Ο Κόκκινος Φάκελος σας εύχεται χαρούμενο, δημιουργικό και αγωνιστικό το νέο έτος και σας αφήνει για σήμερα με τα κάλαντα της ΕΠΟΝ του 1945 από το αρχείο του μπαρμπα-Δημήτρη (Τάκη)
Κυριακή 31 Δεκεμβρίου 2017
Ευχές και χρόνια πολλά
Ο Κόκκινος Φάκελος σας εύχεται χαρούμενο, δημιουργικό και αγωνιστικό το νέο έτος και σας αφήνει για σήμερα με τα κάλαντα της ΕΠΟΝ του 1945 από το αρχείο του μπαρμπα-Δημήτρη (Τάκη)
5 Ιανουαρίου 1944. Η μάχη στην Αγία Τριάδα Καλοσκοπής
Από το βιβλίο του Γεωργίου Γάτου
Η ΕΘΝΙΚΗ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ ΣΤΗ ΦΩΚΙΔΑ
ΕΑΜ – ΕΛΑΣ – ΕΠΟΝ
Τρεις μαρτυρίες
Αγία Τριάδα Καλοσκοπής: Πώς χάθηκε μια Διμοιρία του ΕΛΑΣ
Κατά τις αρχές του 1944 η στρατιωτική κατάσταση στον ελλαδικό χώρο για τα γερμανικά στρατεύματα Κατοχής γίνεται όσο πάει και πιο δύσκολη, ιδιαίτερα στο στενότερο σημείο Άμφισσα-Θερμοπύλια. Ο στρατός του ΕΛΑΣ όσο πάει και μεγαλώνει σε δύναμη: χιλιάδες νέοι πατριώτες, άνδρες και γυναίκες, πυκνώνουνε τις γραμμές του, ελέγχει απόλυτα τον ορεινό όγκο Παρνασσού-Γκιώνας – Βαρδουσίων – Οίτης – Καλλίδρομου και απειλεί άμεσα τις συγκοινωνίες του εχθρού – πράγμα που ανησυχεί τον εχθρό και ίσως και μερικούς άσπονδους φίλους.
Πρωτοχρονιά 1944. Δύναμη δύο χιλιάδων Γερμανών – ανάμεσά τους είναι και γερμανοντυμένοι Έλληνες– ξεκινάει από τη Λαμία, φτάνει στην Κάνιανη – Σκλήθρο και στις 2 Ιανουαρίου μπαίνουνε στην Κουκουβίστα (Καλοσκοπή), που βρίσκεται χτισμένη στο σημείο επαφής Γκιώνας - Οίτης. Την επομένη, τριακόσιοι περίπου Γερμανοί έρχονται μέσω του χιλιόμετρου 51 από το Δαδί (Αμφίκλεια) για ενίσχυσή τους, με σκοπό να συνεχίσουν τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις και προς Μαυρολιθάρι. Όμως, συγκρούονται με τη διλοχία του ίλαρχου Αλ. Μυλωνά και τη διλοχία του Σωτήρη Τσιτσιπή – Λοκρού και, ύστερα από μάχη, οχυρώνονται στην Καλοσκοπή.
Όπως είδαμε, οι παραπάνω διλοχίες αποτελούσαν μέρος της δύναμης του 36 Συντάγματος του ΕΛΑΣ, με διοικητή τον συνταγματάρχη Θύμιο Ζούλα, που είχε τη στρατιωτική ευθύνη της περιοχής και είχε πάρει απόφαση να δημιουργήσει κλοιό γύρω από την Καλοσκοπή, γι’ αυτό και είχε ζητήσει ενισχύσεις από το 5ο Ανεξάρτητο Τάγμα Παρνασσίδας. Η διοίκηση του 5ου Τάγματος, με έδρα την Άμφισσα, ανταποκρίνεται στο αίτημα του Ζούλα και διατάσσει τον 1ο Λόχο, που βρίσκεται στο Λιδωρίκι, να κινηθεί από Λευκαδίτι – Συκιά και να συναντήσει το Ζούλα στο χωριό Στρώμη και τον 2ο Λόχο, όπως και τον Λόχο Μηχανημάτων, από Γαλαξείδι – Κολοβάτα – Βάριανη και 51 χιλιόμετρο, να κινηθούνε προς Καλοσκοπή, δημιουργώντας έτσι, γύρω από τους Γερμανούς ένα ασφυκτικό κλοιό και αποκόπτοντας τις γραμμές ανεφοδιασμού τους.
Ο 1ος Λόχος ήτανε καμάρι του ΕΛΑΣ. Ιδρύθηκε τον Απρίλη του 1943 στην Πάνω Αγόριανη Παρνασσίδας – με διοικητή το μόνιμο υπολοχαγό πεζικού Μώκο Χαράλαμπο – Καλλία, από το Μαυρολιθάρι, πολιτικό το Γιάννη Μαλούχο – Δήμο, από το Γαρδίκι Ομιλαίων και καπετάνιο τον Π. Τζιβάρα, από το Πολύδροσο Παρνασσίδας – και ανέπτυξε περίλαμπρη δράση στο πολύ σύντομο αυτό χρονικό διάστημα:
• Τον Απρίλη του 1943 έκανε το σαμποτάζ στο σταθμό Αμφίκλειας, με αποτέλεσμα να συλληφθούν τριάντα Γερμανοί αιχμάλωτοι και να καταστραφούν δέκα ατμομηχανές και μια αμαξοστοιχία γεμάτη τρόφιμα.
• Το Μάη του 1943 διάλυσε και ξεφτέλισε ένα ιταλικό απόσπασμα από δύο χιλιάδες άντρες στην περίφημη μάχη της Παύλιανης: τριάντα αιχμάλωτοι και πενήντα νεκροί Ιταλοί.
• Τον Αύγουστο του 1943 έδωσε τη μάχη στο Χάνι Νικολούλια.
• Το Σεπτέμβρη του 1943, στη μάχη της Αράχωβας, διακόσιοι Γερμανοί δεν ξαναείδαν την πατρίδα τους, ενώ πάρθηκαν δεκαπέντε αυτοκίνητα γεμάτα εφόδια.
• Τον Οκτώβρη του 1943, στη μάχη στα Δερβενοχώρια Αττικής, εκατόν είκοσι Γερμανοί νεκροί και αιχμάλωτοι στην Πύλη. Διαλεγμένα παλικάρια, ένα και ένα, νέοι στην ηλικία από είκοσι μέχρι τριάντα χρονών, με πανελλήνια και πολυεθνική σύνθεση στη δύναμή του: ήτανε άνδρες από όλα τα μέρη της Ελλάδας, Ισραηλίτες και Σοβιετικοί, πολέμαρχοι της Αλβανίας, που κρατήσανε τα όπλα τους και δεν τα παραδώσανε για να συνεχίσουνε έναν ιδιόμορφο και σκληρό αγώνα, όπου ο στρατηγός γινότανε στρατιώτης και ο στρατιώτης στρατηγός, έναν αγώνα που ξέφευγε από τους κανόνες της συνηθισμένης στρατιωτικής τακτικής – που ήθελε ψυχή, βαθιά ψυχή.
Αλλά ας παρακολουθήσουμε την πορεία του 1ου Λόχου και το μοιραίο ραντεβού του με το θάνατο όπως μας τη δίνουνε δυο από τους διασωθέντες. Ο Μήτσος Αχλάδας - Καραβιώτης, από την Καλοσκοπή, αφηγείται: Την πρωτοχρονιά του 1944 ο λόχος μας –1ος– βρίσκεται από πολλές μέρες στο Λιδωρίκι. Το μεσημέρι της πρωτοχρονιάς τρώγαμε όλοι μαζί στο σχολείο της κωμόπολης και κάναμε το τραπέζι σε οχτώ Αμερικάνους αεροπόρους που είχανε ’ρθει να βομβαρδίσουνε στόχους στον ελληνικό χώρο – αεροδρόμιο Ελευσίνας. Σε αερομαχία οι Γερμανοί ρίξαν οχτώ υπερφρούρια, όμως τα πληρώματά τους πηδήξανε με αλεξίπτωτα. Όσοι δεν σκοτωθήκανε από τις ριπές των Μέσερσμιθ, τους μάζεψε ο ΕΛΑΣ, ύστερα από σκληρές μάχες με τους Γερμανούς, και τους προωθούσε για το Γενικό Στρατηγείο του ΕΛΑΣ. Ο πολιτικός του λόχου Δήμος τούς καλωσόρισε, μίλησε για το συμμαχικό Αγώνα και αυτοί ανταποδώσανε τις ευχές και εκφράσανε τον ενθουσιασμό τους και την έκπληξή τους για την οργανωμένη αντίσταση και για τις μεγάλες ελευθερωμένες περιοχές που βρήκανε στην Ελλάδα. Τελειώσαμε το γεύμα και με τραγούδια του Αγώνα βγήκαμε από το σχολειό, ενώ οι Αμερικανοί με συνδέσμους φύγανε για το Γενικό Στρατηγείο του ΕΛΑΣ.
Το απομεσήμερο ακούστηκε η σάλπιγγα να χτυπάει συγκέντρωση· τρέξαμε και μαζευτήκαμε όλοι. Ο Καλλίας μας μίλησε και μας είπε:
– Ετοιμαστείτε γρήγορα, φεύγουμε για την περιοχή της Κουκουβίστας.
Σε ένα τέταρτο ετοιμαστήκαμε και ξεκινήσαμε· περάσαμε το Λευκαδίτη-Συκιά και τη νύχτα φτάσαμε στη Στρώμη, όπου έμεινα – κατάλυμα – στο σπίτι του δάσκαλου Σισσούρα. Το πρωί 2 Ιανουαρίου ’44, πάλι συγκέντρωση: τραβήξαμε για τις «Βρίζες» – τοποθεσία πάνω από την Κουκουβίστα. Εκεί συναντήσαμε και το Νικηφόρο, καπετάνιο του τάγματος, που, μαζί με τον Καλλία ανεβήκανε στη Βίγλα στον Έλατο για να παρατηρήσουνε το χώρο Κουκουβίστα – Μάρμαρα. Γυρίζοντας, μας πληροφορήσανε ότι μεγάλη δύναμη Γερμανών ανέβαινε από Κάνιανη. Το τμήμα του Μυλωνά προσπάθησε να τους αναχαιτίσει, αλλά, μπροστά σε μεγαλύτερες δυνάμεις, αναγκάστηκε να υποχωρήσει, με απώλειες δυο νεκρούς. Πρέπει να αναφέρουμε ότι, όταν ο Νικηφόρος και ο Καλλίας ήτανε στη Βίγλα, οι Γερμανοί τους είδανε και τους βάλανε. Γυρίσαμε πίσω προς το Χάνι του Ζήση, όπου συναντήσαμε το Ζούλα. Μπήκανε οι στρατιωτικοί μέσα για σύσκεψη και μεις μείναμε απ’ έξω.
Και συνεχίζει ο Θανάσης Δρούκαλης – Γκούρας:
Μετά τη σύσκεψη στο Χάνι του Ζήση, ο Νικηφόρος παίρνει τη μια διμοιρία του λόχου μας για να πάει στα μετόπισθεν των Γερμανών για κάποιο σαμποτάζ, μαζί με έναν αξιωματικό από το 5/42 του Ψαρρού – πράγμα που αδυνάτιζε πάρα πολύ, το τμήμα μας. Στις 4 του μήνα, με τη μια διμοιρία και τη διοίκηση του λόχου, βρισκόμαστε στο χωριό Πυρά (Γκούρα). Στις 9 το βράδυ, πήραμε εντολή με το ξημέρωμα να βρισκόμαστε στη θέση «Βρίζες»: εκεί θα συναντιόμασταν με τη διλοχία Λοκρού - Καραλίβανου, που βρισκότανε στη Στρώμη, για να οργανώσουμε κανένα κτύπημα στους Γερμανούς και γερμανοντυμένους Έλληνες. Πραγματικά, με το ξημέρωμα, την άλλη μέρα, 5 του μήνα, παρόλο που το χιόνι έπεφτε ασταμάτητα και είχε φτάσει σε πολλά σημεία το ένα μέτρο, βρεθήκαμε στις «Βρίζες». Πρώτη μας δουλειά ήτανε να ελέγξουμε τους γύρω χώρους, αλλά δεν αντιληφθήκαμε, δυστυχώς, τίποτα. Σε λίγο, ήρθανε από τη Ντρέμισα και δυο στελέχη της Κουκουβίστας: ο Ζούγρος και ο Κόλλιας – πρόεδρος της Κοινότητας και γραμματέας του ΕΑΜ αντίστοιχα. Αλλά και αυτοί, όμως, δεν είχανε καμιά πληροφορία για τον εχθρό. Στις 10 περίπου, και χωρίς να φανεί ο Λοκρός, βλέπουμε τον Καλλία, που ήτανε προωθημένος περί τα εκατό μέτρα, να έρχεται όσο μπορούσε πιο γρήγορα και να μας λέει ότι μια γερμανική φάλαγγα με αρκετά μεταγωγικά φεύγει από την Κουκουβίστα και να κάνουμε γρήγορα να προλάβουμε να στήσουμε ενέδρα. Και, αφού έβγαλε μια εμπροσθοφυλακή από τους Αχλάδα Μήτσο – ήτανε ντόπιος και ήξερε τα μέρη –, Βασίλη Σκαρμούτσο από τους Δελφούς και το Φυλέα και την άφησε να προπορευθεί περί πενήντα μέτρα, ακολούθησε η διμοιρία, με επικεφαλής τη διοίκηση του λόχου και τη διοίκηση της διμοιρίας, που τη συγκροτούσανε η 1η Ομάδα, η 2η – που ήμουνα και γω – και η 3η Ομάδα, και που την ακολουθούσανε ο γιατρός, η νοσοκόμα Γεωργία και δεν θυμάμαι ποιοι άλλοι – ανάμεσά τους και οι δυο Κουκουβιστιανοί.
