Τον Οκτώβρη του 1944, όταν οι Γερμανοί εγκαταλείπουν την Αθήνα, το οπλοστάσιο της «Luftwaffe», στο Παλαιό Φάληρο, πέφτει άθικτο στα χέρια της ομάδας του Βασίλη Ζάννου - Γραμματέα της Πολιτοφυλακής Παλαιού Φαλήρου. Πρόκειται για πολεμοφόδια και οπλισμό μεγάλης ποσότητας. Ο Βασίλης Ζάννος ειδοποιεί τις οργανώσεις που τα προωθούν στα τμήματα του αγωνιζόμενου ακόμα ΕΛΑΣ στις βορινότερες περιοχές της χώρας.
Ο Βασίλης Ζάννος υπήρξε μέλος του ΚΚΕ από τα φοιτητικά του χρόνια (σπούδασε μουσική) και καθοδηγητής τόσο της Λαϊκής Πολιτοφυλακής Παλαιού Φαλήρου κατά τη διάρκεια της Κατοχής όσο και της παράνομης κομματικής οργάνωσης των εξορίστων του ΚΚΕ στις Ράχες Ικαρίας. Κατά την Κατοχή αλλά και στην Εξορία γνωρίστηκε και ανέπτυξε φιλία με τον Μίκη Θεοδωράκη.
Στην Ικαρία τοποθετήθηκε υπεύθυνος διαφώτισης των εξορίστων και συνεργάστηκε με το συνθέτη σε ζητήματα ασφαλείας της ζωής στο νησί. Μαζί το 1946 εξουδετέρωσαν τον μηχανισμό της Ασφάλειας που είχε τοποθετηθεί ανάμεσα στους εξόριστους για να τους παρακολουθεί και να συλλέγει επιβαρυντικά στοιχεία για τις διάφορες δικαστικές υποθέσεις τους.
Χαρακτηριστικό της απαράμιλλης ευαισθησίας και του πνεύματος συντροφικότητας που τον διακατείχε αποτελεί το παρακάτω απόσπασμα από το αυτοβιογραφικό έργο του Θεοδωράκη Δρόμοι του Αρχάγγελου το περιστατικό αναφέρεται στην υποδοχή των εξορίστων από την κομματική οργάνωση εξορίστων Ικαρίας το 1946: «
... Ένας νέος κάθεται σ' ένα σκαμνί, κουλουριασμένος. Μάλλον θα πρέπει να πονάει η κοιλιά του. Πάνω στο τραπέζι μια πατάτα.... Αναγνωρίζω τον Βασίλη Ζάννο. Είχα να τον δω από τότε. "Τι έχεις" του λέω; "Πεθαίνω απ' την πείνα" "Και γιατί δεν τρως την πατάτα σου;" "Τη φυλάω μπας κι έρθει κανένας καθυστερημένος". Και όλο το αυτί του, πράγματι προς το μονοπάτι. Ηρθε κι αυτός ο καθυστερημένος κι ο Βασίλης έτρεξε να τον υποδεχτεί. Του 'φτιαξε τόπο να πλαγιάσει και του 'δωσε και την πατάτα του ολόκληρη. Δεν είχα δει ποτέ μου τέτοιο πράγμα...».
Στην Ικαρία ο συνθέτης συναντά τον Βασίλη Ζάννο κάθε Πέμπτη. «... Μόλις τελειώναμε με τα κομματικά, συνέχιζα με τη μουσική». Εκεί ο Μίκης του τραγουδά τα μουσικά θέματα από την «Ελληνική Αποκριά» και άλλες συνθέσεις που έχει γράψει στο νησί.
Την εκτέλεση του Βασίλη Ζάννου ο συνθέτης την πληροφορείται στη δεύτερη εξορία του στην Ικαρία. Τον πιάσανε με την υπόθεση Χρήστου Λαδά. «Στην ασφάλεια... τον είχαν γυμνό και δεμένο πάνω στον πάσσαλο, σαν το Χριστό. Την ημέρα που θα τον εκτελούσαν, μαζί με τον Μακρίδη, τον Ψωμιάδη και τους άλλους, βάλανε στο κελί τους ένα μουσικό... Ηταν γνώριμοι από την Ικαρία... Ο Ζάννος γυρίζει και του λέει: "Μίλησέ μας για τη σχολή των βεριστών". "Τι τις θέλουν τις γνώσεις", σκέφτηκε ο μουσικός, "αφού σε λίγες ώρες τα μυαλά τους θα είναι χώμα;"... Άρχισε να τους λέει για τον Λεονκαβάλο και τον Πουτσίνι. "Και τι είναι αυτό;" να ρωτά ο Βασίλης..."Λες, σκεφτόταν ο μουσικός, και πως αυτό το ερώτημα τον έκαιγε αληθινά, κι έπρεπε οπωσδήποτε να μάθει, ένα μέτρο πριν από το θάνατο"».
