατικό μυθοπλασίας, κατά το οποίο Έλληνες στρατιώτες πυροβόλησαν τη ναζιστική σημαία στον Παρθενώνα και την έριξαν από τον ιστό της. Παράλληλα, πολύς κόσμος "έβλεπε" την Παναγία ή τον αρχάγγελο Μιχαήλ κοντά στην Ακρόπολη ή σε άλλα σημεία της χώρας, ως οράματα υπόσχεσης της απελευθέρωσης και της λύτρωσης της Ελλάδας. 

Πρόκειται για μια απολύτως λογική κοινωνική συμπεριφορά που απαντάται με ανάλογους θρύλους, που προήλθαν από φήμες και σε άλλα περιστατικά ήττας ή υποδούλωσης εθνών. Για παράδειγμα, όλοι γνωρίζουμε τον θρύλο του μαρμαρωμένου βασιλιά, ακριβώς μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης, ενώ γνωστός είναι και ο θρύλος του Αγίου Δημητρίου στην πολιορκία της Θεσσαλονίκης.

Σε κάθε περίπτωση, η πρώτη φορά που ονοματοδοτείται, ο "ηρωας του Παρθενώνα" ως Κώστας Κουκίδης εντοπίστηκε στο τεύχος της 9ης Ιουνίου 1941, της βρετανικής εφημερίδας Daily Mail:




Φυσικά, η παρουσίαση μιας φήμης ως πραγματικό περιστατικό δεν είναι μοναδική στην εφημερίδα Daily Mail, της οποίας τα πολεμικά ρεπορτάζ υπήρξαν ανακριβή σε όλη τη διάρκεια των πρώτων ετών του πολέμου. Χαρακτηριστικά, ο ρεπόρτερ της εφημερίδας περιγράφει την κατάσταση στην Αθήνα ως καζάνι που βράζει: "Μαθαίνω ότι γερμανικές περίπολοι στους δρόμους της Αθήνας έχουν διαταχθεί να χρησιμοποιούν χειροβομβίδες για να διαλύουν λαϊκές συγκεντρώσεις. Ο αρχηγός της Αστυνομίας και ο διοικητής της Χωροφυλακής διώχτηκαν επειδή απέτυχαν να διατηρήσουν την τάξη. Λέγεται ότι η Γκεστάπο δουλεύει σκληρά και ανάμεσα στους ανθρώπους που έχουν συλληφθεί είναι ο κ. Λαμπράκης, ιδιοκτήτης δύο αθηναϊκών εφημερίδων".

Πρόκειται σαφώς για ένα εξωπραγματικό ρεπορτάζ που αιτιολογείται ως προπαγάνδα μιας περιόδου συγκρούσεων.

Μετακατοχικά, οι ελληνικές αστικές εφημερίδες της εποχής εξακολουθούν να μην γνωρίζουν τον "ήρωα Κουκίδη". Φαίνεται παράξενο το γεγονός ότι το αστικό κράτος του Εμφυλίου, παρά την απεγνωσμένη του ανάγκη για την ένταξη στην προπαγάνδα του κάποιου "εθνικιστή ήρωα της Αντίστασης", έναντι της ιδεολογικής και ηθικής υπεροχής του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και ΚΚΕ, δεν φαίνεται να θυμάται τον Κώστα Κουκίδη. Προφανώς το παραπάνω συνέβη γιατί ο μύθος του Κουκίδη ήταν ακόμα νωπός και θα ήταν απόλυτη γελοιοποίηση, ο ισχυρισμός ότι το πρόσωπο αυτό υπήρξε. 

Πρώτη μετεμφυλιακή αναφορά στο όνομα του Κουκίδη, εντοπίστηκε από την έρευνα του Νίκου Σαραντάκου σε κάποιο διήγημα του Μενέλαου Λουντέμη, ενώ οι επόμενες αναφορές στο όνομά του εντοπίζονται στη δεκαετία του ΄80. 


Το όνομα και η φωτογραφία


Ενδιαφέρον σημείο της υπόθεσης αποτελεί το ερώτημα του πως τελικά προέκυψε το όνομα Κώστας Κουκίδης, στην όλη μυθοπλασία γύρω από το περιστατικό της σημαίας στην Ακρόπολη. Πιο πιθανή εκδοχή αποτελεί η τυχαία ονοματοδοσία από τον ρεπόρτερ της Daily Mail. Παράλληλα, υπάρχει κάποιος σχετικά γνωστός δημοσιογράφος της εποχής με το όνομα Κώστας Κοκκίδης, ο οποίος εργαζόταν για διάφορες αθηναϊκές εφημερίδες (Ελεύθερο Βήμα, Αθηναϊκά Νέα, Καθημερινή). Μέσα στον πανικό που επικράτησε με την κατάληψη της Αθήνας, ο δημοσιογράφος δεν εμφανίστηκε την επόμενη ημέρα στη δουλειά του και φήμες άρχισαν να αναφέρουν ότι είχε αυτοκτονήσει πηδώντας από την Ακρόπολη. Ενδεχομένως οι μύθοι είτε διαπλέονται μεταξύ τους, είτε ο ένας γέννησε, τον άλλο. 