Βαδίζοντας, σχεδόν τροχάδην, σε λίγο, φτάσαμε στον τόπο που είχε στήσει ενέδρα η πλαγιοφυλακή των Γερμανών – στη θέση «Αγία Τριάδα», όπου είναι και η ομώνυμη εκκλησία. Το χιόνι στο μέρος αυτό ήτανε πενήντα με εβδομήντα πόντους. Ο εχθρός, καλά ταμπουρωμένος και καμουφλαρισμένος με λευκές μπέρτες, ανάμεσα στα ντούσκα και τα κέδρα, δεν έγινε αντιληπτός. Αφήνει την εμπροσθοφυλακή να περάσει και τον κύριο όγκο να μπει στο τρίγωνο του θανάτου. Σε λίγο απανωτές ριπές μυδραλίων γαζώνουν τους συντρόφους μας. Πέφτουνε όλοι – όχι όμως και αποτελειωμένοι: ζούνε ακόμα οι περισσότεροι· μπορούσανε να ζήσουν αν η διμοιρία που έλειπε είχε γίνει βάση υποστήριξης γι’ αυτούς που περνούσαν το γούπατο της Αγίας Τριάδας. Λάθος τραγικό – ναπολεόντειοι ελιγμοί δεν είχανε πέραση στο αντάρτικο. Οι Γερμανοί σταματήσανε για λίγο και, αφού δεν βλέπανε καμιά αντίδραση, πλησιάζουν τους τραυματίες: τους πατάνε στο στήθος και όσοι ανοίγανε τα μάτια, ήτανε δηλαδή ζωντανοί, τους εκτελούσανε.
Στο μεταξύ καταφθάνει, κάπως αργά όμως, και ο Λοκρός. Μπαίνει στη μάχη και οι Γερμανοί τα μαζεύουνε και φεύγουνε: δεν προφτάσανε να εκτελέσουνε και τον αντάρτη – καλόγηρο Μπάκα, που τελικά γλύτωσε. Γλυτώσαμε ακόμα: εγώ, ο διμοιρίτης Τρικούπης, η νοσοκόμα Γεωργία, ο Ν. Κουγιάτσος – Μπροφ, ο Αυγερινός Λάμπρος, ο Σάγιας Σπ. του Ν. – ήμασταν στην ουρά και με άλματα ξεφύγαμε. Οι Γερμανοί πήρανε αιχμάλωτο το Σκαρμούτσο. Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα ο ΕΛΑΣ έχασε 32 παλικάρια, το ένα καλύτερο από το άλλο.
Ο Χαμός των Τριάντα Τριών Παλικαριών στην Αγία Τριάδα τον Γενάρη του 1944
Είκοσι δύο σχεδόν χρόνια έχουν περάσει από τότε. Ήταν αρχές του Γενάρη 1944 και βρισκόμασταν στο Λιδωρίκι όταν ο λόχος μας (1ος Λόχος του Ανεξάρτητου Τάγματος Παρνασσίδας) πήρε διαταγή από το τάγμα μας να σπεύσει σε ενίσχυση του ΙΙ/36 Τάγματος που κατείχε μ’ έναν λόχο του τον τομέα Δύο Βουνά - Καλοσκοπή (Κουκουβίστα) – 51 χιλιόμετρο. Είχαμε μείνει μόνο 40 περίπου άνδρες, γιατί ο διοικητής του τάγματος Νικηφόρος – Μ. Δημητρίου είχε πάρει τη μεγαλύτερη δύναμη του λόχου μας και είχε κατευθυνθεί προς τον κάμπο του Δαδιού για κάποια επιχείρηση που σχεδίαζε. Οι Γερμανοφασίστες είχαν συγκεντρώσει ισχυρές δυνάμεις στα χωριά Καστέλια, Γραβιά, Αποστολιά και Σκλήθρο και απ’ εκεί εξόρμησαν προς τα πάνω. Ο λόχος του ΙΙ/36 Τάγματος ήταν απολύτως αδύνατο να κρατήσει την επίθεση τόσου όγκου εχθρικών δυνάμεων με τις λιγοστές δυνάμεις του και γι’ αυτό είχε ζητήσει βοήθεια απ’ το δικό μας τάγμα.
Όταν το τμήμα μας, από 40 άνδρες μ’ επικεφαλής τη διοίκηση του λόχου μας: στρατιωτικό το Χαράλαμπο Μώκο – Καλλία, πολιτικό το Γιάννη Μαλούχο – Δήμο και καπετάνιο τον Τζιβάρα –, έπειτα από μία συντομότατη πορεία μες στα χιόνια, έφτασε στην περιοχή που κατείχε ο λόχος του ΙΙ/36, οι Γερμανοί είχαν αρχίσει από πολλή ώρα την επίθεσή τους και οι προφυλακές των ανταρτών, έπειτα από σύντομες συγκρούσεις, είχαν συμπτυχθεί σε νέες θέσεις, προς τα ανατολικά υψώματα και αντερείσματα του Μαυρολιθαρίου. Οι Γερμανοί είχαν μπει στο χωριό Καλοσκοπή (Κουκουβίστα). Συναντήσαμε τη διοίκηση του ΙΙ/36 τάγματος και το τμήμα μας τέθηκε στη διάθεσή της και πήρε διαταγές. Περάσαμε τη νύχτα μας στο χωριό Πυρά (Γκούρα). Θα κατευθυνόμασταν το πρωί στην τοποθεσία «Βρίζες» για να συναντηθούμε με τη διοίκηση του ΙΙ/36 Τάγματος και να ενεργήσουμε σύμφωνα με τις διαταγές της.
Πραγματικά, το πρωί πήγαμε στις «Βρίζες» και περιμέναμε. Από το ΙΙ/36 Τάγμα δεν ήταν εκεί κανείς. Σε λίγο ήρθαν κάτι πολίτες και μας δώσαν την πληροφορία πώς οι Γερμανοί είναι έτοιμοι να φύγουν από την Καλοσκοπή. Είδαμε και μεις οι ίδιοι κινήσεις που έδειχναν ότι οι χιτλερικοί ετοιμάζονταν και άρχισαν ήδη να φεύγουν με τα μεταγωγικά τους έξω από το χωριό. Στο μεταξύ χιόνιζε συνέχεια. Ο λοχαγός μας Καλλίας, χωρίς να περιμένει τη διοίκηση του ΙΙ/36, διέταξε τότε να κινηθούμε αμέσως τρέχοντας να πιάσουμε την θέση «Αγία Τριάδα», ένα ανοιχτό μέρος με μικρούς λοφίσκους, κατάλληλο για ενέδρα, και να χτυπήσουμε τους Γερμανούς. Ξεκινήσαμε τροχάδην.
Μπροστά, σε αρκετή απόσταση, βάδιζαν οι τρεις ανιχνευτές που είχε βγάλει ο διοικητής.
Αυτοί μόλις έφτασαν κοντά στην «Αγία Τριάδα» φώναξαν στον λοχαγό ότι υπάρχουν εκεί πατησιές. Ο Καλλίας ρώτησε αν είναι φρέσκιες. Εκείνοι, χωρίς να πάρουν υπ’ όψιν τους ότι χιόνιζε συνέχεια και το χιόνι σκέπαζε τα πατήματα, απάντησαν όχι, ενώ οι πατημασιές ήταν φρέσκιες. Κι ο Καλλίας, αλλά κι όλοι εμείς οι άλλοι, δεν το σκεφτήκαμε. Μόλις τον διαβεβαίωσαν πως οι πατησιές δεν ήταν φρέσκιες, ο Καλλίας διέταξε να προχωρήσουμε γρήγορα. Οι ανιχνευτές πέρασαν και προχώρησαν πέρα από το ξωκλήσι. Εμείς, που ακολουθούσαμε γρήγορα, θα είχαμε φτάσει στα 10 – 15 μέτρα, όταν από τα ανατολικά μας δεχτήκαμε καταιγιστικά πυρά.
Είχαμε πέσει σε ενέδρα των Γερμανοφασιστών, που, ενεργώντας σωστά, άφησαν τους ανιχνευτές και πέρασαν για να μας ξεγελάσουν. Με τις πρώτες παρατεταμένες ριπές των Γερμανών οι περισσότεροι από το τμήμα μας έπεσαν νεκροί και τραυματισμένοι. Όσοι μείναμε άθικτοι από τα πυρά πηδήσαμε σε ένα νεροφάγωμα κι αρχίσαμε να βάζουμε κι εμείς. Δεν προλάβαμε καλά-καλά να ρίξουμε τους πρώτους πυροβολισμούς και δεχτήκαμε και από τα νώτα πυρά. Μας είχαν βάλει στη μέση. Μέσα στην κοσμοχαλασιά, άκουσα τη φωνή του πολιτικού μας, του Δήμου, που ήταν ξαπλωμένος δίπλα μου μαζί με τον Γκούρα.
– Όποιος μπορέσει μ’ οποιοδήποτε τρόπο ας φύγει. Φύγε, μου λέει, εσύ, και μεις οι δυο θα σε καλύψουμε με τα πυρά μας. Ο Γκούρας, όμως, δεν συμφωνεί.
– Εσύ, Δήμο, να βγεις από τον κλοιό και θα σε καλύψουμε μεις. Δεν πρόλαβε ο Δήμος να κάνει το δεύτερο άλμα και έπεφτε χτυπημένος στο χιόνι. Ο Γκούρας έβαλε με το στεν του μια-δυο ριπές και ορμήσαμε και οι δυο μας τροχάδην να ξεφύγουμε από τον θανατερό κλοιό. Όπως έτρεχα, μια σφαίρα τσάκισε το κοντάκι του όπλου μου. Ο Γκούρας ήρθε σχεδόν στα χέρια με τους Γερμανούς. Σκοτώνει έναν απ’ αυτούς και το σκάζει. Με το κουτσουρεμένο όπλο μου χτυπώ και τον υποστηρίζω, ώσπου χάθηκε στο δάσος προς τα δυτικά. Εγώ τράβηξα προς την αντίθετη εντελώς κατεύθυνση. Ξαφνικά βλέπω τη νοσοκόμα τη Γεωργία να κουβαλά έναν τραυματία στην πλάτη. Οι Γερμανοί την κυνηγούσαν και της έβαζαν ακατάπαυστα με ριπές με τ’ αυτόματά τους. Φαίνεται πως μερικές σφαίρες πήραν τον τραυματία και τον αποτελείωσαν, γιατί η Γεωργία τον άφησε και τράβηξε τον κατήφορο.
Τρέχοντας προς τα κάτω, έπεσα πάνω σε μεταγωγικά του εχθρού. Μας χώριζε μια απόσταση 15-20 μέτρα. Από μακριά ακούγονταν πού και πού καμιά πιστολιά. Η χαριστική βολή, σκέφτηκα. Ένα σφίξιμο στην καρδιά, μια ζάλη με κατέλαβε και ένιωσα να μου φεύγει η ζωή. Αντίο αδέρφια, που μαζί ζήσαμε τόσες δύσκολες στιγμές και περάσαμε τόσα βάσανα.