Πριν την εκτέλεση τους βασάνισαν φρικτά για τελευταία φορά. Οδηγώντας τους προς το εκτελεστικό απόσπασμα, ο Βασίλης Ζάννος φωνάζει: «"Με χορό, σύντροφοι, με χορό και με τραγούδι να πάμε στο θάνατο...". Κι άρχισε να τραγουδάει "Στη στεριά δε ζει το ψάρι"». Στους στρατιώτες που ετοιμάζονται να τον εκτελέσουν λέει: «Αδέρφια, δεν έχουμε μίσος για σας. Πεθαίνουμε για την πατρίδα. Πεθαίνουμε για τη λευτεριά. Πεθαίνουμε και για σας». Μερικοί συγκινούνται τόσο που αρνούνται να στοχεύσουν στην καρδιά. Ένας ασφαλίτης, βρίζοντας, άρχισε να τους γαζώνει με το αυτόματο...
Μνήμη του Βασίλη Ζάννου
Γύρω στα μέσα του Μάη του 1948, ένα πρωινό ξυπνήσαμε από τα κτυπήματα στην πόρτα μας. Ανοίγοντας η Ελένη μπουκάρανε τρεις ασφαλίτες. Όλοι οι άνδρες του σπιτιού ήμασταν υπό κράτηση. Ντυθήκαμε και πήγαμε για το Τμήμα. Βγήκαμε έξω στο δρόμο και περιμέναμε κι άλλους συλληφθέντες από τη γειτονιά για να μας μεταφέρουν όλους μαζί. Στο περίπτερο πρόσεξα ότι οι εφημερίδες είχαν πηχυαίους τίτλους και φωτογραφίες. Επρόκειτο για τον φόνο του Υπουργού Δικαιοσύνης Χρήστου Λαδά. Μεταξύ των εικονιζόμενων στην "Ακρόπολη" ήταν και ο Βασίλης Ζάννος αδερφός του φίλου μου και συμμαθητή μου Αντώνη Ζάννου. Έβαλα έτσι στο νου μου ότι μπορεί να τον συναντήσω στο Τμήμα. Φθάσαμε κάποια στιγμή μπουλουκηδόν στο ΙΓ' Παράρτημα Ασφαλείας Αθηνών στον Νέο Κόσμο. Ο κόσμος ήταν πολύς και στριμωγμένος στο υπόγειο. Μερικές ώρες μετά μας πήραν για ανάκριση. Ο πατέρας μου κι οι αδερφοί μου Μήτσος και Γιώργος υπέγραψαν δήλωση κι έφυγαν αμέσως. Η τακτική ήταν να καλούν έναν έναν στο γραφείο του Διοικητή Ασφάλειας, όπου άρχιζε το ψηστήρι πότε με το καλό και πότε με τις σφαλιάρες. Όσοι υπέγραφαν απολύονταν αμέσως, οι άλλοι μεταφέρονταν πάλι στο κρατητήριο για "ειδική μεταχείριση". Τις μέρες της σύλληψης του Βασίλη Ζάννου η μητέρα μου προσπαθούσε να τον βρει μαζί με την κυρία Κλειώ, την δική του. Τις έστελναν από όροφο σε όροφο και τελικά τις έδιωξαν. Όμως κατεβαίνοντας τις σκάλες σε έναν όροφο, από μια μισάνοιχτη πόρτα το διέκριναν σε μια πολυθρόνα λιώμα από τα βασανιστήρια.