Πρόσφατα και συγκεκριμένα το 2011, ο Κώστας Κουκίδης απέκτησε και φωτογραφία. Ορισμένα ακροδεξιά και νεοναζιστικά site που βρωμάνε τη μπόχα της Χρυσής Αυγής από χιλιόμετρα, "βρήκαν" τη φωτογραφία του Κώστα Κουκίδη και την αναπαράγουν από τότε στο διαδίκτυο. Μάλιστα, ο Κουκίδης παρουσιάζεται ως όμορφος, νεαρός ανοιχτών χρωμάτων με τη στολή των ευζώνων, άλλωστε οι ήρωες των παραμυθιών είναι πάντα όμορφοι έτσι δεν είναι;

Κάπως έτσι, ένας άνθρωπος του οποίου η γέννηση ή ο θάνατος δεν αναφέρεται σε κανένα ληξιαρχείο, του οποίου το όνομα δεν καταγράφεται στις καταστάσεις του ΓΕΣ, που δεν τον γνώρισε κανείς, δεν είχε συγγενείς, δεν είχε καταχώρηση στον τηλεφωνικό κατάλογο, το πτώμα του δεν βρέθηκε από κανέναν και δεν έχει ταφεί ποτέ και σε κανένα νεκροταφείο, πέρασε στην πραγματικότητα της εθνικοφροσύνης ενός αστικού κράτους, που έψαχνε για δικούς του ήρωες μέσα σε στίφη προδοτών και δωσιλόγων. Επιστέγασμα δε του απόλυτου ξεπεσμού εκφάνσεων της ελληνικής "αριστεράς" αποτελεί το γεγονός ότι το μνημείο του Κουκίδη γνώρισε την αποδοχή και του Μανώλη Γλέζου. 

Σήμερα στην Αθήνα θα βρείτε το μνημείο του Κώστα Κουκίδη κάτω από την Ακρόπολη, πουθένα όμως δεν θα βρείτε ένα μνημείο για τον ήρωα κομμουνιστή του Χαϊδαρίου Ναπολέοντα Σουκατζίδη. 


Πηγές:


Πέμπτη 26 Απριλίου 2018

Έφυγε ο Κώστας Ζαχαριάς


Το τελευταίο αντίο στον Κώστα Ζαχαριά

Ο Κωστής Ζαχαριάς ή Κωνσταντίνος-Ντίνος Ζαχαράκης γεννήθηκε το 1921 στην Αθήνα. Προσπάθησε να γίνει αεροπόρος αλλά στις εισαγωγικές εξετάσεις της Σχολής Ικάρων τον έκοψαν για “κοινωνικά φρονήματα” επειδή δεν γράφτηκε στη νεολαία Μεταξά.

Είχε τόσο μεγάλα όνειρα και σχέδια που η αποδεδειγμένα άδικη βαθμολογία του του στοίχισε τόσο πολύ που του άλλαξε άρδην την υπόλοιπη ζωή του τόσο από πλευράς επιδιώξεων όσο και από πλευράς προσφοράς.

Παρόλα αυτά στον πόλεμο του 1940 κατετάγη εθελοντής και πολέμησε με το 34ο Σύνταγμα Πεζικού στην πρώτη γραμμή επαφής με τον εχθρό.






Έχει δύο προαγωγές σε λοχία και επιλοχία και στις τελευταίες σκληρές μάχες στις 15 και 21 Απριλίου 1941 προτάθηκε από τον διοικητή του, Συνταγματάρχη Αλέξανδρο Τσιγγούνη, για το βαθμό του ανθυπολοχαγού. Και όταν έγινε πληρωμή των αξιωματικών του Συντάγματος έλαβε μισθό ανθυπολοχαγού.

Παρά την ολόπλευρη αντίσταση του έθνους στα χρόνια 1940-41, η Ελλάδα, ως γνωστόν, κατελήφθη από Βούλγαρους, Ιταλούς και Γερμανούς. Η συμπεριφορά των κατακτητών ήταν τόσο άδικη και σκληρή που, όπως ήταν αναμενόμενο, προκάλεσε δεύτερο εθνικό συναγερμό και ο Κωστής Ζαχαριάς άφησε την τράπεζα που είχε διοριστεί “Αγροτική - υποκατάστημα Λιβαδειάς” και τη Σχολή της Ανωτάτης Εμπορικής, όπου φοιτούσε και τελείωσε αργότερα και πήγε με τους μαχητές του ΕΛΑΣ.

Εκεί ανέφερε απλά ότι επειδή είναι νέος έχει υποχρέωση να πολεμήσει τους Γερμανούς και τους άλλους συνεργάτες τους. Δεν ανέφερε ούτε για τον Μεταξά ούτε για την Αλβανία, μη επιδιώκοντας κανένα πόστο. Εκείνο που τον ένοιαζε ήταν να προσφέρει στην πατρίδα του για μια ακόμα φορά.

Μαχητής του ΕΛΑΣ, ανθυπολοχαγός της Σχολής Αξιωματικών 2ης και 4ης Σειράς, στο στρατιωτικό αντάρτικο απολυτήριο που πήρε μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας (12/2/1945), στο πίσω μέρος ήταν γραμμένη από τη διοίκησή του η λέξη “πρωτόβουλος” τρεις φορές.

Μετά τη λήξη του Εμφυλίου σχετίστηκε με τον Καπετάν Νικηφόρο - Δημήτρη Δημητρίου και δημιούργησαν το Σύνδεσμο Εθνικής Ενότητας και αγωνίστηκαν σε όλη την Ελλάδα για την ενότητα και τη συμφιλίωση.

Ο Κωστής Ζαχαριάς υπήρξε πολυγραφότατος και εξέδωσε παραπάνω από 25 βιβλία με θεματογραφία από την Αντίσταση κυρίως και τη νεότερη ιστορία, μεταξύ των οποίων ξεχωρίζει το βιβλίο του “Ντοκουμένο”, που απαντά λέξη προς λέξη στο βιβλίο του Ευάγγελου Αβέρωφ Τοσίτσα “Φωτιά και Τσεκούρι”.