Συνήλθα, φαίνεται, γρήγορα πολύ, γιατί τίποτα δεν είχε αλλάξει λίγα μέτρα μπροστά μου. Τα δόντια μου χτυπούσαν ακατάπαυστα. Δύο χιτλεροφασίστες που στέκονταν μακρύτερα ακίνητοι και μου ’φραζαν το δρόμο ήταν αδύνατο να μου σταματήσουν την απόφαση να ζήσω. Σκόπευσα καλά και πυροβόλησα τον πρώτο. Σωριάστηκε σαν άδειο σακί χωρίς μιλιά στο χιόνι. Πριν καλά-καλά συνέλθει ο δεύτερος απ’ τ’ αναπάντεχο, είχα ρίξει βιαστικά τη δεύτερη σφαίρα. Τραυματίστηκε, γιατί άρχισε να βγάζει κάτι τρομερές φωνές πόνου και να κυλιέται στη γη. Δρασκέλησα σαν αστραπή τα μέτρα που με χώριζαν απ’ αυτούς, άρπαξα γρήγορα τη χλαίνη του πρώτου και έτρεξα προς το δάσος μ’ όλη μου τη δύναμη. Δεν θυμάμαι ακριβώς το μέρος όπου έκατσα με κομμένη την ανάσα και ξέσπασα σε κλάματα. Ούτε και σήμερα δε μπορώ να εξηγήσω γιατί. Θέτε γιατί ήμουν πολύ νέος ακόμη, θέτε γιατί βρισκόμουν κατάμονος στο στόμα του λύκου, θέτε γιατί έχανα για πάντα τους συντρόφους που μαζί τους πέρασα τόσα βάσανα και πίκρες για τη λευτεριά της πατρίδας! Σκεφθείτε ό,τι θέτε· εγώ πάντως είχα ξεσπάσει σε κλάματα.
Το μυαλό μου δεν έφευγε απ’ τους συντρόφους μου. Ένα σωρό ερωτήματα με πνίγανε. Γλύτωσε άραγε κανένας άλλος, εκτός από τον Γκούρα και τη Γεωργία; Και μόνος πού να πάω; Τι να κάνω; Και το κρύο μου τρυπούσε τα κόκαλα, καθώς το χιόνι έπεφτε συνέχεια.
Δεν ακούγονταν πλέον πυροβολισμοί. Ξεκίνησα να γυρίσω πάλι προς την «Αγία Τριάδα». Από ένα υψωματάκι είδα τους Γερμανούς να φεύγουν. Άραγε φύγαν όλοι ή μήπως…, όπως προηγούμενα;
Ξαφνικά άκουσα κάποιον να φωνάζει ελληνικά. Δίσταζα στην αρχή ν’ απαντήσω, έπειτα πήρα την απόφαση και απάντησα. Έγινε αναγνώριση. Ήταν ένας από τους ανιχνευτές. Έτσι σιγά-σιγά μαζευτήκαμε εφτά από το τμήμα: οι τρεις ανιχνευτές, η Γεωργία, ο Γκούρας, ένας ακόμη κι εγώ. Φτιάξαμε μια ομάδα και, με προφυλακτικά μέτρα, τραβήξαμε προς το σημείο της ενέδρας.
Αντικρίσαμε ένα τρομερό θέαμα. Τα παλικάρια μας βρίσκονταν ξαπλωμένα στο χιόνι, νεκρά, σε παράξενες στάσεις, όπως τους βρήκε ο θάνατος απότομα, κι είχαν παγώσει απ’ το δυνατό κρύο, με συσπασμένα τα μέλη του σώματός τους. Βρήκαμε το πτώμα του λοχαγού μας του Καλλία. Οι χιτλερικοί του είχαν αφαιρέσει τα γαλόνια, την τσάντα και τη φωτογραφική μηχανή. Σ’ όλους είχαν δώσει τη χαριστική βολή. Δεν κατορθώσαμε, παρόλο που ψάξαμε πολύ, να βρούμε τον καπετάνιο του λόχου. Βγάλαμε όλοι το συμπέρασμα ότι τον είχαν πιάσει αιχμάλωτο. Καμιά όμως από τις οργανώσεις των χωριών απ’ τα οποία πέρασα τα τμήματα των χιτλεροφασιστών δεν μας πληροφόρησαν πως σέρναν μαζί τους έστω κι έναν αιχμάλωτο. Την άνοιξη που λειώσαν τα χιόνια τον βρήκαμε και τον θάψαμε δίπλα στον ομαδικό τάφο των άλλων παλικαριών που θάψαμε εκεί, όταν, μία μέρα μετά τον χαμό τους, έφθασε ο πολιτικός του ανεξάρτητου τάγματός μας, ο αξέχαστος Διαμαντής. Ας κοιμούνται ήσυχα, γιατί εκτέλεσαν με τιμή το χρέος τους στο λαό και την πατρίδα. Η μνήμη τους θα μείνει αιώνια.
Η θλιβερή είδηση μαθεύτηκε αστραπιαία σ’ όλα τα τμήματά μας σ’ όλα τα χωριά, ακόμα και στις πολιτείες. Οι χιτλερικοί έσπευσαν να πανηγυρίσουν το γεγονός με έκτακτη ανακοίνωσή τους, που, όπως μάθαμε, μεταδόθηκε απ’ τα μεγάφωνα στη Λαμία. Ανάφεραν και τον επικεφαλής του τμήματος, τον Καλλία. Σε μένα έπεσε το καθήκον να φέρω τη θλιβερή είδηση του χαμού του πολιτικού μας Δήμου στην αρραβωνιαστικιά του, δασκάλα του χωριού Κίρρα, και στις αδελφές του Νίκου Παπανικολάου στην Ιτέα.
Ο άδικος χαμός τόσων παλικαριών δυνάμωσε το μίσος των ανταρτών και του λαού κατά των καταχτητών. Η μανία που κατείχε όλους τους αντάρτες δεν περιγράφεται, και στις μάχες που ακολούθησαν, την ίδια μέρα και την άλλη, τα τμήματά μας με πρωτοφανή ορμή τσάκισαν και κυνήγησαν ως τα Καστέλλια και τη Γραβιά τους χιτλερικούς. Πολλοί απ’ αυτούς έμειναν για πάντα μες στις ρεματιές χωρίς τάφους και λουλούδια. Η λαϊκή μούσα έπλεξε το παρακάτω τραγούδι για το χαμό των 33 παλικαριών μας στην Αγία Τριάδα στις 3 Γενάρη 1944:
Στην Κουκουβίστα βρε παιδιά επήγανε μια νύχτα,
Αχ μανούλα μας γλυκιά,
Και πέσανε στους Γερμανούς απάνω τους με λύσσα,
Άι πατρίδα μας γλυκιά.
Με δυό ριπές σκοτώθηκαν τριάντα παλληκάρια,
Αχ μανούλα μας γλυκιά,
Καλλίας ήταν λοχαγός και καπετάν Τζιβάρας,
Άι πατρίδα μας γλυκιά,
Ο Δήμος ο πολιτικός, όλοι τους ένας κι ένας,
Αχ μανούλα μας γλυκιά.
Ήταν στη μάχη γίγαντες, παιδιά αντρειωμένα,
Άι πατρίδα μας γλυκιά.
Έπεσαν για τη λευτεριά, για τη γλυκιά πατρίδα,
Άι πατρίδα μας γλυκιά.
Τους κλαίνε όλα τα χωριά,
Αχ μανούλα μας γλυκιά,
και η γλυκιά πατρίδα,
Άι πατρίδα μας γλυκιά.
Ενέδρα στην Αγία Τριάδα Καλοσκοπής
Από το Παλιοξάρι –το χωριό του– στο «ελεύθερο» Λιδωρίκι –στο τάγμα του–, μετά,στην «ανταρτοκρατούμενη» Άμφισσα, και στη συνέχεια «λημέρι» στα Κρώρα και στο Κοκκίνι, στις μεγάλες μάχες στα Δερβενοχώρια: το πρώτο μέρος της ζωντανής και ιδιαίτερα ενδιαφέρουσας αφήγησης του παπα-«αντάρτη-καλόγερου», όπως τον ονοματίζει ο Μιλτιάδης Παπαθανασίου - Χουαρέζ, Κώστα Μπάκα, αντάρτη στο 5ο Ανεξάρτητο Τάγμα Παρνασσίδας. Και από τα Δερβενοχώρια και πάλι στην Άμφισσα:
Φύγαμε και μετά τρεις μέρες φτάσαμε στην Άμφισσα. Ξεκουραστήκαμε εκεί αρκετά. Τα Χριστούγεννα μαθαίνουμε στο Λιδωρίκι ότι οι Γερμανοί θα κάνουνε εκκαθαριστικές επιχειρήσεις. Αρχίζει η πορεία με κατεύθυνση τη Γκιώνα – σε υψόμετρο 2.512 μέτρα...
Πιάσαμε την Καλοσκοπή. Εκεί μαζεύτηκε όλη η δύναμη του ΕΛΑΣ της περιφέρειας: άλλοι από Άμφισσα, άλλοι από Καστέλλια, όλα τα γύρω υψώματα. Αρχίζει η μάχη από το 51 - Γραβιά - Άνω και Κάτω Κάνιανη μέχρι την Καλοσκοπή. Η μάχη κράτησε πέντε μέρες, από την πρώτη μέχρι στις 5 του Γενάρη 1944. Το χιόνι πυκνό· μέρα-νύχτα χιόνιζε. Στις 4 του Γενάρη, η μάχη σταμάτησε· το βράδυ τραβηχτήκαμε στα υψώματα να μην μας κουκουλώσει το χιόνι. Στο ύψωμα πάνω από την Καλοσκοπή, το χιόνι ήταν περίπου είκοσι με τριάντα εκατοστά, στη δε περιοχή της Αγίας Τριάδας ξεπερνούσε το ένα μέτρο και στις χαράδρες περισσότερο από δυο μέτρα. Ξενυχτήσαμε απάνω στα έλατα. Έτσι δεν υπήρχε φόβος να μας πάρει ο ύπνος και ούτε να μας σκεπάσει το χιόνι. Το πρωί ήταν ησυχία: σταμάτησε να ρίχνει χιόνι, μόνο φυσούσε. Έγινε συνεδρίαση και αποφασίστηκε: εγώ και ο πολιτικός Δήμος να μπούμε εμπροσθοφυλακή του 2/39 Συντάγματος του Ζούλα. Έτσι και έγινε: πήραμε σαράντα παλικάρια, μαζί και γω –ο παπάς, ο Κώστας Μπάκας– και, πριν ξεκινήσουμε, βγάλαμε τρεις ανιχνευτές μπροστά και στα πλάγια, τρεις δεξιά και τρεις αριστερά. Στόχος τα Μάρμαρα και κατεύθυνση Άνω και Κάτω Αγόριανη – προς τη Γραβιά. Η απόσταση από το ύψωμα μέχρι τα Μάρμαρα δεν ξεπερνούσε τα πεντακόσια μέτρα. Περνά η εμπροσθοφυλακή με κόπο κόβοντας το χιόνι· έκανε να φτάσει μία ώρα. Εμείς τους παρακολουθούσαμε.
Ο Χαράλαμπος Μώκος - Καλλίας με τα κιάλια ελέγχει όλη την περιοχή και την πορεία των ανταρτών που φτάνανε στα Μάρμαρα. Στέλνουμε αμέσως τις δύο πλαγιοφυλακές: οι τρεις της αριστερής πλαγιοφυλακής δεν φτάσανε ποτέ στον προορισμό τους, γιατί πέσανε σε χαράδρα: οι δύο πεθάνανε και τους βρήκανε το καλοκαίρι που λειώσανε τα χιόνια – τον τρίτοτον γλύτωσε η Γεωργία η νοσοκόμα. Η φάλαγγα των τριάντα ενός αντρών σε τριάδες: κατηφορίσαμε και πιάσαμε το εκκλησάκι Αγία Τριάδα – οι τελευταίοι και εμείς μπροστά σε απόσταση είκοσι μέτρων. Φτάνοντας μετά το ρεματάκι, δεχτήκαμε τα πρώτα πυρά χιαστί: δύο πολυβόλα μπροστά μας χτυπούσανε τους τελευταίους και άλλα δύο πιο πίσω τους πρώτους.
Στην πρώτη σειρά εγώ – ο μόνος που διασώθηκε –, δεξιά μου ο διοικητής του λόχου Καλλίας και αριστερά μου ο Δήμος – πολιτικός του λόχου. Μας θερίσανε. Από το βράδυ είχαν σταθεί εκεί με άσπρες κουκούλες που φαινόντουσαν σαν χιονισμένα δένδρα. Μόλις πέσαμε κάτω, χτυπημένοι όλοι στα πόδια, σκεφτόμασταν: από πού μας ήρθε; – γιατί ανθρώπους δεν βλέπαμε. Ο Καλλίας κάνει πίσω με το πιστόλι στο χέρι, τα πυρά συνεχίζουν και εγώ κυλιέμαι πάνω-κάτω στο χιόνι για να βουλιάξω. Νόμιζα ότι, αν χαμήλωνα λίγο, θα γλύτωνα. Μου ’ρχεται πισώπλατα μια ριπή και μου αχρηστεύει το αριστερό μου χέρι: η σφαίρα καρφώθηκε από την πλάτη και βγήκε από την κεφαλή του βραχίονα, τινάζοντας έτσι όλο το αριστερό μου χέρι. Έφαγα δεκαεφτά σφαίρες. Αμέσως οι Γερμανοί με τις άσπρες κουκούλες και μπλούζες αρχίσανε να δίνουν τη χαριστική βολή σε όλους τους τραυματίες. Ήρθε και η σειρά μου: παπάς με ράσα… Μόλις με βλέπει ο αξιωματικός που έδινε τη διαταγή για την χαριστική, με αναγνώρισε από την μάχη στην Αράχωβα, που του χάρισα τη ζωή. Το πιστόλι που φορούσα πάνω μου ήτανε δικό τους και όλα μαζί τα εξαρτήματα και η ζώνη με τον αγκυλωτό σταυρό. Με την ψυχή στο στόμα, τον ρωτάω όπως με είχε ρωτήσει και αυτός στην Αράχωβα:
– Καπούτ;.
