Τρίτη 31 Μαΐου 2011

Η μάχη στο Λεωνίδιο Αρκαδίας

Το Λεωνίδιο γεωγραφικά βρίσκεται στο Νοτιοανατολικό άκρο του Νομού Αρκαδίας. Με υψόμετρο 60 µ. απέχει λιγότερο από 4 χλµ. από την παραλία (θάλασσα) και εξυπηρετείται από το λιμάνι της Πλάκας. Έχει 3.230 κατοίκους οι οποίοι προέρχονται από τους παλιούς Τσάκωνες. Από τη Βόρεια πλευρά εκτείνεται η συνέχεια του ορεινού όγκου του Πάρνωνα και παράλληλα υψώνεται µια σειρά από εκατοντάδες μέτρων απροσπέλαστης βραχώδης έκτασης, όπου εντός της κοιλάδας είναι κτισμένο το Λεωνίδιο. Η πρόσβαση και η προσέγγιση οδικώς γίνεται µόνο από το δρόμο που οδηγεί στην κωμόπολη από την Ανατολική πλευρά. Από δε τη Βορειοδυτική πλευρά συνέχεια της χαράδρας είναι είσοδος όπου εκεί δεσπόζει ο παλιός ανεμόμυλος του Μανωλάκη. Κατά τα άλλα φρούριο µε αμυντικό έρεισμα, όπως θα περιγράψουμε πιο κάτω.
 
 
Την εποχή των εμφυλιακών συγκρούσεων η Α.Σ.Δ.Π. (Ανωτέρα Στρατιωτική Διοίκηση Πελοποννήσου) του Κυβερνητικού Στρατού εγκατέστησε στο Λεωνίδιο αμυντικά µία προκεχωρηµένη βάση και την οργάνωσε από 350 ένοπλους μικτή δύναμη στρατιώτες-χωροφύλακες και Μ.Α.Υδες οι οποίοι ήσαν επιστρατευμένοι οπλίτες-πολίτες. Με τη βοήθεια που παρείχαν οι κάτοικοι της κωμόπολης Λεωνιδίου περιμετρικά κατασκεύασαν αρκετό φυλάκια σε στρατηγικά σημεία, τοποθετώντας βαριά πολυβόλα και μεγάλου διαμετρήματος όλμους µε αφθονία πυρομαχικών, µε αποτέλεσμα να καθιστούν αδύνατη την προσβολή και ενδεχομένη επίθεση των ανταρτών του Δ.Σ.Ε(είχαν δημιουργήσει φράγμα πυρός και θανάτου για κάθε εισβολέα, καλομελετημένο και καλοσχεδιασμένο από στρατιωτικής πλευράς.
 
 Στην είσοδο του Λεωνιδίου που εισέρχεται από τον Κοσμά, Παλιοχώρι και Άγιο Βασίλειο, δεσπόζει ο ανεμόμυλος του Μανωλάκη ως φυσικό και απόρθητο φρούριο. Εκεί είχε εγκατασταθεί µια μικτή διμοιρία από στρατιώτες M.A.Υ. και χωροφύλακες Μεταξύ αυτών των υπερασπιστών υπηρετούσε και ο χωροφύλακας Αντώνης Μπουρλόκας από το χωριό Βαλτέτσι Τριπόλεως. Επικεφαλής αυτού του αποσπάσματος ήταν ο ανθυπολοχαγός Γιάννης Λουµπαρδιάς από το Περιθώρι Τρίπολης. Από την οχύρωση στον ανεμόμυλο έλεγχαν τα πάντα οι υπερασπιστές του πλαισιούμενοι από βαριά πολυβόλα και όλμους. Επίσης στην παραλία στην Πλάκα λιμενιζόταν και περιπολούσε όλο το 24ωρο το αντιτορπιλικό του Πολεμικού Ναυτικού (Πολεμιστής) υπό τον κυβερνήτη, πλωτάρχη Πετρ. Σπυρομήλιο και τον επίσης κυβερνήτη ανθυποπλοίαρχο Νικ.Νομικό.
 