Τρίτη 24 Απριλίου 2018

Όλγα Μπενάριο-Πρέστες: Μια κομμουνίστρια ηρωίδα ανάμεσα σε δύο ηπείρους


Αφανής μορφή του διεθνούς κινήματος, οργάνωσε μια από τις πιο εντυπωσιακές αποδράσεις κομμουνιστών από τις φυλακές του Βερολίνου, συμμετείχε στην εξέγερση κατά του δικτάτορα Βάργκας στη Βραζιλία και γνώρισε συνεχείς διώξεις, με αποκορύφωμα το θάνατό της σε στρατόπεδο των ναζί.

Η Όλγα Μπενάριο γεννήθηκε ως κόρη μεσοαστικής γερμανοεβραϊκής οικογένειας στις 12 Φλεβάρη 1908. Ο πατέρας της ήταν γνωστός σοσιαλδημοκράτης δικηγόρος και η μητέρα της προερχόταν από εύπορη οικογένεια. Από μικρή έδειξε ενδιαφέρον για την πολιτική, για το λόγο αυτό ο πατέρας της της έδινε για μελέτη δικογραφίες αριστερών πελατών του που διώκονταν. Με τον μετέπειτα σύντροφό της, τον κομμουνιστή Όττο Μπράουν πήγε το 1925 από το Μόναχο στο Βερολίνο για να δουλέψει για τη Γερμανική Κομμουνιστική Νεολαία στην εργατική συνοικία Νοϊκέλν. Παράλληλα εργάστηκε ως στενογράφος στη σοβιετική εμπορική αποστολή. 

Χάρη στην παρέμβαση του πατέρα της απελευθερώθηκε όταν μαζί με τον Μπράουν συνελήφθησαν για εσχάτη προδοσία. Ο Μπράουν αντίθετα καταδικάστηκε ως κατάσκοπος και φυλακίστηκε. Τότε η Μπενάριο προχώρησε στην οργάνωση της ένοπλης απόδρασης του Μπράουν, σύμφωνα με οδηγίες του ΚΚΓ. Στις 11 Απρίλη 1928, μια ομάδα νέων κομμουνιστών, αξιοποιώντας το επισκεπτήριο της Μπενάριο, απελευθέρωσαν τον κρατούμενο, ενώ η ίδια κι ο Μπράουν προωθήθηκαν από το κόμμα σε ασφαλές έδαφος στην Τσεχοσλοβακία και μετέπειτα στην ΕΣΣΔ. Εκεί έλαβε εκτενή στρατιωτική εκπαίδευση, μαθαίνοντας μεταξύ άλλων να πιλοτάρει και να χειρίζεται αλεξίπτωτο. Λόγω συνεχών διαφωνιών χώρισε από τον Μπράουν το 1931 και πήγε σε μυστική αποστολή στο Παρίσι. Συνελήφθη κι αφέθηκε ελεύθερη, για να ξανασυλληφθεί εκ νέου από την ΜΙ5 στην Αγγλία όπου βρέθηκε.


Επιστρέφοντας στη Μόσχα γνωρίστηκε με τον Βραζιλιάνο κομμουνιστή στρατιωτικό Λουίς Κάρλος Πρέστες, που χάρη στη δράση του κατά της ολιγαρχικής κυβέρνησης Μπερνάρντες είχε λάβει το προσωνύμιο “Ιππότης της ελπίδας” και εκτός βραζιλιάνικων συνόρων. Εξόριστος στη Μόσχα, του ανατέθηκε η διορ΄γανωση εξέγερσης κατά της δικτατορίας του Ζετούλιου Βάργκας. Η Μπενάριο ορίστηκε σωματοφύλακάς του, συνοδεύοντας τον στη Βραζιλία ως δήθεν σύζυγός του, ενώ οι δυο τους πράγματι έγιναν σύντομα ζευγάρι. Η εξέγερση στις 27 Νοέμβρη 1935 κατεστάλη λόγω προδοσίας και οι δυο τους πέρασαν στην παρανομία, ενώ πολυάριθμοι σύντροφοί τους σκοτώθηκαν και χιλιάδες φυλακίστηκαν.

Τελικά οι Πρέστες και Μπενάριο συνελήφθησαν την άνοιξη του 1936 και το φθινόπωρο η εγκυμονούσα Μπενάριο εκδόθηκε από την κυβέρνηση Βάργκας στη ναζιστική Γερμανία με μια ομοεθνή συγκρατούμενή της, την Σάμπο Σαμπορόφσκι. Οι δυο γυναίκες παραδόθηκαν από τον αρχηγό της αστυνομίας του Ρίο ντε Τζανέιρο, Φιλίντο Μίλερ στο γερμανικό πλοίο Λα Κορούνια. Αυτό ερχόταν σε αντίθεση με τους νόμους της Βραζιλίας, σύμφωνα με τους οποίους δεν επιτρεπόταν η έκδοση ή απέλαση γυναικών που περίμεναν παιδί Βραζιλιάνου.Η κόρη του ζευγαριού ήρθε στον κόσμο στη γυναικεία φυλακή της οδού Μπάρνιμ στο Βερολίνο το Νοέμβρη της ίδιας χρονιάς και ως το 1938 παρέμεινε με τη γιαγιά του. Καθώς ο Πρέστες είχε αναγνωρίσει την πατρότητα του παιδιού, η Γκεστάπο παρέδωσε το παιδί στη μητέρα του Λεοκάντια Πρέστες. Η Όλγκα Μπενάριο μεταφέρθηκε το 1938 στο στρατόπεδο συγκέντωρσης του Λίχτενμπουργκ και ένα χρόνο μετά στο Ράβενσμπρικ. Η μητέρα του Πρέστες προσπάθησε να της εξασφαλίσει άδεια ταξιδιού για το Μεξικό από το Λονδίνο όπου βρισκόταν, αλλά λόγω της έναρξης του πολέμου τα έγγραφα δεν έφτασαν στον προορισμό τους κι επιστράφηκαν. Η Μπενάριο μαζί με συγκρατούμενους της από το στρατόπεδο του Ράβενσμπρυκ εκτελέστηκαν σε θάλαμο αερίων σαν σήμερα στα πλαίσια της αποστολής 14f13, ενώ η Γκεστάπο εξέδωσε πλαστό πιστοποιητικό θανάτου ισχυριζόμενη πως πέθανε από περιτονίτιδα και καρδιακή ανεπάρκεια. Θύματα του ολοκαυτώματος υπήρξαν επίσης η μητέρα και ο αδερφός της.