Μου απαντάει: – Νιξ καπούτ…
Και φωνάζει τον γιατρό τους.
– Ντόκτορ, κομ, για, κομ – κομ.
Ήρθε ο γιατρός, με γδύνει όπως με γέννησε η μάνα μου και μου έκανε εντριβή με το χιόνι: άρχισα λίγο-λίγο να χάνω τις αισθήσεις μου και το φως μου. Το αίμα έφευγε από δεκαεπτά τρύπες του σώματός μου. Μου έδωσε τις πρώτες βοήθειες επιδένοντας τις πληγές. Με τυλίξανε με κουβέρτες που είχανε μαζέψει από τους συναγωνιστές μου και με μεταφέρανε στο εκκλησάκι της Αγίας Τριάδας ώσπου να τελειώσει η μάχη και ύστερα θα με πηγαίνανε στο Νοσοκομείο στη Λαμία. Όμως, δεν άργησε να καταφθάσει η δύναμη του ΕΛΑΣ και πρώτοι οι επονίτες. Το λόγο είχε ο διμοιρίτης Θεοφάνης Ανδριόπουλος του Δημητρίου και της Μαργαρίτας – ήταν αδελφή της μάνας μου. Είχανε δει το χιόνι κόκκινο και είχε σπάσει η καρδιά τους. Ακούω ένα κλαρίνο να δίνει το σύνθημα «Προχωρείτε, προχωρείτε!!» Το κλαρίνο αυτό εν ώρα μάχης το είχαμε σαν σάλπιγγα και όταν τελείωνε η μάχη χορεύαμε και τραγουδούσαμε με αυτό. Αυτή τη φορά χτύπαγε λυπητερά.
Αρχίζει η μάχη κατά μέτωπο: πρώτοι οι επονίτες και ύστερα το 2/39 Σύνταγμα του Ζούλα. Όταν φτάσανε στο εκκλησάκι, ακούω να λένε:
– Ρίχτε στην εκκλησία· θα έχει Γερμανούς. Βάζω τις φωνές εγώ από μέσα και τους λέω το όνομά μου.
Πρώτος μπήκε μέσα ο ξάδελφός μου και, μόλις με είδε σε αυτά τα χάλια, άρχισε να κλαίει απαρηγόρητα:
– Ξαδελφούλη μου, σε φάγανε τα σκυλιά. Εκδίκηση!! φωνάζει και ρίχνεται στη μάχη με λύσσα και κατεβάζουνε τους Γερμανούς μέχρι το Χάνι της Γραβιάς. Εμένα με πήρανε: μπροστά πηγαίνουν τον Καλλία να τον θάψουνε στο χωριό του το Μαυρολιθάρι και μένα στο σπίτι του παπά. Ήρθε ο γιατρός, με περιποιήθηκε και την άλλη μέρα το πρωί με πήγανε στο Μαυρολιθάρι. Έμεινα μία μέρα και από εκεί στην Καστριώτισσα. Εκεί έμεινα πολύ καιρό – γιατί μέσα στην πρώτη εβδομάδα έπαθα αιμορραγία, από την ταλαιπωρία των μακρινών αποστάσεων, και έχασα τις αισθήσεις μου και ήμουνα στα τελευταία μου. Έτσι, με πήγανε στο Νοσοκομείο που ήταν γεμάτο από τραυματίες – το σχολείο το είχανε κάνει Νοσοκομείο. Ο χειμώνας βαρύς και το χιόνι πυκνό, τρόφιμα δεν είχαμε και εγώ χειροτέρευα, και για να μην πεθάνω στον θάλαμο με πήρανε δίπλα στην εκκλησία· με βάλανε σε ένα κρεβάτι εκστρατείας, μου ανάψανε το καντηλάκι και περιμένανε την ώρα να πεθάνω. Το μαύρο χαμπέρι έφτασε στην Οργάνωση και στο χωριό μου: «Ο λόχος του Καλλία χαλάστηκε όλος και μαζί και ο παπάς…» Άλλοι χαρήκανε και άλλοι λυπηθήκανε. Αυτή τη μέρα η γυναίκα μου είχε γεννήσει τη δεύτερη κόρη μου την Αρετή.
Ο πατέρας μου, μόλις έμαθε το λυπητερό μαντάτο, πήγε στην Οργάνωση να πάρει είδηση. Εκεί του είπανε:
– Μπάρμπα-Γιάννη μόλις πήραμε τηλέφωνο από την Καστριώτισσα ότι ο γιος σου ζει και είναι στο Νοσοκομείο. Μακριά δύο μέρες με τα πόδια, από Οργάνωση σε Οργάνωση και από χωριό σε χωριό, έρχεται και με βρίσκει. Εγώ, στο μεταξύ, άρχισα να συνέρχομαι από την προηγούμενη μέρα, χωρίς όμως και να γνωρίζω. Ένας γιατρός ονόματι Αντώνης Πολυκράτης μου έδωσε δύο σύριγγες
από το αίμα του. Ο πατέρας μου μιλάει-κλαίει, αλλά εγώ δεν καταλαβαίνω τίποτα.
Έμεινα εκεί ένα μήνα περίπου. Σε μία βδομάδα συνήλθα και άρχισα να γνωρίζω. Μετά από ένα μήνα, ήρθε και ο Άρης Βελουχιώτης να με δει και να μάθει για τη μάχη. Του τα διηγήθηκα, μου ευχήθηκε περαστικά και έφυγε. Μετά δύο μήνες, τρεις βαριά τραυματισμένους μάς μετέφεραν στο Καρπενήσι, στο Μικρό Χωριό, και από εκεί στο Μεγάλο Χωριό· έμεινα αρκετούς μήνες. Τον Ιούνιο οι Γερμανοί δίνανε την τελευταία τους ελπίδα: εκκαθαριστικές επιχειρήσεις – χτένισμα βουνά και χωριά, για να σβήσουνε τη φωτιά που άναψε στον κόρφο τους (φωτ. 36). Διαταγή να διαλυθεί το Νοσοκομείο και οι τραυματίες να μεταφερθούν στα βουνά: εκεί ήταν ο καθηγητής Κόκκαλης· είχε αναλάβει την Οργάνωση σε κάθε χωριό που αφήνανε οι Γερμανοί και μπαίναμε εμείς και ούτω καθεξής μέχρι τον Πλάτανο της Ναυπακτίας. Εκεί βρισκότανε η ΧΙΙΙ Μεραρχία του ΕΛΑΣ, που είχε έδρα το Καρπενήσι. Σιγά – σιγά, εγώ και οι άλλοι δύο με κίνδυνο της ζωής μας περάσαμε τη γέφυρα του Μόρνου και από εκεί στην περιοχή μου από την Αιτωλοακαρνανία, όπου η Οργάνωση μας παρέδωσε στο Καστράκι και από εκεί στο Ευπάλιο. Δεν μπορώ να περιγράψω την υποδοχή που μας κάνανε εκεί – λες και είμαστε οι αρχηγοί του κινήματος... Από το Ευπάλιο στο χωριό μου είναι τέσσερα χιλιόμετρα. Φτάσαμε επιτέλους και ξεπεζέψαμε και μείναμε εκεί μέχρι τον Οκτώβρη.
Τον Αύγουστο του 1944 έγινε η πρώτη προσπάθεια των Γερμανών να ανέβουνε στο Κλήμα· τους αντιμετώπισε ο εφεδρικός ΕΛΑΣ. Η δεύτερη επιδρομή έγινε στις 19 Αυγούστου. Σαν παλιός και μόνιμος αντάρτης του ΕΛΑΣ, ανέλαβα τη διοίκηση του Εφεδρικού ΕΛΑΣ: τακτοποίησα φυλάκια και έβαλα το χωριό μου, στην περιοχή Τραμπάλα. Έβαλα φυλάκια ακόμα σε Κουκορομάχη, Άγιο Αθανάσιο, σε όλη την κορυφογραμμή από Σκλαβόλακκα ταμπούρια, στα δέντρα Κούκουρα-Κούκουρα ράχη. Ο σύνδεσμος με ειδοποιεί πως οι Γερμανοί ανηφορίζουνε προς Μπασταίους, με κατεύθυνση από εκεί προς Κλήμα Κοκκυέος. Εκκαθαριστικές επιχειρήσεις των Γερμανών εναντίον μας – γι’ αυτό και βρήκανε την ευκαιρία οι εθνοπροδότες να ρημάξουν τον τόπο. Δώδεκα η ώρα το μεσημέρι, βλέπω από το παρατηρητήριό μου μαύρο καπνό να βγαίνει από το χωριό και σε λίγο μαθαίνω πως οι γερμανοτσολιάδες βάλανε φωτιά στο χωριό – στο σπίτι του Νίκου Ηλιόπουλου – «Βέτα». Αρχηγός της ληστοσυμμορίας ήταν ο αρχικακούργος και αιμοχαρής Γιώργος Τσώνος – από την Αράχωβα των Πατρών.
Εγώ έστρεψα τα νώτα μου προς το νοτιοανατολικό τμήμα, γιατί από εκεί υπολόγιζα πως θα ερχόντουσαν, και βρισκόμουνα σε αναμονή με το δάκτυλο στην σκανδάλη. Στρατιωτικό στο τμήμα έβαλα τον ενωμοτάρχη Βασίλη Λιάτσο, αλλά μόλις βλέπει τον καπνό και μαθαίνει ότι κάψανε το σπίτι του «Βέτα» το ’σκασε: πήρε τον κατήφορο, πέρασε τον Μύλο του Σταμάτη, τα Καλογερικά, και έφθασε στο Ευπάλιο. Συναντήθηκε με τον συνεργάτη του Παπαϊωάννου, ταγματασφαλίτη από το Ευπάλιο: ήταν αξιωματικός, προστάτης των Γερμανών. Οι Γερμανοί είχανε μείνει στο Ευπάλιο και στο Μοναστηράκι. Την επιδρομή την κάνανε οι «Ράλληδες», που η στολή τους ήταν γερμανική και δεν μπορούσες από μακριά να διακρίνεις ποιοι ήτανε. Τα τμήματα του Εφεδρικού ΕΛΑΣ συγκεντρωθήκανε σε Κάμπο, Γκουμαίους, Καρδάρα, Κλήμα, Ευπάλιο, Μοναστηράκι, Τρίκορφο, Καστράκι, Χασάναγα, Μαλάματα, Μανάγουλη, για να καταλήξουν στη Ναύπακτο. Από εκεί το χωριό μου ήτανε απόσταση οκτώ χιλιομέτρων. Το θέαμα ήτανε γλέντι: έβλεπες τις σφαίρες να πηγαινοέρχονται – ειδικά τη νύχτα, έφεγγε ο τόπος από τη λάμψη. Σχεδόν είχαμε απελευθερωθεί στο τέλος Αυγούστου.
Στις 10 του Οκτώβρη μπήκα στο Λαϊκό Νοσοκομείο Αθηνών: είχα προβλήματα με τα τραύματά μου. Στις 12 του Οκτώβρη έγινε η απελευθέρωση της Αθήνας: όσοι μπορούσαμε, ανεβήκαμε στην ταράτσα και βλέπαμε την παρέλαση και το γλέντι· άλλοι γελούσαμε και άλλοι κλαίγαμε, από χαρά και συγκίνηση…
Πέσανε στην Αγία Τριάδα Καλοσκοπής τις 5 Ιανουαρίου 1944:
1. Μώκος Χαράλαμπος - Καλλίας: μόνιμος ανθυπολοχαγός, διοικητής του 1ου Λόχου του 5ου Ανεξάρτητου Τάγματος του ΕΛΑΣ
2. Μαλούχος Γιάννης - Δήμος: πολιτικός καθοδηγητής του λόχου – από το Γαρδίκι Ομιλαίων
3. Τζιβάρας Παναγιώτης: καπετάνιος του λόχου – από το Πολύδροσο (Σουβάλα)
4. Κόλλιας Νίκος: γραμματέας ΕΑΜ Καλοσκοπής (Κουκουβίστας)
5. Ζούγρος Παναγιώτης: πρόεδρος Καλοσκοπής.
