Οι Πύργοι Πτολεμαΐδας (πρώην Καστράνιτσα) είναι ένα πανέμορφο και ιστορικό χωριό, χτισμένο στους πρόποδες του Βερμίου, με συνεχή εγκατοίκηση από την αρχαιότητα. Αυτό αποδεικνύεται από την ύπαρξη θολωτού μακεδονικού τάφου του 5ου αιώνα π.Χ., από ευρήματα παλαιοχριστιανικού ναού και δύο άριστα σωζόμενα τοξωτά γεφύρια. Οι ντόπιοι κάτοικοι μετανάστευαν στην Αυστροουγγαρία. Καταγράφονται ως δήμαρχοι και τυπογράφοι στο Σεμλίνο της Σερβίας. Στους Πύργους τοποθετείται η καταγωγή της οικογένειας Χρηστομάνου.
Στο χωριό εγκαταστάθηκαν την άνοιξη του 1924 πρόσφυγες της Μικρασιατικής Καταστροφής, από τον Πόντο και τη Βιθυνία. Σήμερα αποτελούν την πλειονότητα των κατοίκων. Οι Πόντιοι προέρχονται από τα σιμοχώρια της Τραπεζούντος και της Γαλίανας (Ολασσα, Μαντρανόι, Τσουπανόι, Κογκά) και από το χωριό Κιοβ-τεπέ της περιοχής Επές της Γαράσαρης. Οι Βιθυνοί πρόσφυγες κατάγονται από την περιοχή της Νικομήδειας, την Απολλωνιάδα την εν Ρυνδάκω ποταμώ και τα γύρω χωριά.
Η ιστορία λένε πολλοί πως επαναλαμβάνεται. Τη δεύτερη φορά ως φάρσα. Δεύτερη φορά μέσα σε είκοσι, περίπου, χρόνια οι προσφυγικής καταγωγής κάτοικοι του χωριού γίνονται τραγικά θύματα της ιστορίας και υφίστανται γενοκτονία και ολοκαύτωμα, με θύτες τη φορά αυτή τους ηθικούς αυτουργούς της γενοκτονίας τους στη Μικρά Ασία και τον Πόντο, τους Γερμανούς.
Πριν καλά καλά στεγνώσουν τα δάκρυα στα μάτια και προτού καν βγουν τα μαύρα ρούχα του πένθους για τα θύματα της τουρκικής θηριωδίας στον Πόντο, στη Βιθυνία και την υπόλοιπη Μικρά Ασία, οι Γερμανοί και οι συνεργάτες τους από την ομάδα Πούλιου, αλλά και από το παρακείμενο χωριό Πελαργός (πρώην Μουλαλάρ) -δυστυχώς δυτικοποντιακής καταγωγής- την άνοιξη του 1944 αφανίζουν το χωριό, εκτελώντας εν ψυχρώ ή καίγοντας ζωντανούς μέσα στους αχυρώνες 340 κατοίκους, στην πλειονότητά τους γυναικόπαιδα, ακόμη και αβάφτιστα μωρά.
Ξημέρωνε στο χωριό η 23η Απριλίου του 1944, του Αγίου Γεωργίου ταυτόχρονα με την Κυριακή του Θωμά, όταν την ησυχία διατάραξαν ομοβροντίες οβίδων και κροταλίσματα πολυβόλων. Τρομαγμένοι οι κάτοικοι πετάχτηκαν από τα κρεβάτια τους για να δουν τι συμβαίνει. Φωνές, πολλές φωνές ακούγονταν από παντού: «Οι Γερμανοί! Ερχονται οι Γερμανοί!».
Ανάστατοι όλοι ξεχύθηκαν στους δρόμους, παίρνοντας μαζί τους ό,τι προλάβαιναν. Αλλόφρονες κατευθύνονταν προς τις δασωμένες πλαγιές του Βερμίου για να σωθούν.
Οι Γερμανοί από το Αμύνταιο, με επικεφαλής αξιωματικούς της Γκεστάπο, καθοδηγούμενοι από ομάδα ντόπιων συνεργατών τους από παρακείμενο χωριό, μπήκαν στην Κάτω Συνοικία, ενώ άλλη ομάδα Γερμανών από την Πτολεμαΐδα, συνοδευόμενη από άνδρες του δωσίλογου Πούλου, είχε εισβάλει, ταυτόχρονα με την πρώτη, στην Μεσαία και στην Ανω Συνοικία.
Το τι επακολούθησε είναι αδύνατο να περιγραφεί. Αδύνατο να χωρέσει ανθρώπου νους τι έκανε «άνθρωπος» σε άνθρωπο. Οι ζοφερές σκηνές της Κόλασης ωχριούν μπροστά στη φρίκη που επακολούθησε σε κάθε γωνιά του χωριού.