Η κόρη της Ανίτα Λεοκάντια Πρέστες είναι ιστορικός και ζει στη Βραζιλία. Η μνήμη της Όλγκα Μπενάριο τιμήθηκε ιδιαίτερα στη ΓΛΔ, όπου οδοί, παιδικοί σταθμοί και σχολεία έφεραν το όνομά της. Το 2004 γυρίστηκε ένα ντοκυμανταίρ αφιερωμένο στη ζωή της και την ίδια χρονιά στη Βραζιλία, όπου είναι αρκετά γνωστή, γνώρισε μεγάλη επιτυχία στις κινηματογραφικές αίθουσες το βιογραφικό δράμα “¨Ολγα”. Στη Βραζιλία υπάρχει επίσης μουσικοχορευτικό κομμάτι που φέρει το όνομά της, καθώς και ομώνυμη όπερα του συνθέτη Ζόρζε Αντούνες, που ανέβηκε το 2006 ενώ είχε γραφτεί από το 2006, καθώς για πολιτικούς λόγους καμία σκηνή δε δεχόταν να το ανεβάσει.


Πηγή: εδώ

Κυριακή 15 Απριλίου 2018

Έλλη Λαμπέτη: Μετά την εκτέλεση του Μπελογιάννη δεν θα μπορούσα να είμαι η ίδια

Η Έλλη Λαμπέτη γεννήθηκε στις 13 του Απρίλη το 1926.

«Η γέννησή της ήταν το ίδιο παράλογη όπως και ο θάνατός της. Για μια ώρα η ζωή της κρεμόταν από έναν αόρατο ιστό. Πρώτα είχε βγει ο Τάκης, ο δίδυμος αδερφός της. Ένα υγιέστατο μωρό που ζύγιζε τέσσερα κιλά, θα έγραφε η ίδια η Έλλη σ’ ένα ιδιόχειρο σημείωμά της, λίγες μέρες πριν πεθάνει, στο «Όρος Σινά» της Νέας Υόρκης. Και μετά από μιάν ώρα βγήκα εγώ. Ένα λυμφατικό πιθηκάκι! Το λυμφατικό πιθηκάκι φαινόταν αναποφάσιστο να ζήσει, σαν να ’ξερε τους αμείλικτους κανόνες του παιχνιδιού που θα ’πρεπε να παίξει στα επόμενα πενήντα εφτά χρόνια. Σχεδόν δεν ανέπνεε».(1)

«Το κορίτσι με τα μαύρα».  Ένα απ’ τα μεγαλύτερα ταλέντα που πέρασαν ποτέ από το ελληνικό θέατρο. Σε ηλικία 15 ετών απορρίπτεται παμψηφεί απ’ τη δραματική σχολή του Εθνικού και στη συνέχεια από τη σχολή της Κοτοπούλη. Ωστόσο, παρόλη την αρχική άρνηση της Κοτοπούλη να φοιτήσει στη σχολή της, τελικά τη δέχεται. Είναι η ίδια η Κοτοπούλη που την επόμενη χρονιά θα της δώσει τον πρωταγωνιστικό ρόλο στο: «Η Χάνελλε πάει στον Παράδεισο» του Χάουπτμαν.

Θα ακολουθήσουν πολλές και πολύ σημαντικές στιγμές στην καριέρα της στο θέατρο και στον κινηματογράφο.

Μοναδικές ερμηνείες όπως αυτή, στο μονόπρακτο από τον «Τρόμο και αθλιότητα του Γ Ράιχ», του Μπέρτολτ Μπρεχτ. «Γραμμένο από τον συγγραφέα στα χρόνια της εξορίας του, μεταξύ 1935 και 1936. Ανέβηκε το 1978, μαζί με άλλα πέντε μονόπρακτα, από το Θίασο Λαμπέτη. Στο έργο, μια Γερμανίδα Εβραία, η Ιουδήθ Κέιθ, γυναίκα γιατρού, αποφασίζει να εγκαταλείψει τη ναζιστική Γερμανία για να μη σταθεί εμπόδιο στην καριέρα του συζύγου της. Μέσα από ένα προσωπικό δράμα διαφαίνεται το καθεστώς του τρόμου, που έχει διαπεράσει και διαστρέψει τη ζωή, τις σχέσεις, τη συμπεριφορά και τη σκέψη των ανθρώπων. Η υποκρισία γίνεται χαρακτηριστικό γνώρισμα κάθε ανθρώπινης σχέσης, καθώς όλα μοιάζουν υποταγμένα στο κατασταλτικό κράτος και αλλοτριωμένα από τη χιτλερική ιδεολογία. Απίστευτα καυστικά τα λόγια του Μπρεχτ, μοναδική η ερμηνεία της Λαμπέτη!».

