"Οταν ο λαός βρίσκεται μπροστά στον κίνδυνο της τυραννίας διαλέγει ή τις αλυσίδες ή τα όπλα"

"Οταν ο λαός βρίσκεται μπροστά στον κίνδυνο της τυραννίας διαλέγει ή τις αλυσίδες ή τα όπλα"

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Κυριακή 13 Μαΐου 2012

Η ιστορία της πρώτης έκδοσης του «Επιταφίου» του Γιάννη Ρίτσου

Από τον κυριακάτικο Ριζοσπάστη

Ο «Επιτάφιος», πανθομολογουμένως, αποτελεί ιερό κειμήλιο της Νεοελληνικής Ποίησης, το ποιητικό μέγεθος του οποίου έχουν αποτιμήσει πολλοί μελετητές της λογοτεχνίας μας. Ο «Επιτάφιος» όμως, αποτελεί και κειμήλιο της πολιτικής Ιστορίας μας. Κατ' επέκταση, η πρώτη έκδοσή του από το «Ριζοσπάστη», αποτελεί μεγάλης σημασίας, πολύπλευρων διαστάσεων γεγονός, το οποίο έχει καταγραφεί σε αμέτρητες σελίδες βιβλίων, εφημερίδων και περιοδικών, από το ματοβαμμένο Μάη του 1936 στη Θεσσαλονίκη μέχρι σήμερα. Ενδεικτικά αναφέρουμε, την παρουσίαση της έκδοσης του «Επιταφίου» από τον Αλκιβιάδη Γιαννόπουλο, στο περιοδικό της Θεσσαλονίκης «Μακεδονικές Ημέρες», τεύχος 6-7, Ιούλιος-Αύγουστος 1936.
Ποια η ιστορία του «Επιταφίου» και της έκδοσής του;
Πρωτομαγιά του '36. Η εργατιά της Θεσσαλονίκης κλιμακώνει τους απεργιακούς αγώνες, που ξεκίνησαν το Μάρτη. Οι καπνεργάτες κάνουν απεργία πείνας. Συμπαραστεκόμενοι στους καπνεργάτες, απεργούν και πολλοί άλλοι κλάδοι. Εργατοϋπάλληλοι, υφαντουργοί, τσαγκαράδες, αυτοκινητιστές, χαρτεργάτες, τυπογράφοι και άλλοι. Καθημερινά, τις πρώτες ημέρες του Μάη, οι δρόμοι πλημμυρίζουν εργατιά. Στις 8 του Μάη η Χωροφυλακή στήνει παντού πολυβολεία. Και στις 9 του Μάη (Σάββατο ήταν) η Χωροφυλακή χτυπά τον άοπλο λαό. Πρώτος νεκρός ο κομμουνιστής αυτοκινητιστής Τάσος Τούσης. Σύντροφοί του, ξηλώνουν μια πόρτα και μεταφέρουν πάνω της το νεκρό κορμί του. Ενα τανκ τους σταματά. Νεκροί άλλοι οχτώ εργάτες και μια εργάτρια. Εκατοντάδες οι τραυματίες. Η μάνα του Τάσου Τούση, μέσα στο χαλασμό, ψάχνει τις εργάτριες κόρες της. Ξάφνου, μπρος της, ο σκοτωμένος γιος της. Σωριάζεται. Σπαράζει. Θρηνεί το γλυκύ της έαρ, το γλυκύτατό της τέκνο. Ενας φωτογράφος αποτυπώνει την εικόνα.
Κυριακή, 10 του Μάη, ο «Ριζοσπάστης» δημοσιεύει τη φωτογραφία της θρηνούσας μάνας στην πρώτη του σελίδα, κάτω από εκτενέστατο ρεπορτάζ με τίτλο «Η χτεσινή άγρια σφαγή του λαού της Θεσσαλονίκης» και σε μέσα σελίδα.
Ο Γιάννης Ρίτσος -μέλος του ΚΚΕ και από το 1934 συνεργάτης του «Ρ», όπου πρωτοδημοσίευσε ποιήματά του («Γράμματα για το μέτωπο», «Γράμματα από το μέτωπο»), με το ψευδώνυμο I. Σοστίρ (πρόκειται για αντιστροφή του ονόματός του)- συγκλονίζεται διαβάζοντας το ρεπορτάζ του «Ρ» και βλέποντας τη φωτογραφία της μάνας. Ο βασανισμένος από τη φυματίωση Ρίτσος, κλείνεται στη σοφίτα του, στην οδό Μεθώνης 30, και μένοντας άυπνος σχεδόν δυο μερόνυχτα και κάνοντας συνεχώς αιμοπτύσεις, γράφει τον «Επιτάφιο». Δεκατέσσερα