6. Κατρονίδης Βασίλης: διμοιρίτης έφ. ανθυπολοχαγός – από την Κοκκινιά.
7. Μητράνης Ροβέρτος - Ιπποκράτης: γιατρός του λόχου – Ισραηλίτης.
8. Αναστασόπουλος Κώστας – από το Κλήμα Δωρίδας.
9. Τσάμης Χρήστος – από το Κλήμα Δωρίδας.
10. Παπαγεωργίου Ηλίας – από την Ιτέα.
11. Μιχαλόπουλος Μιχάλης - Καλλίμαχος – από την Κέρκυρα.
12. Ζυμαγκάρι Αλεξέι – από τη Σοβιετική Ένωση.
13. Βυθούλκας Ντάνος – από την Αθήνα.
14. Μιχαήλοβιτς Ιβάν – από τη Σοβιετική Ένωση.
15. Παπαδόπουλος Νίκος – από το Αγρίνιο.
16. Κατσίκας Παναγιώτης – από το Παλαιοξάρι Δωρίδας.
17. Γιαγκής Χαράλαμπος - Μπάμπης, από τα Πέντε Όρια.
18. Παπαστάμος Ηλίας - Μπουκουβάλας – από το Γαρδίκι Ομιλαίων.
19. Καραμουσαντάς Κίμωνας - Κακαλίδης – από τη Λιβαδειά.
20. Τσαμούρης Βαγγέλης – από την Εύβοια.
21. Καρβούνης Γιάννης - Διστομίτης – από το Δίστομο.
22. Νησιώτης Μιχαήλ – από την Κω (ψευδώνυμο) [Μιχάλης Κουτλάκης από την Κάσο]
23. Σταματόπουλος Δημήτριος – από την Αθήνα.
24. Οικονομάκος Αλέκος – από το Γύθειο.
25. Βενιαμίν – Ισραηλίτης.
26. Κοέν Δαβίδ – Ισραηλίτης.
27. Κάβουρας Τάσος – από την Άμφισσα.
28. Κατσαντώνης Σπύρος – από την Κόνιτσα (ψευδώνυμο).
29. Μαστρακάκης Ηλίας – από την Καβάλα.
30. Σταυρόπουλος Θανάσης – από τη Βοιωτία.
31. Κασούτσας Παιδάκος – από τη Σεγδίτσα.
32. Καλιμάνης Γεώργιος – Όλυμπος, από το Πολύδροσο (Σουβάλα)
33. Τσολάνας Βαγγέλης – από την Καλοσκοπή
Ταφήκανε όλοι σε ομαδικό τάφο στην Αγία Τριάδα Καλοσκοπής – εκτός από τον αξέχαστο Καλλία που τάφηκε στην ιδιαίτερή του πατρίδα, το Μαυρολιθάρι.
Πηγή: εδώ
Σάββατο 30 Δεκεμβρίου 2017
Δωρεά στο αρχείο του ΚΚΕ
Με την ευκαιρία των εορτών, ο Κόκκινος Φάκελος αποφάσισε να δωρίσει στο αρχείο του ΚΚΕ, την πρωτότυπη έκδοση του λογοτεχνικού βιβλίου Δεν θα πεθάνουμε, του κομμουνιστή λογοτέχνη και δημοσιογράφου Θέμου Κορνάρου. Πρόκειται για έκδοση του 1943.
Αποφασίσαμε αυτή τη δωρεά καθώς το ΚΚΕ είναι σήμερα το μοναδικό κόμμα που υπερασπίζεται τα συμφέροντα της εργατικής τάξης και των συμμάχων στρωμάτων της και διατηρεί τον επαναστατικό, μαρξιστικό-λενινιστικό του χαρακτήρα. Αποφασίσαμε επίσης αυτή τη δωρεά καθώς θεωρούμε ότι τα ιστορικά ντοκουμέντα του λαού πρέπει να επιστρέφουν στο λαό, του οποίου τα ταξικά συμφέροντα εκφράζει μονάχα το ΚΚΕ.
Σας κοινοποιούμε αυτή μας τη δωρεά ως προτροπή σε φίλους και φίλες να στηρίξουμε όλοι μαζί το αρχείο του ΚΚΕ, με αυθεντικά ή ανατυπωμένα ντοκουμέντα, φωτογραφίες και υλικά της εποχής, ώστε οι πρωταγωνιστές της ιστορίας της Εθνικής Αντίστασης και της κορύφωσης της ταξικής πάλης να επιστρέψουν στον ιδεολογικό τους χώρο. Το αρχείο του ΚΚΕ ήταν και είναι ανοιχτό σε νέους ερευνητές, επιστήμονες και γενικά σε κάθε ενδιαφερόμενο.
Απέναντι στην παραχάραξη της Ιστορίας, απέναντι στο ιδεολογικοπολιτικό της στρέβλωμα, απαντάμε στηρίζοντας την ιστορική αλήθεια και το αρχείο του κόμματος που την εκφράζει.
Παρασκευή 29 Δεκεμβρίου 2017
Aπό το 1ο Πανθεσσαλικό Συνέδριο της ΕΠΟΝ
Στις 26 Ιουλίου 1943, εν τω μέσω της τριπλής κατοχής, στην τοποθεσία Καστανιά δίπλα στο μοναστήρι της Κορώνας, η ΕΠΟΝ Θεσσαλίας, των χιλιάδων μελών οργάνωνε το 1ο Πανθεσσαλικό Συνέδριο ΕΠΟΝ.
Η συμμετοχή των νεολαίων υπήρξε τεράστια και πάνω από 4.000 αγόρια και κορίτσια έσπευσαν να το παρακολουθήσουν, ως αντιπρόσωποι των ΕΑΜικών οργανώσεων της Θεσσαλίας. Στο συνέδριο παραβρέθηκε και ο φωτογράφος Δημήτρης Τσούτσος από την Καρδίτσα, ο οποίος απαθανάτισε σκηνές από την έναρξη του συνεδρίου, το οποίο προλόγισε ο Κώστας Καραγιώργης με τα εξής λόγια:
"Μόλις σας είδα το πρωί, και μόλις σας αντίκρισα έτσι αμφιθεατρικά, συγκεντρωμένους με τις κιθάρες και τα όπλα και με λαμπερά μάτια, θυμήθηκα ένα παλιό ισπανικό τραγούδι. Το τραγουδούσαν οι Ισπανοί αντάρτες, εδώ και εκατό τόσα χρόνια, όταν πολεμούσαν εναντίον των Γάλλων καταχτητών. Το τραγούδι έλεγε:
Παλεύω και τραγουδάω. Άμα χρειαστεί πιάνω το όπλο. Άμα λάχει ξέρω να πεθαίνω. Άμα δεν πεθάνω, πάλι τραγουδάω. Παλεύω και τραγουδάω. Η ζωή είναι δικιά μου. Η λευτεριά δικιά μου."
Ο πρόεδρος της ΠΕΕΑ Αλέξανδρος Σβώλος έγραψε για το 1ο Πανθεσσαλικό Συνέδριο:
"… Σας είδα, ηρωικά αγόρια και κορίτσια, σας είδα μια πυρωμένη μέρα, τον Ιούλιο του ΄43, να τρέχετε ξέφρενα σ’ ένα καλπασμό προς το θάνατο, για να προφτάσετε την επίθεση των γερμανοϊταλικών τανκς, μήπως και τελειώσει το πανηγύρι του αίματος πριν εμπείτε σεις."
Ο Κόκκινος Φάκελος παρουσιάζει τις φωτογραφίες του 1ου Πανθεσσαλικού Συνεδρίου που σήμερα βρίσκονται στο αρχείο του Νίκου Χριστοφίλη, όπως τις επιμελήθηκε η πολιτιστική εταιρεία "Φωτογραφίζοντας" και ο καλός φίλος Μανώλης Κασιμάτης.
Πίσω από τους καθήμενους στην πρώτη σειρά Σαράφη και Βελουχιώτη εικονίζονται οι αντιπρόσωποι της Σερβίας Τέμπο και Αλβανίας Τζότζα. Δεύτερος από δεξιά στην πρώτη γραμμή (με τον μπερέ) ο Έντι Μάγιερς. Δίπλα από το Βελουχιώτη (με το καπέλο στα γόνατα) ο διοικητής του στρατηγείου του ΕΛΑΣ Μήτσος Φλούλης. Ακριβώς πίσω από τη Μαρία Καραγιώργη βρίσκεται ο Αλέξανδρος Σβώλος.
Τετάρτη 27 Δεκεμβρίου 2017
Εχθροί και σύντροφοι
Αναλύοντας τις φωτογραφίες των Δεκεμβριανών
Πιο γνωστός ίσως φωτογράφος των συγκρούσεων του Δεκεμβρίου του 1944, υπήρξε ο Αμερικανός Dmitri Kessel που συνόδευε τη συμμαχική αποστολή ως πολεμικός ανταποκριτής του περιοδικού Life. Ο Kessel αποτύπωσε σκηνές των συγκρούσεων, κυρίως από την πλευρά των Βρετανών, αλλά και στιγμές της καθημερινής ζωής στην Αθήνα των Δεκεμβριανών.
Μαρτυρίες και δεκάδες αυτοβιογραφικά βιβλία αναφέρουν για τα Δεκεμβριανά, πως οι Βρετανικές δυνάμεις μαζί με τη Χωροφυλακή, οργάνωσαν τους άνδρες των διαλυμένων Ταγμάτων Ασφαλείας, τους εξόπλισαν με ιματισμό και όπλα και τους ενέταξαν στις γραμμές τους αδιακρίτως, κατά του ΕΛΑΣ της Αθήνας. Από την άλλη μεριά, σοβαρό πρόβλημα με τις φωτογραφίες του Kessel αποτελεί το γεγονός ότι πολλές φορές οι εικονιζόμενοι δεν είναι εύκολο να διαπιστωθεί το σε ποια παράταξη ανήκουν, λόγω του εξοπλισμού τους και της ανομοιομορφίας των όπλων και των στολών τους.
Σαφώς ένα ανάλογο πρόβλημα θα αντιμετώπιζαν και οι δύο αντίπαλες δυνάμεις κατά τη διάρκεια των συγκρούσεων κι έτσι εύλογο ερώτημα αποτελεί το πώς αναγνώριζαν τους εχθρούς από τους συντρόφους.
Κατά τα λεγόμενα αυτοπτών μαρτύρων και με τη συνδρομή φωτογράφων και ιστορικών, θα προσπαθήσουμε στο άρθρο αυτό να σκιαγραφήσουμε την πτυχή αυτή των συγκρούσεων του Δεκέμβρη.
Ένα πρώτο στοιχείο προκύπτει από την χρήση του πολεμικού εξοπλισμού των αντίπαλων παρατάξεων, με πιο εύκολη την τεκμηρίωση των Βρετανών κομάντο που πολέμησαν στην Αθήνα. Στον εξοπλισμό τους, συμπεριλαμβάνεται η τυπική στολή των αερομεταφερόμενων μονάδων του Βρετανικού στρατού, με κόκκινο ή χακί μπερέ ή κράνος με εξωτερικό "ντύσιμο" από δίχτυ.
Οι βρετανικές στολές είχαν ραμμένο στον ώμο το σύμβολο του αλεξίπτωτου με τα φτερά για τις αερομεταφερόμενες μονάδες, συνοδευόμενο από την ένδειξη "Airborne" ή "Parachute regiment"
Χαρακτηριστικές τέτοιες φωτογραφίες των Δεκεμβριανών είναι όσες τραβήχτηκαν κατά την από αέρος κατάληψη του Παρθενώνα από τους Βρετανούς κομάντο ή ακόμα ορισμένες φωτογραφίες του Kessel από τις επιχειρήσεις τους μέσα στην πόλη.
Από την άλλη μεριά, οι δυνάμεις της Χωροφυλακής έφεραν το γνωστό χιτώνιο σε χακί απόχρωση με πηλήκιο ή κράνος τύπου Μ34 ή Μ39. Λέγεται πως οι στρατιώτες των Ταγμάτων Ασφαλείας χρησιμοποιούσαν μεν τα ίδια κράνη, έφεραν όμως στη στολή τους ένα λευκό σιρίτι ή κορδόνι στο ύψος του μπράτσου. Ορισμένες φωτογραφίες από τις συγκρούσεις των Δεκεμβριανών φαίνεται πως επιβεβαιώνουν τον παραπάνω ιστορικό ισχυρισμό, ενώ δεν γνωρίζουμε κάποιο βαθμό ή στρατιωτικό έπαινο που απεικονίζεται στις στολές της Χωροφυλακής με παρόμοιο τρόπο:
Κράνος τύπου M34. |
Συγκρούσεις στο ύψος της Σταδίου. Βρετανοί με πολυβόλο υποστηρίζουν προέλαση ανδρών που μάλλον είναι εξοπλισμένοι ταγματασφαλίτες. |
Παράλληλα, σε άλλες φωτογραφίες γίνεται προφανές ότι, το λευκό σιρίτι δεν εμφανίζεται σε όλες τις κυβερνητικές δυνάμεις. Για παράδειγμα σε καμιά από τις φωτογραφίες της περιόδου, δεν εικονίζονται αστυφύλακες ή χωροφύλακες να φέρουν ανάλογο σιρίτι ή μέλη της Ορεινής Ταξιαρχίας, που φέρουν τελείως διαφορετικό και ιδιαίτερα χαρακτηριστικό εξοπλισμό.