Μέσα από αφηγήσεις της, μαθαίνουμε για γεγονότα της ζωής της που είναι λιγότερο γνωστά ή που προβάλλονται λιγότερο.

Έλλη Λαμπέτη: Μετά την εκτέλεση του Μπελογιάννη δεν θα μπορούσα να είμαι η ίδια

«Ένα τραγικό γεγονός»

«Όταν ήμουν εικοσιέξι χρονών έπαθα πάρεση. Πλήρη. Ήταν τη μέρα που εκτέλεσαν τον Μπάτση και τον Μπελογιάννη. Όταν το ’μαθα, πάγωσα. Δεν ήταν λύπη, ήταν κάτι παραπάνω. Σοκ! Καταλάβαινα πως δε θ’ άντεχα, κάτι θα μου συνέβαινε. Κι ωστόσο δεν μπορούσα να διανοηθώ πόσο σχετική είναι η ύλη – το σώμα – με τον συναισθηματικό κόσμο. Σκέφτηκα αμέσως: Μετά απ’ αυτήν την τραγωδία, μετά από τόση θλίψη, δεν είναι δυνατόν να εξακολουθήσω να είμαι ίδια, κάπου θα βγω αλλαγμένη. Αλλά δεν πίστευα πως θ’ αντιδρούσε έτσι ο οργανισμός μου.

Κι όμως ως το βράδυ είχα παραλύσει. Το μισό μου πρόσωπο ήταν τελείως παράλυτο. Μου κράτησε έξι εβδομάδες. Ήμουν πολύ νέα, έκανα ηλεκτροσόκ – δεν είναι πολύ δύσκολο να περάσει η πάρεση όταν είσαι νέος, όπως επίσης είναι σπάνιο να την πάθεις σε μικρή ηλικία. Αλλά εκείνες τις έξι εβδομάδες δεν μιλούσα καθόλου. Έτρεχαν τα σάλια μου. Το στόμα μου είχε πάει εκεί… Να, κοίτα, ως τώρα δεν έχει έρθει εντελώς στη θέση του.

Ήταν ένα τραγικό γεγονός εκείνη η εκτέλεση!… Τον Μπάτση τον γνώριζα προσωπικά, ήταν φίλος του Μάριου. Το προηγούμενο Πάσχα είχαμε πάει μαζί στον Πόρο, είχε κοντά του και την κόρη του, την Ελενίτσα. Έτσι συνδεθήκαμε. Δεν ήταν βέβαια κανένας πολύ δικός μου άνθρωπος, αλλά αυτό το θέμα της εκτέλεσης δεν μπορούσα να το συλλάβω. Δεν μπορούσα να συλλάβω το «εν ψυχρώ». Σε πιάνω, σε στήνω, σε σκοτώνω… Ήταν πέρα από τις δυνατότητές μου. Είχα ζήσει ήδη τις μέρες των ανώμαλων καταστάσεων, αλλά αυτό! Άγριο πράγμα. Και οργανωμένο από το κράτος, ε;»(2)

«Αχ αν μπορούσα νάχω πολεμήσει για το δίκιο, χωρίς να γίνομαι σκλάβα του!», έγραφε η Έλλη Λαμπέτη κάποια από τις τελευταίες μέρες του Αυγούστου του 1983, στο νοσοκομείο που νοσηλευόταν στη Ν. Υόρκη, συμπυκνώνοντας μέσα σε λίγες λέξεις τα ιδανικά μιας ολόκληρης ζωής.

Λίγες μέρες μετά, στις 3 του Σεπτέμβρη χάνει την τελευταία μάχη της ζωής της…



1.Από το βιβλίο του Φρέντυ Γερμανού: «Έλλη Λαμπέτη. Βιογραφία». Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα (2006).
2.Από το βιβλίο της Φρίντας Μπιούμπι «Έλλη Λαμπέτη: Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ – Μια προσωπική αφήγηση», Εκδόσεις ΕΞΑΝΤΑΣ (1983).

Πηγή: Εδώ

Παρασκευή 6 Απριλίου 2018

Mικρές ιστορίες από το Μπούλκες - Μέρος 4ο


Στο παλάτι των βασιλιάδων

Στα τέλη του 1948, το καλλιτεχνικό συγκρότημα του Μπούλκες, με επικεφαλής το κομματικό στέλεχος Αντώνη Γιαννίδη και σκηνοθέτη τον Γιάννη Βεάκη, επισκέπτεται το Βουκουρέστι για να δώσει σειρά παραστάσεων για τα Ελληνόπουλα που βρίσκονται εκεί, μεταφερμένα από τις εμπόλεμες ζώνες του ελληνικού Εμφυλίου. Περιγράφει την επίσκεψη αυτή ο Δημήτρης Ραβανής- Ρεντής:

"Στους δρόμους της πόλης, ο κόσμος παλεύει ακόμη με τα υπολείμματα της φασιστικής δικτατορίας του Αντωνέσκου. Και παντού αφίσες και άλλα σημάδια του αγώνα: Γέφυρες κατεστραμμένες από τις μάχες, χαλάσματα από τον πόλεμο. Μαθαίνουμε και αριθμούς: Από τη στιγμή που η Ρουμανία τάχθηκε με το πλευρό των Συμμάχων στον πόλεμο είχε 700.000 νεκρούς και τραυματίες. Τον Απρίλη είμαστε στη Σινάγια, μια τοποθεσία μέσα στα Καρπάθια. Παράδεισος, με χιόνια, με ήλιο, με έλατα, με πλατάνια, γεμάτη νερά και τριαντάφυλλα. Χιλιάδες τριαντάφυλλα. Ήταν το θέρετρο των βασιλιάδων εδώ από παππού σε εγγόνι. Τρία τεράστια παλάτια περιτριγυρισμένα από βίλες για τους αυλικούς και τη φρουρά. Μια πλαγιά γεμάτη πολυτέλειες και βίλες άλλες πλουσίων που τρέχαν κι αυτοί στη Σινάγια όταν μάθαιναν πως ο άναξ απεσύρθη στα θερινά του ανάκτορα. Το "Μεγάλο Παλάτι", το μεταρρυθμίζουν σε μουσείο. Το "Μικρό Παλάτι" προορίζεται για τόπο ανάπαυσης και δημιουργίας των συγγραφέων και των καλλιτεχνών. Το παλιό παλάτι του Φερδινάνδου θα γίνει σπίτι ανάπαυσης και ξενώνας για επίσημους καλεσμένους. Οι βίλες και τα άλλα κτήρια θα μοιραστούν στα συνδικάτα για την ανάπαυση των εργατών. Σε ένα από τα πολυτελή ξενοδοχεία της περιοχής, στο "Παλλάς" που για την ώρα είναι άδειο θα μείνει ο θίασος του Μπούλκες. Κι εδώ οργασμός: Καθαρίζουν το ξενοδοχείο, το ασπρίζουν, κάνουν εσωτερικές μεταρρυθμίσεις, γιατί περιμένουν λέει τα Ελληνόπουλα. 

Το "Παλλάς" και το "Καραϊμάν", το περίφημο καζίνο της Σινάγιας μεταρρυθμίζονται για να στεγάσουν τα παιδιά μας. Οι αίθουσες της ρουλέτας, που μόνο οι κορνίζες τους από βενετσιάνικους καθρέπτες εποχής κάνουν ολόκληρη περιουσία, θα γίνει τραπεζαρία και αίθουσα ψυχαγωγίας. Φτιάχνουν και μια μικρή σκηνή. Στις πόρτες κολλάνε ταμπέλες: "Γραφείο", "Ιατρείο", "Κοινωνική λειτουργός", "Ψυχίατρος". Τα μικρότερα ξενοδοχείο ετοιμάζουν τόπους διαμονής γι το προσωπικό που συνοδεύει τα Ελληνόπουλα, Έλληνες δασκάλους, γιατρούς κτλ. Στο σταθμό, όταν φτάνει η πρώτη αποστολή, πηγαίνει να τα υποδεχτεί και το καλλιτεχνικό συγκρότημα. Είναι και ο Ερυθρός Σταυρός Ρουμανίας, επιτροπές από συλλόγους και κόσμος πολύς με λουλούδια και γλυκά.

Το τραίνο φτάνει και κατεβαίνουν παιδιά-φαντάσματα. Θυμίζουν έντονα φωτογραφίες από χιτλερικά στρατόπεδα συγκέντρωσης. Αδύνατα, κίτρινα, ζαρωμένα, ντυμένα όπως όπως με σακάκια ανδρικά και κομμάτια από τσουβάλια. Με αρβύλες που χωράνε μέσα και τα δύο τος πόδια. Σα γεροντάκια. Ο κόσμος που είναι για να τα υποδεχτεί παγώνει. Είχαν ετοιμαστεί να μιλήσουν, να γελάσουν, να παίξουν με τα παιδιά αυτά. Να τους μοιράσουν γλυκά, λουλούδια, τι να πουν τώρα;

Αναρρωτιούνται όλοι: Τα παιδιά αυτά θα γίνουν ποτέ παιδιά; Για πολύ καιρό ακόμα, όταν πάνω από τη Σινάγια περνάει αεροπλάνο, τα παιδιά πέφτουν χάμω ξάπλα ακίνητα, τρέχουν να κρυφτούν στα υπόγεια. Ύστερα από κάμποσο καιρό, όταν ξαναπεράσαμε από τη Σινάγια να δούμε πως πάνε τα παιδιά, τα βρήκαμε καλοντυμένα, ανθρώπινα, με τις ποδιές τους, τα γιακαδάκια τους, με την προσωπική τους περιουσίας, τις αλλαξιές τους, τις πετσέτες τους, τις οδοντόβουρτσές τους, τα βιβλία τους, τα παιχνίδια τους. Αγνώριστα τα παιδιά! Χαίρονται πια τις επισκέψεις. Ξέχασαν τις συμφορές τους. Η κοινωνική λειτουργός έχει άλλη γνώμη. Απαντάει θλιμμένη: Τα παιδιά έχουν σοβαρά ψυχικά τραύματα που θέλουν πολλά χρόνια και πολλή προσπάθεια για να επουλωθούν. Φέρνει ένα περιστατικό για παράδειγμα: Διαπιστώσαμε ότι καταναλώνεται μεγάλη ποσότητα ψωμιού σε σχέση με τον αριθμό των παιδιών. Η διεύθυνση υποπτεύθηκε μέχρι και την υπεξαίρεση. Ώσπου ανακαλύψαμε την αιτία: Τα παιδιά κρύβανε το ψωμί: Παίρνανε κρυφά φέτες από την τραπεζαρία και τις χώνανε μέσα στα στρώματα ή στα μαξιλάρια ή σε κουτιά που τα θάβανε στο χώμα. Όταν ρωτήσαμε ένα παιδί γιατί το έκανε αυτό, απάντησε παραξενεμένο για την ερώτηση: Για να 'χουμε κι αύριο."