θρηνητικά ποιήματα. Στις 11 του Μάη, με τον σύντροφο του Ευθύφρονα Ηλιάδη, στέλνει τρία από αυτά τα ποιήματα στο «Ρ». Στις 12 του Μάη ο «Ρ» δημοσιεύει τα τρία ποιήματα, τοποθετημένα το ένα κάτω από το άλλο, με αρίθμηση 1,2,3, με τίτλο «ΜΟΙΡΟΛΟΪ», υπότιτλο «Στους ηρωικούς εργάτες της Θεσσαλονίκης», υπέρτιτλο «Ο ΠΑΛΜΟΣ ΤΟΥ ΛΑΟΥ». Τα τρία ποιήματα για το νεκρό παλικάρι συγκλονίζουν τους αναγνώστες του «Ρ», καθώς συνεχιζόταν και η σφαγή των εργατών.
Λίγες ημέρες αργότερα ο «Ριζοσπάστη» αναγγέλλει τη δημοσίευση, στις 29 του Μάη, ενός τέταρτου ποιήματος του «Επιταφίου» στο περιοδικό της ΟΚΝΕ «Νεολαία».
Στο μεταξύ, ο ποιητής έχει ήδη στείλει στο «Ρ» και τα δεκατέσσερα ποιήματα του «Επιταφίου». Ο «Ρ» στις 23 και στις 25 Μάιου 1936, με τίτλο «Επιτάφιος», ανακοινώνει την κυκλοφορία «σε λίγες μέρες» του «Επιταφίου». Στις 7 Ιουνίου 1936 αναγγέλλει για την επομένη (8 Ιουνίου): «Κυκλοφορούν αύριο τα βιβλία μας: 1) «Πέντε χρόνια αγώνων» 2) «Διαλεκτικός υλισμός» 3) «Επιτάφιος». Στις 9 Ιουνίου 1936 διαφημίζει: «ΓΙΑΝΝΗ ΡΙΤΣΟΥ "ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ" (Τραγούδια για το μακελειό της Θεσσαλονίκης)».
Η έκδοση του «Επιταφίου» από το «Ρ», κυκλοφόρησε σε 10.000 αντίτυπα, αριθμός ρεκόρ για τα εκδοτικά δεδομένα της εποχής. Το εξώφυλλο του, διαστάσεων 24x17 εκατοστά, εικονογραφήθηκε με σχέδιο του Γιώργου Λιδάκη, φιλοτεχνημένο με σινική μελάνη. Σε 14 σελίδες, διαστάσεων 23,5x16 εκατοστά, περιλήφθηκαν με λατινική αρίθμηση I-XΙV, τα δεκατέσσερα ποιήματα που έγραψε και ολοκλήρωσε ο Γ. Ρίτσος στο διάστημα 10-12 του Μάη.
Το βιβλίο γίνεται ανάρπαστο. Ο «Ρ» σκοπεύει να κυκλοφορήσει και δεύτερη έκδοση του «Επιταφίου», η οποία θα περιλάμβανε και άλλα έξι τραγούδια, τα οποία είχε ήδη γράψει και δώσει στο «Ρ» ο ποιητής. Η δεύτερη έκδοση του «Ρ» ματαιώνεται, με την επιβολή της δικτατορίας του Μεταξά την 4η Αυγούστου. Τα «κοράκια» της συντάσσουν πάραυτα τον πρώτο κατάλογο απαγορευμένων βιβλίων, κατάσχουν τα τελευταία 250 αντίτυπα της πρώτης έκδοσης του «Επιταφίου» από το «Λαϊκό Βιβλιοπωλείο» και τα καίνε δημόσια. Τα ρίχνουν στην πυρά, μπροστά στους Στύλους του Ολυμπίου Διός, μαζί με βιβλία του Μαρξ, του Μαξίμ Γκόρκι, του Ανατόλ Φρανς.
Είναι προφανές ότι η πλειοψηφία των 9.750 αντιτύπων του «Επιταφίου» που πρόλαβαν να πουληθούν πριν επιβληθεί η μεταξική δικτατορία, είχαν την «τύχη» των διωκόμενων κατόχων τους. Γι' αυτό, παρά τις αλλεπάλληλες εκδόσεις του «Επιταφίου» (η δεύτερη έκδοσή του έγινε το 1956 από τον «Κέδρο» και συμπεριέλαβε τα 14 ποιήματα της πρώτης έκδοσης και τα άλλα 6 που θα περιλάμβανε η δεύτερη έκδοση του «Ρ»), αυτό το ανάτυπο της πρώτης έκδοσης του «Επιταφίου» δεν αποτελεί μόνο μια συλλεκτική έκδοση. Αποτελεί και φόρο τιμής στην «Ποίηση» των αγώνων και θυσιών του λαού. Φόρο τιμής και στην αθάνατη ποίηση του Γιάννη Ρίτσου.