Άνδρας της Χωροφυλακής ή της Αστυνομίας πόλης με τραύμα στο πόδι. |
Άνδρες της Ορεινής Ταξιαρχίας. |
Ανάμεσα στις δεκάδες γνωστές και άγνωστες φωτογραφίες των Δεκεμβριανών εντοπίζονται και ορισμένες φωτογραφίες που εικονίζουν μαχόμενους με ακόμη πιο ετερόκλητο εξοπλισμό. Στην παρακάτω φωτογραφία, βρετανικό τανκ υποστηριζόμενο από Βρετανούς στρατιώτες επιχειρεί δίπλα σε οπλίτη που φορά γερμανικό κράνος. Πιθανότατα πρόκειται για μέλος των Ταγμάτων Ασφαλείας με εξοπλισμό που δόθηκε λόγω εκτάκτου ανάγκης.
Στο παραπάνω άρθρο επιχειρήσαμε να παρουσιάσουμε ορισμένα περιορισμένα στοιχεία από τη συμβολή των Ταγμάτων Ασφαλείας στη βρετανική στρατιωτική εμπλοκή του 1944. Θα εμπλουτίσουμε το άρθρο με τυχόν νέα δεδομένα.
Ευχαριστούμε πολύ την Πολιτιστική Εταιρεία "Φωτογραφίζοντας"
Τρίτη 26 Δεκεμβρίου 2017
«Τελευταίος αποχαιρετισμός» χθες στη συντρόφισσα Ιωάννα (Νούλη) Ζώκα
Έγινε χτες το πρωί η κηδεία της συντρόφισσας, αγωνίστριας της Εθνικής Αντίστασης και του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας, Ιωάννας (Νούλης) Ζώκα, στη Ραψάνη Λάρισας, παρουσία πλήθους κόσμου, συγγενών, συντρόφων, χωριανών και φίλων.
Στην κηδεία της σ. Ιωάννας παρευρέθηκε αντιπροσωπεία του ΚΚΕ αποτελούμενη από τους Γιώργο Νταφούλη, μέλος της Επιτροπής Περιοχής Θεσσαλίας του ΚΚΕ, Νίκο Κούβελα, μέλος της Τομεακής Επιτροπής Υπαίθρου Λάρισας του ΚΚΕ και Φώντα Προβίδα, γραμματέα της ΚΟΒ Δέλτα Πηνειού.
Στον επικήδειο που εκφώνησε ο Ν. Κούβελας ανέφερε μεταξύ άλλων:
«Αγαπητή μας συντρόφισσα Νούλη Ζώκα, η είδηση του θανάτου σου σκόρπισε βαθιά θλίψη στους συντρόφους, φίλους και συγγενείς σου.
Ιδιαίτερα σ’ αυτούς που έδινες μαζί τη μάχη για μια καλύτερη ζωή μέσα από τις γραμμές του ΚΚΕ.
Ξεχωριστή ήταν η τιμή για μας, τους συντρόφους σου της Ραψάνης και της ΚΟΒ Δέλτα Πηνειού, που σε είχαμε στην Οργάνωσή μας κομματικό μέλος, γι’ αυτό και ξεχωριστή είναι η θλίψη μας.
Συντρόφισσα Νούλη, παρά τις δυσκολίες και τις αντιξοότητες που συνάντησες στο διάβα της ζωής σου, εσύ κρατήθηκες γερά στο ΚΚΕ και έμεινες πιστή και όρθια μέχρι το τέλος.
Έκανες το χρέος σου, ως άνθρωπος και ως κομμουνίστρια. Να είσαι σίγουρη πως στα χνάρια σου βαδίζουν πολλοί και αποφασισμένοι.
Ιδιαίτερα νέοι που μάχονται κόντρα στο κατευθυνόμενο "ρεύμα" της μοιρολατρίας και της υποταγής. Μάχονται για μια κοινωνία όπως κι εσύ, ανώτερη, απαλλαγμένη από την εκμετάλλευση και τη φτώχεια. Για μια κοινωνία κομμουνιστική, όπως κι εσύ ονειρεύτηκες.
Εκφράζουμε τα θερμά συλλυπητήριά μας στα παιδιά σου Λίνα και Νίκο καθώς και στα εγγόνια σου.
Καλό σου ταξίδι συντρόφισσα, ας είναι ελαφρύ το χώμα που θα σε σκεπάσει».
Δευτέρα 25 Δεκεμβρίου 2017
Συγκλονιστικό ντοκουμέντο για τον Δεκέμβρη του 1944: «ΝΤΡΕΠΟΜΑΙ»! Το γράμμα ενός Βρετανού φαντάρου, τις μέρες που έπαιρνε μέρος στη Μάχη της Αθήνας
"Οι 23 μέρες που ακολούθησαν είναι γεμάτες από ηρωικά κατορθώματα του λαού και απίστευτες θηριωδίες των Σκόμπιδων και των προδοτών. Η Καισαριανή είναι υποχρεωμένη ν’ αντιμετωπίσει την πίεση ολόκληρης Ταξιαρχίας, ενώ το πυροβολικό και τ’ αεροπλάνα τη σωριάζουν κάθε μέρα στα ερείπια (…) τα πυρομαχικά, όμως, σώνονται και όσοι μένουν ζωντανοί πέφτουν στα χέρια του εχθρού. Και τότε φάνηκε η θηριωδία και η ανανδρία (…) όρμησαν σα θηριά απάνω στους αιχμαλώτους και τους κομμάτιασαν με τις ξιφολόγχες και τους σουγιάδες. Η ιατροδικαστική έκθεση λέει πως μόνο το πτώμα του Καπετάν Ορέστη είχε 50 μαχαιριές στο στήθος και το κεφάλι. Ντρεπόμαστε (…)" («Οι ανατολικές συνοικίες το Δεκέμβρη του 1944». Εκδοση της 6ης Αχτίδας της ΚΟΑ. Αθήνα 1945. Επανέκδοση από τη «Σύγχρονη Εποχή», 2014).
Και να, κοντά 75 χρόνια μετά, μια λέξη έρχεται ξανά στην επιφάνεια: «Ντρέπομαι!». Από το στόμα ενός Βρετανού φαντάρου. Που την έγραψε στους γονιούς του εκείνες τις μέρες και είδε το φως της δημοσιότητας στις 23 Δεκέμβρη του 1944, στην εφημερίδα «Daily Worker». Και φτάνει ξανά σε μας από την επιστολή που μας έστειλαν δύο σύντροφοι από το ΚΚ Βρετανίας. «Βρήκαμε», αναφέρουν, «στα αρχεία του “Daily Worker” (οργάνου του ΚΚ Βρετανίας) ένα συγκλονιστικό γράμμα ενός δημοκρατικού Βρετανού στρατιώτη που υπηρετούσε στην Αθήνα, κατά τα Δεκεμβριανά.
Το γράμμα εστάλη στην οικογένειά του που το παρέδωσε στον “Daily Worker”, ο οποίος το δημοσίευσε το Σάββατο 23 Δεκέμβρη 1944. Είναι η προσωπική κατάθεση των γεγονότων ενός ουδέτερου ανθρώπου με ιδιαίτερες δημοκρατικές ευαισθησίες. Φαίνεται δε ότι τα αισθήματα αποτροπιασμού που ένιωθε ο συγκεκριμένος, δεν ήταν μόνο δικά του, αλλά και άλλων συστρατιωτών του».
Πίσω στο χρόνο, λοιπόν: Στις 14 Νοέμβρη «δύο αυτοκίνητα, το ένα αγγλικό (…) πήγαν στο Θησείο από το Σχολείο – Φρουραρχείο της “Χ”, φόρτωσαν όπλα και 50 Χίτες, που τους μετέφεραν στο Ρουφ. Εκεί οι Αγγλοι τούς έδωσαν αγγλικές στολές τις οποίες πήραν στο χέρι και έφυγαν» (Αρχείο ΚΚΕ, έγγραφο 424400, δελτίο πληροφοριών με θέμα «Σύμμαχοι – Αίγυπτος – Καταγγελίες», 11/1944, σελ. 1).
Είναι οι μέρες που οι Βρετανοί αξιωματούχοι «διαβεβαίωναν» πως «η Μεγάλη Βρετανία δεν πρόκειται να αναμιχτεί σε καμιά περίπτωση στα εσωτερικά της Ελλάδας». Οι δηλώσεις αυτές αναπαράγονταν και από τον «Ριζοσπάστη» (22 Νοέμβρη 1944).
Στα τέλη του Δεκέμβρη του ’44 οι Αγγλοι ξεπερνούσαν ήδη τις 60.000, με δεκάδες άρματα μάχης, αεροπλάνα, βαριά όπλα και τα κανόνια του στόλου τους.
Και κινούνταν με βάση την οδηγία του Τσόρτσιλ προς τον Σκόμπι: «Πρέπει να συντρίψετε όλες τις δυνάμεις του ΕΑΜ – ΕΛΑΣ που θα πλησιάζουν προς την πόλη (…) μην διστάσετε πάντως να ενεργείτε σα να βρίσκεστε σε κατεχόμενη πόλη, όπου έχει ξεσπάσει τοπική εξέγερση».
Και δημιουργήθηκε, κοντά στ’ άλλα, και το μέτωπο της Καισαριανής, που κράτησε 25 μέρες. Στις 25 Δεκέμβρη φτάνει στην Αθήνα ο Τσόρτσιλ. Δυο μέρες πριν, στις 23 Δεκέμβρη, δημοσιεύθηκε το γράμμα του Βρετανού φαντάρου στον «Daily Worker». Το τέλος του Δεκέμβρη βρίσκει τους Βρετανούς με 210 νεκρούς, 1.000 περίπου τραυματίες και 733 αγνοούμενους. Οι ντόπιοι συνεργάτες τους είχαν 1.000 – 1.200 νεκρούς.
Είχαν όμως ήδη εξοντώσει περισσότερους από 3.000 αμάχους με 1.326 αεροπορικές επιθέσεις, στις οποίες χτυπήθηκαν και 2.000 μαχητές του ΕΛΑΣ και των άλλων οργανώσεων του ΕΑΜ.
Πάμε, λοιπόν, στο γράμμα. 23 Δεκέμβρη 1944, «Daily Worker», σελίδα 2:
ΝΤΡΕΠΟΜΑΙ!
«Αυτό το συγκινητικό, θυμωμένο γράμμα γράφτηκε από στρατιώτη που υπηρετεί με τις δυνάμεις υπό τις διαταγές του Στρατηγού Σκόμπι στην Αθήνα. Στάλθηκε στην οικογένειά του, η οποία μας ενημέρωσε ότι πριν πάει στο εξωτερικό δεν συνδεόταν με κανένα πολιτικό κόμμα. Φανερώνει τη βαθιά αγανάχτηση ενός Αγγλου δημοκράτη», αναφέρει στον πρόλογο η εφημερίδα και παραθέτει ολόκληρο το γράμμα, υπό τον τίτλο «Ντρέπομαι»:
«ΗΔΗ σας έχω γράψει για την κατάσταση των πραγμάτων στην Αθήνα. Ο Τύπος στην πατρίδα ετοιμάζει κείμενα.
Αναρωτιέμαι εάν σας πληροφορούν για τα ακριβή τεκταινόμενα. Αραγε οι ερωτήσεις στο Κοινοβούλιο θα απαντηθούν ειλικρινά; Φοβάμαι πως όχι.
Πρώτα από όλα, ντρέπομαι, ντρέπομαι πολύ, για το ρόλο που παίζει η Βρετανία εδώ. Από την πρώτη επιχείρηση της αστυνομίας, που άνοιξε πυρ εναντίον μίας ειρηνικής διαδήλωσης, ολόκληρη η πόλη αντηχεί πυροβολισμούς τουφεκιών, οπλοπολυβόλων και κανονιοβολισμούς από τα τανκς σε όλες τις συνοικίες.
Για μία ολόκληρη μέρα, πάνω κάτω, ήταν αρκετά σοβαρά τα πράγματα μεταξύ των αστυνομικών και του ΕΑΜ. Επειτα εμείς, κατόπιν διαταγών από το Λονδίνο, μπλεχτήκαμε.