Αυτή ήταν η άμυνα του Λεωνιδίου από ξηράς, θαλάσσης και από αέρος όπου ανά πάσα στιγμή μπορούσε να επέμβει η αεροπορία από το αεροδρόμιο της Τρίπολης, όπως γινόταν κάθε τόσο συχνά σε χώρους προσβολής από τους αντάρτες. Ένας δε από τους έμπειρους αεροπόρους-χειριστές του φοβερού εκείνης της εποχής αεροπλάνου Spitfire ήταν ο Επισμηναγός Κώστας Καλαποθαράκος Μανιάτης στην καταγωγή και Αρχηγός Σμήνους της Πολεμικής Αεροπορίας.
 
Από την πλευρά του ΔΣΠ, οι δυνάμεις των ανταρτών του Πάρνωνα έλεγχαν τα ανταρτοχώρια της ευρύτερης περιοχής και ειδικότερα η 55η ταξιαρχία που είχε συγκροτηθεί από 800 μάχιμους αντάρτες µε Διοικητή τον φοβερό ανταρτοκαπετάνιο Αντισυνταγματάρχη Θόδωρο Γ. Πρεκεζέ του Δ.Σ. από την Αράχοβα, του οποίου ο προβληματισμός και η ανησυχία ήταν έντονος διότι το έτος 1949 ήρθε µε κακούς οιωνούς.
 
Πρώτον, διότι κατέβαινε από τη Βόρεια Ελλάδα η 9η Μεραρχία του Κυβερνητικού Στρατού µε µια δύναμη 20.000 εμπειροπόλεμων και καλά εξοπλισμένων στρατιωτών η οποία αφού αποβιβάστηκε στα παράλια της Βορείου Πελοποννήσου από Κόρινθο μέχρι Πάτρα, ξεχύθηκε ακάθεκτη προς την Κεντρική και Νότια Πελοπόννησο µε σκοπό να συντρίψει τους αντάρτες της 3ης Μεραρχίας του ΔΣΠ και να τους διαλύσει παντοιοτρόπως.
 
Δεύτερον, σε αυτό ακόμα προσετέθη η βαριά και άσχημη βαρυχειμωνιά και τα πολλά χιόνια τα οποία δημιούργησαν σοβαρά προβλήματα για την επιβίωση των ανταρτών. Τρίτον και σοβαρότερο οι αντάρτες της Ταξιαρχίας του Πάρνωνα έμειναν χωρίς ανεφοδιασμό από όπλα και πυρομαχικά, ακόμα και σε τρόφιμα και είδη υπόδησης και ένδυσης κυρίως μετά φυσικά τη βύθιση του πλοίου στον όρμο του Φωκιανού στις 23 Σεπτέμβρη 1948, το οποίο μετέφερε 120 τόνους πολεμικό υλικό προοριζόμενο για τον ανεφοδιασμό των ανταρτών του Πάρνωνα. Βλέπετε µια ατυχία πάνω στην άλλη. Γι' αυτό το λόγο απεφασίσθει να γίνει το κτύπημα στην κωμόπολη του Λεωνιδίου, άλλωστε ήταν και ο πιο κοντινός στόχος και µε το σκεπτικό να λεηλατήσουν τρόφιμα και να εξασφαλίσουν όπλα και πυρομαχικά σ' αυτές τις δύσκολες συνθήκες και συγκυρίες που είχαν περιέλθει.
 
Ο ταξίαρχος Αντισυνταγματάρχης Θόδωρος Γ. Πρεκεζές μαζί µε τους επιτελείς του και τους Αξιωματικούς σχεδίασε και απεφασίσθει το κτύπημα του στόχου του Λεωνιδίου, όπως προείπαμε. Ορίστηκε η 2Οη Ιανουαρίου και ώρα 1:00 μετά τα μεσάνυχτα και εδόθη εντολή στα Τμήματα να κάνουν το κτύπημα. Συνήθως αυτές οι ενέργειες βασίζονταν στον αιφνιδιασμό. Ο αιφνιδιασμός όμως απέτυχε διότι οι αμυνόμενοι είχαν τις πληροφορίες τους για την επικείμενη επίθεση και περίμεναν άγρυπνοι µε το δάχτυλο στη σκανδάλη.
 