(Κουτσογιαννόπουλος Βάσος,
Μαρτυρίες Εξορίας, Βιβλιόραμα, 2014 σελ 24, 34)
Πρέπει να ήταν άνοιξη του 1948 όταν δολοφονήθηκε ο Υπουργός Δικαιοσύνης Λαδάς. Η ΟΠΛΑ Αθήνας είχε λάβει εντολή να τον σκοτώσει αφού είχε στείλει στα αποσπάσματα όλο το άνθος της νεολαίας της Εθνικής Αντίστασης. Εγώ τότε είχα αρχίσει να δουλεύω σε τυπογραφείο και ήρθαν και μας μάζεψαν 4-5 παιδιά της παλιάς ΕΠΟΝ από τη δουλειά. Δεν μίλησε κανένας. Ρωτάω τον χωροφύλακα που μας πάνε και γιατί. Μου λέει "Βούλωσε το στόμα σου και προχώρα". Μας χώσανε στην Γενική Ασφάλεια Αθηνών σαν σαρδέλες στο υπόγειο κρατητήριο. Εκεί περίμενα ως το βράδυ. Παίρνανε 4-5 τη φορά αλλά εμείς ήμασταν σίγουρα 1000 με 1500 μέσα εκεί. Άλλους τους αφήνανε μετά από δήλωση άλλους τους φέρνανε λιώμα στο ξύλο στα διπλανά κελιά. Το βράδυ πιάσανε την κουβέντα με το διπλανό θάλαμο ψιθυριστά. Μάθαμε πως στους πάνω ορόφους είχανε 5-6 βασικούς υπόπτους και τους είχανε σακατέψει στο ξύλο. Είχανε ειδικά δωμάτια με ηχομόνωση από παχύ μπετό στους τοίχους. Το πρωί ακούω " Τσελέπης Κώστας, Παπακωνσταντίνου Κυριάκος και Τσάκος Γιάννης γρήγορα έξω". Βγήκα. Μας πήγαιναν στο διευθυντή. Δεν καταλάβαινα γιατί αλλά τότε δεν ήξερα πως ο μπάρμπας μου ο ταξίαρχος Παπακωνσταντίνου είχε ήδη πάρει και απαιτήσει να με αφήσουν. Εκεί περίμενα για κανένα δίωρο σε ένα διάδρομο. Καθόμουνα σε ένα ξύλινο πάγκο και στο βάθος του διαδρόμου ήταν μια μισάνοιχτη πόρτα που μπροστά της είχε ένα χωροφύλακα που βημάτιζε βαριεστημένος. Μου έκανε εντύπωση ότι κράταγε αυτόματο σαν σκοπός. Στο διάδρομο ακούγονταν ένα υπόκωφο μουρμούρισμα. Μετά από λίγο πλησίασα τον χωροφύλακα και ζήτησα τσιγάρο. Εκείνος μου είπε βαριεστημένα να πάω να κάτσω στη θέση μου. Συνειδητοποίησα ότι το μουρμούρισμα έβγαινε από την πόρτα. Μετά από λίγο ήρθε μια καθαρίστρια με έναν κουβά και μπήκε στο δωμάτιο. Ο χωροφύλακας κάτι της είπε και κατέβηκε για τσιγάρο. Τότε βρήκα την ευκαιρία να κάνω μια μικρή βόλτα κοντά στην πόρτα γιατί με είχε φάει η περιέργεια να δω ποιος ήτανε μέσα. Είδα έναν άνθρωπο δεμένο σε μια καρέκλα που είχε προσαρμοσμένα λουριά. Το πρόσωπό του ήταν μπλαβί και έσταζε από το σώμα του ολόκληρο αίματα στο πάτωμα. Ήτανε γυμνός. Η καθαρίστρια σφουγγάριζε το πάτωμα προσπαθώντας να μην κοιτάει τον άνθρωπο. Αυτός πρέπει να ήταν σε αφασία γιατί μουρμούριζε και βόγκαγε συνέχεια. Φοβήθηκα και πήγα να κάτσω πάλι στη θέση μου. Είχα αποφασίσει ότι θα υπόγραφα ότι μου βάζαν μπροστά μου. Αυτός ήταν ο Ζάννος. Τον είχανε κάνει μαύρο στο ξύλο. Αργότερα έμαθα ότι του κάνανε φάλαγγα, ηλεκτροσόκ και του βγάλαν τα νύχια. Ο κουβάς της καθαρίστριας βγήκε γεμάτος κοκκινόμαυρο νερό από εκεί μέσα (...)
Κυριάκος Παπακωνσταντίνου, Μαρτυρία, 2010 Ιούνιος
Το τελευταίο γράμμα του Βασίλη Ζάννου
Όταν θα παρετε το γράμμα μου θα είμαι ήδη νεκρός. Μην κλάψετε όμως καθόλου. Δεν ταιριάζουν κλάματα σε εκείνους που πέφτουν για την Πατρίδα και το λαό μας. Από το αίμα το δικό μας θα μεγαλώσει το δέντρο της λευτεριάς και της ειρήνης. Ήταν λογική συνέπεια της ζωής μου ο θάνατος αυτός. Είμαι ευτυχής γιατί πέφτω όρθιος και δε ζω σούρνοντας. Έτσι μας έμαθε κάποιος του οποίου παιδιά είμαστε.
Είμαι ευτυχής γιατί πέφτω όρθιος και δε ζω σούρνοντας. Ετσι
μας έμαθε κάποιος του οποίου παιδιά είμαστε... Ματώσαμε τα
πόδια, βάψαμε με αίμα το μονοπάτι, το μονοπάτι να γίνει δρόμος
και ο δρόμος λεωφόρος για να βαδίσουν όλα τα παιδιά της
Ελλάδας και όλου του κόσμου χωρίς κόπο.