Η Μεσαία Συνοικία δοκίμασε ανείπωτη συμφορά. Μέσα στους αχυρώνες της έγιναν παρανάλωμα της φωτιάς εκατόν ογδόντα άνθρωποι. Στη γειτονιά αυτή η φρικαλεότητα ξεπέρασε και την πιο νοσηρή φαντασία. Οι επιδρομείς ξεσκίζουν με τις ξιφολόγχες τους την κοιλιά της Σοφίας Γκέσιου, που γέννησε μόλις την προηγούμενη μέρα, αφού προηγουμένως σκότωσαν μπροστά στα μάτια της τα δίδυμα μωρά και τον άντρα της.
Οι Γερμανοί χτενίζουν τις υπερκείμενες πλαγιές του Βερμίου, ξετρυπώνοντας από τις σπηλιές, τις λόχμες και τα λαγούμια, όπου είχαν καταφύγει για να σωθούν, 95 ανθρώπους από την Ανω Συνοικία. Τους συγκέντρωσαν κάτω από τη Μεγάλη Πέτρα και εν ψυχρώ τους εκτέλεσαν.
Στη Συνοικία των Σεβαστιανών σκοτώνουν τριάντα γυναικόπαιδα, ξεκληρίζοντας την οικογένεια Φωτιάδη. Η Αννα Κοσμίδου προσπαθεί μάταια να προστατέψει τα πέντε παιδιά της μέσα στα φορέματά της. Η ίδια, ημιθανής, σώζεται με εννέα τραύματα από το σωρό των νεκρών παιδιών της.
Ο Περικλής Μελκόπουλος είχε χωθεί με τη γυναίκα και τα τέσσερα παιδιά του σε μια κρυψώνα. Το κλάμα του μικρότερου παιδιού τούς πρόδωσε. Ο Γερμανός στρατιώτης που τους ξετρύπωσε δεν τους εκτέλεσε και με νοήματα τους έδωσε να καταλάβουν πως πρέπει να πνίξουν το μικρό για να μην τους εντοπίσουν τα Ες Ες από τα κλάματά του. Οι γονείς αρνήθηκαν και η οικογένεια έπειτα από πολλές περιπέτειες σώθηκε. Μέσα στη βαρβαρότητα του πολέμου και μια χριστιανική πράξη, μια εξαίρεση από τον κανόνα, ευτυχώς…
Εν τω μεταξύ στην Κάτω Συνοικία, πυροβολώντας αδιάκριτα όποιον προσπαθούσε να ξεφύγει, οι εισβολείς έμπαιναν στα σπίτια και οδηγούσαν τους ανθρώπους στο χώρο κοντά στην εκκλησία της Παναγίας, όπου βρίσκονται τα νεκροταφεία της Συνοικίας. Αφού συγκέντρωσαν όλους τους κατοίκους, τους έβαλαν στη σειρά και έστησαν τα πολυβόλα. Τρόπος να το σκάσει κανείς δεν υπήρχε μήτε δυνατότητα καμιά. Ωστόσο δεν έλειψαν και εκείνοι που αρνήθηκαν να δεχτούν το θάνατο με σταυρωμένα χέρια, όσο κι αν οι πιθανότητες σωτηρίας ήταν περιορισμένες. Ξεχύθηκαν στο ρέμα σε μια απέλπιδα προσπάθεια, με μάταιο αποτέλεσμα. Το παρακείμενο ρέμα και οι κοντινές πλαγιές γέμισαν με νεκρούς. Οι υπόλοιποι μπροστά στα στημένα πολυβόλα περίμεναν ανήμποροι το θάνατο.
Ξαφνικά -και ενώ όλα ήταν έτοιμα για την ολοκλήρωση της απάνθρωπης πράξης- ένας Γερμανός μοτοσικλετιστής έφερε τη διαταγή για να μεταφερθούν οι αιχμάλωτοι στα Χάνια της Πτολεμαΐδας. Εδώ σκοτώνουν τη δασκάλα Αναστασία Σιούλη, το νεαρό Κώστα Βερβέρη, καθώς και άλλα μέλη των ΕΑΜικών οργανώσεων, αφού πρώτα τους βασάνισαν φριχτά και τους υποχρέωσαν να σκάψουν τους τάφους τους.
Το χωριό παραδόθηκε στις φλόγες. Καταστράφηκε, ερειπώθηκε, δεν έμεινε πέτρα πάνω στην πέτρα. Δεν απέμεινε ούτε ένα δείγμα από τα μακεδονικού τύπου αρχοντικά με τα σαχνισιά που διέθετε. Λίγο προτού πυρποληθεί, οι συνεργάτες των Γερμανών από παρακείμενο χωριό λαφυραγώγησαν τις περιουσίες των κατοίκων του, μεταφέροντας στο χωριό τους ακόμα και τις προίκες των ανύπαντρων κοριτσιών.