Στις 19 Ιανουαρίου του 1949, τα Τμήματα της Ταξιαρχίας άρχισαν να περπατάνε μαζί μέσα στο χιόνι και μετά χωρίζουν παίρνοντας διαφορετικές κατευθύνσεις. Από τον Άγιο Βασίλη περνάει το τάγμα Τσουκόπουλου, ενώ η υπόλοιπη ταξιαρχία κατευθύνεται προς το Πλατανάκι και Παλιοχώρι. Ενώ κάποιοι αντάρτες, όπως λέει ο Κώστας Ντασόπουλος, διατάσσονται να φτιάξουν φορεία µε ελατόκλαρες, όλοι καταλαβαίνουν ότι θα επακολουθήσει κάποια σοβαρή επιχείρηση. 
 
Ένα μέρος της ταξιαρχίας µε το τάγμα Τσουκόπουλου καταλήγει έτσι και διανυκτερεύει στα τσοπανοκάλυβα της Βασκίνας.
 Ξημερώνοντας παίρνουν αυστηρή διαταγή να παραμείνουν εκεί ακίνητοι.
Στη διάρκεια της ημέρας τους μοιράζουν πυρομαχικά και τους διατάζουν να καθαρίσουν τα όπλα. Τα πράγματα ξεκαθαρίζουν τις βραδινές ώρες. Θα χτυπηθεί η εχθρική βάση στο Λεωνίδιο, που απέχει από εκεί μιάμιση ώρα δρόμο. 
 
Αν καταληφθεί η περιφερειακή αυτή κυβερνητική βάση µε τις πλούσιες αποθήκες σε πολεμικό υλικό, μπορεί να ανακουφίσει σημαντικά την ταξιαρχία από το εφιαλτικό κι άλυτο πρόβλημα του εφοδιασμού σε πυρομαχικά κι άλλο απαραίτητο υλικό και να δώσει άλλη προοπτική ανατρέποντας το επιτελικά σχέδια του Στρατού για στρατιωτική εξόντωση του αντάρτικου στην Πελοπόννησο.
 
Η πόλη είναι µεν αποκομμένη από άλλες Κυβερνητικές βάσεις αλλά η προσέγγιση της είναι δύσκολη. Βρίσκεται στο µέσο μιας κοιλάδας, που ξεκινώντας από βορειοδυτικά, από το στόμιο μιας βαθιάς απότομης χαράδρας, στην οποία χύνονται πολλά νερά από τον Πάρνωνα, σε μήκος μερικών χιλιομέτρων φαρδαίνει, όσο ανάγεται νοτιοανατολικά στην παραλία. Με ανοιχτό ορίζοντα µόνο προς τη θάλασσα περιβάλλεται και κλείνεται βαθιά από το συνεχόμενο ορεινό όγκο του Πάρνωνα. 
 
είσοδο υπάρχει ο ανεμόμυλος του Μανωλάκη και προστατεύεται γύρω από συρματοπλέγματα και ναρκοπέδιο καθώς και από μεγάλο μαντρότοιχο και χαράκωμα, που είναι αδύνατο να προσβληθεί, παρά µόνο από την είσοδο του, που βρίσκεται στην εσωτερική πλευρά προς την πόλη. Η εκπόρθηση όμως του στρογγυλού αυτού φρουρίου, που οι τοίχοι του έχουν πλάτος ένα μέτρο, αποτελεί προαπαιτούμενο για την επιτυχία της επιχείρησης, αφού από εκεί µε τα θεριστικά πυρά των πολυβόλων ελέγχεται σε μεγάλη έκταση όχι µόνο η είσοδος αλλά και η έξοδος και η αποχώρηση όσων επιχειρήσουν να µπουν στο Λεωνίδιο. 
 