To παλιό παλάτι του Φερδινάνδου στη Σινάγια.

Το παλάτι του Αντωνέσκου στη Σινάγια.





Τα σύνορα κλείνουν


Στο Μπούλκες σύντομα φθάνει το νέο για το κλείσιμο των συνόρων της Γιουγκοσλαβίας. Οι κάτοικοί του το λαμβάνουν με ανάμεικτα συναισθήματα:

"Το ίδιο βράδυ που μάθαμε για την απόφαση της Κομινφόρμ έπεσε μαύρο κλίμα στο Μπούλκες. Ξαφνικά βρεθήκαμε χωρίς βάση, χωρίς έδαφος κάτω από τα πόδια μας. Το Μπούλκες; Τι θα γίνει το Μπούλκες; Πώς θα γυρίσουμε πίσω; Περιμένουμε με αγωνία την ανακοίνωση του ΚΚΕ για την απόφαση από την "Ελεύθερη Ελλάδα". Δίνεται γραμμή από τη γραμματεία μας να μη μιλήσει κανείς έως ότου έρθει η ώρα να συζητηθεί το θέμα. 

Τώρα που θα πάμε; Τι θα κάνουμε; Είμαστε διπλά και τριπλά ξεσπιτωμένοι από το σπίτι μας. Και στο Γράμμο οι σύντροφοί μας πολεμάνε. Ζητάμε όλοι να κατεβούμε στο Βίτσι, κοντά στο Γενικό Αρχηγείο. Καταθέτει πρόταση ο Γιαννίδης. Φεύγουμε όλοι, εκτός από τον Γιάννη Βεάκη. Έχει μείνει πίσω με το παιδικό καλλιτεχνικό τμήμα του Μπούλκες. 200 παιδιά. Ο Γιάννης σαν πατέρας τους και φίλος και δάσκαλός τους. Σαν τσαμπιά κρέμονται απάνω του τα παιδιά έτσι που 'ναι νέος, μαλακός, φιλικός, ευγενικός. Ότι χρειάζεται για τα παιδιά. Κι εμείς φεύγουμε για το Βίτσι."



Μετά την ήττα


Μετά την ήττα και την υποχώρηση του ΔΣΕ, πολλοί μαχητές καταγόμενοι από την κοινότητα του Μπούλκες και μέλη του καλλιτεχνικού συγκροτήματος επιστρέφουν στο χωριό τους. 


"Γυρνάμε με την ψυχή στο στόμα στο Μπούλκες. Δεν ξέρουμε τι μας περιμένει εκεί πια. Ο δρόμος περνά μέσα από τη Γιουγκοσλαβία. Σε όλη τη διαδρομή είμαστε με τα μούτρα κολλημένα στα παράθυρα του τραίνου για να διαπιστώσουμε τι αλλαγές γίνονται εκεί. Τίποτε. Περιμένουμε να μας συλλάβουν από στιγμή σε στιγμή. Στο σταθμό κοντά στα σύνορα, περιμένουμε ένα άλλο τραίνο να μας πάει παραπέρα. Αργότερα μας ανεβάζουν σε φορτηγά, γιατί το τραίνο θα περνούσε πολλές ώρες μετά για τη Βουλγαρία. Σταματάμε σε κάθε χωριουδάκι, Σε όλη τη διαδρομή είμαστε με τη ψυχή στο στόμα. Επιβιβαζόμαστε στο τραίνο κανονικά. Κανείς δεν μπαίνει καν στο βαγόνι μας. Και στα σύνορα ούτε ένας έλεγχος. Ένας Σέρβος μας φωνάζει: "Γκρτσι Ζντράβο ντρουζιά!" (Έλληνες! Γιά σας σύντροφοι).

Μόνο στο Μπούλκες αλλαγή: Μας φέρανε πολιτοφύλακες. Η ζωή κυλά όμως ήρεμα. Αλλά μας υποχρεώνουν να έχουμε φωτογραφία του Τίτο. Μόλις βγήκε η απόφαση για το κλείσιμο των συνόρων βγάλαμε απόφαση και ξηλώσαμε τον Τίτο από παντού. Ήρθαν μετά οι πολιτοφύλακες και κάνανε έλεγχο και είπαν: Θα βάλετε τη φωτογραφία του στρατάρχη Τίτο στα γραφεία της κοινότητας. Στα σπίτια σας να κάνετε ότι θέλετε. Είχαμε φοβηθεί πως δεν θα αφήσουν κανένα πια να προσπαθήσει να επιστρέψει και στην πατρίδα.

Μας είπαν: Κάνετε ότι θέλετε. Άλλοι μένουν, άλλοι ετοιμάζονται για νέα προσφυγιά στην Τσεχοσλοβακία, τη Ρωσία και αλλού. Άλλοι επιστρέφουν κρυφά στην Ελλάδα. Κι εκεί νέες συλλήψεις και διώξεις. 


Μια τελική εκτίμηση του συγγραφέα το 1980

Στο κλείσιμο του εξαιρετικού του βιβλίου, ο Δημήτρης Ραβανής- Ρεντής γράφει:

" Έχω έναν ανώνυμο στο τηλέφωνο κάθε Κυριακή μεσημέρι. Δεν ξέρω αν είναι ο ίδιος που έστειλε επιστολή: "Γράψε για τα εγκλήματα! Γράψε για τα εγκλήματα!" Ο ανώνυμος μου προτείνει να γράψω για τους "95 που έδιωξαν στην Ελλάδα από το Μπούλκες". Με προκαλεί να γράψω για την "τρομοκρατία της ΥΤΟ", μα δεν διάβασε για την κριτική μου στο κομμάτι με τις πεντάδες; Και συνεχίζει ο ανώνυμος να μιλάει για "κόκαλα αγωνιστών", για την "προδοτική ηγεσία του ΚΚΕ" και για άλλα. 