Δεν μπορώ να ξεχάσω ότι δώσαμε σοβαρές διαβεβαιώσεις πως δεν θα εμπλακούμε στα εσωτερικά πολιτικά ζητήματα αυτής της χώρας και ότι εμάς, το στράτευμα, μας συμβούλεψαν να πράξουμε αναλόγως. Πώς τιμήθηκε αυτή η ιερή διαβεβαίωση;
Από το τελευταίο μου γράμμα τα τανκς μας, τα όπλα μας έχουν δει αρκετή δράση και έχουν τσακίσει φιλελεύθερες και κομμουνιστικές δυνάμεις, οι οποίες τα προηγούμενα τέσσερα χρόνια ακούραστα πάλευαν ενάντια στο φασισμό. Είναι αλήθεια. Είμαι εδώ και έχω αρκετά καλή γνώση της κατάστασης.
Διεξάγεται μία ανελέητη μάχη της Δεξιάς ενάντια στην Αριστερά. Θυμηθείτε ότι η Αριστερά (ΕΑΜ) αγκαλιάζει έξι κόμματα, από τους φιλελεύθερους μέχρι τους κομμουνιστές (ΚΚΕ), ότι πριν ξεκινήσουν τα προβλήματα έξι υπουργοί της κυβέρνησης παραιτήθηκαν σε υποστήριξη αιτημάτων που στη συνέχεια ο λαός κινητοποιήθηκε για να τα διασφαλίσει. Ομως ολόκληρο το βάρος της βρετανικής δύναμης μπήκε στα γεμάτα, υποστηρίζοντας τη Δεξιά ενάντια στην Αριστερά.
Παρατηρώντας τα πράγματα από μία απόσταση, είμαι σίγουρος ότι οι άνθρωποι που θέλουν να ζήσουν τις ζωές τους σύμφωνα με τους όρους της Χάρτας του Ατλαντικού και της Συνδιάσκεψης της Τεχεράνης θα νικήσουν. Ελεύθεροι από την ανέχεια, από το φόβο, με ελευθερία θρησκευτικής πίστης, λόγου. Τι παραμύθια πρέπει να ειπωθούν πριν εξασφαλιστούν αυτά τα αιτήματα;
Πέρα από πολλές θλιβερές σκηνές, άκουσα τα τανκς να συντρίβουν με τις βολές τους το Αρχηγείο του ΕΑΜ μαζί με τους υπερασπιστές του, είδα το ένα μετά το άλλο τα “Spitfire” (σχεδόν καθημερινά) να ρίχνουν χιλιάδες βόμβες στις αιφνίδιες εφορμήσεις τους, σχεδόν μέσα στα σπίτια του κόσμου!
Τι άξιζαν οι διαβεβαιώσεις μας στον ελληνικό λαό; Το αίμα μου βράζει από τα πράγματα που κάνουν στο όνομά μας. Νιώθω τόσο άσχημα για αυτό το θέμα που απαίτησα να δω τον επικεφαλής αξιωματικό και του εξέθεσα τις απόψεις μου.
Εύχομαι να μπορούσα να βρίσκομαι στο Κοινοβούλιο, να ακούσω και να πάρω μέρος στη συζήτηση που απ’ ό,τι καταλαβαίνω θα λάβει χώρα. Θα έτριβα τη ντροπή που νιώθω από τις πράξεις μας στα μούτρα της κυβέρνησης που ευθύνεται για αυτά τα εγκλήματα.
Η δημοκρατία μας (λέξη ελληνική) πέφτει σαν καυτό μολύβι στα κορμιά του ελληνικού λαού. Τι μας χωρίζει, εμένα από τα παιδιά, ποια αιτία; Για ποιο λόγο μάτωσε αυτή η χώρα, βομβαρδίστηκε, και ο Θεός ξέρει τι άλλο;
Ειλικρινά, είμαι σοκαρισμένος με την τροπή που έχουν πάρει τα πράγματα – και δεν είμαι ο μόνος. Πιστέψτε με, η καρδιά και το μυαλό μου βράζουν από αυτές τις καταραμένες εξελίξεις. Ποιος, οκτώ βδομάδες πριν, θα μπορούσε να είχε προβλέψει αυτή την κατάσταση των πραγμάτων;
Εχω έντονα αρνητικά συναισθήματα – ναι – αλλά επίσης σας διαβεβαιώνω ότι τα αντικειμενικά γεγονότα είναι ότι η κυβέρνησή μας σκόπιμα και ανελέητα επιβάλλει μία αντισυνταγματική κυβέρνηση στις πλάτες ενός συμμάχου, που επέδειξε ανυπέρβλητη ανδρεία. Βλέποντας τι συμβαίνει ακριβώς αυτή τη στιγμή, η Χάρτα του Ατλαντικού και η Συνδιάσκεψη της Τεχεράνης δεν αξίζουν ούτε κάλπικη δεκάρα.
Ολα τα παραπάνω δεν αποτελούν στρατιωτικό μυστικό, δεν λένε τίποτα για τους πολεμικούς στόχους για τους οποίους ο λαός μας υπέφερε, έχασε τόσα πολλά.
Η ελευθερία του ελληνικού λαού εξαφανίζεται – και μαζί της θα εξαφανιστεί η δική μας, εάν δεν προσέξουμε. Εν κατακλείδι, άλλη μια φορά σας λέω, ντρέπομαι γι’ αυτό που συμβαίνει, είναι ζωώδες και αηδιαστικό. Χαίρομαι που “άνοιξα τα χαρτιά μου” στον επικεφαλής αξιωματικό μου. Αυτή μου η πράξη με έκανε να νιώσω λιγάκι πιο καθαρός, όχι όμως πολύ. Τα τεκταινόμενα σήμερα στην Ελλάδα είναι ευθύνη δική μου, δική σας, των γειτόνων, του χωριού, της πόλης, της χώρας.
Μας στιγματίζουν όλους".
Πηγή: εδώ
Πέμπτη 21 Δεκεμβρίου 2017
Σημείωμα του Δημήτρη Γιαννακούρα (Πέρδικα)
Ο Κόκκινος Φάκελος δημοσιεύει ένα προσωπικό γράμμα του θρυλικού ταγματάρχη του ΔΣΕ Πελοποννήσου Δημήτρη Γιαννακούρα ή "Πέρδικα".
Το κείμενο αυτό απαντά σε κάποιο άρθρο τοπικής εφημερίδας που απειλεί φαίνεται τον Γιαννακούρα, λέγοντας μάλλον ότι το απόσπασμα Χωροφυλακής του Ζάρα θα τον παγιδεύσει και θα τον σκοτώσει. Το γράμμα στέλνεται από τον Πέρδικα σε κάποιον συναγωνιστή του του ΔΣΕ που προφανώς τους έφερνε τις εφημερίδες.
Βιογραφικό του Δημήτρη Γιαννακούρα
Ο Δημήτρης Γιαννακούρας, γεννήθηκε το 1914 στο χωριό Βάγγου Αρκαδίας. Το ψευδώνυμο Πέρδικας το κληρονόμησε από τον πατέρα του, στον οποίο οι συγχωριανοί του είχαν «κολλήσει» αυτό το παρατσούκλι, από τα παιδικά του χρόνια, επειδή αρεσκόταν να κυνηγάει πέρδικες. Ο Πέρδικας τελείωσε δυο τάξεις του «Σχολαρχείου» (αντιστοιχεί στη ΣΤ' τάξη του Δημοτικού Σχολείου) και ασχολήθηκε με διάφορες εργασίες (αγρότης, κτηνοτρόφος, καρβουνιάρης, κ.ά.).
Οταν οι Ιταλοί κήρυξαν τον πόλεμο στη χώρα μας, υπηρετούσε τη στρατιωτική θητεία του στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα και πολέμησε τους Γερμανοφασίστες, όταν κι αυτοί εισέβαλαν στη χώρα μας, τον Απρίλη του 1941. Τον Αύγουστο του 1941 οργανώθηκε στην Αντιστασιακή Οργάνωση «Νέα Φιλική Εταιρεία» και το Νοέμβρη του 1941, μετά τη συγχώνευση της οργάνωσης αυτής με το ΕΑΜ, έγινε μέλος του. Στις αρχές του 1942 έγινε μέλος του ΚΚΕ, του οποίου στέλεχος καθοδηγητικό, στην Επαρχία Μεγαλόπολης, ήταν ο αδερφός του Κώστας.
Ο Πέρδικας ήταν ανταρτοΕΠΟΝίτης, στο 11ο Σύνταγμα του ΕΛΑΣ, όταν οι αντιΕΑΜίτες αντάρτες του ΕΣ (Ελληνικός Στρατός), με επικεφαλής το λοχαγό του προπολεμικού στρατού Τηλέμαχο Βρεττάκο, που καθοδηγούνταν από τους αξιωματικούς της Αγγλικής Αποστολής (είχαν πέσει με αλεξίπτωτα στις ορεινές περιοχές της Πελοποννήσου, με κύριο στρατηγικό σκοπό να διαλύσουν τον ΕΛΑΣ, ακόμα και ένοπλα, επειδή ήταν δημιούργημα του ΚΚΕ) και κατά τη διάρκεια της ύπαρξης του ΕΣ δεν έριξαν ούτε μια τουφεκιά κατά των κατακτητών, σκότωσαν με μπαμπεσιά1 τον αδελφό του Κώστα, απόφοιτο της Μέσης Εκπαίδευσης και τον γαμπρό του Νίκο Χρόνη.
Μετά από το γεγονός αυτό, ο Πέρδικας, πικραμένος από το αποτρόπαιο έγκλημα και αποφασισμένος να τιμωρήσει τους καθοδηγούμενους από τους Εγγλέζους εγκληματίες, έφυγε από το 11ο Σύνταγμα του ΕΛΑΣ. Επειτα από λίγες βδομάδες, κατάφερε να ανακαλύψει έναν από τους δολοφόνους, τον αξιωματικό του προπολεμικού στρατού Θανάση Οικονομόπουλο (ήταν κρατούμενος του ΕΛΑΣ μετά την αιχμαλωσία του στην τελική σύγκρουση του ΕΛΑΣ με τον ΕΣ, που είχε ως αποτέλεσμα τη διάλυση της αντάρτικης αυτής οργάνωσης, του ΕΣ), ο οποίος ήταν Πρόεδρος του Στρατοδικείου που καταδίκασε σε θάνατο τον αδελφό του και το γαμπρό του. Αιφνιδιάζοντας τους φρουρούς του «κρατητηρίου» (ένα Εκκλησάκι στην περιοχή του χωριού Γερδίκι Μεσσηνίας) τον σκότωσε και αμέσως παρουσιάστηκε σε τμήμα του ΕΛΑΣ Μεσσηνίας.
Μετά την απελευθέρωση της χώρας μας, τη «Συμφωνία της Βάρκιζας» και την παράδοση των όπλων του ΕΛΑΣ, ο Πέρδικας δεν παρέδωσε τον οπλισμό του και, με πρωτοβουλία του, κατέφυγε στο βουνό Μαίναλο, όπου έζησε σ' όλη τη διάρκεια του Μονόπλευρου Εμφυλίου, μαζί με άλλους καταδιωκόμενους αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης (Γιάννης Πετρόπουλο ή Μαυρόγιαννη, Ηλία Γιαννακούρα, Π. Κυριακόπουλο ή Πιπίνο, Ηλία Μάνδρο, Κώστα Παναγόπουλο, κ.ά.).
Στην περίοδο αυτή (Μάρτης 1945 - Ιούλης 1946), τα μέλη της ομάδας αυτής των καταδιωκόμενων, αντιμετώπιζαν φοβερές δυσκολίες, ζούσαν κυριολεκτικά σαν αγρίμια μέσα στο δάσος. Γι' αυτό, κάπου κάπου, παραβίαζαν την κομματική γραμμή της παθητικής αυτοάμυνας και, με πρωτοπόρο πάντοτε τον Πέρδικα, που επέμενε «να αντιμετωπίσουμε επιτέλους την τρομοκρατία της μοναρχοφασιστικής κυβέρνησης με αντιτρομοκρατία, γιατί αλλιώτικα θα μας σκοτώσουν όλους οι ταγματασφαλίτες», χτύπησαν ένοπλα τους Χιτοσυμμορίτες του χωριού Παλιομοίρη και μια ομάδα χωροφυλάκων στην περιοχή του χωριού Τρίλοφο Μεγαλόπολης.
Για τη δράση τους αυτή, οι Πέρδικας, Μαυρόγιαννης, Πιπίνος και Μάνδρος επικηρύχθηκαν από τη μοναρχοφασιστική κυβέρνηση της Αθήνας με ποσά από 20 έως 25 εκατομμύρια δραχμές για τον καθένα. Το Μάρτη του 1947, η ομάδα αυτή των καταδιωκόμενων αγωνιστών - «Ομάδα Πέρδικα», που είχε πάρει μέρος στη μάχη της Σπάρτης (13/02/1947), αποτέλεσε τον πυρήνα της δημιουργίας του Αρχηγείου Μαινάλου του Δημοκρατικού Στρατού Πελοποννήσου, με στρατιωτικό διοικητή τον Μανώλη Σταθάκη, αντισυνταγματάρχη του ΔΣΕ.