Είναι επίσης γνωστό ότι η περιοχή επιτηρείται ασφυκτικά και από πολεμικά πλοία, που μπορούν να στρέψουν τα κανόνια τους και να συντρίψουν από μεγάλη απόσταση ότι κινείται εχθρικά στις βουνοπλαγιές ή να μεταφέρουν από αλλού ενισχύσεις. Πέρα από το ναυτικό στη διάρκεια της ημέρας αναμένεται και η επίθεση της αεροπορίας, που θα επιχειρήσει να τσακίσει από ψηλά τα αποχωρούντα αντάρτικα τμήματα, ενώ δεν αποκλείεται και πιθανή επιχείρηση εγκλωβισμού των ανταρτών από τα νώτα, από κυβερνητικές δυνάμεις που θα κινητοποιηθούν γρήγορα από την περιοχή της Λακωνίας δυτικά για να τους εγκλωβίσουν, ενώ θα ανηφορίζουν κατάκοποι από τη μάχη. 
 
Το φεγγάρι της νύχτας 20 προς 21 του Γενάρη βοηθάει τους αντάρτες να µην τσακιστούν στα βράχια και στις σάρες στην απότομη κατάβαση μέσα στα χιόνια και µε τη βοήθεια οδηγών, που γνωρίζουν την περιοχή, κινούνται προς το Λεωνίδιο.
 
Η προσβολή του ανεμόμυλου έχει ανατεθεί σε µια επίλεκτη αποφασισμένη ομάδα βαθμοφόρων μαχητών, έμπειρων σε δύσκολα και παράτολμα εγχειρήματα, Καταγόμενων από τη Λακωνία και την Αρκαδία που έχει ενισχυθεί µε μπαζούκας. Αποτελείται από τους υπολοχαγούς Γ. Kατσιμαντή από Στεφανιά και Χρ. Αγλαµίση από Κοσμά (Αρκαδίας), τους ανθυπολοχαγούς Σωτ. Κωστιάνη από Γκοριτσά, Τάκη Σταυρόπουλο από Σκάλα και Χρ. Καστάνη από Λιαντίνα και τους ομαδάρχες Γιαν. Παπαδόπουλο από Γκοριτσά, Σπ. Φερίζη από Ζαραφώνα, Μαν. Δρίβα από Κουπιά, Γιωρ. Κουτσοβασίλη από Ζούπαινα, Τάκη Χρηστάκο από Κροκεές, Δηµ. Κώνστα από Άρνα, και Νικ. Γιαννακόπουλο. Το τάγμα του Αλέκου Τσουκόπουλου κατεβαίνει πιο αριστερά, στην περιοχή κοντά στη θάλασσα βορειότερα του Λεωvιδίoυ και στα χωριό Μέλανα τοποθετεί το λόχο Μπελά, που πιάνει στην παραλία κάποια χαρακώματα, κληρονομιά της ιταλικής Κατοχής, και στήνει ένα πολυβόλο στο καμπαναριό μιας εκκλησίας.
 
 
Κοντύτερα προς το Λεωνίδιο και προς την πλαγιά της κοιλάδας, τοποθετούνται οι λόχοι Κουτρουλάκη και Σκάγκου, ενώ έχει προσαρτηθεί στο τάγμα κι ο λόχος μηχανημάτων του Γκουβάτσου. Οι δυνάμεις αυτές καλύπτουν έτσι την επιχείρηση από τις βόρειες κι ανατολικές προσβάσεις κοντά στην παραλία. Παράλληλα το αρχηγείο του Πάρνωνα µε το Γιώργη Ατζακλή κατηφορίζει δεξιά στα νότα του Λεωνιδίου, πιάνοντας την περιοχή στο χωριό Πούλιθρα, για να καλύψει σαν πλαγιοφυλακή πιθανή απόβαση εχθρικών δυνάμεων από εκεί, ενώ πιο κοντά στο Λεωνίδιο ο λόχος του Παν. Σουγλάκου πιάνει θέσεις προς το λιμάνι της Πλάκας. Ενώ ο Πρεκεζές από το σημείο που διηύθυνε την επίθεση είχε κρατήσει μαζί του τρεις λόχους για ασφάλεια και εφεδρεία. 
 