Μια συμβουλή στον ανώνυμο: Αυτά μπορεί να τα βρει σε όλες τις φασιστοφυλλάδες μα και να τα ακούσει ακόμη και σε ομιλίες κυβερνητικών εκπροσώπων σε διάφορες τελετές, ακόμη και από ευκαιριακούς θεωρητικούς που δεν βρίσκουν τίποτε το θετικό στον αγώνα μας, μάχονται για σοσιαλισμό ξεσπαθώνοντας κατά του σοσιαλισμού και φοράνε τέτοιες παρωπίδες που δεν βλέπουν ούτε μια χώρα σοσιαλιστική γύρω τους. Ξοφλάνε με τον υπαρκτό σοσιαλισμό βάζοντάς του εισαγωγικά...

Σε εμένα έκανε λάθος.

Δεν είμαι από εκείνους που γενικεύουν. Δεν είμαι αυτούς που λένε: "Φταίει ο Παρτσαλίδης" Για μένα για κάθε μεγάλο πολιτικό λάθος δεν "φαίει ο.." Το φταίξιμο το έχει η γενική κατάσταση και η ανωριμότητα σε μιαν αναμέτρηση, όχι τόσο με τη δεξιά, όσο με τις μεγάλες αντίπαλες φασιστικές και ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Κι όταν μιλάω για φταίξιμο ηγετικών στελεχών και μίλησα, αναφέρομαι περισσότερο σε μέθοδες που χρησιμοποιήθηκαν εσωκομματικά και ήταν απαράδεκτες και πάλι όμως μίλησα με ονόματα και όχι για "ηγεσία". Αυτό ήταν το Μπούλκες με τα καλά και τα στραβά του. 






Δευτέρα 2 Απριλίου 2018

Όταν τα ντοκουμέντα "μιλούν" από μόνα τους


Έχουμε και στο παρελθόν αναφερθεί στην ιστορική ανάλυση και τη μεθοδολογία των φασιστοειδών της Χρυσής Αυγής και των λοιπών βοθροειδών μορφωμάτων του ακροδεξιού χώρου, κυρίως με αφορμή την παραχάραξη της ιστορίας που αυτοί επιχειρούν, όταν προσπαθούν να "αποδείξουν" οτιδήποτε το ιστορικό. Σαφώς, τα παραπάνω μορφώματα ουδεμία σχέση έχουν με μεθόδους ιστορικής τεκμηρίωσης, πόσο μάλλον με την επιστήμη γενικότερα, παρόλα αυτά καλό είναι να βρίσκουν πάντα μιαν απάντηση μέσα από τα ιστορικά ντοκουμέντα απέναντι στη βοθρολογία τους. 

Με αφορμή την επέτειο της εκτέλεσης του Νίκου Μπελογιάννη και των τριών συντρόφων του, φασιστοειδή του διαδικτύου κυκλοφορούν ευρέως την παρακάτω εικόνα ως "απόδειξη", ότι η εφημερίδα της ΕΔΑ "Αυγή" κατηγορούσε τον Μπελογιάννη και τους συντρόφους του για προδότες. 




Φυσικά το ψέμα έχει κοντά ποδάρια, όπως λέει ο λαός και έχει δίκιο, καθώς δεν πρόσεξαν οι εν λόγω υμνητές του Τρίτου Ράιχ, πως η συγκεκριμένη εφημερίδα δεν είναι η γνωστή "Αυγή" της ΕΔΑ. Η εφημερίδα "Αυγή", πολιτικό όργανο της ΕΔΑ και σήμερα του ΣΥΡΙΖΑ πρωτοεκδόθηκε στις 24 Αυγούστου 1952, πέντε μήνες μετά την εκτέλεση Μπελογιάννη και είχε ως πρώτο της διευθυντή τον Βασίλη Ευφραιμίδη, παλιό στέλεχος του ΚΚΕ. Όχι λοιπόν κάποιον Τάκη Δόξα και σίγουρα δεν έβγαζε φύλλα στις 21 Μαρτίου 1952...

Πρόκειται λοιπόν για μια τοπική εφημερίδα του Πύργου, που τύχαινε να έχει παρόμοιο όνομα και σαφώς κινούταν σε φιλοκυβερνητική γραμμή. 

Καμιά λοιπόν σχέση. 

Έτσι λοιπόν, είτε τα εν λόγω φασιστοειδή δεν ξέρουν ανάγνωση, είτε η φασιστική τους προπαγάνδα εξαντλείται στην απλή γελοιότητα. Όπως και να έχει το πράγμα η υπόθεση είναι για γέλια και αναδεικνύει το κατώτατο επίπεδό τους. Την επόμενη φορά ας πάρουν παράδειγμα από τον ιδεολογικό και πολιτικό τους πρόγονο Γιόζεφ Γκαίμπελς, που θεμελίωσε τις αρχές του κιτρινισμού και της μαύρης προπαγάνδας, για να κάνουν λίγο πιο διασκεδαστική και τη δική μας ιστορική αποδόμηση. 

Ευχαριστούμε τον φίλο "Ήφαιστο" για την πρώτη ενημέρωση για το γεγονός και για τη φωτογραφία.