Το καλοκαίρι του 1947, ο Πέρδικας ήταν διοικητής λόχου. Το Φλεβάρη του 1948 ονομάστηκε ταγματάρχης του ΔΣΕ, με Διαταγή του Γενικού Αρχηγείου, και ανέλαβε διοικητής Τάγματος. Τον Οκτώβρη του 1948, ανέλαβε διοικητής του Αρχηγείου Μαινάλου.
Ο Πέρδικας συγκέντρωνε όλα τα χαρίσματα του λαϊκού στρατιωτικού ηγέτη. Τον διέκρινε επιθετικό πνεύμα, ήταν ψύχραιμος, αποφασιστικός, τολμηρός στις αποφάσεις του στη διάρκεια της μάχης, κατείχε άριστα την αντάρτικη τακτική και την εφάρμοζε με αριστοτεχνικό τρόπο στη διάρκεια της μάχης. Το κυριότερο, όμως, χάρισμά του ήταν η ικανότητά του να προσαρμόζεται εύκολα σε κάθε χώρο που θα βρισκόταν το τμήμα του, πραγματοποιώντας τους απαραίτητους ελιγμούς πάντοτε με επιτυχία, γιατί ήταν γνώστης της μορφολογίας του εδάφους όλων των ορεινών περιοχών της Πελοποννήσου, ιδιαίτερα του Ανατολικού και Δυτικού Μαινάλου.
Στη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου, ο Πέρδικας πήρε μέρος σε πολλές μάχες (Σπάρτης, Δάρα, Διάλυση της διλοχίας Γαλανόπουλου, Τροπαίων, Καλαβρύτων, Λεχαινών, Ζαχάρως, Χαλανδρίτσας, Βλασίας, Πιάνας, κ.ά.), στις οποίες διακρίθηκε για την προσωπική του παλικαριά και τις διοικητικές του ικανότητες. Μετά τη μάχη της Δημητσάνας, ανέλαβε διοικητής των Ομάδων Ελεύθερων Σκοπευτών. Σκοτώθηκε σε ενέδρα χωροφυλάκων στις 16 Αυγούστου 1949, όταν πλησίασε σε μια γιάφκα, στην τοποθεσία «Συνέσοβα» του Μαινάλου και, αντί να συναντήσει εκεί τον ανθυπολοχαγό με τον οποίο είχε το «ραντεβού», έπεσε πάνω στους χωροφύλακες...
Τετάρτη 20 Δεκεμβρίου 2017
Η μάχη του ΕΛΑΣ στο Μικρό Χωριό
Από το Σεπτέμβρη του 1942, οκτώ μήνες μετά την επίσημη ανακοίνωση για τη συγκρότηση του Ελληνικού Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού και τη δημιουργία της Κεντρικής Επιτροπής του, ο Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός πέρασε σε εντονότερη δράση εναντίον των στρατευμάτων Κατοχής. Στη Ρεκά, στο Κρίκελο, στο Γοργοπόταμο, στη σιδηροδρομική γέφυρα Αξιού, στο χωριό Χρύσω, στο Μεταλλείο Πηγής, στο Μικρό Χωριό δόθηκαν γερά χτυπήματα κατά των τυράννων.
Η σημαντικότερη μάχη αυτής της περιόδου (αν εξαιρέσουμε το μείζον γεγονός της ανατίναξης της γέφυρας του Γοργοπόταμου) ήταν η μάχη του Μικρού Χωριού Ευρυτανίας, όπου, στις 18 Δεκέμβρη του 1942, τμήμα του ΕΛΑΣ του Αρχηγείου Ρούμελης, χτύπησε σε ενέδρα την εμπροσθοφυλακή ιταλικού συντάγματος, που είχε βγει από το Καρπενήσι για καταδίωξη των ανταρτών. Ανάμεσα στους νεκρούς ήταν και ο διοικητής του ιταλικού συντάγματος. Και η μάχη, την οποία τραγούδησε η λαϊκή μούσα, έδωσε ώθηση στην ανάπτυξη του ένοπλου απελευθερωτικού αγώνα σε μια νευραλγική περιοχή της Κεντρικής Ελλάδας. Πολύ σύντομα, μετά τη μάχη του Μικρού Χωριού και τα άλλα χτυπήματα του ΕΛΑΣ που προηγήθηκαν, η ιταλική φρουρά υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει την πόλη του Καρπενησίου.
Ετσι, ένα χρόνο μετά τη συγκρότηση της Κεντρικής Επιτροπής του ΕΛΑΣ το τουφέκι του απελευθερωτικού στρατού βροντούσε σε ολόκληρη την Ελλάδα, σκορπούσε το φόβο και ανησυχία στους κατακτητές, αναπτέρωνε το φρόνημα και τις ελπίδες του λαού, που έστελνε τα παιδιά του να πυκνώσουν τις γραμμές του λαϊκού στρατού. Στις ορεινές περιοχές της χώρας ο ΕΛΑΣ δημιούργησε τις πρώτες ελεύθερες νησίδες και απάλλαξε τον πληθυσμό αυτών των περιοχών από το ζυγό του κατακτητή και των οργάνων του.
Ο στρατηγός Σαράφης αναφερόμενος σ’ αυτή την περίοδο γράφει ότι «ο πληθυσμός όχι μονάχα ανέπνευσε, όχι μόνο ευγνωμονούσε τους αντάρτες, αλλά και άρχισε να τους βοηθάει με κάθε τρόπο». Η πείρα, που συγκέντρωσε από την ως τότε πολεμική του δράση ο ΕΛΑΣ, η ανάδειξη στελεχών, πρώην αξιωματικών ή και απλών μαχητών – αγωνιστών, δημιούργησαν τις προϋποθέσεις για το πέρασμα της ένοπλης δράσης σε καινούριο, ανώτερο επίπεδο.
Στα βήματα της Ιστορίας- Εγκαταστάσεις ναζιστικής φρουράς στο Μούδρο
Οι παρακάτω φωτογραφίες προέρχονται από τις στρατιωτικές εγκαταστάσεις του Ναυτικού όπου στεγάστηκε ο Hafenkommandant Moudros (Ναυτικός Διοικητής Μούδρου) και ο λεγόμενος Kommandant der Seeverteidigung von Lemnos (Διοικητής της Ναυτικής Διοίκησης Λήμνου), η φρουρά και το προσωπικό της 11ης Küstensicherungsflottille (11η Προστατευτική Επάκτια Φλοτίλλα).
Οι ναζιστικές δυνάμεις κατοχής εγκαταστάθηκαν εδώ από την 01/11/1942 και παρέμειναν έως και τον Οκτώβριο του 1944.
Διοικητές διετέλεσαν από την 28η Ιουνίου 1941 έως και την 14η Μαΐου 1944 ο Oberleutnant zur See (Ανθυποπλοίαρχος) Bolzmann, από την 14η Μαΐου έως τον Ιούλιο του 1944 ο Kapitänleutnant (Υποπλοίαρχος) Hans Geber, και από τον Ιούλιο έως και την 10η Οκτωβρίου 1944 ο Fregattenkapitän (Αντιπλοίαρχος) Ernst Freiherr von Richthofen.
Οι εξαιρετικές φωτογραφίες από το αρχείο του Δημήτρη Γκαλόν
Μαρία Φωκά: Η γνωστή ηθοποιός που καταδικάστηκε σε ισόβια για κατασκοπεία, μαζί με τον Μπελογιάννη
Η Μαρία Φωκά, για τους νεότερους, ήταν η αγαπημένη γιαγιά των σίριαλ, αλλά για τους παλαιότερους, που διατηρούν μνήμες απο τα χρόνια του πολέμου, ήταν μια σεμνή αγωνίστρια του θεάτρου και της ζωής. Η Μαρία Φωκά γεννήθηκε το 1916 στο Αργοστόλι και σπούδασε στη Δραματική Σχολή του Θεάτρου Τέχνης «Κάρολος Κουν». Πρωτοεμφανίστηκε το 1944 (περίοδος των Δεκεμβριανών), στον ρόλο της Ασημίνας στη «Στέλλα Βιολάντη» του Γρ. Ξενόπουλου, όπου γνωρίστηκε και με τον μετέπειτα σύζυγό της, Λυκούργο Καλλέργη, με τον οποίο απέκτησε μία κόρη.
Η Φωκά στα μαύρα χρόνια της γερμανικής κατοχής πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση και ως μέλος του ΚΚΕ συμμετείχε στους αγώνες.
Πάλεψε για τις ιδέες της και στα μεταπολεμικά χρόνια κάθισε στο εδώλιο και καταδικάστηκε ως κατάσκοπος κατά της Ελλάδας! Ηταν η εποχή του ψυχρού πολέμου και οι κομμουνιστές αντιμετωπίζονταν ως πράκτορες της Σοβιετικής Ένωσης.
Την περίοδο της παρανομίας του ΚΚΕ, ήρθε σε επαφή με αριστερούς στο Παρίσι, που της έδωσαν χρήματα, για να τα μεταφέρει στο κόμμα στην Αθήνα. Έλειπε, όμως, ο άνθρωπος, στον οποίο έπρεπε να παραδώσει τα χρήματα. Ετσι, η Φωκά του άφησε ένα σημείωμα.
Η αστυνομία έκανε έφοδο στο αρτοποιείο, όπου θα παραδίδονταν τα χρήματα, βρήκε το σημείωμα και ενοχοποίησε τη νεαρή ηθοποιό. Αυτό ήταν αρκετό, για να την κατηγορήσουν -όπως όλους τους κομμουνιστές- για αντεθνική δράση και κατασκοπεία.
Έτσι, το 1952, βρέθηκε συγκατηγορούμενη των Νίκου Μπελογιάννη, Αργυριάδη, Μπάτση, Καλούμενου, Έλλης Παππά-Ιωαννίδου και πολλών άλλων, στην περίφημη δίκη, που κατέληξε σε εκτελέσεις. Στα πρακτικά αναφέρεται με το όνομα Μαρία Καλλέργη, δηλαδή με το όνομα του τότε συζύγου της, Λυκούργου Καλλέργη, επίσης ηθοποιού.
Το Διαρκές Στρατοδικείο Αθηνών αποφάνθηκε ότι οι κατηγορούμενοι «εκηρύχθησαν ένοχοι». Ειδικότερα, καταδίκασε «διά ψήφων 3-2 την Καλλέργη Μαρία επί σκοπώ κατασκοπείας». Η ποινή αρχικά ήταν ισόβια κάθειρξη, αλλά αργότερα μειώθηκε σε 10 χρόνια κάθειρξη και επιβλήθηκε «αποστέρησις των πολιτικών δικαιωμάτων επί 10ετίαν».
Από τα πρακτικά της δίκης του «Διαρκούς Στρατοδικείου Αθηνών (Τμήμα Β), κατά τις συνεδριάσεις του Φεβρουαρίου και της 1ης Μαρτίου του 1952, εντοπίσαμε το κάτωθι απόσπασμα, από την κατάθεση του μάρτυρα κατηγορίας Κωνσταντίνου Παπαθανασίου:
«Μετά την λήξιν του συμμοριτισμού υπήρχον πληροφορίαι ότι ειργάζοντο παρανόμως δίκτυα πληροφοριοδοτών και κατασκόπων, κατωρθώθη δε να τεθώμεν επί τα ίχνη των. Το πρώτο εντοπίσθη ασύρματος εις Γλυφάδαν…».
Και συνεχίζει: «Η Καλλέργη ήλθεν από το Παρίσι εκ μέρους του Δημητρακαρέα διά να δη αν έφθασαν αι αποσταλείσαι 1.600 λίρες… Τα χρήματα αυτά προωρίζοντο διά τη χρηματοδότησιν του δικτύου».
Η καταδίκη απο το Στρατοδικείο ανάγκασε την ηθοποιό να αποχωριστεί το θέατρο για οκτώ περίπου χρόνια.
Επανήλθε στη σκηνή τη σεζόν 1958-59, σε περιοδεία του Λάμπρου Κωνσταντάρα.
Η αγαπημένη γιαγιά του θεάτρου και της τηλεόρασης, η στρατευμένη ηθοποιός, άφησε την τελευταία της πνοή μετά από εγχείρηση ανοιχτής καρδιάς στις 15 Ιουνίου 2001 στο νοσοκομείο St. Thomas του Λονδίνου, όπου ζούσε μαζί με την κόρη της Ισμήνη Καλλέργη.
Ο τάφος της είναι στο κοιμητήριο του Πόρτσμουθ στη Νότια Αγγλία.