Ο ματωμένος Μάης του '36

Τετάρτη 29 Απρίλη 1936. Δώδεκα χιλιάδες καπνεργάτες της Θεσσαλονίκης - εκ των οποίων περίπου το 70% γυναίκες κατεβαίνουν σε απεργία, ύστερα από απόφαση της Πανελλήνιας Καπνεργατικής Ομοσπονδίας (ΠΚΟ). Κυριότερο αίτημά τους έχουν την αύξηση των ημερομισθίων στις 120 - 135 δραχμές με την εφαρμογή της σύμβασης του 1924. Η απεργία ξεκινάει από τις 9.30 το πρωί. Τα καπνομάγαζα κλείνουν και οι απεργοί κατευθύνονται αρχικά στα γραφεία της Ομοσπονδίας και στη συνέχεια στον κινηματογράφο «Πάνθεον», όπου έχουν συγκέντρωση, για να συζητήσουν και να αποφασίσουν τα μέτρα που πρέπει να λάβουν για την περιφρούρηση του αγώνα τους. Εξω από τον κινηματογράφο, η αστυνομία με ισχυρές δυνάμεις δείχνει έτοιμη, ανά πάσα στιγμή να χτυπήσει.
Οι απεργοί αγνοούν την προκλητική αστυνομική παρουσία, εκλέγουν Κεντρική Επιτροπή Αγώνα και στις 12.30 το μεσημέρι η Επιτροπή κάνει παράσταση στον γενικό Διοικητή Μακεδονίας Κ. Πάλλη με το υπόμνημα των αιτημάτων των καπνεργατών. Την ίδια μέρα ξεσπά η απεργία στο Βόλο και τις Σέρρες.
Πολύ γρήγορα, η απεργία επεκτείνεται και στην υπόλοιπη Ελλάδα. Την Πέμπτη, 30 Απρίλη, στην απεργία κατεβαίνουν τα Σωματεία καπνεργατών στην Καβάλα και στη Δράμα. Το Σάββατο 2 Μάη θα προστεθούν τα Σωματεία Αγρινίου, Κομοτηνής, Σάμου, Σιδηροκάστρου, Προσοτσάνης, Νιγρίτας, Ξάνθης, Λαγκαδά, Σιάτιστας, Καρδίτσας, Πειραιά κ.ά. Την Τρίτη 5 Μάη - 7η μέρα της απεργίας, κατεβαίνουν σε συμπαράσταση στη Θεσσαλονίκη οι κλωστοϋφαντουργοί, οι χαρτεργάτες, οι τσαγκαράδες και οι λαστιχάδες. Στις 6 Μάη το μεσημέρι μέλη φασιστικών οργανώσεων τους οποίους χρησιμοποιεί το κράτος πυροβολούν και τραυματίζουν τον καπνεργάτη Κώστα Σαμιώτη 20 χρόνων.
Την επομένη, 7 Μάη, το Ενωτικό Εργατικό Κέντρο Θεσσαλονίκης καλεί την εργατική τάξη σε επιφυλακή για 24ωρη απεργία συμπαράστασης. Εν τω μεταξύ, η εργατική τάξη της Ελλάδας συμπαραστέκεται στους απεργούς. Οι πιο μαζικές ομοσπονδίες του Ηλεκτρισμού, Δέρματος, Οικοδόμων, Επισιτισμού, Ιματισμού, Κουρέων, Αρτεργατών, Φυματικών, το Ενωτικό Εργατικό Κέντρο Αθήνας, με τηλεγραφήματά τους προς τη Γενική Διοίκηση Μακεδονίας τονίζουν ότι αν δε λυθούν τα δίκαια αιτήματα των Καπνεργατών, των τσαγκαράδων και υφαντουργών και σε περίπτωση που εφαρμοστούν τα τρομοκρατικά μέτρα που εξαγγέλθηκαν, η εργατιά όλης της χώρας θα κατέβει σε πανελλαδική απεργία. Αυτή τη μέρα φτάνει στη Θεσσαλονίκη, επιστρέφοντας από το Βελιγράδι, ο πρωθυπουργός της χώρας και μετέπειτα δικτάτορας Ι. Μεταξάς, ο οποίος σε κοινή σύσκεψη που είχε με τον Γενικό Διευθυντή και τον Σωματάρχη του Γ΄ Σώματος Στρατού δίνει το «πράσινο φως» για την καταστολή της απεργίας.