Η ύβρις όμως -με την αρχαιοελληνική της σημασία- ολοκληρώθηκε, αφού οι νεκροί μας έμειναν άταφοι, βορά στα άγρια θηρία. Επειτα από δέκα μέρες και πλέον, εκλιπαρώντας την άδεια του κατακτητή, δειλά δειλά επέστρεψαν επιζήσαντες για να επιτελέσουν το θλιβερό καθήκον.
Σύμφωνα με μαρτυρία της Κατίνας Τουφεξή, που συνόδεψε τον πατέρα της για το σκοπό αυτό, «η μυρωδιά καμένης ανθρώπινης σάρκας ήταν έντονη μέσα στα ερείπια και τα αποκαΐδια». Η εικόνα αυτή χαράχτηκε έντονα στη μνήμη της νεαρής κοπέλας, που τραυματισμένη ψυχικά δεν ξαναπάτησε το πόδι της στο χωριό. Οσοι νεκροί βρέθηκαν -πολλοί από αυτούς χωρίς να αναγνωριστούν- θάφτηκαν σε ομαδικούς τάφους.
Ο τελικός απολογισμός του ολοκαυτώματος καταμετρά 341 νεκρούς. Ο αριθμός αυτός εκτιμάται ότι είναι ακόμα μεγαλύτερος. Η ολοσχερής καταστροφή των αρχείων της κοινότητας και η μη επιστροφή έκτοτε στο χωριό κάποιων οικογενειών καθιστά εξαιρετικά δύσκολη την εξακρίβωση του τελικού αριθμού των θυμάτων.
Ο πόλεμος τελείωσε, οι κάτοικοι σιγά σιγά επέστρεψαν στο χωριό -όχι όλοι, αφού πολλοί τραυματισμένοι ψυχικά δεν θέλησαν να ξαναγυρίσουν. Το 1951 που μετρήθηκαν βρέθηκαν μόνον 978, πολλοί λίγοι, αφού οι μισοί… έλειπαν.
Προϊόντος του χρόνου η ζωή άρχισε να βρίσκει τους κανονικούς της ρυθμούς, μα «τίποτε δεν ήταν όπως και πρώτα, τίποτε δεν ήταν όπως παλιά». Οι κάτοικοι του χωριού ανασκουμπώθηκαν. Σήκωσαν τα μανίκια τους και δούλεψαν απαράμιλλα. Τα παιδιά που σώθηκαν έπρεπε να ζήσουν. Το ένστικτο της αυτοσυντήρησης και της επιβίωσης, κατά κύριο λόγο, ήταν αυτό που τους έκανε να αντέξουν τον πρώτο καιρό. Αδάμαστη κι ακατάβλητη η ψυχή τους δεν το βάζει κάτω. Δεν αποδέχεται καμία ήττα. Γιατί η ήττα δεν αποτελεί εξωτερικό γεγονός. Αποτελεί, κατ’ εξοχήν, εσωτερικό ψυχικό γεγονός και δεν υπάρχει αν δεν την αποδεχθεί η ψυχή.
Κι έγινε η απόγνωσή τους ελπίδα κι απαντοχή, ο πόνος και το δάκρυ τους παρηγοριά και προσμονή, η πίκρα τους δύναμη και κουράγιο, το μοιρολόι τους τραγούδι. Και τραγούδησαν μαζί Πόντιοι και ντόπιοι τα τραγούδια τους και τους σκοπούς τους. Τη μια φορά το «Μήλο μου κόκκινο», την άλλη το «Σεράντα μήλα κόκκινα σ’ έναν μαντίλ’ δεμένα».
Τραγούδησαν, γιατί ο ιδρώτας τους πότισε την αιματοβαμμένη τους γη, την έκανε να βλαστήσει και να καρπίσει. Και η γη τους έδωσε πλούσιους καρπούς. Μήλα ολοκόκκινα, μήλα πράσινα, κάθε λογής και ποικιλίας, εκλεκτής ποιότητας μήλα, από τα καλύτερα της χώρας μας, επιβραβεύοντας έτσι τους κόπους των κατοίκων. Το σπουδαιότερο όμως είναι που βλάστησαν και θαλερά κλαδιά στο δέντρο της ζωής. Γεννήθηκαν παιδιά και ξαναγέμισε το σχολείο και οι δρόμοι του χωριού με χαρούμενες παιδικές φωνές και οι ψυχές των χαροκαμένων κατοίκων με ελπίδα για ζωή.