 
Η μάχη
 
Η επίλεκτη ομάδα κρούσης πλησίασε τον ανεμόμυλο και αμέσως αντιμετωπίζουν τα πυρά από τους επαγρυπνoύντες υπερασπιστές του. Έτσι ενώ το σχέδιο προέβλεπε ότι τα άλλα αντάρτικα τμήματα -οι λόχοι από τα τάγματα Βρεττάκου και Μπουραζάνη- που έχουν στο μεταξύ πλησιάσει στην πόλη πρέπει να περιμένουν την εξουδετέρωση του ανεμόμυλου, για να εισορμήσουν μέσα στον οικισμό µε ασφάλεια, η ομάδα κρούσης κατορθώνει να πλησιάσει στα 50 μέτρα το στόχο της.
 
 Καθηλώνεται όμως από τα καταιγιστικά πυρά του φρουρίου, αδυνατώντας έτσι να χρησιμοποιήσει άνετα και να σκοπεύσει µε τα δύο μπαζούκας το χοντρό αρματωμένο από πέτρα τοίχο. Κάποτε όμως στήνεται το φοβερό όπλο, µε το οποίο αρχίζουν να στέλνονται βλήματα προς τον ανεμόμυλο χωρίς όμως να γκρεμίζουν τους ατράνταχτους τοίχους του. Οι αντάρτες καλούν τη φρουρά του οχυρού να παραδοθεί αλλά μέσα από τον ανεμόμυλο δείχνουν ότι δεν ιδρώνει το αυτί τους κι εκτός από θεριστικά πυρά και χειροβομβίδες που εκτοξεύονται αντιμετωπίζουν και τη δυσκολία των συρματοπλεγμάτων. 
 
Από τον ανεμόμυλο οι αμυνόμενοι δε λογαριάζουν καθόλου τα πυρομαχικά και µε τρία πολυβόλα λιανίζουν ανελέητα τον τόπο όπου μαζί µε τις χειροβομβίδες που εκτοξεύουν, δημιουργούν κόλαση πυρός και τραυματίζουν την ομάδα κρούσης, που δυσκολεύεται να σκοπεύσει κάθετα, για να υπερνικήσει µε τα μπαζούκας την αντίσταση της πέτρας και να διαρρήξει το κυκλικό τοίχωμα.
 
 Ο Πρεκεζές κάθε τόσο ρωτάει αν έπεσε ο ανεμόμυλος αλλά η απάντηση του Βρεττάκου είναι απογοητευτική: "Όχι συναγωνιστή ταξίαρχε δεν έπεσε". 
 
Όσο περνάνε οι ώρες κι αφού η εκτόξευση κι άλλων αντιαρματικών βλημάτων αποτυχαίνει να ανοίξει τους πέτρινους μεσαιωνικούς τοίχους, που στέκουν αγέρωχοι ενισχύοντας την αδιαλλαξία των υπερασπιστών του φρουρίου, ο διοικητής καταλαμβάνεται από αγωνιά. Στο Λεωνίδιο, στην επιχείρηση αυτή, που έχει ρίξει για την επιτυχία της όλες τις δυνάμεις του, η έκβαση της είναι ζήτημα ζωής ή θανάτου, αφού διακυβεύεται ουσιαστικά η ύπαρξη του αντάρτικου στην Πελοπόννησο. Περνάνε έτσι γύρω στις πέντε ώρες και η μάχη έχει ανάψει παντού. Οι τροχιοδεικτικές σφαίρες διακρίνονται από μακριά να διασχίζουν το σκοτάδι. Από τη θάλασσα χτυπάνε και δύο πολεμικά πλοία, που Κανονιοβολούν και προς τις περιοχές που έχουν πιάσει ο Tσουκόπουλος κι ο Ατζακλής.
 
Οι αντάρτες προτρέπουν τους χωροφύλακες να παραδοθούν, αντί άλλης απάντησης εισπράττουν ριπές από αυτόματα όπλα. Κάποιος στρατιώτης που επιχείρησε έξοδο σκοτώνεται από μέσα. Ενώ ο διοικητής της φρουράς Γιάννης Λουµπαρδιάς, επωφελούμενος το σκοτάδι προσπαθεί να ανιχνεύσει τον έξω χώρο και τελικό σκοτώνεται από ριπή αυτόματου όπλου.
 