Σε λίγες ώρες, η συμπρωτεύουσα θα ζούσε μια από τις ηρωικότερες σελίδες της Ιστορίας της.
Στις 8 Μάη, λίγο πριν το μεσημέρι, εφτά χιλιάδες απεργοί της Θεσσαλονίκης κατευθύνθηκαν προς τη γενική Διοίκηση Βορείου Ελλάδος, για να απαιτήσουν την άμεση επίλυση των αιτημάτων τους. Δυνάμεις έφιππης και πεζής χωροφυλακής προσπάθησαν να τους σταματήσουν, χωρίς όμως να το πετύχουν. Τότε άρχισαν να πυροβολούν κατά του άοπλου πλήθους, που ύστερα από το πρώτο σοκ ανασύνταξε τις δυνάμεις του κι άρχισε να στήνει οδοφράγματα. Την ίδια ώρα, άλλη διαδήλωση από τρεις χιλιάδες περίπου εργάτες, που κατευθυνόταν επίσης προς το διοικητήριο, δέχτηκε κι αυτή επίθεση από τους χωροφύλακες. Οι εργάτες κατάφεραν να σπάσουν τις ζώνες των χωροφυλάκων και να ενωθούν με τους συναδέλφους τους στα οδοφράγματα.
Μέσα σε λίγη ώρα, τα νέα είχαν φτάσει σε κάθε σημείο της πόλης κι ο κόσμος κατέβαινε από τις συνοικίες προς το κέντρο για να βοηθήσει τους αγωνιζόμενους εργάτες. Οι αρχές τρομοκρατήθηκαν. Ο Διοικητής της φρουράς Θεσσαλονίκης έδωσε διαταγή στο στρατό να χτυπήσει τους διαδηλωτές αλλά οι φαντάροι δεν υπάκουσαν. Τρεισήμισι ώρες κράτησαν οι οδομαχίες και τελικά οι διαδηλωτές υποχώρησαν. Πολλοί εργάτες είχαν τραυματιστεί, αλλά η αγανάκτηση του λαού ήταν στο κατακόρυφο. Το βράδυ, πολλά σωματεία της Θεσσαλονίκης (αυτοκινητιστές, λιμενεργάτες, οικοδόμοι, τροχιοδρομικοί κ.ά.) κήρυξαν απεργία.
Την επομένη, 9 Μαΐου, η απεργία στη συμπρωτεύουσα είχε γενικευτεί. Μαζί με τους εργάτες κατέβηκαν σε απεργία διαμαρτυρίας και οι επαγγελματίες, οι βιοτέχνες και οι φοιτητές.
Ετσι οι χωροφύλακες από νωρίς το πρωί άρχισαν τις επιθέσεις εναντίον εργατικών συγκεντρώσεων. Η πρώτη σοβαρή σύγκρουση έγινε μεταξύ χωροφυλακής και απεργών αυτοκινητιστών στην οδό Εγνατία. Οι χωροφύλακες χτύπησαν στο ψαχνό και σε λίγο έπεσε ο πρώτος νεκρός απεργός: ήταν ο αυτοκινητιστής Τάσος Τούσης. «Το πλακόστρωτο και οι γύρω δρόμοι βάφονται με αίμα. Παντού ακούγονται αγκομαχητά των πληγωμένων και οι κατάρες του πλήθους ενάντια στους φονιάδες. Γίνεται διαδήλωση με το νεκρό εργάτη πάνω σε μια πόρτα μπροστά προς το Διοικητήριο, από το οποίο απουσιάζει ο Διοικητής, όχι, όμως και οι χωροφύλακες που το φυλάνε πάνοπλοι. Την ίδια ώρα οι καμπάνες σε όλες τις συνοικίες χτυπάνε συναγερμό, ο λαός ξεχύνεται στους δρόμους και κατηφορίζει προς το κέντρο. Πορείες με υψωμένες τις γροθιές ενώνονται με τους απεργούς, ενώ κόκκινα λάβαρα βαμμένα από το αίμα των δολοφονημένων εργατών ανεμίζουν. Οι πρώτοι νεκροί: Β. Σταύρου, Ιντο Σενόρ, Γ. Πανόπουλος, Αγλαμίδης, Σαλβατόρ Ματαράσο, Δημ. Λαϊλάνης, Σ. Διαμαντόπουλος, Γιάννης Πιτάρης, Ευθύμης Μάνος, Μανώλης Ζαχαρίου, Αναστασία Καρανικόλα».