Στο θάλαμο αυτό τώρα δα είμαστε 27. Αν θα μπορούσατε να μας
βλέπατε, δε θα αισθανόσαστε τίποτε άλλο παρά να τραγουδήσετε
μαζί και να γελάσετε. Δεν είναι δυνατόν να φανταστείτε τι
καλαμπούρι γίνεται. Σκέτος χορός, τραγούδια λαϊκά του αγώνα και άλλα.
Κι όμως σε 7 ώρες δε θα ζει κανένας
μας.
Μαμά σε λάτρεψα το ξέρεις για αυτό προτίμησα τον τίμιο θάνατο. Όλα τα παιδιά μας ανέθρεψες με τίμιες αρχές για αυτό να είσαι περήφανη, σε κούρασα πολύ στη ζωή, στενοχωρεθήκατε πολύ ίσως για αυτό κι συ με αγάπησες πολύ. Σε είχα κουράσει τόσο, μαμά συγχώρεσέ με.
Μπαμπά να είσαι περήφανος. Ξέρω πως θα αισθάνεσαι και συ... Σφίξε τα δόντια, κοίτα μπροστά. Μπροστά είναι το φως. Ήσουν πάντα παλλικάρι στη ζωή, γιάντεψε τώρα πια για τ' άλλα τα παιδιά. Σε σκέπτομαι σημαντικά στο θάλαμό σου καπνίζοντας το ένα πίσω από το άλλο τα τσιγάρα, μα που και που σφίγγεις τα δόντια, κράτα το δάκρυ και χαμογέλασε.
Γιάννη μου ίσως στη ζωή να μην νοιώσαμε βαθιά ο ένας τον άλλο, τουλάχιστο δεν το εκδηλώσαμε, είμαστε λίγο διαφορετικοί άνθρωποι βλέπεις. Μα σε αγάπαγα πολύ, ξέρω τι έκανες για μένα και σε ευχαριστώ.
Άννα μου θυμάσαι τι λέγαμε. Θέλει αίμα ακόμα πολύ το δέντρο της λευτεριάς, ήξερα τότε ότι και το δικό μου αίμα θα το χρειαστεί. Δεν έκανα τίποτε άλλο παρά το ελάχιστο καθήκον προς το λαό μας. Δεν σε ξέχασα ούτε στιγμή. Δεν ξέρω μα ήσουν η συμπάθειά μου. Γεια σου Αννούλα μου. Στον Τατάκη μου θέλω να μιλάτε για τον Τσίτσι του. Μεγαλώστε τον όπως λέγαμε.
Φωτεινίτσα μου, είσαι σπουδαίο κορίτσι. Είχες κάτι το περίεργο, παλλικαρίσιο, μου είχε κάνει εντύπωση η ευθύτητά σου, καθαρό ποτάμι ήσουνα για αυτό και β΄ρισκεσαι εκεί που είσαι τώρα. Μην ξεφύγεις καθόλου. Ο θάνατός μου ας σε ατσαλώσει. Έτσι δένεται το ατσάλι.
Κούλα μου διακοπτω λίγο γιατί ο Κουμπάρος μου με έκανε να σκάσω στα γέλια. Συνεχίζω. Ήσουνα η ιδιαίτερη αγάπη μου. Τέτοια αδελφούλα είναι λίγο σπάνιο πράγμα. Δεν σου γράφω άλλο γιατί εσύ με καταλαβαίνεις τι θα σου έγραφα. Σε σένα και στον Αντωνάκη αφήνω όλα τα βιβλία μου.
Αντωνάκη μου, πρόσεξε τη μαμά και τον μπαμπά, όλους, εσύ πια είσαι το παλλικάρι του σπιτιού. Θέλω να πας αν μπορέσεις στο Πολυτεχνείο. Και όχι πολλές... μία και καλή. Πρόσεξε. Πεθαίνω ευτυχής γιατί ξέρω τι αφήνω πίσω μου. Σφίξε τα δόντια σου.
ΥΓ Αυτά που έγραψαν οι εφημερίδες ότι είπα στο τέλος της δίκης είναι αισχρά ψέμματα. Ξέρετε το. Ήμουν όρθιος σ' όλη τη δίκη ο ίδιος.
Γεια σας - Γεια σας
Βασίλης Ζάννος
Φωτογραφικό υλικό
|
Οι καταδικασθέντες για τη δολοφονία Λαδά. Τρίτος από αριστερά ο Βασίλης Ζάννος |
|
To τελευταίο γράμμα του Βασίλη Ζάννου |