Κάποιοι αντάρτες μπροστά από τον ανεμόμυλο σκοτώνονται και κάποιοι άλλοι, αρκετοί, τραυματίζονται. 
 
Εδώ αφού συμπλέκονται σώμα µε σώμα αντάρτες και στρατιώτες στα φυλάκια προσπαθούν να εφορμήσουν προς το κέντρο του Λεωνιδίου. Στην προσπάθεια τους αυτή παίρνουν κάποιους όλμους και πυρομαχικά από ένα εγκαταλειμμένο φυλάκιο. Στο σημείο αυτό δίνεται το σύνθημα της σύμπτυξης και της αποχώρησης των ανταρτών που πρέπει να εγκαταλείψουν το χώρο της σύγκρουσης διότι είχε υπερβεί ο ωφέλιμος χρόνος της μάχης µε το χαρακτηριστικό σημείο εκτοξεύοντας µια φωτοβολίδα που σήμαινε την αποχώρηση. Στο διάστημα αυτό όσοι αντάρτες και αξιωματικοί είχαν εισέλθει εντός του χώρου της κωμόπολης ενημερώνουν µε σύνδεσμο τον ταξίαρχο Πρεκεζέ ότι πέτυχαν τους στόχους τους, ενώ ήταν πλέον αργά και η έκβαση της μάχης είχε κριθεί. Δεν μπορεί πλέον ο ταξίαρχος να κάνει τίποτα για να ανατρέψει τη διαταγή που είχε δώσει για αποχώρηση. Τα τμήματα ήδη είχαν απομακρυνθεί από το Λεωνίδιο µε άδεια χέρια και όσα τμήματα κάλυπταν την επιχείρηση ευρίσκονταν σε πορεία επιστροφής από διάφορες κατευθύνσεις.
 
 
Η νικηφόρα έκβαση της μάχης είχε μηδενική πρακτική αξία και γίνεται τραγική για την 55η Ταξιαρχία του ΔΣΠ. Ελάχιστα λάφυρα που πάρθηκαν δεν ισοσταθμίζουν το κόστος της επιχείρησης διότι όσα όπλα και πυρομαχικά μάζεψαν πρόχειρα ακόμα και στρατιωτικές στολές δεν πληρώνονται µε τις ανθρώπινες ζωές που χάθηκαν.
 
 
Οι απώλειες των ανταρτών στην επίθεση αυτή ήταν περίπου 8 αντάρτες νεκροί. Ανάμεσα σε αυτούς και οι παρακάτω:
 
1) Οπλοπ/βολητής Νίκος Καρκαµπάσης από Παλαιοπαναγιά Σπάρτης
2) Αντάρτισσα, Διαμάντω Μαντζαβράκου από Αγιοργείτικα Τρίπολης
3) Αντάρτης, Σωτήρης Δολιανίτης.
 
Από πλευράς των ΜΑΥ και της Χωροφυλακής οι απώλειες είναι οι εξής: 
 
1) Ανθυπολοχαγός, Γιάννης Λουµπαρδιάς, 
2) Eπιλoχίας, Γιάννης Καντζίκης, 
3) Στρατιώτης, Κώστας Κονδύλης, 
4) Στρατιώτης, Κώστας Καραδηµητρίου, 
5) Στρατιώτης, Κώστας Λιβάνιος,
6) Στρατιώτης,Μανώλης Καραμπίνης
7) Μ.Α.Υς, Δηµήτριος Βλάχος, 
8) Πολίτης, Ματίνα Καλατζή,
9) Πολίτης, Nίκος Σαρρής, 
10) Πολίτης, Αντιγόνη Τρίκουλη. 
 
 
Το άρθρο αναδημοσιεύεται από την εφημερίδα Αρκαδικοί Ορίζοντες
 
 
 
 
ΜΑΥ και Χωροφύλακες στον Μύλο του Μανωλάκη. Φωτογραφία του 1949
 

1 σχόλιο:

  1. Οπως παντα oberon εξαιρετικο αρθρο.Καλο θα ηταν να συνεχιζες και με τον Αγ.βασιλη και το τελος του Τσουκοπουλου

    ΑπάντησηΔιαγραφή