Οι μαζικές δολοφονίες διαδηλωτών προκαλούν νέα κύματα οργής και αγανάκτησης. Ολη η πόλη έχει ξεσηκωθεί, ενώ οι στρατιώτες αρνούνται να σηκώσουν όπλο κατά του λαού και συγκρούονται με τους χωροφύλακες.
Στις 5 μ.μ. πραγματοποιείται νέα λαϊκή συγκέντρωση στη διασταύρωση των οδών Εγνατία και Βενιζέλου χωρίς να υπάρξουν επεισόδια. Οι συγκεντρωμένοι εκδίδουν ψήφισμα το οποίο λέει:
«Απας ο λαός της Θεσσαλονίκης συγκεντρωθείς εις παλλαϊκήν συγκέντρωσιν και ακούσας των ρητόρων, αποφασίζει:
1) Εκφράζει τον αποτροπιασμόν και την αγανάκτησίν του διά τους δολοφόνους.
2) Διαδηλώνει την συμπάθειάν του προς τους αγωνιζόμενους απεργούς.
Και ζητεί: 1) Παραίτησιν της κυβερνήσεως.
3) Αμεσον σύλληψιν του διευθυντού της Αστυνομίας Ντάκου και την αντικατάστασιν του Γενικού Διοικητού Πάλλη.
4) Επίλυση όλων των αιτημάτων των απεργών και ακύρωσιν της αποβολής του φοιτητή Καββαδία.
5) Απελευθέρωσιν όλων των συλληφθέντων.
6) Απόδοσιν των θυμάτων εις τα εργατικά Σωματεία προς κήδευσιν.
7) Να επιτραπεί αύριον η τέλεσις παλλαϊκού μνημοσύνου.
Δηλώνει:
ότι θα συνεχίσει την απεργίαν μέχρις της πλήρους επιλύσεως όλων των αιτημάτων και αναθέτει εις τον Διοικητήν του Γ. Σ. Στρατού τη διαβίβασιν του παρόντος ψηφίσματος εις την κυβέρνησιν».
Το βράδυ της 9ης Μαΐου ο λαός της Θεσσαλονίκης φαίνεται ότι είναι εξουσία στην πόλη. «Οι αρχές είχαν ουσιαστικά καταλυθεί. Οι συνοικισμοί όλοι είχαν καταληφθεί από τους διαδηλωτάς», γράφει ο επιμελητής του ημερολογίου του Ιωάννη Μεταξά, Π. Σιφναίος.
Με δεδομένη αυτήν την κατάσταση, ο Μεταξάς διέταξε να κινηθεί το Σύνταγμα Λαρίσης προς τη Θεσσαλονίκη και μοίρα του Στόλου να καταπλεύσει προς την πόλη. Ετσι για να αποφευχθεί μαζική αιματοχυσία εργατών, η απεργία λύθηκε με συμβιβασμό που επιτεύχθηκε σε κεντρικό επίπεδο στον οποίο συνέβαλε και η Ενωτική ΓΣΕΕ.



3 σχόλια:

  1. Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Μάης 1936: Η ζωή και ο θάνατος του Τάσου Τούση, του ανθρώπου που έγινε σύμβολο
    Η εποχή κοινωνικής και πολιτικής κρίσης του Μεσοπολέμου, δοσμένη μέσα από την πορεία ενός ανθρώπου
    http://aftercrisisblog.blogspot.gr/2014/04/blog-post_30.html

    ΑπάντησηΔιαγραφή